12


Όταν ο Χουάν ζήτησε το κλειδί τού δωματίου του, ο ξενοδόχος τού σύστησε τον αδελφό του, τον Ορόχο, που εκείνη τη στιγμή έτυχε να βρίσκεται δίπλα του. Ο Ορόχο προσφερόταν για ξεναγήσεις ή, μάλλον,  να εξυπηρετεί με το αυτοκίνητό του τους τουρίστες και να τους πηγαίνει στα δυσπρόσιτα μέρη τού νησιού που είχαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Συμφώνησαν να συναντηθούν την επόμενη μέρα για να τους οδηγήσει στις περιοχές που θα του υποδείκνυαν. Ο Ορόχο θα ερχόταν να τους περιμένει με το αυτοκίνητό του έξω από το ξενοδοχείο, στις οχτώ το πρωί.
Το πρόγευμα δεν είχε μεγάλη ποικιλία, αλλά η Τζέιν και ο Χουάν έφαγαν αρκετά, καθώς δεν ήξεραν πού θα έτρωγαν το μεσημέρι. Για τον ίδιο λόγο πήραν από το κοντινό μίνι μάρκετ κρύα σάντουιτς και εμφιαλωμένα νερά. Το αυτοκίνητο, ένα σχετικά καινούργιο κόκκινο τζιπ 4x4, ήρθε με καθυστέρηση μισής ώρας. Ο Ορόχο δικαιολογήθηκε όπως όπως.

Η ιδανική θέση απ’ όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει όλο το νησί είναι η κορυφή τού ηφαίστειου Τερεβάκα, το ψηλότερο σημείο τού Ράπα Νούι. Ο δρόμος μέχρι εκεί ήταν δυσκολοδιάβατος, αλλά ευτυχώς η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη. Συχνά συναντούσαν και άλλους περιηγητές που ήθελαν να δουν εκείνη την πλευρά τού νησιού. Όσο ανέβαιναν, η πλαγιά γινόταν ολοένα και πιο ερημική. Η βλάστηση έδινε τη θέση της στην πετρωμένη λάβα και την τέφρα τού ηφαιστείου, που είχε καλύψει τη γη. Ο Ορόχο ξαφνικά σταμάτησε το αυτοκίνητο, καθώς δεν μπορούσε να συνεχίσει να οδηγεί σε τόσο ανώμαλο έδαφος.
Η Τζέιν βγήκε από το τζιπ και στάθηκε να θαυμάσει το σεληνιακό τοπίο που απλωνόταν γύρω της. Έσκυψε και πήρε μια πέτρα με γεωμετρικούς κρυστάλλους που λαμπύριζαν στο φως σαν μικροσκοπικά διαμάντια.
«Τι πέτρωμα είναι αυτό Χουάν;»
«Δεν έχω ιδέα Τζέιν. Ίσως κάποιος ειδικός θα μπορούσε να βοηθήσει».
Συμπτωματικά, λίγα μέτρα πιο μακριά, δύο Αμερικανοί γεωλόγοι εξέταζαν προσεκτικά το έδαφος και έπαιρναν δείγματα. Όταν τους αντιλήφθηκε η Τζέιν, πλησίασε διακριτικά και τους ρώτησε.
Οι δύο ερευνητές ήταν πρόθυμοι να δώσουν πληροφορίες, όχι μόνο για την πέτρα που τους έδειχνε, αλλά και για ολόκληρη τη γεωλογική ιστορία τού νησιού. Ο Χουάν, που πλησίασε στο μεταξύ, συστήθηκε και άκουγε με ενδιαφέρον.
«Τα χαρακτηριστικά τού Ράπα Νούι έχουν ιδιαίτερη γεωλογική σημασία» επισήμανε ο πρώτος. «Η στερεοποίηση της λάβας έχει σχηματίσει βασάλτη σε όλες τις μορφές που μπορεί κανείς να τον συναντήσει. Γενικά είναι πορώδης και κυψελοειδής, αλλά στις πλαγιές των λόφων και κοντά στις ακτές γίνεται πυκνότερος και πιο συμπαγής».
«Έχουν διάφορα χρώματα» παρατήρησε η Τζέιν.
