5

 

        Ο Ευγένιος Εϊρό γεννήθηκε το 1820 στο Σεν Μπονέ, στη νοτιοανατολική Γαλλία. Σπούδασε μηχανικός. Επηρεασμένος από τον αδελφό του, άφησε τον τόπο του και ανέλαβε το 1862 την ιεραποστολή τής διάδοσης της χριστιανικής θρησκείας στα νησιά τού Ειρηνικού. Το 1864 έφτασε στο Νησί τού Πάσχα, όπου και πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα. Η σχέση του με την Ντόροθι παρέμενε ένα μυστήριο. Το μόνο που φαινόταν να τους συνδέει ήταν εκείνη η ξύλινη κασέλα ή, μάλλον, το περιεχόμενό της.

        Η πιθανότητα να σχετίζεται με την προσωπικότητα αυτού του ιεραπόστολου, γέννησε στην Τζέιν ένα καινούργιο συναίσθημα, ανάλογο μ’ εκείνο που ένοιωσε όταν αναγνώρισε την προσωπικότητα του μεταλλίου. Ίσως μάλιστα να ήταν και εντονότερο, καθώς της φαινόταν λιγότερο δύσκολο να εξιχνιάσει τη σχέση που θα μπορούσε να έχει μ’ εκείνον τον ιερωμένο επιστήμονα, τα έγγραφα του οποίου έφερε στο φως.

        Πρόβαλε ξαφνικά η ιδανική αφορμή για ένα ταξίδι, που τόσο επιθυμούσε. Η πρώτη της λοιπόν σκέψη ήταν να αναζητήσει την άκρη τού νήματος στον τόπο που γεννήθηκε ο Εϊρό, δύο αιώνες νωρίτερα. Γνώριζε ότι τα χρήματα που είχε κληρονομήσει ήταν υπεραρκετά για να αρχίσει όλες τις έρευνες που επιθυμούσε. Εκείνο που προείχε ήταν να εξασφαλίσει τον απαραίτητο χρόνο, χωρίς παράλληλα να παραμελήσει τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις.

        Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Η σχέση τού ιστορικού μεταλλίου με το πρόσωπο του Εϊρό, σε συνδυασμό με μια τόσο μακρινή περιοχή τού κόσμου, συσκότισε την υπόθεση και πολλαπλασίασε τα ερωτηματικά. Σκεφτόταν αν θα έπρεπε να αναθεωρήσει το πρόγραμμα των διακοπών της στη Σκωτία και να αφιερώσει τον χρόνο της σ’ εκείνη την αναζήτηση. Σαν πρώτο βήμα θεώρησε ότι έπρεπε να συγκεντρώσει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε για τον ιεραπόστολο. Ήξερε ότι έπρεπε να προγραμματίσει με μεγάλη προσοχή οποιοδήποτε ταξίδι, ώστε να αξιοποιήσει όσο το δυνατό καλύτερα τις μέρες τής άδειας που θα έπαιρνε και να πετύχει τον στόχο της. Το δίλημμα ήταν από πού θα έπρεπε να ξεκινήσει.

        Θα μπορούσε να επισκεφτεί το Σεν Μπονέ. Όμως το χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει από την εποχή που ζούσε εκεί ο Εϊρό ήταν μεγάλο. Ποιος άραγε θα είχε τη δυνατότητα να της δώσει πληροφορίες για κάποιον που είχε πεθάνει πριν από εκατόν πενήντα χρόνια και μάλιστα σ’ έναν ξένο τόπο; Η μόνη της ελπίδα ήταν το πρόσωπό του να ήταν αρκετά γνωστό, τουλάχιστο στην περιοχή όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ή, αν ήταν πιο τυχερή, να ζούσαν κάποιοι μακρινοί συγγενείς του, που θα της έδιναν έστω και λίγα στοιχεία που θα τη βοηθούσαν για να κάνει μια αρχή.

        Η άλλη λύση, που έδινε ανάλογες πιθανότητες για να πάρει πληροφορίες, ήταν να αναζητήσει τα ίχνη τού Εϊρό εκεί που αυτός άφησε την τελευταία του πνοή. Αυτή όμως, καθώς ήταν περισσότερο χρονοβόρα και δαπανηρή την εγκατέλειψε, τουλάχιστο προσωρινά.

