17


«Θεία Ροζίτα, τι κάνεις;»
«Χουανίτα! Πώς και με θυμήθηκες; Τι κάνεις χρυσό μου;»
«Καλά είμαι θεία. Πήρα για να σου πω ότι πριν από λίγο ήρθε ένα άγνωστο ζευγάρι και ο άντρας με ρωτούσε για τις ρίζες τής οικογένειάς μας. Πώς σου φαίνεται αυτό;»
«Είναι το τελευταίο που περίμενα να ακούσω! Τι ρώτησε δηλαδή;»
«Να, για παράδειγμα, από πού πήραμε το όνομα Εσγριμιδόρ. Τους είπα ό,τι ήξερα. Ήξεραν και για τον καπετάν–Αντόνιο. Μου φάνηκε πολύ περίεργο. Ρωτούσαν και για κάποιο μετάλλιο. Θυμάσαι εκείνη την ιστορία που μας έλεγες κάποτε; Τι φαντάζεσαι ότι μπορεί να θέλουν;»
«…»
«Θεία;»
«Με… με συγχωρείς, Χουανίτα. Τι έλεγες;»
«Έλεγα για εκείνον τον θρύλο με το μετάλλιο. Το μόνο που τους είπα ήταν ότι εσύ ίσως ξέρεις κάτι παραπάνω. Ρώτησαν πού μένεις για να σε επισκεφθούν».
«Από πού ήταν αυτοί; Πώς ήταν;»
«Αυτός μου φάνηκε για Ισπανός. Αυτή δε μιλούσε ισπανικά. Φαινόταν όμως ότι καταλάβαινε τι λέγαμε. Με τον Χουάν Εσπαδέρο, έτσι λέγεται αυτός, άλλαξε δυο τρεις κουβέντες στα αγγλικά. Μπορεί όμως και να μην ήταν Αγγλίδα. Νομίζω ότι τη λένε Τζέιν».
«Είπες ότι θα περάσουν από ’δώ;»
«Ναι, θεία. Ταραγμένη ακούγεσαι».
«Δεν είναι τίποτε. Πότε θα έρθουν;»
«Είναι στον δρόμο για το Βαλπαραΐζο. Ίσως όμως να μη σε δουν και σήμερα, γιατί φαίνονταν κουρασμένοι. Το ενδιαφέρον τους μου κίνησε την περιέργεια».
«Κι εμένα Χουανίτα. Είμαι πολύ, μα πάρα πολύ περίεργη να μάθω γιατί αυτοί οι ξένοι ενδιαφέρονται τόσο για την οικογένειά μας και τι άλλο ξέρουν. Καλά έκανες και με πήρες. Ανυπομονώ να τους γνωρίσω. Σ’ αφήνω τώρα, κούκλα μου».
«Γεια σου θεία».
Την ωραιότερη εικόνα που μπορεί να έχει κάποιος για το Βαλπαραΐζο είναι καθώς μπαίνει με πλοίο στον κόλπο, από τον οποίο η πόλη φαίνεται χτισμένη αμφιθεατρικά. Είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας τής κεντρικής Χιλής και βρίσκεται στις ακτές τού Ειρηνικού, εκατόν είκοσι χιλιόμετρα δυτικά τού Σαντιάγκο. Απλώνεται γύρω από ένα φυσικό λιμάνι. Περισσότερες από δεκαπέντε γραμμές τελεφερίκ ή “ασενσόρες”, όπως τα ονομάζουν οι Χιλιανοί, συνδέουν το κάτω μέρος τής πόλης με τους απότομους λόφους, όπου βρίσκονται σκαρφαλωμένα τα προάστια. Τα ασενσόρες αποτελούν και από μόνα τους ένα αξιοθέατο. Είναι γραφικά, καλοσυντηρημένα και εξυπηρετούν τους κατοίκους από το 1883. Τα σπίτια στις ψηλές γειτονιές είναι βαμμένα με έντονα χρώματα. Στους δρόμους βλέπει κανείς πολλούς πλανόδιους μουσικούς, να τριγυρίζονται από ένα σωρό αδέσποτα κατοικίδια.
Έξι χιλιόμετρα βορειοανατολικά βρίσκεται η Βίνια ντελ Μαρ, ο “αμπελώνας τής θάλασσας”. Ολόκληρη η περιοχή είναι ένας απέραντος κήπος με μεγάλα περιποιημένα πάρκα και δέντρα απ’ όλο τον κόσμο. Το Μουσείο Φονκ είναι αφιερωμένο στην προκολομβιανή τέχνη και στο Νησί τού Πάσχα. Δίπλα στην είσοδό του ορθώνεται ένα επιβλητικό, αυθεντικό μοάι. Με τον καιρό η πόλη μεγάλωσε, ενώθηκε με το Βαλπαραΐζο και αποτελούν σήμερα το δεύτερο σε πληθυσμό πολεοδομικό συγκρότημα της χώρας.
Σε όλους τους λόφους που περιτριγυρίζουν το Βαλπαραΐζο βρίσκονται λαϊκές συνοικίες και φτωχογειτονιές. Πινακίδες που βρίσκονται σε όλη την πόλη οδηγούν σε μια από αυτές, τη Σεμπαστιάνα. Εκεί βρίσκεται το τελευταίο σπίτι τού Πάμπλο Νερούντα, όπως άλλαξε το όνομά του ο Νεφταλί Ρικάρντο Ρέγιες Μπασοάλτο. Παρόλο που είναι μικρό, αποτελεί σύμβολο του αγώνα για τη δημοκρατία, σ’ εκείνους που κρατούν στη μνήμη τους τον μεγάλο λογοτέχνη και διπλωμάτη.