«Τα χρώματα τα δίνουν άλατα μαγγανίου, σιδήρου και πυριτίου. Η σύσταση και το χρώμα τής λάβας διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στην ανατολική πλευρά διαβρώνεται και γίνεται μια λεπτή κεραμιδί σκόνη που τη σηκώνει ο αέρας και σκεπάζει την περιοχή, καμιά φορά κι ολόκληρο το νησί».
Ξαφνικά, άλλαξε θέμα, σαν να θυμήθηκε κάτι σπουδαίο.
«Τα φυσικά σπήλαια του νησιού είναι πολυάριθμα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν χρησιμοποιηθεί παλιά ως κατοικίες ή ως χώροι ενταφιασμού των νεκρών. Διάφορες μικρές εικόνες, γραμμένες πινακίδες, υπολείμματα τροφών και άλλα ενδιαφέροντα αντικείμενα έχουν βρεθεί κρυμμένα στις στοές που ανοίχτηκαν σ’ αυτά. Τα περισσότερα όμως δεν είναι επισκέψιμα, επειδή σε πολλά σημεία κατέρρευσαν από τις καθιζήσεις και τους σεισμούς».
Αυτή η πληροφορία μπορεί αργότερα να αποδειχτεί χρήσιμη, σκέφτηκε ο Χουάν.
«Θα παρατηρήσετε επίσης» συνέχισε ο προηγούμενος «ότι οι πλαγιές των περισσότερων λόφων κατεβαίνουν ομαλά προς τη θάλασσα. Σε πολλές ακτές όμως η κλίση γίνεται απότομη. Αυτό οφείλεται στην έντονη διάβρωση από την αδιάκοπα ταραγμένη θάλασσα».
Παρόλο που το αντικείμενο ήταν ενδιαφέρον, η Τζέιν και ο Χουάν κουράστηκαν από τις τόσες μαζεμένες πληροφορίες των λαλίστατων, αλλά συμπαθών Αμερικανών ερευνητών. Είχαν απομακρυνθεί πολύ από το τζιπ, καθώς ακολουθούσαν τους επιστήμονες, που περιέγραφαν τα πετρώματα και ανέλυαν τα γεωλογικά χαρακτηριστικά τού νησιού. Ιδρωμένοι εδώ και πολλή ώρα κάτω από τον τροπικό ήλιο, η ζέστη τούς έφερε δίψα και όταν ο λιγότερο ομιλητικός γεωλόγος άνοιξε το σακίδιο για να βγάλει το μικρό θερμός του κι ένα σάντουιτς, θυμήθηκαν ότι έπρεπε να βάλουν κι εκείνοι κάτι στο στόμα τους.

Μετά το πρόχειρο γεύμα ο Χουάν πήγε να εξετάσει πιο προσεκτικά το γυμνό έδαφος του ηφαιστείου. Όσο κι αν δεν ήθελε να απομακρυνθεί από δίπλα του, ο Χουάν επέμενε κι η κουρασμένη Τζέιν σχεδόν αναγκάστηκε να τον περιμένει μέσα στο κλιματιζόμενο αυτοκίνητο, ξεφυλλίζοντας ένα τοπικό περιοδικό που είχε αγοράσει το πρωί. Είκοσι λεπτά αργότερα, ο Χουάν επέστρεψε ικανοποιημένος, κρατώντας μερικές διαφανείς σακούλες με λίγο χώμα στην καθεμιά.
«Πήρες δείγματα από το έδαφος δίπλα στον κρατήρα τού ηφαιστείου;» ρώτησε με ενδιαφέρον η Τζέιν.
«Κάτι περισσότερο. Εκτός από χώμα, όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, εδώ μέσα έχει και βλάστηση».
«Πώς γίνεται αυτό;»
«Η σκόνη που σηκώνεται από τον αέρα και χώνεται στις ρωγμές τού εδάφους, σε συνδυασμό με το νερό τής βροχής που παραμένει σε μερικές από αυτές, σχηματίζει ένα στοιχειώδες υπόστρωμα για να αναπτυχθούν κάποια πολύ μικρά φυτά. Αυτά με τη σειρά τους συγκρατούν κι άλλο χώμα ή συμβιώνουν με είδη φυτών που τα στηρίζουν και με λίγη τύχη επιβιώνουν. Όσο περπατούσαμε στα βράχια, το μάτι μου κάθε τόσο αναζητούσε τέτοια μικρά καταφύγια ζωής. Αν είμαι τυχερός, εδώ μέσα μπορεί να βρω ενδιαφέροντα είδη».