 

        Το πρωί τής Τρίτης η Τζέιν άργησε για πρώτη φορά να πάει στο σχεδιαστήριο. Ο Μαρκ Σέλαρ είχε παρατηρήσει από την προηγούμενη μέρα μια διαφορά στη συμπεριφορά της. Την έβλεπε κάπως ανήσυχη και λιγότερο συγκεντρωμένη στη δουλειά της.

        «Τι συμβαίνει Τζέιν; Συχνά φαίνεσαι αφηρημένη. Είσαι καλά;»

        «Κύριε Μαρκ, όπως ξέρετε πέθανε η θεία μου. Ήταν πολύ πιο οδυνηρό απ’ όσο φανταζόμουν. Ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω, καθώς μέσα σε λίγες μέρες έζησα τόσα γεγονότα, όσα πέρασα όλη την περασμένη χρονιά».

        «Καταλαβαίνω Τζέιν. Έχεις κουραστεί πολύ αυτές τις μέρες».

        «Δε θα έλεγα ότι είμαι κουρασμένη. Γυρίζουν μόνο πάρα πολλά μέσα στο μυαλό μου. Αυτό φταίει που με βλέπετε έτσι».

        «Δε νομίζω να είναι μόνο αυτό. Φαίνεται ότι σ’ έχουν εξαντλήσει και οι υπερωρίες που κάνεις τελευταία. Εγώ πιστεύω ότι μερικές μέρες ξεκούρασης θα σου κάνουν καλό και θα ξαναβρείς τον ρυθμό σου».

        Αυτό θα ήταν ένα σπουδαίο δώρο για την Τζέιν. Όμως εκείνη τη στιγμή αιφνιδιάστηκε με την αναπάντεχη προσφορά και βρέθηκε σε αμηχανία. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ο Μαρκ τη διευκόλυνε συνεχίζοντας.

        «Επιμένω, Τζέιν. Μια μικρή άδεια θα σε ανανεώσει».

        Η Τζέιν σκέφτηκε ότι ήταν πράγματι μια καλή ευκαιρία για να ξεκινήσει τις πρώτες της έρευνες. Ρώτησε γρήγορα:

        «Αλήθεια κύριε Μαρκ, υπάρχει η δυνατότητα να λείψω για λίγες μέρες; Έχω να ασχοληθώ με μια αρκετά περίπλοκη υπόθεση αλλά δεν μπορώ να προβλέψω πόσο χρόνο θα μου πάρει. Ελπίζω να μην είναι πολύς».

        «Ασφαλώς Τζέιν. Δικαιούσαι μερικές μέρες διακοπές. Εξάλλου εγώ σου το πρότεινα. Σε συμβουλεύω μόνο να μην κουραστείς περισσότερο».

        «Πάντως, αν καθυστερήσω, δεν έχω την απαίτηση να πληρωθώ γι’ αυτό το διάστημα».

    «Η μισθοδοσία είναι το λιγότερο. Θα τα βρούμε, μην ανησυχείς».

    «Ευχαριστώ πολύ. Θα είναι μια μεγάλη ανακούφιση για μένα».

 

        Η Μαριάν, η γιαγιά τής θείας Ντόροθι, γεννήθηκε στο Σεν Μπονέ και έμεινε εκεί μέχρι τα δεκαοχτώ της χρόνια. Είχε βαφτιστεί από τους γονείς τού Ευγένιου Εϊρό και θα ήθελε πολύ να τον ακολουθεί στα ταξίδια του. Ο Εϊρό έβλεπε τη δίψα τής μικρής Μαριάν για περιπέτεια και, αν μπορούσε, θα την έπαιρνε μαζί του. Και οι δύο όμως γνώριζαν πως αυτό ήταν αδύνατο κάτω από εκείνες τις συνθήκες. Αρκέστηκαν λοιπόν στην αλληλογραφία, με την οποία ο ιεραπόστολος της έστελνε από τους τόπους που επισκεπτόταν διάφορες πληροφορίες και ενθύμια, όπως για παράδειγμα φύλλα και άνθη εξωτικών φυτών, με τα οποία η Μαριάν είχε φτιάξει ένα φυτολόγιο.

