1

       

        Κατά το τέλος τού ενδέκατου αιώνα, στις νότιες ακτές τής Μεγάλης Βρετανίας, πάνω σε υπολείμματα προϊστορικών οικισμών και στα ερείπια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, άρχισε να προβάλλει μια πόλη. Αναπτύχθηκε θεαματικά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο στην οικονομία τής περιοχής. Όμως το 1514, ύστερα από τρία χρόνια πολέμου με τους Γάλλους, κάηκε σχεδόν ολοσχερώς. Πάνω σε ό,τι απέμεινε από εκείνη την καταστροφή ανοικοδομήθηκε το Μπράιτον, που συγκεντρώνει σήμερα μισό εκατομμύριο κατοίκους, έχει δύο πανεπιστήμια, ιστορικά μνημεία και διαθέτει στις ακτές του πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες. Κάθε χρόνο περνούν από εκεί πάνω από οχτώ εκατομμύρια τουρίστες.

        Χαμηλά σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό τής Μάγχης τις τελευταίες αυτές μέρες τού Οκτωβρίου. Η πολυσύχναστη το καλοκαίρι παραλία τού Μπράιτον είναι ολότελα έρημη. Τα δέντρα στα φαρδιά πεζοδρόμια και τα πάρκα τής πόλης έχουν εδώ και μέρες πάρει τα φθινοπωρινά χρώματα. Ξερά καφεκίτρινα φύλλα πέφτουν αδιάκοπα και σκορπίζουν στριφογυρίζοντας από τις ξαφνικές ριπές τού ανέμου.

        Στην οδό Τραφάλγκαρ, η Τζέιν Μπράουν εργάζεται μόνη της στο σχεδιαστήριο της εταιρείας παραγωγής υφασμάτων τού Μαρκ Σέλαρ, που συνεργάζεται κυρίως με κατασκευαστές επίπλων. Καθώς έχει μεγάλο ταλέντο και φαντασία, τα ωραία και πρωτότυπα σχέδιά της έχουν ανεβάσει σημαντικά τις πωλήσεις τής επιχείρησης που ίδρυσε το 1949 ο Στιβ Σέλαρ, ο πατέρας τού Μαρκ. Η Σάρα, συνάδελφος και καλή φίλη τής Τζέιν, απουσιάζει από την εταιρεία εδώ και τέσσερις μέρες. Κάποιες έκτακτες οικογενειακές υποχρεώσεις θα την αναγκάσουν να λείψει από τη δουλειά της ίσως και για τρεις εβδομάδες. Η Τζέιν, με αφορμή αυτό το γεγονός, πρότεινε να αναλάβει μερικές υπερωρίες. Τα περισσότερα χρήματα που σκοπεύει να συγκεντρώσει θα τα διαθέσει για λίγες μέρες διακοπές στη Σκωτία, που προγραμματίζει για το τέλος τής άνοιξης. Παρόλο που εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε ιδιαίτερος φόρτος εργασίας, ο Μαρκ δεν έφερε αντίρρηση γι’ αυτήν την προσφορά της και τη διευκόλυνε.

 

        Είναι μια νέα είκοσι πέντε χρονών. Συμπαθητική, με καστανά μάτια, μακριά μαλλιά και λεπτά, μεσογειακά χαρακτηριστικά. Έχει τελειώσει μια ιδιωτική σχολή σχεδιαστών στο Μπράιτον και εργάζεται στην εταιρεία τού Σέλαρ εδώ και τέσσερα χρόνια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ αυτήν την πόλη με τη μητέρα της ―τον πατέρα της τον είχε χάσει όταν ήταν έξι χρονών― αλλά εδώ και δύο χρόνια έχει μείνει μόνη στον κόσμο. Έχει όμως αρκετούς φίλους, καθώς είναι πρόσχαρη και κοινωνική.

        Το ρολόι τής εκκλησίας τού Αγίου Πέτρου σήμανε πέντε το απόγευμα. Τα λιγοστά παιδιά που παίζουν στο Σκέιτ Παρκ φεύγουν σιγά σιγά, τώρα που αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι. Τα φώτα έχουν ανάψει στους δρόμους, τα καταστήματα κλείνουν, και η πόλη αλλάζει όψη.