Η χαμηλή βλάστηση του Ράπα Νούι περιλαμβάνει μικρά δέντρα, θάμνους, φτέρες και βρυόφυτα. Εξαιτίας τής μικρής έκτασης και του φτωχού πια εδάφους, τόσο η χλωρίδα όσο και η πανίδα αποτελούνται από λίγα είδη. Κάποια ενδημικά, αν και έχουν εκλείψει από το φυσικό τους περιβάλλον, διατηρούνται σε κήπους και πάρκα. Ωστόσο, καθώς ο βιότοπος είναι απομονωμένος, ορισμένα φυτά με την πάροδο του χρόνου εξελίχτηκαν και δημιουργήθηκαν νέα είδη για την επιστήμη.
Κάποτε, ψηλά δέντρα σχεδόν κάλυπταν το νησί. Αυτό έγινε γνωστό τόσο από τις τοπικές παραδόσεις όσο και από τις μαρτυρίες διάφορων εξερευνητών. Οι κάτοικοι όμως τα έκοβαν με ταχύ ρυθμό, με αποτέλεσμα να αφανιστεί το δάσος. Λίγο έλειψε μάλιστα να χαθεί και ο ανθρώπινος πληθυσμός, καθώς έγινε δραματική διαταραχή τής οικολογικής ισορροπίας. Η κύρια αιτία γι’ αυτήν την αλόγιστη υλοτόμηση εντοπίστηκε στην κατασκευή ή, μάλλον,  στη διαδικασία τής μεταφοράς των μοάι, των μεγαλιθικών δημιουργημάτων που εντυπωσιάζουν αμέσως τον επισκέπτη.
Ο Χουάν γνώριζε ότι διάφορα είδη από πτεριδόφυτα φυτρώνουν συχνά κοντά στους πρόποδες των ηφαιστείων και είχε στον νου του με την πρώτη ευκαιρία να επισκεφθεί εκείνες τις πλαγιές. Με λίγες εξαιρέσεις, οι λόφοι και οι κοιλάδες τού νησιού καλύπτονται τους περισσότερους μήνες τού χρόνου από ποώδη φυτά. Μοιάζουν πολύ με εκείνα πολλών τροπικών νησιών, που όσες φορές βρέχει τον χρόνο κάνουν το έδαφος ολισθηρό και δυσκολεύουν επικίνδυνα το περπάτημα.
Επέστρεψαν στο ξενοδοχείο στις τρεις το μεσημέρι. Η κατακουρασμένη Τζέιν έγινε ξαφνικά σκεπτική, καθώς έβλεπε τη μέρα να φεύγει και θυμήθηκε για ποιο λόγο είχε ξεκινήσει για το νησί. Ο Χουάν την καθησύχασε.
«Σου εγγυώμαι ότι πριν δύσει ο ήλιος θα μάθεις πολλά. Έχε μου εμπιστοσύνη».
«Μακάρι, Χουάν. Ελπίζω το ταξίδι μου ή, μάλλον, το ταξίδι μας να μην πάει χαμένο, τουλάχιστο απ’ αυτήν την πλευρά του».
«Και μόνο οι εμπειρίες που αποκτούμε από αυτό, πιστεύω ότι αποζημιώνουν τον κόπο μας. Να βλέπεις τα πράγματα πάντα από τη θετική τους σκοπιά».
«Έχεις δίκιο. Καλά που είσαι εσύ και μου ανεβάζεις το ηθικό. Θα σε περιμένω το απόγευμα, κατά τις έξι, στο σαλονάκι».