        Το τελευταίο πράγμα που της είχε στείλει με τη φροντίδα ενός φίλου του, μοναχού τού Πίκπου, ήταν ένα κιβώτιο με πλούσιο περιεχόμενο. Έφτασε στον προορισμό του τρεις εβδομάδες μετά τον θάνατό του, ακριβώς την ημέρα που αρραβωνιαζόταν η Μαριάν. Η ίδια όμως δεν είχε πια όπως πριν τη διάθεση να ασχοληθεί εκείνη την περίοδο με τα ευρήματα και τα ενθύμια του Εϊρό. Η αλλαγή τής προσωπικής της ζωής, από τότε που γνώρισε τον άντρα τής καρδιάς της, έναν εξαιρετικό μηχανολόγο, άλλαξε τις προτεραιότητές της. Λίγους μήνες αργότερα, μια σπουδαία επαγγελματική ευκαιρία που παρουσιάστηκε για τον σύζυγό της στην εταιρία τρένων τού Λονδίνου, τους έφερε στη βρετανική πρωτεύουσα.

        Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια, η μικρότερη από τις τρεις κόρες της, η Έλεν, φαινόταν να έχει ανάλογα ενδιαφέροντα με τη μητέρα της. Πανέξυπνη, διάβαζε βιβλία για ποικίλα θέματα, σπούδασε νοσηλευτική και ασχολήθηκε με τα ξεχασμένα ενθύμια της Μαριάν. Το 1895 έγραψε ένα ανέκδοτο βιβλίο όπου υποστήριζε ότι είχε αποκωδικοποιήσει μερικά από εκείνα τα ιδεογράμματα. Μετά τον θάνατό της, όλη αυτή η υλική και κυρίως πνευματική περιουσία πέρασε στα χέρια τής κόρης της, της Ντόροθι.

        Η Ντόροθι, που παρακολουθούσε όλη αυτήν την έρευνα και τη δραστηριότητα της Έλεν, θέλησε να προχωρήσει περισσότερο. Αφιέρωσε πολύ χρόνο επειδή ήταν γι’ αυτήν και μια διέξοδος, καθώς είχε την ατυχία να μην κάνει παιδιά. Όμως, η όρασή της εξασθένησε γρήγορα, η υγεία της κλονίστηκε και έχασε αρκετές δυνάμεις. Λίγο αργότερα, όταν έμεινε μόνη στον κόσμο, παραιτήθηκε από την προσπάθεια αυτήν, απογοητευμένη.

 

        Τις περισσότερες από αυτές τις πρόσθετες πληροφορίες η Τζέιν τις συγκέντρωσε όταν τακτοποίησε και εξέτασε με προσοχή όλα τα σκόρπια έγγραφα που βρήκε στο συρτάρι τού γραφείου, καθώς και σε ένα σεκρετέρ, στην πάνω κρεβατοκάμαρα. Η αλληλογραφία, παρόλο που δεν περιείχε πολλές επιστολές, έδωσε αρκετά στοιχεία γιατί προερχόταν από διάφορες εποχές. Χρήσιμο αποδείχτηκε επίσης ένα παλιό μικρό ημερολόγιο της Μαριάν που βρήκε αργότερα, όταν έψαξε για μια ακόμα φορά στο κιβώτιο της σοφίτας. Ήταν σε μια άκρη τού διπλού πάτου, σκεπασμένο από ένα σωρό ξερά θρυμματισμένα φύλλα και είχε ξεφύγει από την προσοχή της τότε που βιαστικά τον ανασήκωσε στο σκοτάδι και πήρε το πολύτιμο περιεχόμενό του. Με βάση όλα τα δεδομένα που είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή, έκρινε ότι πρώτα θα έπρεπε να επισκεφθεί το Σεν Μπονέ.

        Η Τζέιν δεν άργησε να αποφασίσει πώς θα διαχειριζόταν την περιουσία που κληρονόμησε, για να πετύχει τον ιερό τώρα γι’ αυτή στόχο της. Θα φρόντιζε να εξοικονομήσει πολύτιμο χρόνο, να έχει άνεση στις μετακινήσεις και τη διαμονή της και να γνωρίσει καλύτερα τους τόπους που θα πήγαινε. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιούσε την αεροπορική συγκοινωνία, όποτε αυτό ήταν δυνατό και θα προγραμμάτιζε προσεκτικά τα ταξίδια της. Ήταν η πρώτη φορά που της δινόταν τέτοια ευκαιρία και θα ικανοποιούσε επιθυμίες που είχε εδώ και χρόνια. Ίσως δεν ήταν η ιδανική εποχή για τουρισμό, αλλά και μόνο η αλλαγή παραστάσεων θα την έκανε ευτυχισμένη.