        Η Τζέιν σήκωσε τα μάτια κουρασμένη και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Απορροφημένη στη δουλειά της, δεν είχε φάει τίποτε από το πρωί. Αποφάσισε ότι ήταν ώρα να κάνει, επιτέλους, ένα διάλειμμα. Κατέβηκε και πήρε ένα κρύο σάντουιτς κι έναν φυσικό χυμό από το γωνιακό κατάστημα. Κάθισε δίπλα στο παράθυρο και άρχισε να τρώει με όρεξη, παρακολουθώντας την αραιή κίνηση του δρόμου. Λίγο πριν τελειώσει το πρόχειρο γεύμα της, χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου. Ούτε να φάει κανείς δεν μπορεί με την ησυχία του, σκέφτηκε ενοχλημένη. Κατάπιε βιαστικά και σήκωσε το ακουστικό.

        «Εταιρεία Μαρκ Σέλαρ. Παρακαλώ».

        «Δικηγόρος Σίμπσον. Θα ήθελα την κυρία Μπράουν».

        «Η ίδια. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

        «Κυρία Μπράουν, γνωρίζετε κάποια Ντόροθι Σμιθ;»

        «Μάλιστα. Είναι θεία μου, αλλά έχω πολύ καιρό να τη δω. Συμβαίνει κάτι;»

        «Φοβάμαι ότι θα σας στενοχωρήσω. Η θεία σας πέθανε χθες το απόγευμα, από καρδιακή ανακοπή. Πριν από λίγο πληροφορήθηκα ότι πιθανότατα είστε η πιο κοντινή, αν όχι και η μοναδική, συγγενής της. Θεώρησα υποχρέωσή μου να σας ενημερώσω αμέσως. Η κηδεία της θα γίνει αύριο στις δέκα το πρωί στο Ντίτσλινγκ, στην εκκλησία τής Αγίας Μαργαρίτας».

        «Απορώ πώς μάθατε για μένα. Η θεία μου κι εγώ δεν είχαμε στενές σχέσεις».

        «Αυτό κυρία Μπράουν είναι προτιμότερο να το συζητήσουμε αύριο. Εξάλλου, τώρα δεν έχω αρκετό διαθέσιμο χρόνο. Θα συναντηθούμε στο σπίτι τής θείας σας. Γνωρίζετε που βρίσκεται;»

        «Νομίζω ότι είχε ένα παλιό κόκκινο διώροφο, όπως μπαίνουμε στο Ντίτσλινγκ, λίγο μετά τα πρώτα σπίτια. Κατοικούσε ακόμα εκεί;»

        «Ναι, το σπίτι είναι πράγματι το ίδιο. Απ’ ό,τι όμως κατάλαβα, υπάρχει κίνδυνος να αποπροσανατολιστείτε».

        «Γιατί το λέτε αυτό;»

        «Θυμάστε πότε επισκεφθήκατε τη θεία σας για τελευταία φορά;»

        «Δυστυχώς όχι. Έχουν περάσει τουλάχιστο δέκα χρόνια από τότε. Ίσως και δεκαπέντε».

        «Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που θα δυσκολευτείτε να το εντοπίσετε. Από τότε έχουν χτιστεί πολλά παρόμοια σπίτια γύρω του. Τώρα δεν ξεχωρίζει ανάμεσά τους, κάπου στο κέντρο τού μικρού μας τόπου. Ένα χαρακτηριστικό ορόσημο που θα σας διευκολύνει, είναι ο κόκκινος τηλεφωνικός θάλαμος έξω από το ταχυδρομείο, στην πρώτη κεντρική διασταύρωση. Το σπίτι θα το βρείτε πενήντα βήματα δεξιά, σχεδόν κρυμμένο πίσω από ένα σύδεντρο με ψηλές λεύκες».

        «Ευχαριστώ για τις οδηγίες σας. Ήταν πολύ κατατοπιστικές. Θα έρθω με το λεωφορείο, αλλά είμαι βέβαιη ότι δε θα χαθώ».

        «Εγώ θα βρίσκομαι εκεί από τις εννιά το πρωί και θα σας περιμένω».

