13


Σ’ όλο τον δρόμο τής επιστροφής η Τζέιν και ο Χουάν ήταν απορροφημένοι στις σκέψεις τους. Όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο δεν πέρασαν μέσα. Κάθισαν σ’ ένα πέτρινο παγκάκι στον κήπο, ανάμεσα σε καλλιτεχνικά κλαδεμένα καλλωπιστικά φυτά. Είχε απόλυτη ησυχία και ήταν μια καλή ευκαιρία να ξανακούσουν μερικά ηχογραφημένα αποσπάσματα της συνέντευξης.
Οι ιστορίες τού Ατούα ήταν περισσότερο μύθοι για το παρελθόν τού νησιού. Ανάμεσά τους, λίγες ήταν οι πληροφορίες εκείνες που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν ουσιαστικά. Ωστόσο, πολλές λεπτομερείς περιγραφές τού γέρου ιθαγενή περιείχαν πολύτιμο υλικό για τον Χουάν, που θα ήθελε να αξιοποιήσει οτιδήποτε είχε σχέση με την επιστήμη του. Ξεχώρισε από εκεί ό,τι του κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον.
Ο Χουάν έκλεισε το iPod και στράφηκε στην Τζέιν.
«Τι συμπέρανες απ’ όλα αυτά που είπε ο μυστήριος γέρος;»
«Μερικά πράγματα μου έκαναν πραγματικά εντύπωση και ίσως θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν πιο μακριά».
«Δε νομίζω ότι θα μάθουμε κάτι περισσότερο. Έτσι κι αλλιώς όσα θα μπορούσαν να σχετίζονται με την υπόθεσή μας τα ξανακούσαμε προσεκτικά. Δεν ήταν εξάλλου και πολλά αυτά που είχαν κάποια ουσία».
«Δεν είναι μόνο αυτά που είπε…»
«Τι εννοείς;»
«Πρόσεξες τα βραχιόλια που φορούσε;»
«Ναι, λοιπόν;»
«Άκουσες ποιος του τα έδωσε;»
«Είπε ότι δε θυμάται».
«Στοιχηματίζω ότι έχουν σχέση με το κομποσκοίνι τού ιεραπόστολου Εϊρό!»
«Η φαντασία σου πετάει, Τζέιν».
«Αν εξετάσεις πιο προσεκτικά τα πράγματα, θα δεις ότι δεν είναι φαντασία. Μου θύμισαν ένα παρόμοιο που είδα στην κασέλα τής θείας Ντόροθι!»
«Δεν ήξερα ότι έχεις κάτι τέτοιο!»
«Ήταν μέσα, μαζί με μερικά άλλα μικροπράγματα, που δεν τα είχα δώσει τότε μεγάλη σημασία. Τώρα μετανιώνω που δεν τα πήρα μαζί μου. Θα χωρούσαν άνετα στην τσάντα μου και μπορεί να αποδεικνύονταν πολύτιμα».
«Δεν πειράζει. Θα προχωρήσουμε με ό,τι έχουμε αυτήν τη στιγμή. Πώς θα μπορέσουμε, όμως, να εξακριβώσουμε αν ο Ατούα έχει μ’ αυτά κάποια σχέση;»
«Αυτός δεν έχει συγγενείς; Είναι, άραγε, ο μοναδικός που ξέρει για τις παραδόσεις και το παρελθόν τού νησιού;»
«Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι. Ρωτάμε και μαθαίνουμε».

Παρόλο που φυσούσε μια απαλή αύρα, ο Χουάν αισθανόταν κάποια δυσφορία. Ένοιωθε ότι δεν τον χωρούσε ο τόπος. Κάθε τόσο γύριζε το κεφάλι του προς το μέρος τής πόρτας τού ξενοδοχείου. Η Τζέιν το πρόσεξε και το σχολίασε.
«Σε βλέπω κάπως νευρικό».
«Η αλήθεια είναι ότι παρόλο που η βραδιά είναι πολύ ευχάριστη, εγώ δεν αισθάνομαι άνετα. Σαν να μας κατασκοπεύει ένα αόρατο μάτι, για να βρει πιο γρήγορα αυτό που ψάχνουμε εμείς».
Η Τζέιν χαμογέλασε.
«Έχεις να προτείνεις κάτι;»
«Πάμε πάνω στο δωμάτιο να το συζητήσουμε;»
«Το δικό μου έχει την καλύτερη θέα» είπε αυθόρμητα η Τζέιν. «Έλα εκεί».
Παρόλο που το επιχείρημά της δεν είχε νόημα, τόσο γιατί ήταν νύχτα όσο και τα δωμάτια γειτονικά, ο Χουάν δέχτηκε.
