32


Να πάρει! Ο Χουάν έκανε απότομα μια κίνηση απογοήτευσης, καθώς ποτέ δεν περίμενε να εμφανιστεί το είδωλο μ’ αυτήν τη μορφή. Όταν πέρασε η πρώτη έκπληξη, άρχισε να παρατηρεί προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του. Συμφωνούσαν με την περιγραφή και το σχέδιο, μα αυτό ήταν που τον παραξένευε ακόμα περισσότερο. Από τις υποθέσεις που έκανε, κατέληξε ότι δε θα μπορούσε να είναι άλλο, παρόλο που η λευκή του όψη εξακολουθούσε να τον μπερδεύει. Ένα σκούρο χρώμα θα έκανε τα πράγματα πολύ πιο απλά. Προβληματισμένος, περίμενε να μιλήσει πρώτα η Τζέιν, μήπως εκείνη είχε βγάλει κάποιο διαφορετικό συμπέρασμα.
Η Τζέιν έκανε παρόμοιους συλλογισμούς. Δεν ήθελε όμως να συζητήσει πριν βεβαιωθεί για κάτι που πρόσεξε πριν από λίγο και τώρα φαινόταν ακόμα πιο καθαρά από τη θέση που καθόταν. Αντιλήφθηκε ότι καθώς οι ιθαγενείς μετακινούσαν το άγαλμα, οι φλόγες πότε πότε αντανακλούσαν πιο έντονα στο στήθος του, σαν να έβγαιναν από μέσα του. Αυτό αμέσως έφερε στο μυαλό της το μετάλλιο που είχαν ενσωματώσει στο είδωλο οι ιθαγενείς, τριακόσια χρόνια πριν.
Σηκώθηκε και πλησίασε τον Χουάν.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι» ψιθύρισε. «Κι εγώ δεν περίμενα να το δω έτσι. Αν έρθεις όμως εδώ που κάθομαι, θα δεις κάτι που θα σου λύσει μερικές απορίες».
«Τι εννοείς;»
«Έλα να δεις μόνος σου!»
Όσο έβλεπαν και οι δυο τους από μακριά τις μεταλλικές λάμψεις της φωτιάς που τόσο παράξενα ακτινοβολούσε το ξύλο, ο ενθουσιασμός τους μεγάλωνε. Θα ήθελαν πολύ να μπορούσαν εκείνη τη στιγμή να πάνε κοντά, να το αγγίξουν και να βεβαιωθούν ότι πρόκειται για αλήθεια.
Η γιορτή που ακολούθησε δεν είχε κάτι περισσότερο από συνηθισμένους χορούς γύρω από τη φωτιά και το είδωλο, συνοδευόμενους από μονότονη μουσική κρουστών. Κάθε τόσο ο ιερέας έριχνε στη φωτιά φύλλα και λεπτά κλαδιά, που γέμιζαν τον αέρα με μια μεθυστική μυρωδιά.
Οι ιθαγενείς χόρευαν ακατάπαυστα επί δύο ώρες, διεγερμένοι από τη θρησκευτική έκσταση. Σιγά σιγά οι δυνάμεις άρχισαν να τους εγκαταλείπουν. Απομακρύνονταν από τον κυκλικό χορό και πήγαιναν πίσω από το ύψωμα, όπου είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την ξεκούρασή τους, στρώνοντάς το με φύλλα μπανανιάς.
Σε λιγότερο από μισή ώρα όλοι είχαν κοιμηθεί βαθιά, νικημένοι από την κούραση και την ναρκωτική επίδραση του ποτού και του καπνού.
«Σήκω, είναι ευκαιρία να πάρουμε το μετάλλιο και να φύγουμε» είπε τολμηρά ο Χουάν.
«Είσαι με τα καλά σου; Θα μας σκοτώσουν άμα μας δουν».
«Αυτοί δε μας βλέπουν ούτε στον ύπνο τους, στην κατάσταση που βρίσκονται».
«Εγώ δεν έρχομαι, φοβάμαι».
«Δεν πειράζει, θα πάω μόνος μου. Εσύ μείνε εδώ και μην ανησυχείς».
«Περίμενε τουλάχιστον λίγα λεπτά ακόμα. Είσαι σίγουρος ότι είναι όλοι ναρκωμένοι; Εγώ δεν πρόσεξα αν ήπιαν όλοι από το μεθυστικό ποτό».