 

        Η Τζέιν δεν ταράχτηκε πολύ από το τηλεφώνημα. Περισσότερο της κινήθηκε η περιέργεια από αυτήν την αναπάντεχη είδηση. Άλλωστε, από την τελευταία φορά που είχε δει τη θεία της πέρασε πολύς καιρός και οι εικόνες ξεθώριασαν μέσα της. Το ξαφνικό αυτό γεγονός θα ήταν αφορμή για μια μικρή εκδρομή σ’ ένα μέρος που θα ήθελε πολύ να ξαναδεί, καθώς είχε να αλλάξει παραστάσεις εδώ και δυο μήνες. Τηλεφώνησε μόνο στον Σέλαρ και τον ενημέρωσε για τον λόγο που θα απουσίαζε την επόμενη μέρα από το σχεδιαστήριο.

        Από τη στιγμή που κατέβασε το ακουστικό, άρχισαν να ξανάρχονται στο μυαλό της αναμνήσεις από το παρελθόν. Προσπαθούσε να ζωντανέψει στη μνήμη της το πρόσωπο της θείας Ντόροθι. Κάποτε βλέπονταν συχνά και είχε πάει αρκετές φορές με τη μητέρα της στο Ντίτσλινγκ. Ένα καλοκαίρι η θεία είχε έρθει στο Μπράιτον. Θα ήταν τότε πάνω από δέκα χρονών. Το απόγευμα πήγαν οι δυο τους στην παραλία και πέρασαν πολύ όμορφα όταν επισκέφθηκαν την ιστορική δυτική αποβάθρα τής πόλης. Σήμερα, από εκείνα τα κέντρα διασκέδασης και τα καταστήματα φαίνεται μόνο ό,τι απέμεινε από τη μεγάλη πυρκαγιά τού 2003.

        Τη δουλειά της την είχε παρατήσει εδώ και πολλή ώρα. Χωρίς σχεδόν να το καταλάβει σηκώθηκε από το σχεδιαστήριο, το συμμάζεψε μηχανικά και έφυγε από το γραφείο. Τα βήματά της την οδήγησαν στην ίδια ακτή, όπου τώρα φωτιζόταν η νέα αποβάθρα, χίλια μέτρα πιο ανατολικά. Περπάτησε ανάμεσα στους λίγους τουρίστες που βρίσκονταν εκείνη την ώρα πάνω της. Τα καταστήματα εκεί κλείνουν πολύ αργότερα. Η θαλασσινή αύρα ήταν ψυχρή, αλλά η Τζέιν δεν ένιωθε το κρύο. Έκανε μια μεγάλη βόλτα βυθισμένη στις σκέψεις της και μια ώρα αργότερα επέστρεψε στο σπίτι της.

 

        Δέκα χιλιόμετρα βόρεια του Μπράιτον βρίσκεται το Ντίτσλινγκ, ένα γραφικό χωριό με δυο χιλιάδες περίπου κατοίκους. Η νορμανδική εκκλησία τής Αγίας Μαργαρίτας, στο δυτικό άκρο τής οδού Γουέστ, χτίστηκε τον δωδέκατο αιώνα, πάνω σ’ ένα μικρό ύψωμα. Προβάλλει με την ψηλή μυτερή στέγη της, με τον ανεμοδείκτη και το ρολόι, κοντά σε μια τεχνητή λιμνούλα. Ο επισκέπτης μπορεί να ξεκινήσει από εκεί μια υπέροχη πορεία κάτω από την πυκνή δεντροστοιχία, ακολουθώντας τον δρόμο τού λόφου Λοτζ. Πολλοί προτιμούν να κάνουν έναν μεγάλο περίπατο μέχρι το διπλανό χωριό Κέιμερ, που φημίζεται για τα κεραμικά του.