«Ανέβα και περίμενέ με. Έρχομαι σε λίγα λεπτά».

Ο Χουάν πήγε στο μπαρ, πήρε δύο ποτήρια, ένα λευκό Σαρντονέ, εκλεκτό κρασί από τους αμπελώνες τής κεντρικής κοιλάδας τής Χιλής και χτύπησε την πόρτα τού δωματίου τής Τζέιν.
Η Τζέιν στο μεταξύ, ξαναμμένη απ’ όλη τη ένταση και τη ζέστη, φόρεσε κάτι πιο ελαφρύ και μισάνοιξε την πόρτα τού μπαλκονιού. Προχώρησε προς την τηλεόραση, αλλά την επόμενη στιγμή άλλαξε γνώμη. Ταυτόχρονα άκουσε το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και έτρεξε αμέσως.
«Πέρασε Χουάν. Έλα να εξετάσουμε με μεγαλύτερη προσοχή τι μας είπε ο γερο-Ατούα και να βάλουμε σε τάξη τα δεδομένα». Η ματιά της έπεσε στα χέρια του, αλλά δεν είπε τίποτε.
Ο Χουάν έβαλε τα ποτήρια και το μπουκάλι προσεκτικά στο τραπέζι. Οι σκέψεις τής Τζέιν ήταν πολλές. Οι περισσότερες, ωστόσο, από την ώρα που μπήκε στο δωμάτιο, είχαν σχέση με τον Χουάν και το τι σκεφτόταν εκείνος για την ίδια. Από τότε που τον είχε ξανασυναντήσει στο Σαντιάγκο, η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά κάθε φορά που τον ένιωθε κοντά της. Δεν ήξερε πώς να χειριστεί την κατάσταση, καθώς δεν ήθελε να κάνει κάποια αδέξια κίνηση. Προσπαθούσε με τη στάση της να ενθαρρύνει τον Χουάν, ώστε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα.
Ο Χουάν έκανε παρόμοιες σκέψεις. Παρόλο που έδειχνε μεγαλύτερη άνεση στις προσωπικές του σχέσεις, δίσταζε κι εκείνος να προχωρήσει. Δεν μπορούσε να είναι απόλυτα βέβαιος για το πώς θα αντιδρούσε η Τζέιν σε μια δική του πρόταση. Δε θα ήθελε να μεγαλώσει την απόσταση που είχε κερδίσει όλο αυτόν τον καιρό και να περιοριστεί μόνο στη συμπάθεια και την εκτίμησή της. Καταλάβαινε ότι, παρόλο που κι εκείνη αισθανόταν κάτι περισσότερο γι’ αυτόν, δίσταζε, πιθανότατα για τον ίδιο λόγο. Αποφάσισε να προχωρήσει διακριτικά και με λεπτότητα.
«Έχω πολλές σκέψεις στο μυαλό μου και σε μεγάλη αταξία. Χρειάζομαι λίγη ξεκούραση. Πιστεύω ότι κι εσύ, με ένα δυο ποτήρια από το υπέροχο αυτό κρασί, θα νιώσεις πολύ πιο ευχάριστα και άνετα».
Η Τζέιν δεν τον κοίταξε στα μάτια, αλλά χαμογέλασε αμίλητη. Διαισθανόταν ότι εκείνη η βραδιά θα ήταν καθοριστική για τη ζωή της.
«Έλα να καθίσουμε» είπε σιγά.
Τις περισσότερες φορές η έκφραση του προσώπου και η γλώσσα τού σώματος υποκαθιστούν τα λόγια με τον καλύτερο τρόπο. Ο Χουάν αντιλήφθηκε το αδιόρατο, με νόημα, χαμόγελο της Τζέιν και ένοιωσε ευτυχισμένος. Άνοιξε το μπουκάλι και σέρβιρε στα ποτήρια. Της πρόσφερε το ένα και σήκωσε το δικό του λέγοντας:
«Στην αποστολή μας και σ’ ό,τι άλλο επιθυμείς».
«Κι εσύ ό,τι ποθείς, Χουάν».
Το πρόσωπο της Τζέιν κοκκίνισε περισσότερο μετά από το πρώτο αυτό ποτήρι. Σηκώθηκε και άνοιξε περισσότερο την μπαλκονόπορτα. Γυρίζοντας, χαμήλωσε το φως.
«Για να μην εισβάλουν ενοχλητικοί επισκέπτες» είπε, δικαιολογώντας την κίνησή της. Πλησίασε και κάθισε δίπλα στον Χουάν. Προσπαθώντας να νοιώσει πιο άνετα, αναφέρθηκε στο ουδέτερο θέμα τής έρευνάς τους.