Σαν να ήθελε να δικαιώσει τις επιφυλάξεις τής Τζέιν, εμφανίστηκε πίσω από το ύψωμα εκείνος που έδειχνε για αρχηγός τους. Έβγαλε τον άσπρο μανδύα του και πλησίασε το λευκό είδωλο. Το μόνο που φορούσε τώρα ήταν ένα περιλαίμιο από δόντια ποταμόχοιρων. Σ’ όλο το σώμα του διακρίνονταν στίγματα και σχέδια ώχρας. Έβγαλε από τη μισοσβησμένη φωτιά ένα κλαδί που εξακολουθούσε να καπνίζει και ανέπνευσε βαθιά, μυρίζοντας ηδονικά τον καπνό. Ύστερα από δυο τρεις ακόμα βαθιές εισπνοές, το κλαδί έπεσε από το χέρι του. Έκανε λίγα βήματα παραπατώντας και ξάπλωσε κι αυτός ναρκωμένος, λίγο πιο πέρα από το λευκό είδωλο.

Το μετάλλιο ήταν κολλημένο στο στήθος τού ξύλινου αγάλματος με ισχυρή κόλλα. Στους τρεις αιώνες που πέρασαν δεν έχασε τη λάμψη του, αλλά η μορφή που απεικόνιζε ήταν σχεδόν αγνώριστη από τη μακρόχρονη φθορά. Φαίνεται ότι οι ιθαγενείς είχαν επινοήσει έναν τρόπο για να το κάνουν να λάμπει κάθε φορά που χρησιμοποιούσαν το είδωλο στις τελετουργίες τους. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, η επιφάνεια στο κέντρο τού μεταλλίου διαβρώθηκε και είχε γίνει σχεδόν αγνώριστη.
Ο Χουάν βλέποντάς το σ’ αυτήν την κατάσταση δοκίμασε μια νέα απογοήτευση, που έγινε απελπισία όταν κατάλαβε ότι θα ήταν αδύνατο να το αποσπάσει από το σώμα. Η πρώτη του σκέψη ήταν να κόψει επί τόπου το ξύλο, αλλά αυτό ήταν σκληρό και η εργασία θα ήταν πολύ χρονοβόρα, καθώς δεν είχαν τα κατάλληλα εργαλεία. Εξάλλου έπρεπε να κινούνται όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν.
Μετά από λίγη σκέψη, θεώρησε ότι μια καλή ιδέα ήταν να διαλύσει την κόλλα με κάποια χημική ουσία. Στην αρχή χρησιμοποίησε το οινόπνευμα που είχαν στο φορητό τους φαρμακείο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
«Τι κόλλα είναι αυτή, που είναι τόσο δυνατή και μένει κολλημένο αυτό το μέταλλο στο ξύλο για τριακόσια χρόνια;» απόρησε η Τζέιν. «Πώς την έφτιαξαν αυτοί οι πρωτόγονοι;»
«Στην περιοχή φυτρώνουν δέντρα που στη φλούδα τους περιέχουν φυσική κόλλα, όπως η σενεγαλέζικη ακακία» εξήγησε ο Χουάν. «Αυτοί την πήραν με τομές στον φλοιό και με προσμίξεις που έκαναν με δικές τους συνταγές, κατόρθωσαν να την παρασκευάσουν».
«Δεν υπάρχει καμιά άλλη ουσία που να μπορεί να τη διαλύσει;»
«Ποια όμως;… Περίμενε! Θα δοκιμάσω το εντομοαπωθητικό».
«Πρόσεξε, μην το τελειώσεις, γιατί θα μας φάνε τα έντομα – θηρία».
Ο Χουάν δοκίμασε και πάλι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παρατήρησε, ωστόσο, ότι το περίγραμμα του μεταλλίου, για λίγες στιγμές, φάνηκε πιο καθαρά. Ήταν τα σημεία όπου είχαν απομείνει τα τελευταία μόρια του οινοπνεύματος, πριν εξατμιστεί ολότελα. Αυτό τον οδήγησε στη σκέψη, ότι ένα μίγμα του εντομοαπωθητικού με την αιθανόλη θα μπορούσε να βοηθήσει. Ύστερα από λίγους πειραματισμούς με διαφορετικές αναλογίες, πέτυχε τελικά να παρασκευάσει το διάλυμα που άρχισε να ρευστοποιεί εκείνη την κολλητική ουσία.
Κατάφερε επιτέλους να αποσπάσει το μετάλλιο από το ξύλο, αλλά γέμισαν τα χέρια του και τα ρούχα του από τη διαλυμένη κόλλα, που άρχιζε πάλι να στερεοποιείται. Ήταν όμως το λιγότερο που τον απασχολούσε εκείνη τη στιγμή. Έβαλε γρήγορα το μετάλλιο στο σακίδιο, ρίχνοντας μόνο μια φευγαλέα ματιά στην άλλη όψη, χωρίς όμως να μπορέσει να δει τίποτε κάτω από το στρώμα τής κόλλας που το κάλυπτε.
