52


Εκείνο το απόγευμα, το σπίτι που φιλοξενούσε τον Ο’ Σάλιβαν είχε πάρει μια διαφορετική όψη. Κατά τις πέντε είχε έρθει ο Γκλέιντ και πήρε την πρωτοβουλία να κάνει το περιβάλλον πιο ευχάριστο για τους επισκέπτες που θα έρχονταν δύο ώρες αργότερα. Παράλληλα, φρόντισε να προμηθευτούν ποτά, ξηρούς καρπούς και αναψυκτικά για  να περιποιηθούν τους καλεσμένους τους. Μέχρι που γέμισε το ανθοδοχείο τού τραπεζιού με όσα λουλούδια μπόρεσε να κόψει από την αυλή. Ήθελε να κάνει όσο το δυνατό πιο ζεστή την ατμόσφαιρα του σαλονιού. Την τελευταία στιγμή πρόσεξε την ηλεκτρική σκούπα δίπλα στο τζάκι και την πήγε γρήγορα στην αποθήκη. Ο φίλος του τον παρακολουθούσε και χαιρόταν, καθώς έβλεπε την ενεργητικότητά του με την οποία τακτοποιούσε τον χώρο. Δεν μπορούσε να φανταστεί πόση σημασία θα έδινε στις λεπτομέρειες που συμβάλλουν σε μια θετική προδιάθεση.
Στις έξι και μισή όλα ήταν έτοιμα. Ο Γκλέιντ είχε την έκφραση που θα είχε ένας στρατηγός πριν κερδίσει μια σίγουρη μάχη. Ο Ο’ Σάλιβαν, αντίθετα, ένιωθε πολύ αμήχανος. Δεν ήξερε πώς θα εξελισσόταν αυτός ο διάλογος, καθώς εξακολουθούσε να μην έχει μαζί του το μετάλλιο. Αισθανόταν ότι θα έμενε εκτεθειμένος, πράγμα που δεν το ήθελε καθόλου. Ο Γκλέιντ κατάλαβε τι συμβαίνει και τον καθησύχασε.
«Μη στενοχωριέσαι» πρόλαβε να πει, πριν ο Ο’ Σάλιβαν εκφράσει τις ανησυχίες του. «Έχω προνοήσει γι’ αυτό. Το μετάλλιο βρίσκεται σ’ αυτήν τη θήκη, που την αφήνω πάνω στο τραπέζι. Αν θέλεις, μπορείς να το έχεις και πάνω σου. Όπως σε βολεύει. Θα το δείξεις, αλλά θα πεις ότι δεν είναι πια δικό σου. Δέχτηκες να το πουλήσεις για ένα σημαντικό ποσό, επειδή υπήρχε ειδικός λόγος. Λίγο πολύ τον φαντάζονται, καθώς ξέρουν γιατί βρίσκεσαι εδώ. Όχι όμως γιατί χρειαζόσουν χρήματα».
«Δε θα το πιστέψουν».
«Αδιάφορο. Αυτό που θέλουμε μόνο είναι να φανεί ότι εσύ, ένας άνθρωπος υπεράνω χρημάτων, τελικά συμβιβάστηκες όταν είδες εκείνο το ποσό που σου προσφέρθηκε».
«Αυτό που λες ακούγεται οξύμωρο. Προσπαθώ να μπω στο νόημα, αλλά δεν τα καταφέρνω. Εξηγήσου καλύτερα».
«Αυτοί που έχουν τα τρία μετάλλια, δε θα παραδεχτούν ποτέ ότι τα δίνουν αποκλειστικά για ένα χρηματικό ποσό, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό. Πρέπει να έχουν το ψυχολογικό άλλοθι ότι τα ανταλλάσσουν με κάτι που θα έχει γι’ αυτούς μια αξία όχι μικρότερη από αυτά. Οι ίδιοι σου είχαν προτείνει να ανταλλάξεις το μετάλλιο με ένα αντίγραφο. Υποσυνείδητα γι’ αυτούς το αντίγραφο μπορεί να υποκαταστήσει το πρωτότυπο, αν βέβαια υπάρχει ένα ισχυρό κίνητρο».
«Αρχίζω και καταλαβαίνω. Εγώ όμως συμβιβάστηκα με το αντίγραφο για εντελώς διαφορετικούς λόγους».