«Αλήθεια, τι σκέφτηκες όταν ο γέρος μιλούσε για το λατομείο;»
Μόνο αυτήν την ερώτηση δεν περίμενε ν’ ακούσει εκείνη την ώρα ο Χουάν, καθώς σκεφτόταν εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ήταν σχεδόν έτοιμος να σηκώσει το χέρι του και να αγγίξει τα μαλλιά της. Αυτή όμως η ερώτηση τον ξάφνιασε και τον επανέφερε απογοητευμένο σε μια πεζή πραγματικότητα.
«Ίσως εκεί να κρύβονται περισσότερα μυστικά απ’ όσα φανταζόμαστε» απάντησε απρόθυμα. «Είναι εύκολο να το βρούμε και θα το επισκεφθούμε αύριο. Θα νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο γι’ αυτόν τον σκοπό και θα πάμε. Πιες τώρα και χαλάρωσε» την προέτρεψε χαμηλώνοντας τη φωνή του.
Η Τζέιν γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της έλαμπαν. Αυτός γέμιζε για τρίτη φορά τα ποτήρια τους. Εκείνη την ώρα ένοιωθε ένα απερίγραπτο συναίσθημα για τον άνθρωπο που καθόταν δίπλα της και της μιλούσε τόσο τρυφερά. Ήπιε λίγο, άφησε το ποτήρι δίπλα της, και το κεφάλι της έγειρε στον ώμο του. Αυτός άπλωσε από πίσω της το χέρι και την αγκάλιασε τρυφερά. Ακολούθησε ένα λεπτό σιωπής. Η Τζέιν σήκωσε αργά το κεφάλι της. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Από τη στιγμή εκείνη η εξέλιξη των γεγονότων ήταν πολύ γρήγορη.


Η επόμενη μέρα τούς βρήκε να κοιμούνται στο κρεβάτι τής Τζέιν, μέχρι τις εννιά. Ξύπνησαν με απέραντη όρεξη για φαγητό, ενώ το πρωινό τούς φάνηκε πιο πλούσιο από κάθε άλλη φορά. Εύρισκαν αφορμή να γελάσουν με το παραμικρό, έχοντας σχεδόν ξεχάσει τον σκοπό για τον οποίο έφτασε ο καθένας τους εκεί. Κανένας δε θα μπορούσε να περιγράψει τα συναισθήματα που τους πλημμύριζαν εκείνες τις στιγμές.
Όσο όμως κι αν ήθελαν να ζουν μόνο σ’ αυτόν τον ονειρεμένο κόσμο, γρήγορα έπρεπε να ξαναδούν και την πραγματικότητα· να εξετάσουν και πάλι τα δεδομένα και να προγραμματίσουν τις μελλοντικές τους κινήσεις.
Στις έντεκα ο Χουάν ήρθε μ’ ένα μικρό τζιπ που νοίκιασε, για να πάρει την Τζέιν και να πάνε στο λατομείο. Πριν ξεκινήσουν, της έδειξε έναν χάρτη που κρατούσε, λέγοντας:
«Ζήτησα πληροφορίες από αρκετό κόσμο. Τελικά έμαθα ότι το λατομείο βρίσκεται στον λόφο Ράνο Ραράκου. Ο δρόμος είναι βατός και σε μια ώρα θα είμαστε εκεί».
«Σίγουρα είναι αυτό που εννοούσε ο γερο-Ατούα;» ρώτησε η Τζέιν παίρνοντας και ξεδιπλώνοντας τον χάρτη.
«Έτσι πιστεύω. Είχε πει ότι τα περισσότερα μοάι κατασκευάστηκαν εκεί. Είναι το γνωστότερο μέρος».
«Ελπίζω να είμαστε μόνοι μας. Αν υπάρχουν κι άλλοι, δε θα μπορέσουμε να κινηθούμε άνετα».
«Δεν πειράζει. Ας πάμε να ρίξουμε μια πρώτη ματιά. Θα δούμε τουλάχιστο πού θα εστιάσουμε την προσοχή μας την επόμενη φορά, όταν θα έχουμε την κατάλληλη ευκαιρία».
«Πιθανό να υπάρχουν κι άλλα, μικρότερα λατομεία. Δεν ξέρεις τι θα μπορούσαμε να βρούμε κι εκεί. Ίσως υπάρχουν στοιχεία που θα μας βοηθήσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο».
«Δεν έχεις άδικο. Αν τελειώνοντας με το πρώτο δεν πετύχουμε τίποτε, θα πάμε κι αλλού».
«Πάντως, απ’ ό,τι βλέπω στο υπόμνημα του χάρτη, δεν υπάρχει άλλο. Εσύ τον κοίταξες καθόλου;»
«Λίγο. Πρόσεξα ότι σε δύο περιοχές βρίσκονται πολλά ξαπλωμένα, μισοκατασκευασμένα μοάι. Είναι λογικό να υπήρξαν κι εκεί λατομεία, τουλάχιστο για κάποια περίοδο».