        Ένα ταξίδι στη γειτονική Γαλλία δε θα ήταν δύσκολο. Δικαιολογημένα όμως είχε κάποιο άγχος γι’ αυτήν την προετοιμασία, καθώς ήταν η πρώτη φορά που θα έφευγε από την πατρίδα της κι ακόμα περισσότερο, καθώς θα ταξίδευε μόνη. Συλλογίστηκε ακόμα ότι ίσως αυτή να ήταν η αρχή για μια σειρά από μακρινά ταξίδια σε άλλες χώρες. Γι’ αυτόν τον λόγο αγόρασε μια καινούργια βαλίτσα, πήγε να βγάλει διαβατήριο και όρισε την αναχώρησή της για το τέλος τής ερχόμενης εβδομάδας. Θα φρόντιζε στο μεταξύ να θυμηθεί και να μάθει όσα περισσότερα γαλλικά μπορούσε σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα.

 

        Το ταξίδι από το Λονδίνο μέχρι τη Γκρενόμπλ υπολόγισε ότι θα διαρκούσε συνολικά πέντε ώρες. Αν ξεκινούσε νωρίς από το Μπράιτον, θα προλάβαινε την καλύτερη ανταπόκριση των πτήσεων. Από εκεί, με ένα λεωφορείο θα έφτανε το απόγευμα στο Σεν Μπονέ, την πόλη όπου γεννήθηκε ο Εϊρό. Είχε ήδη προνοήσει να ψάξει για ένα ξενοδοχείο κοντά στο κέντρο τής μικρής κωμόπολης. Φρόντισε να κλείσει σ’ αυτό εγκαίρως ένα δωμάτιο επικοινωνώντας από το Μπράιτον, δύο μέρες πριν από την αναχώρησή της. Από το πρωί τής επόμενης μέρας θα ξεκινούσε την έρευνα.

        Το Σεν Μπονέ είναι κρυμμένο στην κοιλάδα τού Σαμπσόρ, ανάμεσα στα ψηλά βουνά των γαλλικών Άλπεων. Χτισμένο σε χίλια μέτρα υψόμετρο, εβδομήντα χιλιόμετρα νότια της Γκρενόμπλ, βρίσκεται πάνω στον ιστορικό δρόμο των τριακοσίων είκοσι τεσσάρων χιλιομέτρων που ακολούθησε ο Ναπολέων από τον κόλπο Ζουάν μέχρι την Γκρενόμπλ. Ο Βοναπάρτης είχε αποβιβαστεί στη γαλλική ακτή την 1η Μαρτίου τού 1815, όταν επέστρεψε από την εξορία του στο νησί Έλβα για να ξαναπάρει την εξουσία. Κατόρθωσε να καλύψει αυτήν την απόσταση πεζός, σε έξι μέρες.

        Τα πρώτα σπίτια στη μικρή πόλη χτίστηκαν τον Μεσαίωνα. Αυτά που απέμειναν, μαζί μ’ εκείνα που ανοικοδομήθηκαν, σχηματίζουν στη δυτική της πλευρά έναν πυκνό οικοδομικό κύκλο με διάμετρο μόλις διακόσια μέτρα. Κάποια διατηρούνται εδώ και αρκετούς αιώνες. Από ψηλά οι κεραμοσκεπές τους φαίνονται σχεδόν ενωμένες. Τα περισσότερα εμφανίζουν παρόμοια αρχιτεκτονική, έχοντας πάνω από την κύρια κατοικία μια αποθήκη και από κάτω ένα κατάστημα. Στενά γραφικά καλντερίμια μπερδεύονται μεταξύ τους σχηματίζοντας έναν μικρό λαβύρινθο. Σε μερικά σημεία ο χώρος ανοίγει και σχηματίζει μικρές πλατείες. Ανάμεσα σε όλα τα οικοδομήματα προβάλλει το ψηλό καμπαναριό τής καινούργιας εκκλησίας Σεν Μπονέ, μ’ ένα παραδοσιακό ρολόι.