«Στην ουσία, ο μόνος λόγος που συμβιβάστηκες είναι το χρήμα. Το αντίγραφο θα μπορούσες να το βγάλεις και μόνος σου, να το επιδεικνύεις και να χαίρεσαι το πρωτότυπο στη συλλογή σου. Αλλά επειδή δεν έχεις συστηματική συλλογή ούτε σ’ ενδιαφέρει πέρα από την ιστορική παράσταση την οποία απεικονίζει, δε σου πέρασε καν από το μυαλό αυτή η εναλλακτική λύση».
«Μάλλον σ’ αυτό έχεις δίκιο».
«Ασφαλώς και έχω. Θα δεις ότι όταν αυτοί δουν τα αντίγραφα των μεταλλίων δίπλα στα πρωτότυπα, μαζί με κάμποσες χιλιάδες δολάρια, δε θα μπορούν να τα ξεχωρίσουν μεταξύ τους. Αν δεν κάνουν συλλογή, γιατί η ψυχολογία του συλλέκτη είναι εντελώς διαφορετική, τα κρατούν κυρίως για συναισθηματικούς λόγους. Τότε τα αντίγραφα θα τα υποκαταστήσουν θαυμάσια!»

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι τής εξώπορτας.
«Πήγαινε να ανοίξεις» είπε ο Γκλέιντ, που καθόταν σε μία από τις δύο πολυθρόνες. Ταυτόχρονα, άνοιξε ένα περιοδικό που κρατούσε στα χέρια του, προσποιούμενος ότι το διαβάζει με ενδιαφέρον.
Ο Ο’ Σάλιβαν κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Λίγο πριν ανοίξει, σκούπισε μηχανικά επάνω του το ιδρωμένο χέρι.
«Καλησπέρα κύριε καθηγητά» είπαν σχεδόν ταυτόχρονα ο Χουάν με την Τζέιν.
Ο καθηγητής χαιρέτισε με τη σειρά του εγκάρδια και πρόσθεσε ευγενικά:
«Παρακαλώ, περάστε στο σαλόνι».
Οι δύο νέοι ένιωσαν μεγάλη έκπληξη όταν είδαν έναν άγνωστο να κάθεται στη θέση που την προηγούμενη μέρα καθόταν ο καθηγητής Ο’ Σάλιβαν. Σχεδόν αμέσως κατάλαβαν ποιος ήταν. Πλησίασαν για έναν τυπικό χαιρετισμό.
Ο Γκλέιντ άφησε αμέσως δίπλα του το περιοδικό που έδειχνε ότι διαβάζει, σηκώθηκε και συστήθηκε προτείνοντας το χέρι του. Τόσο ο Χουάν όσο και η Τζέιν τον χαιρέτισαν πιο θερμά απ’ όσο θα περίμεναν. Ο καθηγητής ήταν ευγενέστατος, αλλά δεν είπε περισσότερα. Ξανάπιασε το ίδιο περιοδικό και δεν έδειχνε ότι ήθελε να μετάσχει στη συζήτηση που θα ακολουθούσε.
Πριν ακόμα καλά καλά καθίσουν, σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Επέστρεψε λίγο αργότερα κρατώντας ένα μικρό ποτήρι χυμό, αφού ήδη είχε αρχίσει η συζήτηση ανάμεσα στον Χουάν, την Τζέιν και τον καθηγητή Ο’ Σάλιβαν. Ήπιε λίγο και άφησε το ποτήρι στο πάτωμα, ακριβώς δίπλα στην πολυθρόνα του. Το περιοδικό στα χέρια του ήταν τώρα κλειστό και είχε στραμμένο το εξεταστικό βλέμμα του στο νεαρό ζευγάρι.

«Κύριε καθηγητά» είπε η Τζέιν «χθες αφήσαμε τη συζήτησή μας στη μέση. Ελπίζω σήμερα να καταλήξουμε κάπου, γιατί έχουμε και κάποια πίεση χρόνου».
«Έχετε δίκιο. Με συγχωρείτε για τη χθεσινή μου στάση, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Βλέπετε, το μετάλλιο δεν το είχα μαζί μου».
«Εννοείτε ότι τώρα το έχετε;»
Ο Ο’ Σάλιβαν πήρε τη μικρή θήκη πάνω από το τραπέζι και έβγαλε από μέσα το μετάλλιο. Το γύρισε έτσι, ώστε να φαίνεται το ανάγλυφο πορτρέτο.