Μια ώρα μεσημεριανής ανάπαυσης ήταν αρκετή για να ξαναδώσει δυνάμεις στον Χουάν. Ετοιμάστηκε να κατεβεί στη ρεσεψιόν για να πάρει πληροφορίες σχετικές μ’ εκείνον τον ιθαγενή που πλησίασε το προηγούμενο βράδυ στη λαογραφική εκδήλωση. Αναθεώρησε όμως τη σκέψη του, καθώς έκρινε προτιμότερο να ρίξει μια πρώτη ματιά στα δείγματα που είχε συλλέξει. Αν ανάμεσά τους ανακάλυπτε έστω και ένα δυο είδη – κλειδιά για την ολοκλήρωση της εργασίας του, θα είχε τη δυνατότητα να αφιερώσει μεγάλο μέρος από τον υπόλοιπο χρόνο του για να βοηθήσει στην έρευνα της Τζέιν. Το ενδιαφέρον του τώρα για την υπόθεση των μεταλλίων γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο δίπλα της.
Ήταν τυχερός, γιατί τα δείγματα, αν και λίγα, ήταν πραγματικά αξιοπρόσεκτα. Χάρη στον στοιχειώδη εξοπλισμό που είχε και την εμπειρία του, έβγαλε τα πρώτα συμπεράσματα. Ανάμεσά τους παρατήρησε φυτά που δεν είχε ξαναδεί. Αν και βρίσκονταν σ’ ένα στάδιο ανάπτυξης όπου ο προσδιορισμός τους σε επίπεδο είδους ήταν δύσκολος, με τη σύγχρονη μεθοδολογία τού εργαστηρίου και τη βιβλιογραφία που διέθετε, ήταν αισιόδοξος ότι θα κατέληγε στα επιθυμητά αποτελέσματα.
Ικανοποιημένος από τις πρώτες ενδείξεις, έβαλε τα δείγματα σε ειδικά φιαλίδια και κατέβηκε για να συναντήσει τον ιδιοκτήτη τού ξενοδοχείου. Τον βρήκε καθισμένο στο μικρό σαλόνι να παρακολουθεί τηλεόραση.
«Είχατε χθες μια πολύ φαντασμαγορική παράσταση στην ακτή. Είδα ότι ήταν μαζεμένος όλος ο κόσμος».
«Τέτοιες εκδηλώσεις δεν τις χάνουμε με τίποτε».
«Ήσαστε κι εσείς εκεί;»
«Φυσικά».
«Πίσω από την ορχήστρα πρόσεξα έναν ηλικιωμένο κύριο με αδρά χαρακτηριστικά και ένα τατουάζ με μοάι στο γυμνό στήθος του».
«Α! Εννοείτε τον γερο-Ατούα».
«Τον γνωρίζετε;»
«Όπως και όλοι στο νησί. Από τότε που τον πρωτοείδα, δεν άλλαξε. Ο χρόνος δε φαίνεται να τον αγγίζει».
«Φαντάζομαι ότι ξέρει πολλά για τον τόπο».
«Υποστηρίζει ότι κατάγεται απευθείας από εκείνους που πρωτοπάτησαν στο νησί. Σήμερα, βέβαια, έχουμε μάθει πολύ περισσότερα για τον τόπο μας απ’ όσα ξέρει αυτός. Διηγείται όμως ενδιαφέρουσες ιστορίες, που πέρασαν από γενιά σε γενιά».
«Θα ήθελα πολύ να τον συναντήσω και να συζητήσουμε. Αλήθεια, μιλάει ισπανικά;»
«Και ισπανικά και αρκετά αγγλικά. Όλοι οι τουρίστες, όταν τον ανταμώνουν, του κάνουν διάφορες ερωτήσεις. Είναι κάτι σαν αξιοθέατο, ας μου επιτραπεί η έκφραση. Θα πρέπει να τον ακούτε όμως προσεκτικά, γιατί δε μιλάει πολύ καθαρά».
«Πού μπορούμε να τον βρούμε;»
«Κάθε βράδυ βρίσκεται και κουτσοπίνει σ’ ένα απομακρυσμένο καπηλειό κοντά στο αεροδρόμιο της πόλης, απέναντι από το ξενοδοχείο Ιοράνα. Μετά τις εφτά θα τον βρείτε σίγουρα».
«Ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες».
«Πάντα στη διάθεσή σας».