        Μερικές δεκάδες μέτρα ανατολικότερα η όψη τής πόλης αλλάζει. Τα σπίτια είναι κατασκευασμένα με σύγχρονες προδιαγραφές και έχουν περισσότερες ανέσεις. Τα αυτοκίνητα περνούν από πλατύτερους δρόμους και τα λίγα αλλά προσεγμένα ξενοδοχεία καλύπτουν τις απαιτήσεις εκείνων που θέλουν να επισκεφθούν τόσο το Σεν Μπονέ, όσο και τα περίχωρα. Χάρη στη συνεχή τουριστική αναβάθμιση, επισκέπτες από κάθε μεριά τής Γαλλίας, αλλά και από τον υπόλοιπο κόσμο, περνούν καθημερινά για να δουν τα μνημεία και τις εκδηλώσεις που γίνονται εδώ, πριν συνεχίσουν την πορεία τους για ορειβασία στα γύρω βουνά.

 

        Η διαδρομή από την Γκρενόμπλ μέχρι το Σεν Μπονέ είχε μια ξεχωριστή γοητεία για την Τζέιν. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα δύσει, αλλά είχε κρυφτεί εδώ και αρκετή ώρα πίσω από τα ψηλά βουνά τής κοιλάδας. Έπεφτε το σκοτάδι και το τοπίο έπαιρνε μια άγρια ομορφιά, καθώς στις πλαγιές των Άλπεων φαίνονταν τώρα μόνο οι μαύρες σκιές από τις λεύκες, τις σημύδες και τα έλατα. Παρόλο που στη διαδρομή σκεφτόταν συνέχεια από πού θα ξεκινούσε την αναζήτηση πληροφοριών για τον Εϊρό, το βλέμμα της ήταν συνεχώς έξω από το παράθυρο του λεωφορείου. Στις έξι το απόγευμα έφτασε στο Σεν Μπονέ, αλλά η στάση που κατέβηκε βρισκόταν γύρω στα διακόσια μέτρα μακριά από το ξενοδοχείο.

        Η Τζέιν μόνο στην αρχή φάνηκε να δυσανασχετεί για την απόσταση. Αν και η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει, το κρύο ήταν υποφερτό, η αποσκευή συρόμενη, ο δρόμος ελαφρά κατηφορικός και τελικά περπάτησε ευχάριστα μέχρι το ξενοδοχείο. Το βρήκε χωρίς δυσκολία, στο κέντρο τού σύγχρονου Σεν Μπονέ.

 

        Η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου καλησπέρισε με μεγάλη εγκαρδιότητα τη νεαρή φιλοξενούμενη. Παρόλο που αρκετοί τουρίστες επισκέπτονται τον χειμώνα εκείνα τα μέρη, ιδιαίτερα για χειμερινά σπορ, εκείνες τις ημέρες το ξενοδοχείο έτυχε να έχει λίγους πελάτες. Το δωμάτιο που θα έμενε η Τζέιν είχε υπέροχη θέα προς τη χιονισμένη οροσειρά. Πριν ανεβεί δεν άντεξε και ρώτησε την ξενοδόχο:

        «Έχετε ακούσει ποτέ για κάποιον Ευγένιο Εϊρό;»

        «Το όνομα Εϊρό το έχω ξανακούσει. Νομίζω ότι ήταν κάποτε δήμαρχος σ’ αυτόν τον τόπο, δε θυμάμαι όμως κάτι περισσότερο. Μπορείτε να ρωτήσετε τον εφημέριο, που έχει ένα αξιόλογο αρχείο για τους σημαντικότερους πολίτες τής περιοχής ή να βρείτε κάποια στοιχεία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη».

        «Ευχαριστώ πολύ».

        Η Τζέιν ανέβηκε στο δωμάτιό της, τακτοποίησε τα πράγματά της και ξάπλωσε για να ξεκουραστεί λίγο από το πολύωρο ταξίδι. Δυο ώρες αργότερα σηκώθηκε και κατέβηκε στο σαλόνι τού ξενοδοχείου. Η φωτιά έκαιγε στο μεγάλο τζάκι στη γωνία, απέναντι από την είσοδο. Τα ξύλινα έπιπλα, τα λεπτά πολύχρωμα χαλιά με τα γεωμετρικά σχέδια και η παραδοσιακή διακόσμηση έκαναν το περιβάλλον ακόμα πιο ζεστό. Το ξενοδοχείο είχε δική του οργανωμένη κουζίνα αλλά η Τζέιν προτίμησε να δειπνήσει έξω για να αναπνεύσει ταυτόχρονα και τον φθινοπωρινό αέρα που κατέβαινε από τις Άλπεις.