«Ω!... Ο Κάβεντις!» είπαν μ’ ένα στόμα ο Χουάν και η Τζέιν.
Ο Γκλέιντ, ακούγοντας εκείνο το επιφώνημα θαυμασμού, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό. Πλησίασε κοντά για να το ξαναδεί και σχολίασε:
«Πραγματικά, πολύ ωραίο κομμάτι».
«Λοιπόν κύριε καθηγητά;» ρώτησε ο Χουάν. «Είμαστε σύμφωνοι;»
«Θυμίστε μου τι συμφωνία κάναμε».
«Δεν είχαμε κάνει συμφωνία. Προτείναμε μόνο να σας δώσουμε τα αντίγραφα όσων μεταλλίων έχουμε, μαζί με τα αντίγραφα από τα ιστορικά ντοκουμέντα και να μας δώσετε το πρωτότυπο, αφού βέβαια βγάλετε κι εσείς ένα αντίγραφο για τη συλλογή σας. Σε λιγότερο από έναν μήνα θα ξαναβρεθούμε για αυτήν την ανταλλαγή».
«Λυπάμαι, αλλά το πρωτότυπο δεν είναι τώρα δικό μου».
«Τι θέλετε να πείτε; Κι αυτό που βλέπουμε;»
«Αυτό ανήκει πια στον κύριο Γκλέιντ. Υπήρχε ένας σπουδαίος λόγος για τον οποίο εγώ δεν μπορούσα να το κρατήσω».
«Είναι αλήθεια;» Η Τζέιν στράφηκε στον Γκλέιντ. «Είναι αλήθεια; Πόσο αγοράσατε αυτό το μετάλλιο;»
«Δεν έχει σημασία πόσο, αγαπητή μου» απάντησε ο Γκλέιντ. «Ο κύριος Ο’ Σάλιβαν δεν το έδωσε επειδή χρειαζόταν χρήματα. Ήθελε να απαλλαγεί απ’ αυτό και τον διευκόλυνα».
«Με το αζημίωτο βέβαια!» σχολίασε σαρκαστικά.
Ο Γκλέιντ προσποιήθηκε ότι δεν πρόσεξε το ύφος της.
«Επαναλαμβάνω ότι το ποσό δεν έχει σημασία. Μερικές φορές ο λόγος για τον οποίο πουλάμε ή αγοράζουμε κάτι δεν μπορεί να μετρηθεί με το χρήμα».
«Ασφαλώς!».
«Εσείς, για παράδειγμα, δε θα δίνατε ό,τι σας ζητούσε ο κύριος Ο’ Σάλιβαν για να το αποκτήσετε; Απ’ ό,τι βλέπω, είστε έτοιμοι να προσφέρετε όχι και λίγα στον καθηγητή. Είχατε όμως καταλάβει ότι αυτό δε θα μπορούσατε να το αγοράσετε με χρήματα. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο φέρατε το κατάλληλο αντίτιμο».
«Αυτό πιστεύαμε μέχρι πριν από λίγο. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να δώσουμε οποιοδήποτε ποσό μάς ζητούσε, προκειμένου να το αποκτήσουμε».
«Αυτό που λέτε είναι πολύ σχετικό, όπως σχετική είναι και η αξία των μεταλλίων. Ασφαλώς και είναι μεγάλη, αλλά προς το παρόν για πολύ λίγα άτομα. Μόνο όσα γνωρίζουν την ύπαρξη και την ιστορία τους. Θα έλεγα ότι μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι εννοώ. Και μάλιστα, αυτή η αξία μπορεί για τον καθένα να μετρηθεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο».
«Τι εννοείτε;»
«Εννοώ ότι για τον καθηγητή Ο’ Σάλιβαν η αξία αυτού του μεταλλίου θα ήταν όση μερικών φωτοαντιγράφων και αντιγράφων μεταλλίων. Κατά τη γνώμη σας τουλάχιστο. Για σας όμως έχει μια αξία συναισθηματική. Θέλετε να το αποκτήσετε για άλλους λόγους».
«Και πού ξέρετε αυτούς τους λόγους ή τη σημασία που έχει για μας;»
«Ο κύριος Ο’ Σάλιβαν μου είπε για κάποια γεγονότα που σας συνδέουν με τα μετάλλια. Φαίνεται ότι έχετε δώσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας σας για να αποκτήσετε όσα βρήκατε μέχρι τώρα. Δεν είναι ασφαλώς λιγότεροι οι κόποι και η αγωνία που περάσατε γι’ αυτά. Προφανώς στο καθένα απεικονίζονται όλες οι περιπέτειες που είχατε μέχρι να το αποκτήσετε».