«Λες να ξέρει γι’ αυτά τα λατομεία ο γερο-Ατούα;»
«Δεν αποκλείεται. Αν και μιλάει πολλές φορές αόριστα, ίσως μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα».
Ο δρόμος ήταν αρκετά καλός και, παρόλο που το αυτοκίνητο είχε καιρό να συντηρηθεί, δεν ταλαιπωρήθηκαν. Εξάλλου, με τη συζήτηση ο χρόνος πέρασε χωρίς να το καταλάβουν.
Ο ήλιος ήταν ψηλά και ο ουρανός καθαρός. Η καλοκαιρία οδήγησε εκείνη τη μέρα τούς περισσότερους τουρίστες στην ύπαιθρο. Μερικά γκρουπ βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο λόφο. Αν και κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο, ο ενθουσιασμός τους λιγόστεψε βλέποντας τόσο κόσμο γύρω τους. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και ενώθηκαν με το πλήθος.
«Σίγουρα αυτό το εργοτάξιο είχε μεγάλο βάθος» παρατήρησε ο Χουάν δείχνοντας το λατομείο στην Τζέιν. «Μπορεί να έφτανε μέχρι και την άλλη μεριά αυτού του μακρόστενου λόφου. Ποιος ξέρει τι υλικό έχει απομείνει μέσα σ’ αυτό».
Αρκετή ώρα αργότερα, όταν απομακρύνθηκαν οι περισσότεροι επισκέπτες από την περιοχή, έσκυψαν και πέρασαν μέσα στο λατομείο από τη μικρή είσοδο. Προς μεγάλη τους έκπληξη βρέθηκαν σ’ έναν χώρο πολύ μικρότερο απ’ όσο υπολόγιζαν. Κανένας δε θα μπορούσε να τον συνδέσει με εργαστήριο κατασκευής τέτοιων κολοσσών. Αποτελούσε μόνο την αρχή μιας στοάς με χαμηλό θόλο και μικρό βάθος, που μετά βίας εκεί θα στριμώχνονταν τριάντα άτομα.
«Αν αυτό είναι το μεγαλύτερο λατομείο, πόσο μεγάλα θα είναι τα μικρότερα;» αναρωτήθηκε απογοητευμένη η Τζέιν. Αν υπάρχουν, εδώ που τα λέμε.
«Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Πρόσεξε εκείνον τον σωρό με τις πέτρες απέναντι. Με τον καιρό, ένα μεγάλο μέρος τής οροφής κατέρρευσε. Τα ηφαίστεια και οι σεισμοί σίγουρα προξένησαν σημαντικές καταστροφές. Και στα υπόλοιπα λατομεία θα συνέβησαν τα ίδια και χειρότερα. Αυτός μάλλον είναι και ο λόγος που δε σημειώνονται στους χάρτες».
«Θα ήθελα πάρα πολύ να μπορούσα να εισδύσω στις στοές τού κρυμμένου λατομείου».
«Ο καθένας θα το ήθελε. Για μας, εξάλλου, εκεί μέσα ίσως κρύβεται κάτι περισσότερο».
«Θα μπορούσε όμως να κρύβεται κάπου αλλού. Ας ψάξουμε και για άλλα λατομεία. Μπορεί να είναι μεγαλύτερα ακόμα κι απ’ αυτό. Εξάλλου, το ότι ο χάρτης δε δείχνει όσα περιμέναμε μπορεί να μην οφείλεται μόνο στο πέρασμα του χρόνου».
«Τι εννοείς; Πιστεύεις ότι κάποιοι εμπόδισαν τη λειτουργία τους και μετά θέλησαν να τα εξαφανίσουν;»
«Υποψιάζομαι, σύμφωνα με όσα κατάλαβα απ’ αυτά που είπε ο Ατούα, ότι τα λατομεία, εκτός από την κύρια λειτουργία τους, χρησιμοποιήθηκαν αργότερα και για άλλους σκοπούς. Στο παρελθόν υπήρξαν πολλές εμφύλιες ταραχές στο νησί. Αντί για λατομεία, μερικοί χώροι ίσως χρησιμοποιήθηκαν για καταφύγια, αποθήκες, ακόμα και για τελετουργίες».
«Μη βιάζεσαι. Δε θα έπρεπε να εξερευνήσουμε πρώτα αυτό;»
«Όχι. Εδώ θα επιστρέψουμε στο τέλος, όταν θα έχουμε εξαντλήσει κάθε άλλη πιθανότητα. Είναι το δυσκολότερο σημείο, καθώς υπάρχει συνεχώς τουριστική κίνηση».