        Στην οδό Σεγιό υπήρχαν στη σειρά δύο εστιατόρια, πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Μπήκε στο πρώτο που συνάντησε και ευχαριστήθηκε πολύ, τόσο από την όμορφη ατμόσφαιρα όσο και από τη φαντασία τού σεφ. Είχε τελειώσει το φαγητό της και παρατηρούσε την καλόγουστη διακόσμηση με κυνηγετικά τρόπαια, όταν το βλέμμα της σταμάτησε σε μερικές μεγάλες ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον απέναντι τοίχο, που έδειχναν πώς ήταν κάποτε η πόλη και η γύρω περιοχή. Δίπλα τους υπήρχαν φωτογραφίες πολιτών που είχαν συμβάλει στην ανάπτυξη και την πρόοδο του τόπου. Σε μια από αυτές πρόσεξε έναν ιερωμένο. Σηκώθηκε τότε με λαχτάρα από την καρέκλα της για να τη δει από κοντά, ελπίζοντας να μάθει περισσότερα. Απογοητεύτηκε όμως, καθώς δεν υπήρχε πουθενά όνομα ή άλλη καμιά πληροφορία. Ξαναγύρισε στο τραπέζι αναζητώντας τον σερβιτόρο, που ήταν αρκετά ηλικιωμένος και ίσως μπορούσε να τη βοηθήσει.

        Ο σερβιτόρος πρόσεξε τις κινήσεις της και έσπευσε να την εξυπηρετήσει. Μόλις πλήρωσε τον ρώτησε:

        «Από ποια εποχή είναι οι φωτογραφίες που έχετε;»

        «Είναι τραβηγμένες πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο».

        «Και τα πρόσωπα δίπλα τους;»

        «Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν κάποτε δήμαρχοι του Σεν-Μπονέ».

        «Και ο εφημέριος;»

        «Αυτός είναι ο μονσινιόρ Ζαν Εϊρό».

        «Α!» είπε ζωηρά η Τζέιν. «Ξέρετε κάτι γι’ αυτόν;»

        «Γεννήθηκε προς το τέλος τού δέκατου ένατου αιώνα και χειροτονήθηκε εφημέριος στον καθεδρικό ναό τού Γκαπ. Στη συνέχεια μετανάστευσε στην Αμερική, όπου και πέθανε».

        «Μήπως λεγόταν Ευγένιος ή κάπως έτσι; Δε θυμάστε πότε γεννήθηκε ακριβώς;»

        «Για το όνομα είμαι απόλυτα βέβαιος. Γεννήθηκε στη Γκλεζίλ. Ο πατέρας μου είχε στενές σχέσεις με την οικογένειά του».

        «Για κάποιον Εϊρό που πέθανε στο Νησί τού Πάσχα το 1868, έχετε ακουστά;»

        «Όχι, λυπάμαι».

        «Κρίμα. Πάντως, σας ευχαριστώ».

 

        Οι ελπίδες τής Τζέιν δε χάθηκαν. Ήταν βέβαιη ότι βρισκόταν σε καλό δρόμο. Το όνομα υπήρχε στην περιοχή. Την επόμενη μέρα θα πήγαινε στην εκκλησία, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και όπου αλλού χρειαζόταν, προκειμένου να βρει τα στοιχεία που ήθελε.