«Ακριβώς. Έτσι είναι».
«Όπως, ας πούμε, οι φωτογραφίες ή το βίντεο από ένα ευχάριστο γεγονός» είπε δοκιμαστικά ο Γκλέιντ.
«Θέλετε να καταλήξετε κάπου;» ρώτησε η Τζέιν, που είχε αρχίσει να υποψιάζεται τις προθέσεις τού Γκλέιντ και ανυπομονούσε να τελειώσει αυτή η συζήτηση.
«Θέλω να πω ότι την αξία τους εσείς τη μετράτε με τις θυσίες και τις προσπάθειες. Δεν έχουν για σας την υλική αξία που θα είχε το βάρος τους σε ασήμι».
«Αυτό είναι αυτονόητο! Πώς θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος κάτι τέτοιο! Πολύ περισσότερο ένας συλλέκτης, όπως εσείς!»
Όσο η Τζέιν μιλούσε με ένταση, ο Χουάν δεν ήθελε να επέμβει σ’ αυτήν τη συνομιλία. Θεωρούσε ότι η γυναίκα του ήταν πιο κατάλληλη για να αντιμετωπίσει την επιχειρηματολογία τού καθηγητή. Όταν ο Γκλέιντ άκουσε τις τελευταίες λέξεις, χαμογέλασε.
«Ώστε ξέρετε ότι είμαι συλλέκτης;»
«Πρόλαβε και μας το είπε ο κύριος Ο’ Σάλιβαν».
«Εσείς δεν είστε; Δεν ήρθατε από την άκρη τού κόσμου για να συμπληρώσετε τη συλλογή σας; Αν δεν πάρουμε υπόψη μας την όποια άλλη αξία έχουν για σας τα μετάλλια».
«Αυτή είναι μια διαφορετική συλλογή κύριε Γκλέιντ, που δεν έχει υλική αξία. Επάνω της είναι γραμμένη μια ολόκληρη ιστορία, που ξεκίνησε από μια μακρινή μου πρόγονο και συνεχίζεται».
«Δε διαφωνώ. Ειδικά μια τέτοια συλλογή θα μπορούσε να έχει την ίδια αξία αν στη θέση τού ενός μεταλλίου βρίσκατε ένα αντίγραφο».
«Τι θέλετε να πείτε;»
«Πείτε μου για παράδειγμα, πού βρήκατε ένα μετάλλιο που έχει για σας πολύ μεγάλη αξία. Αν θέλετε, βέβαια».
Ο Χουάν και η Τζέιν κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Στο Νησί τού Πάσχα» είπε ο Χουάν.
«Φανταστείτε τώρα ότι, ύστερα από χρόνια, ανακαλύπτατε ότι αυτό δεν ήταν το πρωτότυπο. Θα αφαιρούσε κάτι από τις αναμνήσεις σας που το συνδέουν μαζί του και την αξία του;»
«Δε φαντάζομαι να εννοείτε…» άρχισε να απαντάει ο Χουάν.
«Ο καθένας το βλέπει με τον δικό του τρόπο» επενέβη η Τζέιν, φοβούμενη μήπως ο Χουάν παρασυρθεί στην παγίδα τού Γκλέιντ. Συνέχισε κοιτάζοντας ερεθισμένη τον καθηγητή: «Το ίδιο δεν ισχύει και για σας; Έχω δει πολλούς συλλέκτες να κρατούν στις συλλογές τους πλαστά γραμματόσημα και νομίσματα».
«Και μάλιστα μεγαλύτερης αξίας ακόμα και από τα γνήσια κάποιες φορές» συμπλήρωσε ο Χουάν. Η Τζέιν τον κοίταξε επιδοκιμαστικά.
«Είστε βλέπω ενημερωμένοι» χαμογέλασε ο Γκλέιντ. «Πολύ σωστά παρατηρήσατε ότι μερικά από τα πλαστά κομμάτια των συλλογών έχουν μεγαλύτερη αξία από τα αντίστοιχα γνήσια. Πριν από πολλά χρόνια, για να κοπεί ένα κίβδηλο νόμισμα ή να τυπωθεί ένα πλαστό γραμματόσημο ή χαρτονόμισμα χρειαζόταν εξοπλισμός δυσανάλογα ακριβός με την αξία των παραγόμενων πλαστών κομματιών. Κάποια απ’ αυτά είναι πολύ σπανιότερα από τα αντίστοιχα γνήσια, ιδίως όταν αυτά κυκλοφόρησαν και δεν ήταν δυνατό να καταστραφούν όλα. Συχνά αποτελούν το καύχημα κάποιων συλλογών».