Ο Χουάν παράγγειλε στο μπαρ ένα “πίσκο”, τοπικό οινοπνευματώδες ποτό, και κάθισε στο σαλόνι περιμένοντας την Τζέιν.
Μισή ώρα αργότερα, η Τζέιν κατέβηκε.
«Έχω καλά νέα Τζέιν!»
«Ανυπομονώ να τ’ ακούσω».
«Στις εφτά θα ξεκινήσουμε για να πάρουμε πολύτιμες πληροφορίες από τον καλύτερο γνώστη τής ιστορίας ή, μάλλον,  των παραδόσεων του τόπου».
«Φαντάζομαι ότι εννοείς εκείνον τον τύπο που είδαμε χθες το βράδυ».
«Ακριβώς. Γνωρίζει πολλά μυστικά τού νησιού».
«Ξέρεις πού θα τον βρούμε;»
«Έμαθα από τον ξενοδόχο πού συχνάζει τα βράδια».
«Δεν πάμε από τώρα; Μπορεί να βρίσκεται εκεί».
«Η ανυπομονησία σου δεν περιγράφεται. Έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας. Πάμε πρώτα μέχρι την πλατεία, να γνωρίσουμε καλύτερα αυτήν τη μικρή πρωτεύουσα».

Η κεντρική πλατεία τής Χάνγκα Ρόα είναι στην πραγματικότητα ένα σταυροδρόμι από δύο προσεκτικά κατασκευασμένα καλντερίμια, που το καθένα έχει πλάτος γύρω στα είκοσι μέτρα. Στη μέση δεσπόζει ένας ψηλός φοίνικας, ενώ στις άκρες υπάρχουν μνημεία με προτομές των πιο σημαντικών προσωπικοτήτων που πέρασαν από το νησί. Ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια διέκριναν μια μικρή καφετερία, που εκείνη την ώρα έτυχε να είναι ανοιχτή. Γύρω δεν κυκλοφορούσε ούτε ένα αυτοκίνητο. Κάθισαν για να ξεκουραστούν και να πιούν έναν καφέ. Μιλούσαν ελάχιστα, έχοντας κυρίως τον νου τους σ’ αυτά που θα άκουγαν σε λίγο, νιώθοντας όμως ταυτόχρονα και μια αμηχανία. Ξαφνικά, ύστερα από αρκετή ώρα σιωπής, ήρθε στον Χουάν μια ιδέα.
«Άκουσε τι σκέφτηκα. Στο ξενοδοχείο έχω αφήσει ένα iPod που έχει τη δυνατότητα να μαγνητοφωνεί. Θα γράψουμε τη συνομιλία για να την ξανακούσουμε αργότερα με την ησυχία μας, ώστε να μη μας ξεφύγει καμιά λεπτομέρεια. Κι αυτό γιατί, όπως έμαθα, η άρθρωση του γέρου δεν είναι καθαρή».
«Λαμπρή ιδέα Χουάν! Μπράβο!»
«Με τη διαφορά ότι θα το χειριστείς εσύ, διακριτικά. Είναι πολύ απλό στη λειτουργία του. Εγώ θα βρω τρόπο να καθίσω έτσι ώστε να σε καλύπτω και θα κάνω τις ερωτήσεις».
«Κι εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι προτιμότερο».

Στην άκρη τής μικρής πόλης, μπροστά από μια τενεκεδένια παράγκα υπήρχαν πέντε έξι τραπέζια, στρωμένα με καρό τραπεζομάντιλα μιας χρήσης. Γύρω τους, πλαστικές καρέκλες συμπλήρωναν αυτό που ο ξενοδόχος είχε ονομάσει “καπηλειό”.
Σ’ ένα από τα τραπέζια καθόταν ο γερο-Ατούα, όπως ακριβώς τον είδαν και το προηγούμενο βράδυ: μισόγυμνο και μ’ ένα μπουκάλι δίπλα του.
Ο Χουάν τον πλησίασε. Η Τζέιν ενεργοποίησε το iPod για να μαγνητοφωνήσει τη συζήτηση.
«Καλησπέρα. Μάθαμε ότι γνωρίζετε το νησί καλύτερα από κάθε άλλον. Θα θέλαμε να μάθουμε ό,τι ξέρετε που δε γράφουν τα βιβλία».