«Καλά. Ας δούμε πώς θα προχωρήσουμε σύμφωνα με το δικό σου σχέδιο».

Ο Χουάν ξεδίπλωσε τον μεγάλο χάρτη τού νησιού πάνω στο ζεστό καπό τού αυτοκινήτου. Ξεκίνησε έναν τολμηρό συλλογισμό, δείχνοντας παράλληλα με το δάχτυλο:
«Στον χάρτη φαίνεται πώς είναι σπαρμένα τα μοάι στο νησί. Πολλοί μισοκατεργασμένοι βράχοι που προορίζονταν για λάξευση βρίσκονται εδώ. Χίλια οχτακόσια μέτρα βορειοανατολικά από το λατομείο Ράνο Ραράκου. Γι’ αυτό, υποθέτω ότι στο σημείο αυτό θα πρέπει να βρίσκεται ένα ακόμα λατομείο, έστω μικρότερο».
«Έχεις δίκιο Χουάν, η παρατήρησή σου είναι απόλυτα λογική. Θα συναντήσουμε όμως μεγάλες δυσκολίες. Πώς θα μπορέσουμε, για παράδειγμα, να εντοπίσουμε την είσοδό του; Ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, αν υποθέσουμε δηλαδή ότι αυτό υπάρχει όντως κάτω από τον μικρό λόφο και η είσοδός του βρίσκεται πίσω από αυτούς τους βράχους, θα χρειαστεί πολύς χρόνος».
«Πραγματικά, τώρα που το σκέφτομαι, θα πάρει μέρες αυτή η δουλειά. Εξάλλου, είναι σχεδόν αδύνατο να την κάνουμε μόνοι μας. Χρειάζονται εργάτες και εξοπλισμός».
«Επομένως δε θα μπορέσουμε να μπούμε μέσα χωρίς να μας δουν. Το να μπει κάποιος σε έναν τέτοιο χώρο θα δημιουργήσει προβλήματα με τις Αρχές, τις οποίες δεν προβλέπω πρόθυμες να χορηγήσουν άδεια για τέτοιες εργασίες σε δύο ξένους, ακόμα κι αν αυτό θα ήταν τελικά προς όφελος του τουρισμού τού νησιού. Προσωρινά, τουλάχιστον, πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα να ξεκινήσουμε από εκεί».
«Ποια είναι η δική σου γνώμη;»
«Η σκέψη μου τώρα ξαναγύρισε στο αρχικό μέρος».
«Δηλαδή;»
«Όταν πρωτοείδες το μεγάλο λατομείο, είπες ότι σου θυμίζει μια σήραγγα».
«Αυτήν την εντύπωση μου έδωσε».
«Οι σήραγγες δεν έχουν μόνο είσοδο, αλλά και έξοδο».
«Συνέχισε».
«Πρόσεξες ότι στη νότια πλευρά τού λόφου φυτρώνουν αρκετά ψηλά και πυκνά δέντρα;»
«Νομίζω ότι κατάλαβα τον συλλογισμό σου. Δεν είναι ωστόσο βέβαιο ότι εκεί θα υπάρχει έξοδος».
«Κι όμως, είναι η πιθανότερη λύση. Τα δέντρα μεγάλωσαν στο χώμα που μαζεύτηκε από τη σκαμμένη γη και είναι μαλακό. Μια μέρα που θα ευνοεί ο καιρός, θα μπορούσαμε ακόμα και μόνοι μας να πάμε κατά το βράδυ, όταν δε θα υπάρχει κανένας εκεί γύρω, να μπούμε μέσα και σε λίγες ώρες μέχρι το ξημέρωμα να δούμε αν υπάρχει αυτό που ψάχνουμε. Έχουμε κάποιες ελπίδες επιτυχίας».
«Αγνοείς πόσες δυσκολίες θα συναντήσουμε. Δε θα μπορέσουμε χωρίς βοήθεια».
«Πρέπει να ξεκινήσουμε υποχρεωτικά μόνοι μας. Εγώ προς το παρόν δε βλέπω άλλη λύση».
«Μπορούμε να μεγαλώσουμε την πιθανότητα επιτυχίας αν ενεργήσουμε συστηματικά. Πρώτα πρέπει να επιβεβαιώσουμε ότι αυτό που αναζητούμε είναι θαμμένο εκεί μέσα».