«Έχουμε ξεφύγει από το θέμα κύριε Γκλέιντ. Εμείς ήρθαμε για να αγοράσουμε ή, μάλλον,  να ανταλλάξουμε το μετάλλιο του κυρίου Ο’ Σάλιβαν. Τώρα που βρίσκεται στα χέρια σας δεν βλέπω πώς μπορούμε να βρούμε κάποια λύση. Κι αυτό νομίζω ότι θα στενοχωρήσει και τον κύριο Ο’ Σάλιβαν».
«Λύση μπορεί να βρεθεί. Είχατε προτείνει για την ανταλλαγή και μια σειρά αντιγράφων».
«Μάλιστα».
«Με ποια λογική;»
«Με τη λογική τού ότι, καθώς δεν είναι συλλέκτης, η ιστορική αξία που είναι χαραγμένη επάνω τους θα ήταν αρκετή γι’ αυτόν. Επιπλέον θα είχε το ιστορικό υλικό που επιθυμεί και ένα χρηματικό ποσό, που θα κάλυπτε την αξία τού πρωτότυπου μεταλλίου που αγόρασε και του αντιγράφου που θα έκανε».
«Με την ίδια λογική θα μπορούσα κι εγώ να επιχειρηματολογήσω, λέγοντας ότι καθώς κι εσείς δεν είστε συλλέκτες μπορείτε να αρκεστείτε σε αντίγραφα που θα έχουν χαραγμένη επάνω τους τη συναισθηματική αξία. Προφανώς, δίπλα τους θα προσθέσετε και έναν αριθμό με πολλά ψηφία».
«Αυτό δε γίνεται» είπε κοφτά η Τζέιν.
«Θα σας το θέσω διαφορετικά. Θα δεχόσασταν ένα αντίγραφο μεταλλίου δίπλα στα γνήσια που έχετε;»
«Τι εννοείτε;»
«Αν σας έλεγα ότι το μετάλλιο που βλέπετε δεν είναι γνήσιο θα το ανταλλάσσατε;»
«Αυτό αποκλείεται να μην είναι, γιατί μέχρι να κατασκευαστεί ένα αντίγραφο, χρειάζεται πολύς χρόνος».
«Δε θα μπορούσε ο καθηγητής να είχε αγοράσει ήδη ένα πλαστό μετάλλιο στην Ινδία; Δεν υπάρχουν πρωτότυπα να το συγκρίνει ούτε περιγραφές. Αποτελεί μόνο ένα ιστορικό στοιχείο αμφίβολης, επαναλαμβάνω, γνησιότητας».
Η Τζέιν είχε εκνευριστεί με την υποθετική επιχειρηματολογία τού καθηγητή Γκλέιντ. Ίσως και γιατί δεν μπορούσε να απαντήσει όσο ευγενικά θα ήθελε από ’δώ και πέρα σ’ αυτή.
«Τότε, λυπάμαι που το λέω, δεν μπορούμε να συζητήσουμε περισσότερο. Ελπίζαμε σε μια καλύτερη συνεννόηση. Δυστυχώς ο καθηγητής Ο’ Σάλιβαν δεν έχει το μετάλλιο και δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτε».
Η Τζέιν σήκωσε από τον καναπέ την τσάντα της και ετοιμάστηκε να χαιρετίσει. Μέσα της, βέβαια, ήξερε καλύτερα από τον καθένα ότι η υπόθεση δε θα έκλεινε εκεί. Ο Γκλέιντ σε άλλη περίπτωση θα τη σταματούσε, αλλά τώρα ένιωθε θιγμένος.
«Σταθείτε!» επενέβη ο Ο’ Σάλιβαν, που αισθανόταν ότι εκείνη τη στιγμή έχανε τα πάντα. «Μπορούμε να βρούμε τη χρυσή τομή!»
«Τι εννοείτε;» ρώτησε ψυχρά η Τζέιν. Ο Χουάν εξακολουθούσε να παραμένει αμέτοχος στη συζήτηση.