Σκούπισε πρόχειρα τα χέρια του πάνω στο χώμα, τα χόρτα και τα ρούχα του και έσπευσε να απομακρυνθεί μαζί με την Τζέιν, όσο το δυνατό γρηγορότερα από εκεί, πριν ξυπνήσουν οι ιθαγενείς και αντιληφθούν την απώλεια. Ήταν πιθανό να μαθευόταν γρήγορα, ότι ήρθαν στην περιοχή τους δύο λευκοί και να έπεφταν οι υποψίες επάνω τους. Έπρεπε να φύγουν το συντομότερο δυνατό.
Ευτυχώς, με τη βοήθεια του GPS, ακολούθησαν το σωστό μονοπάτι τής επιστροφής και δεν περιπλανήθηκαν στο δάσος. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και δύο ώρες αργότερα έφτασαν κατάκοποι στη Λικίλα. Φτάνοντας στο δωμάτιο που τους φιλοξενούσε ο Μιλόγκο, άφησαν στο πάτωμα όσα κρατούσαν για  να πέσουν με τα ρούχα στο κρεβάτι.
Το μόνο που έκαναν, προηγουμένως, ήταν να εξετάσουν το απόκτημά τους για  να σιγουρευτούν ότι επρόκειτο για ένα από τη σειρά των μεταλλίων. Παρά το λιγοστό φως, τη φθορά τού μεταλλίου και τα υπολείμματα της κόλλας, προς την άκρη του διέκριναν δύο γράμματα, που μαρτυρούσαν ότι είχαν εκείνο που προοριζόταν για να τιμηθεί ο Χένρι Σίντνεϊ, ο Δούκας τού Ρόμνεϊ.

Ήταν βέβαιο ότι η είδηση της κλοπής δε θα αργούσε να φτάσει στις γύρω περιοχές. Η φυλή που οργάνωσε την τελετή θα αναζητούσε επίμονα τους δράστες και θα έψαχνε αρκετά μακριά για να τους εντοπίσει. Οι λευκοί επισκέπτες θα αποτελούσαν σίγουρα τους πρώτους ύποπτους για την κλοπή, ακόμα και αν δεν την είχαν διαπράξει. Ο χρόνος λοιπόν πίεζε τον Χουάν και την Τζέιν, που έπρεπε τώρα να απομακρυνθούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν από εκείνα τα επικίνδυνα μέρη. Ο Χουάν είχε ενεργοποιήσει το ξυπνητήρι στο κινητό του, ώστε να σηκωθούν και να φύγουν νωρίς το πρωί.
Παρόλο που δε χόρτασαν τον ύπνο, σηκώθηκαν αμέσως μετά το ξημέρωμα, τίναξαν τα τσαλακωμένα ρούχα τους, πήραν το σακίδιο και πήγαν να συναντήσουν τον Μιλόνγκο. Περίμεναν με αδημονία μία ώρα ακόμα μέχρι να ξυπνήσει. Έπρεπε να πάνε τώρα στο Λαμπαρενέ όσο μπορούσαν πιο γρήγορα.
Ο Μιλόνγκο παραξενεύτηκε για τη βιασύνη τους. Δικαιολογήθηκαν λέγοντας ότι η Τζέιν αδιαθέτησε ξαφνικά και έπρεπε να πάει σε ειδικό γιατρό στο νοσοκομείο. Ο Μιλόνγκο τότε προσφέρθηκε τότε να τους εξυπηρετήσει αμέσως. Τους πήγε με το αυτοκίνητό του μέχρι το Λαμπαρενέ, όπου έφτασαν πριν από το μεσημέρι και τους άφησε στην είσοδο του νοσοκομείου. Ο Χουάν τον αντάμειψε γενναιόδωρα, αναλογιζόμενος τι άραγε θα σκεφτόταν όταν θα έφταναν στ’ αφτιά του τα νέα για την εξαφάνιση του μεταλλίου.
Πήραν τα πράγματά τους από το ξενοδοχείο και αναζήτησαν αμέσως ένα μέσο για να επιστρέψουν στο Πορτ Ζεντίλ. Δεν έβρισκαν τίποτε. Φοβήθηκαν μήπως είχε συμβεί πάλι κάτι ανάλογο με την προηγούμενη φορά και ο δρόμος ήταν κλειστός. Ο καιρός όμως ήταν αρκετά καλός και τα χαμηλά σύννεφα στον ορίζοντα δεν είχαν πυκνώσει απειλητικά. Καθυστέρησαν περισσότερο από τέσσερις ώρες, μέχρι που βρήκαν επιτέλους κάποιον που δέχτηκε να τους πάει μέχρι το λιμάνι. Έφτασαν λίγο πριν βραδιάσει. Διανυκτέρευσαν στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκαν μπροστά τους. Εκεί ένιωσαν πιο ασφαλείς. Το άγχος τους όμως έφυγε εντελώς όταν πάτησαν το έδαφος της Ισπανίας.