«Ο Ατούα είπε ότι βρίσκεται εκεί. Δεν μπορούμε να το διασταυρώσουμε;»
«Ποιος άλλος υπάρχει που να έχει σχέση με τις παραδόσεις τού νησιού;»
«Λογικά οι γεροντότεροι θα έχουν τη μεγαλύτερη. Έχω δει γυναίκες, μεγάλες σε ηλικία, να κουβεντιάζουν το απόγευμα σε αυλές. Προχθές μάλιστα συμμετείχαν με ενθουσιασμό στη λαογραφική εκδήλωση. Καθώς οι παραδόσεις περνούν από γενιά σε γενιά, σίγουρα θα γνωρίζουν αρκετά».
«Αυτό το έργο όμως είναι μάλλον δικό σου, Τζέιν. Σαν γυναίκα μπορείς να τις πλησιάσεις ευκολότερα».
«Το δύσκολο είναι ότι δε θα καταλαβαίνω τι λένε. Ξέρω πολύ λίγο τη γλώσσα, χωρίς να υπολογίσουμε ότι αυτές την ανακατεύουν με την τοπική τους διάλεκτο. Πρέπει να πάμε οπωσδήποτε μαζί. Εγώ θα πω την καλησπέρα, θα σε συστήσω κι εσύ θα προχωρήσεις».
«Καλό είναι λοιπόν να πάμε το απόγευμα σε μια συντροφιά τους. Όπως φαίνεται, το κουβεντολόι είναι γι’ αυτές η καλύτερη ψυχαγωγία. Φαντάζομαι μάλιστα ότι θα αισθανθούν περήφανες όταν δουν ότι ενδιαφερόμαστε για τις τοπικές τους παραδόσεις. Δεν αποκλείεται μάλιστα να μας πουν περισσότερα ακόμα κι από τον Ατούα. Θυμάσαι πού τις είχες δει πρόσφατα;»
«Όταν γυρίζαμε από την κεντρική πλατεία, είδα κάτι ντόπιες σ’ ένα σπίτι με μεγάλη αυλή, στη δεξιά πλευρά τού δρόμου. Δεν ξέρω αν θα είμαστε τυχεροί να ξανασυναντήσουμε εκεί μερικές, αλλά αξίζει να δοκιμάσουμε. Κι αν όχι σήμερα, αύριο ή μεθαύριο. Έχουμε χρόνο».
«Πολύ ρητορικό αυτό το “έχουμε χρόνο”» παρατήρησε χαμογελώντας ο Χουάν. «Σε βλέπω ήδη μέσα στην αυλή».
Το ίδιο απόγευμα κατευθύνθηκαν προς το σπίτι που την τελευταία φορά η Τζέιν είχε δει στην αυλή του να συζητούν πέντε ή έξι γυναίκες, καθισμένες σε καρέκλες και στα σκαλοπάτια. Τώρα δεν υπήρχε παρά μόνο η νοικοκυρά τού σπιτιού, ηλιοκαμένη, γύρω στα εβδομήντα, που σκάλιζε ένα παρτέρι στον κήπο της. Καθώς άκουσε τα βήματά τους σήκωσε το κεφάλι και τους χαιρέτισε πρώτη.
Ο Χουάν και η Τζέιν ενθαρρύνθηκαν από τον αυθορμητισμό και το ευγενικό καλωσόρισμα της ηλικιωμένης κυρίας. Χαιρέτισαν με τη σειρά τους και ο Χουάν είπε:
«Ήρθαμε για να γνωρίσουμε το όμορφο νησί σας και να μάθουμε όσο το δυνατό περισσότερα γι’ αυτό. Είμαι βέβαιος ότι εσείς θα μπορέσετε να μας δώσετε κάποιες πληροφορίες, αν έχετε τον χρόνο».
«Με μεγάλη μου χαρά. Σαν τι θα θέλατε να μάθετε;»
«Κάτι παραπάνω απ’ αυτά που γράφουν οι τουριστικοί οδηγοί και σχολιάζουν οι ξεναγοί. Ας πούμε, μύθους για τον τόπο σας».
«Ήρθατε στο σωστό μέρος» είπε η κυρία. «Κι εγώ ξέρω βέβαια μερικές παραδόσεις, αλλ’ αυτή που θα σας πει περισσότερα είναι η Άκα Χούα, η μεγαλύτερη αδελφή μου. Χήρεψε πριν από πέντε χρόνια και μένει τώρα μαζί μου. Ήταν παντρεμένη μ’ έναν απόγονο του πρώτου αρχηγού των “ανθρώπων με τα μακριά αφτιά”, που ήξερε το νησί καλύτερα απ’ τον καθένα. Εκείνος, κάθε βράδυ, διηγιόταν ιστορίες για τις ρίζες του και για το νησί. Η αδελφή μου τις θυμάται όλες».
«Θα μπορούσαμε να τη δούμε;»
«Περιμένετε λίγο. Νομίζω δεν έχει δουλειά και θα τη φωνάξω. Ξέρετε, ευχαριστιέται πολύ να λέει στους άλλους ιστορίες για το νησί. Θυμάται τον άντρα της και νοιώθει πολύ περήφανη».