«Μέχρι τώρα συζητούσαμε υποθετικά και καταλήξαμε σε αδιέξοδο. Ο κύριος Γκλέιντ μπορεί να προσφέρει ένα πραγματικά μεγάλο ποσό! Εγώ πήρα εκατό χιλιάδες δολάρια!» πρόλαβε να πει.
Ο Γκλέιντ τον κοίταξε με σκληρό βλέμμα. Σου είχα πει να μην αναφέρεις αριθμούς.
Η Τζέιν κοντοστάθηκε για μια στιγμή, αλλά δε γύρισε το κεφάλι. Ο Χουάν δεν άντεξε και πήρε τον λόγο, απευθυνόμενος στον Ο’ Σάλιβαν.
«Είχατε πει ότι ζητήσατε μια “διευκόλυνση”. Τόσο κόστισε;»
«Ήταν όντως μια πολύ μεγάλη διευκόλυνση. Δεν ξέρω κατά πόσο θα ήθελε να το συζητήσει τώρα ο κύριος Γκλέιντ». Μέσα του έκανε μια μεγάλη προσευχή για να γίνει αυτό που έλπιζε.
Ο Γκλέιντ άλλαξε την προηγούμενη στρατηγική του και πήρε τον λόγο.
«Μη βιάζεστε να φύγετε, αγαπητή μου. Όπως σωστά παρατήρησε ο Ο’ Σάλιβαν, μπορεί να βρεθεί λύση. Θα σας μιλήσω τώρα χωρίς περιστροφές. Δεν ξέρω βέβαια ούτε πόσα θα θέλατε, ούτε την κατάσταση που βρίσκονται τα μετάλλια, αλλά μπορώ να ξεκινήσω με ένα στρογγυλό ποσό. Εκατό χιλιάδες για κάθε μετάλλιο που έχετε!»
Η Τζέιν τον κοίταξε σαν να της ζητούσε να πουλήσει τον εαυτό της. Ο καθηγητής την είδε, αλλά δεν πτοήθηκε. Έκανε έναν απροσδόκητο ελιγμό.
«Και για καθένα που θα βρίσκετε στη συνέχεια θα διπλασιάζω το ποσό. Όταν φέρετε το τελευταίο, θα πάρετε, μόνο για εκείνο διευκρινίζω, οχτακόσιες χιλιάδες δολάρια!»
Όταν άκουσε τον τελευταίο αριθμό, η Τζέιν θεώρησε ότι ο καθηγητής την εμπαίζει. Το λέει γιατί ποτέ δε θα φανταζόταν ότι θα κατορθώναμε να φτάσουμε μέχρι εκεί. Θίχτηκε ο εγωισμός της. Ήταν έτοιμη να του το πει, αλλά την τελευταία στιγμή κρατήθηκε. Κοίταξε τον Χουάν που είχε χλομιάσει, μην μπορώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε. Στράφηκε στον Γκλέιντ και περιορίστηκε να απαντήσει, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της:
«Ποτέ!» απάντησε πιο δυνατά απ’ όσο κι η ίδια περίμενε ν’ ακούσει.
«Δε χρειάζεται αγαπητή μου να απαντήσετε τώρα» εξακολούθησε ψύχραιμος ο καθηγητής. «Πάτε στην πατρίδα σας και ξεκινήστε από τα αντίγραφα. Στο κάτω κάτω, όπως και αν θέλετε να εξελιχθεί η συναλλαγή μας, αυτό θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα. Όταν αποφασίσετε, θα τηλεφωνήσετε, θα έρθετε εδώ και θα κάνουμε τη συμφωνία όπως πρέπει. Η πόρτα μου θα είναι ανοιχτή».
Η Τζέιν είχε σχεδόν μισήσει τον καθηγητή με τον υπερφίαλο εγωισμό, που τους έβλεπε με πλέγμα ανωτερότητας. Βγήκε από το σπίτι χαιρετώντας μέσα από τα δόντια της. Αντίθετα, ο Χουάν είχε ξαναβρεί, μαζί με την ψυχραιμία του, το χρώμα του και αρκετή από τη διάθεσή του. Χαιρέτισε με χειραψία και τους δύο καθηγητές και άφησε να εννοηθεί ότι σίγουρα θα τους ξανάβλεπε. Μέσα του ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε με τη γυναίκα του να βρει τον καλύτερο τρόπο για να πετύχουν αυτό που ήθελαν.