Ο γερο-Ατούα δε βιάστηκε να απαντήσει. Άδειασε το μικρό πλαστικό ποτήρι του και σήκωσε αργά τα θολά του μάτια. Χωρίς να τους χαιρετίσει, άρχισε αμέσως να διηγείται.
«Ο Χότου Ματούα έφτασε στο νησί πριν από πενήντα γενιές, με εκατό οικογένειες, σε καράβια που είχαν μάκρος πάνω από τριάντα μέτρα και δυο μέτρα βάθος. Ήταν φτιαγμένα από πελεκημένα ξύλα δεμένα με δερμάτινες λουρίδες. Στην πλώρη και στην πρύμνη ήταν ψηλά και μυτερά. Για να μην μπατάρουν στη θάλασσα, είχαν στο πλάι μικρές βάρκες. Τέτοια πλεούμενα μπορούν να κάνουν ατέλειωτα ταξίδια, ακόμα και σήμερα».
Αμέσως ύστερα απ’ αυτά τα πρώτα λόγια ξαναγέμισε το ποτήρι του. Ήταν φανερό ότι το ποτό επηρέαζε την τρεμάμενη ομιλία και το νυσταγμένο βλέμμα του. Η Τζέιν από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να τον παρακολουθήσει με προσοχή. Καταλαβαίνοντας όμως ελάχιστα απ’ όσα έλεγε, το μυαλό της πήγαινε περισσότερο στον Χουάν. Το βλέμμα της περιφερόταν συνέχεια. Για μια στιγμή, έπεσε στα μαύρα βραχιόλια τού Ατούα. Πλησιάζοντας λίγο για να τα δει καλύτερα ταράχτηκε, καθώς της θύμισαν αμέσως το μαύρο κομποσκοίνι τού Εϊρό, που είχε βρει στην κασέλα τής σοφίτας. Από τη στιγμή εκείνη το μάτι της ήταν διαρκώς πάνω στα σχοινένια βραχιόλια τού γέρου.
Ο γερο-Ατούα ξανάρχισε να μιλάει, αλλά τα λόγια του τώρα μπερδεύονταν περισσότερο. Ήδη ο Χουάν σκεφτόταν ότι το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν ήταν να τον αφήσουν να μιλάει και να ακούσουν αργότερα τις ιστορίες του με την ησυχία τους. Έδειχναν μόνο ότι παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον, κάνοντας πότε πότε καμιά ερώτηση, όταν ο Ατούα σταματούσε.
Ο γέρος ύστερα από μια ώρα και πολλά διαλείμματα για να συμπληρώνει το ποτήρι του, σταμάτησε. Κουράστηκε να μιλάει. Άναψε ένα τσιγάρο. Τα μάτια τής Τζέιν εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένα στο χέρι του. Οι σκέψεις και οι συνειρμοί που έκανε όσο μιλούσε ο Ατούα την αναστάτωναν. Δεν άντεξε και ψιθύρισε στον Χουάν:
«Ρώτησέ τον πού βρήκε αυτά τα βραχιόλια».
Στην ερώτηση του Χουάν, η φωνή τού γέρου έγινε ξαφνικά πιο ζωηρή.
«Αυτά τα φορούσε και ο πατέρας μου και ο πατέρας τού πατέρα μου. Είναι χάρισμα από κάποιον ξένο, που ήρθε στο νησί και βοήθησε πολλούς ανθρώπους. Όλοι σ’ αυτόν τον τόπο νιώθουμε ακόμα το πνεύμα του».
Η καρδιά τής Τζέιν σκίρτησε.
«Πώς έλεγαν εκείνον τον άνθρωπο;»
«Κανένας δε θυμάται».
«Ξέρετε τι έγινε όταν πέθανε;»
«Ο πατέρας μου έλεγε ότι η ψυχή του βρίσκεται στον λόφο Ράνο Ραράκου. Το μέρος που φτιάχτηκαν τα περισσότερα μοάι».
«Και το σώμα του;»
«…»
«Πείτε μας τι άλλο γνωρίζετε» συνέχισε ο Χουάν.