«Ανυπομονώ να γνωρίσω αυτήν τη γυναίκα» ψιθύρισε η Τζέιν στον Χουάν.

Η Άκα Χούα είχε απέραντη μνήμη και μιλούσε τα ισπανικά αργά και πολύ καθαρά. Χρησιμοποιούσε απλές λέξεις, πράγμα που έκανε την Τζέιν να καταλαβαίνει περισσότερα απ’ όσα περίμενε. Την παρακολουθούσε με πολύ μεγάλη προσοχή.
Ξεκίνησε από τη ζωή των πρώτων κατοίκων τού νησιού. Πολλά απ’ αυτά που έλεγε, καθώς ήταν ήδη γραμμένα σε βιβλία και εργασίες διάφορων ερευνητών, ήταν λίγο πολύ γνωστά στους ακροατές της. Ήταν όμως τόσο ευχάριστη και γλυκομίλητη, που η Τζέιν θα την άκουγε ώρες, ακόμα κι αν γνώριζε όλα όσα έλεγε.
Ο Χουάν έστρεψε τη συζήτηση σ’ ένα θέμα που τους ενδιέφερε περισσότερο.
«Πείτε μας λίγα λόγια για τη θρησκεία σας».
«Είχαμε πάντα την ανάγκη να είμαστε ενωμένοι. Αυτό το πετύχαμε χάρη στη δική μας πίστη και τις παραδόσεις μας. Κάποιοι άλλοι όμως, για να διώξουν τα κακά πνεύματα, έκαμναν διαφορετικά ξόρκια με φυλαχτά και παράξενες τελετές. Στα σπίτια τους είχαν ξένους θεούς και μικρές εικόνες, ξύλινες ή πέτρινες. Έτσι έλεγαν ότι κατάφερναν να μιλούν με τα πνεύματα των νεκρών.
»Οι ντόπιοι ιερείς, που ήταν γιατροί και μάγοι μαζί, λέγανε ότι είχαν θεϊκές δυνάμεις που μπορούσαν να αλλάξουν τη ζωή μας. Για να γιατρεύουν τις αρρώστιες έπαιρναν φύλλα από άγνωστα φυτά. Κάτω από τις πόρτες των σπιτιών έθαβαν ζωγραφισμένες πέτρες για να εμποδίζουν την είσοδο των δαιμονίων».
«Εξακολουθεί ο κόσμος να πιστεύει σ’ αυτά;» απόρησε ο Χουάν.
«Μπορεί να φαίνεται παράξενο» συνέχισε η Άκα Χούα «αλλά εκείνο που κράτησε τον λαό μας ενωμένο ήταν η πίστη σ’ αυτά που εσείς ακούτε σαν παραμύθια. Συχνά θα δείτε χαραγμένο πάνω στα βράχια το μεγάλο πνεύμα Μέκε Μέκε. Μοιάζει μ’ ένα μεγάλο πουλί και το στρογγυλό μάτι του είναι το φυλαχτό όλου του κόσμου. Όταν κάποιος πεθάνει, η ψυχή του πηγαίνει στη “χώρα των πνευμάτων που φύγανε”. Για να μην το εμποδίσουμε, ανοίγουμε μια μικρή τρύπα στην ταφόπλακα.
»Οι ιεραπόστολοι, που έχτιζαν τις περισσότερες εκκλησίες κοντά στα νεκροταφεία, προσπαθούσαν να μας αλλάξουν τον τρόπο που θάβαμε τους νεκρούς. Αυτό όμως δεν το πετύχαιναν πάντα. Τις περισσότερες φορές κρατούσαμε την παράδοση. Από εκεί μπορείτε να καταλάβετε πόσο βαθιά ήταν η πίστη μας. Ακόμα και τώρα, παρόλο που οι περισσότεροι γίναμε χριστιανοί, έχουμε κρατήσει κάποια παλιά μας έθιμα».

Η Άκα Χούα συνέχισε επί πολλή ώρα να μιλάει για θρησκευτικές παραδόσεις και τελετουργίες. Η μονοτονία τού θέματος είχε καταντήσει κουραστική. Ξαφνικά, η αναφορά της στον εκχριστιανισμό και οι πληροφορίες που άρχισε να δίνει για πιο πρόσφατα γεγονότα, ξύπνησαν το ενδιαφέρον τού  Χουάν και της Τζέιν.
«Λένε ότι δίπλα στην είσοδο του μακρινού λατομείου, ένας παπάς είχε χτίσει για τους εργάτες μια μικρή εκκλησία, δυο ώρες δρόμο πέρα από τα τελευταία σπίτια τής Χάνγκα Ρόα».