        Ο εφημέριος, ο υπεύθυνος του γραφείου τουρισμού και οι υπάλληλοι του Δήμου στους οποίους απευθύνθηκε η Τζέιν για να βρει τις πρώτες πληροφορίες έδειξαν προθυμία και είχαν όλη την καλή διάθεση για να βοηθήσουν. Όμως παρόλο που το όνομα “Εϊρό” ήταν αρκετά γνωστό στην περιοχή, δεν έμαθε τίποτε περισσότερο ούτε από τον εφημέριο ούτε από τους γεροντότερους της περιοχής. Έψαξε και στη βιβλιοθήκη τού Δήμου αλλά δε βρήκε ούτε εκεί κάποιο στοιχείο. Αυτοί που είχαν το ίδιο επώνυμο δε θυμούνταν κανέναν στην οικογένειά τους να έχει σχέση με τον ιεραπόστολο, ενώ όσοι άλλοι είχαν ακούσει αυτό το όνομα έδωσαν μόνο γενικές και αόριστες πληροφορίες. Έτσι η Τζέιν δεν έκανε καμιά πρόοδο. Πλήρωσε μόνο το ξενοδοχείο και αποφάσισε να αφιερώσει λίγο χρόνο για μια επίσκεψη στη γειτονική πόλη Γκαπ, όπου είχε χειροτονηθεί ο μονσινιόρ Ζαν Εϊρό. Κάτι έλεγε μέσα της ότι τα δύο ονόματα θα μπορούσαν να έχουν κάποια σχέση.

        Ξεκίνησε το πρωί για το Γκαπ, δεκαπέντε χιλιόμετρα νότια του Σεν Μπονέ, με την ελπίδα να βρει εκεί αυτό που θα τη βοηθούσε να κάνει το πρώτο βήμα. Σύντομα έφτασε στην παλιά πόλη, που έχει το ίδιο μεσαιωνικό στιλ τού Σεν Μπονέ. Περιβάλλεται όμως από περισσότερους και μεγαλύτερους δρόμους και έχει πολύ πιο έντονη κίνηση. Το ιστορικό κέντρο με τα μνημεία του, αλλά και η διαφορετική ομορφιά τής σύγχρονης πόλης των τριάντα πέντε χιλιάδων κατοίκων αποτελούν σημαντικούς πόλους έλξης για τους τουρίστες.

        Σύντομα βρήκε τον γοτθικό ναό τής Νοτρ Νταμ ε Σεν Αρνού, έργο τού Σαρλ Λεσνέ, που χτίστηκε προς το τέλος τού δέκατου ένατου αιώνα. Ο μονσινιόρ Αντουάν, που βρισκόταν εκείνη την ώρα στον καθεδρικό ναό, προθυμοποιήθηκε να την εξυπηρετήσει. Εξέτασαν μαζί για πολλή ώρα διάφορα έγγραφα στη μεγάλη βιβλιοθήκη τού ναού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο ιερέας, παρόλο που είχε κινηθεί και το δικό του ενδιαφέρον για τον ιεραπόστολο, μη βρίσκοντας την παραμικρή πληροφορία, άφησε να εννοηθεί ότι δε θα εύρισκε στην πόλη τους αυτό που ζητούσε, αφού δεν υπήρχε κάτι σχετικό σ’ εκείνα τα αρχεία.

        Η Τζέιν βγήκε από την εκκλησία απογοητευμένη. Δεν περίμενε ότι θα συναντούσε δυσκολίες τόσο γρήγορα. Έλπιζε ότι στη γενέτειρα του Εϊρό θα εύρισκε κάτι που θα τη βοηθούσε για να ξεκινήσει την αναζήτησή της. Τώρα περιφερόταν μηχανικά στις λεωφόρους Ζαν Ζορέ και Εμίλ Ντιντιέ, στο κέντρο τής σύγχρονης πόλης, μην μπορώντας να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. Τελικά κάθισε κουρασμένη στην καφετερία Ρουτ, περιμένοντας να έρθει η ώρα για να επιστρέψει αρχικά στη Γκρενόμπλ και να συνεχίσει αμέσως για την Αγγλία.

 

        Έφτασε στο Μπράιτον μετά τα μεσάνυχτα. Κουρασμένη, μπήκε στο σπίτι της χωρίς να έχει διάθεση να ανοίξει ούτε τη βαλίτσα της. Αποκοιμήθηκε στον καναπέ με τα ρούχα, νηστική και την τηλεόραση ανοιχτή. Τρεις ώρες αργότερα ξύπνησε απότομα. Ο ύπνος της ήταν πολύ ταραγμένος. Έκλεισε την τηλεόραση και ξεντύθηκε. Σκεπάστηκε προσπαθώντας να διώξει όλες τις αρνητικές σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό της. Η ταλαιπωρία που δοκίμασε όλη την προηγούμενη μέρα είχε σαν αποτέλεσμα να ξανακλείσει τα μάτια της και να κοιμηθεί βαθιά.