Ο Ατούα εξακολουθούσε να μιλάει σταθερά. Είχε βγει από εκείνη τη νάρκη κι έδειχνε άλλος άνθρωπος.
«Κάποτε, εδώ υπήρχε πολύς κόσμος. Αυτοί που κατοικούσαν στην ανατολή, “οι άνθρωποι με τα μακριά αφτιά”, πολέμησαν και κυρίεψαν τους “ανθρώπους με τα κοντά αφτιά”, που έμεναν στη δύση. Με τον καιρό έκοψαν τα περισσότερα καρποφόρα δέντρα. Ο κόσμος πέθαινε από την πείνα. Αργότερα, κι από τις αρρώστιες που έφεραν με τα καράβια τους οι ξένοι. Κάθε φορά που πλησίαζαν, ο λαός αναστατωνόταν. Δεν ήξερε τι τον περίμενε. Αυτοί που ήρθαν μας κακομεταχειρίστηκαν, σκότωσαν πολύ κόσμο, πήραν σκλάβους και μας έκαναν να ξεχάσουμε τη γλώσσα και τις ρίζες μας» είπε με πικρία.
«Όλοι έτσι συμπεριφέρονταν;»
«Οι περισσότεροι. Βλέπεις, εμείς δεν είχαμε τα δικά τους όπλα. Μόνο κάτι ακόντια με αιχμές από πέτρα, τα κοντά ξύλινα σπαθιά “πατουπάτου” και πέτρες που τις πετούσαμε με το χέρι και με σφεντόνες. Τόξα και βέλη δεν είχαμε. Ούτε ασπίδες. Ούτε στρατιώτες. Ο κάθε άντρας πολεμούσε όταν το καλούσε η ανάγκη κι όπως ήθελε. Δίχως πολεμική τακτική. Οι πόλεμοι ήταν βάρβαροι και οι αιχμάλωτοι σκοτώνονταν όλοι. Αυτή ήταν κι η αιτία που λιγόστεψαν τόσο οι κάτοικοι του νησιού».
Ο γέρος πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε πιο ήρεμος.
«Δε λέω, υπήρξαν κι αυτοί που ωφέλησαν τον τόπο. Με τον καιρό τα πράγματα καλυτέρεψαν. Πολλοί ξένοι έπαιρναν από εμάς διάφορα αγαθά και μας έδιναν δικά τους. Πλησιάζαμε τα καράβια τους με περιέργεια γιατί δε βλέπαμε συχνά τόσο μεγάλα και αρματωμένα πλοία».
«Είδαμε και χριστιανικές εκκλησίες. Από πότε έχει εδώ χριστιανούς;»
«Πριν από πέντε ή έξι γενιές, απ’ όσο ξέρω, έρχονταν εδώ κάποιοι που μιλούσαν γι’ αυτήν τη θρησκεία και προσπαθούσαν να αλλάξουν τον τρόπο που λατρεύαμε τους θεούς μας. Πολλοί τους άκουγαν γιατί ήταν καλοί άνθρωποι, καλή ώρα σαν κι αυτόν που μας άφησε αυτά τα βραχιολάκια. Βοήθησαν το νησί γιατί ήξεραν πολλά. Αυτοί που έγιναν τότε χριστιανοί πίστευαν και στα δικά μας πνεύματα. Κάποιοι πιστεύουν ακόμα και τώρα».
«Πείτε μας κάτι γι’ αυτά τα πνεύματα».
Ο Ατούα σταμάτησε για να αδειάσει και πάλι το ποτήρι του. Είχε δώσει όλες του τις δυνάμεις για να μιλήσει, σαν να ήθελε να φύγει ένα βάρος από μέσα του. Πήρε βαθιά ανάσα κι έκλεισε τα μάτια του. Έδειχνε να χάνεται σε έναν λήθαργο και ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να πει περισσότερα εκείνη τη στιγμή. Η Τζέιν αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Χουάν. Σηκώθηκαν ταυτόχρονα, ικανοποιημένοι, καθώς μάντευαν πόσο σπουδαία ήταν τα τελευταία λόγια τού Ατούα.
Ο γέρος είχε στο μεταξύ ακουμπήσει το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι. Φαινόταν σαν να τον είχε πάρει ο ύπνος.