«Ω!» έκανε αθέλητα η Τζέιν. Οι λέξεις “παπάς” και “εκκλησία” την ηλέκτρισαν. Ο Χουάν τής έγνεψε να σωπάσει.
«Εκεί, αυτός ο παπάς συχνά μάζευε τους εργάτες, κουβέντιαζε μαζί τους και τους διάβαζε τον Λόγο τού Θεού. Από την εκκλησία αυτήν έχουν απομείνει σήμερα μόνο λίγες πέτρες και τίποτε δε θυμίζει σ’ εκείνο το σημείο ανθρώπινο έργο».
«Πώς μπορεί να πάει κάποιος σ’ αυτό το λατομείο;»
«Είναι αδύνατο, γιατί η είσοδός του έχει φραχτεί εδώ και πολλά χρόνια και σήμερα ούτε καν φαίνεται. Εκτός…»
«Εκτός;»
«Είναι μια άλλη ιστορία…»
«Ανυπομονούμε να την ακούσουμε». 
«Πριν από λίγους μήνες, σε μια μικρή αμμουδιά τής δυτικής ακτής, ανάμεσα σε απότομους βράχους, ανακαλύφθηκαν τυχαία δύο σπηλιές από ψαράδες. Η μια δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια συνηθισμένη τρύπα με λίγα μέτρα βάθος. Η άλλη ήταν διαφορετική, αλλά η είσοδός της μικρή και δεν μπορούσε να μπει κανείς εύκολα.
»Ο πιο τολμηρός και λεπτοκαμωμένος, που αποφάσισε να περάσει μέσα, προχώρησε σχεδόν γονατιστός σ’ έναν μακρόστενο διάδρομο. Λίγο αργότερα μπορούσε να περπατήσει πιο εύκολα, πάντα όμως σκυφτός. Αφού έκανε αρκετά βήματα, άρχισε να βρίσκει κάθε τόσο παρακλάδια. Από το πώς ήταν ανοιγμένες εκείνες οι στοές, τα χνάρια και άλλα απομεινάρια που είδε, κατάλαβε ότι εκείνα τα λαγούμια φτιάχτηκαν για ανθρώπους κι ανοίγονταν από καιρό σε καιρό. Καθώς το φως τής λάμπας του αδυνάτιζε, δεν τόλμησε να ρισκάρει περισσότερο και να χαθεί. Όταν βγήκε είπε ότι εκεί μέσα μπορούσαν να κρυφτούν εκατοντάδες άνθρωποι.
»Η γνώμη μου είναι ότι αυτός ο λαβύρινθος, που άντεξε στο πέρασμα του χρόνου, δεν αποκλείεται να είχε κι άλλες εισόδους. Από τα τόσα παρακλάδια του, κάποια ίσως να έφταναν μέχρι το λατομείο».
Ο Χουάν θαύμασε την ακρίβεια των περιγραφών, αλλά κυρίως αναλογίστηκε πόσες νέες δυνατότητες τους δίνονταν για την αναζήτησή τους, αν όλα αυτά που άκουσαν ήταν αλήθεια. Δεν άντεξε και ρώτησε.
«Εσείς πώς μάθατε όλες αυτές τις λεπτομέρειες;»
«Οι ψαράδες που ανακάλυψαν τη σπηλιά περνούν συχνά από τη γειτονιά μας. Όταν ψωνίζουμε, μερικές φορές σταματούν και ξεκουράζονται για λίγο στην αυλή».
«Είναι πάντα τόσο ομιλητικοί;»
«Όχι, αλλά απαντούν στις περισσότερες ερωτήσεις» αποκρίθηκε χαμογελώντας η γριά.
«Και όλες οι αφηγήσεις τους είναι αξιόπιστες;»
«Γιατί να πούνε ψέματα; Δε θα κέρδιζαν τίποτα. Ο τόπος είναι μικρός κι εύκολα μαθεύεται ποιος λέει παραμύθια».
Η διήγηση των πρόσφατων περιστατικών περιείχε σπουδαίες πληροφορίες. Φαινόταν ότι υπήρχε μια διαδρομή που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, όπως ακριβώς επιδίωκαν. Θα έπρεπε όμως πρώτα να βρουν την αρχή της με μόνη βάση εκείνη τη λιτή, αλλά αρκετά σαφή περιγραφή. Πριν αποχαιρετίσουν τις δύο ηλικιωμένες αδελφές, είχαν κιόλας αποφασίσει να πάνε την επόμενη μέρα στη δυτική ακτή, οχτώ περίπου χιλιόμετρα μακριά από την πόλη και να ξεπεράσουν όλα τα εμπόδια που θα συναντούσαν.