Το Βαλπαραΐζο υπήρξε και στο παρελθόν το σημαντικότερο λιμάνι τού Ειρηνικού στη Νότια Αμερική. Ήταν το σημείο ανεφοδιασμού για όλα τα πλοία που θα διέσχιζαν τον απέραντο ωκεανό. Αποτέλεσμα της έντονης ναυτικής κίνησης ήταν να γνωρίσει η πόλη μεγάλη οικονομική άνθιση. Όμως η χρυσή εποχή τελείωσε το 1914, όταν ανοίχτηκε η διώρυγα του Παναμά. Τα περισσότερα πλοία απέφευγαν πια τον δρόμο τού Μαγγελάνου και σταδιακά ελαττώθηκε η κίνηση του λιμανιού. Παρ’ όλα αυτά, η κίνηση αυξήθηκε και πάλι τις τελευταίες δεκαετίες, χάρη στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων, καθώς και τον ανεφοδιασμό των γιγαντιαίων πλοίων που δε χωρούν από την παναμαϊκή διώρυγα.

Η Τζέιν και ο Χουάν έψαχναν πολλή ώρα για να βρουν ένα ξενοδοχείο. Εκείνη την περίοδο η τουριστική κίνηση ήταν αυξημένη. Όσο περπατούσαν στους δρόμους αναζητώντας κατάλυμα, θαύμαζαν παράλληλα την αρχιτεκτονική των πολλών νεοκλασικών κτιρίων τής περιοχής. Για καλή τους τύχη, στο Ουλτραμάρ, το τελευταίο ξενοδοχείο που επισκέφθηκαν, ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν εκείνη την ώρα συζητούσε στο τηλέφωνο για μία ακύρωση. Όταν ο Χουάν ρώτησε αν υπάρχουν δωμάτια, έμαθε ότι το μόνο διαθέσιμο ήταν ένα δίκλινο. Κάλεσε τότε αμέσως την Τζέιν για να το κλείσει, καθώς ήταν η μοναδική ευκαιρία.
Το ξενοδοχείο Ουλτραμάρ στεγάζεται σ’ ένα μεγάλο κλασικό αρχοντικό, που έχτισε ο ιταλός μετανάστης Λουτσιάνο Μπρόντι. Βρίσκεται στο κέντρο μιας περιοχής που το 2003 χαρακτηρίστηκε από την Ουνέσκο “παγκόσμια κληρονομιά”. Οι κληρονόμοι του επένδυσαν σ’ αυτό, διαμορφώνοντάς το σε μικρό αλλά πολυτελές ξενοδοχείο δεκαέξι δωματίων. Σ’ ένα από εκείνα με την υπέροχη θέα στη θάλασσα, άφησαν τις αποσκευές τους οι δυο νέοι. Δίπλα στο παράθυρό του απόλαυσαν το δείπνο τους μαζί μ’ ένα ρομαντικό ηλιοβασίλεμα. Είχαν προγραμματίσει να επισκεφθούν τη δόνα Ροζίτα Χερέδια την επόμενη μέρα, όταν θα ήταν ξεκούραστοι και νηφάλιοι.

Το πρωί είχε ομίχλη και η υγρασία σκέπαζε όλο το Βαλπαραΐζο. Ο Χουάν και η Τζέιν ξύπνησαν νωρίς και πολύ ευδιάθετοι. Θεώρησαν σκόπιμο να επικοινωνήσουν με τη Ροζίτα κατά τις δώδεκα. Το υπέρμετρο ενδιαφέρον που θα έδειχναν κάνοντας μια γρήγορη κίνηση, ίσως κινούσε κάποιες υποψίες. Όταν ολοκλήρωσαν το πρόγευμά τους, η ομίχλη είχε διαλυθεί και ο ήλιος είχε φανεί πάνω από τους λόφους. Η θερμοκρασία ανέβηκε και ο καιρός έγινε ιδανικός για έναν περίπατο. Μέχρι το μεσημέρι είχαν αρκετό χρόνο για να δουν κάτι ακόμη από την όμορφη πόλη.
Ακολούθησαν τη λεωφόρο Λιμπερτάντ, που οδηγούσε στο Παλάτσιο Βεργκάρα και στο ομώνυμο αμφιθέατρο, που βρίσκεται δίπλα του. Κάθε χρόνο γίνεται εκεί τριήμερο φεστιβάλ τραγουδιού για  την υποδοχή τού νέου έτους. Κορυφώνεται με τα πυροτεχνήματα του “Νέου Χρόνου δίπλα στη θάλασσα”. Είναι η λαμπρότερη εκδήλωση για την πρωτοχρονιά στη Λατινική Αμερική. Πάνω από ένα εκατομμύριο τουρίστες γεμίζουν τις ακτές και τους λόφους για να την παρακολουθήσουν, καθώς απολαμβάνουν από εκεί μια μοναδική πανοραμική θέα.
Από τα ομορφότερα κτίρια που διατηρούνται, είναι το Παλάτσιο Ριόχα, που σήμερα είναι το Μουσείο Περιβάλλοντος. Η Δημοτική Βιβλιοθήκη βρίσκεται στο Παλάτσιο Καράσκο. Περιβάλλεται από ωραίους κήπους με αγάλματα γνωστών καλλιτεχνών, όπως του Ροντέν. Το Παλάτσιο Μπρούνετ χαρακτηρίστηκε πρόσφατα εθνικό μνημείο και είναι τόπος υποδοχής υψηλά ισταμένων προσώπων.
Χάρη σε όλη αυτήν την πολιτιστική κληρονομιά, το χιλιανό Κογκρέσο ανακήρυξε το Βαλπαραΐζο πολιτιστική πρωτεύουσα για το 2003 και έδρα τού Υπουργείου Πολιτισμού.