        Χάρη στη λεπτομερή καθοδήγηση του Σίμπσον, η Τζέιν βρήκε εύκολα το σπίτι τής θείας Ντόροθι. Κάποτε, καθώς ήταν ψηλότερο από τα γειτονικά σπίτια, ξεχώριζε ανάμεσά τους. Τριάντα χρόνια αργότερα, όταν χρειάστηκε να γίνουν μερικές επιδιορθώσεις στη στέγη, πρόσθεσαν με την ευκαιρία μια μικρή σοφίτα. Είχε χτιστεί προτού γεννηθεί η Ντόροθι και, παρόλο που σχεδιάστηκε με αρκετό γούστο, δε θα μπορούσε κανείς να το πει ευρύχωρο. Τα δωμάτια έγιναν μικρά, οι διάδρομοι στενοί και τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πρώτο πάτωμα και τη σοφίτα απότομα.

        Μέσα στο μεγαλύτερο από τα δύο δωμάτια του ισογείου βρίσκονταν εκείνη την ώρα ο εφημέριος της περιοχής, ο δικηγόρος Σίμπσον και δύο ηλικιωμένες γειτόνισσες. Η θεία της είχε μεταφερθεί στη διπλανή κρεβατοκάμαρα. Η νεότερη απ’ αυτές ήταν η μητέρα τού δικηγόρου και καθόταν χθες στο ίδιο δωμάτιο, την ώρα που η Ντόροθι, στα τελευταία της λόγια, είχε αναφέρει δυο ή τρεις φορές το όνομα της Τζέιν. Έδειχνε ότι για τις τελευταίες στιγμές της ήθελε να την έχει δίπλα της. Αυτό παραξένεψε την κυρία Σίμπσον, καθώς η Ντόροθι ποτέ δεν είχε μιλήσει για την ανιψιά της στο παρελθόν. Το συζήτησε με τον γιο της κι εκείνος ανέλαβε να εξακριβώσει αν αυτό το όνομα αντιστοιχούσε σε κάποια συγγενή της. Ψάχνοντας μέσα στο σπίτι για αρκετή ώρα, ανακάλυψε σ’ ένα συρτάρι μερικές ευχετήριες κάρτες. Ανάμεσά τους ήταν κι αυτές που κάθε Χριστούγεννα έστελνε η Τζέιν στη θεία της, παρόλο που τα τελευταία χρόνια σπάνια έπαιρνε απάντηση.

        Καθώς η εμπειρία τού Σίμπσον ήταν μεγάλη, τα στοιχεία που συγκέντρωσε ήταν αρκετά για να μάθει γρήγορα ποια ήταν η Τζέιν. Χωρίς να χάσει χρόνο ήλθε σε επαφή μαζί της.

 

        Έπεφτε μια ψιλή φθινοπωρινή βροχή και η κηδεία έγινε βιαστικά. Οι λιγοστοί επισκέπτες τού σπιτιού ήταν οι μόνοι που συνόδευσαν τη θεία στην τελευταία της κατοικία. Θάφτηκε δίπλα στην εκκλησία, όπου στο γρασίδι γύρω της πρόβαλλαν αραιά όρθιες γρανιτένιες πλάκες με λειχήνες και δυσδιάκριτα ονόματα.

        Ύστερα από την τελετή, ο δικηγόρος πλησίασε την Τζέιν.

        «Αυτά τα κλειδιά είναι του σπιτιού. Υπήρχαν μέσα στο ένα κομοδίνο. Μια και δεν εμφανίστηκε μέχρι τώρα κανένας άλλος συγγενής, κρατήστε τα εσείς. Θα επικοινωνήσουμε ξανά το συντομότερο, αφού κάνω πρώτα κάποιες ενέργειες για να τακτοποιήσω το κληρονομικό ζήτημα».

        «Η θεία άφησε διαθήκη; Την έχετε εσείς;» ρώτησε με απορία η Τζέιν.

        «Εγώ όχι. Αλλά ο συμβολαιογράφος Γκρέις είναι συνεργάτης και φίλος μου και αν την έχει αυτός, πράγμα που είναι και το πιο πιθανό, η διαδικασία θα προχωρήσει σύντομα. Εσείς προς το παρόν δε θα χρειαστεί να κάνετε καμιά ενέργεια. Κρατήστε πάντως την κάρτα μου για οτιδήποτε προκύψει».

        «Ευχαριστώ. Θα περιμένω τηλεφώνημά σας».

 

        Η Τζέιν ξαναγύρισε μόνη στο σπίτι τής θείας της. Ανοίγοντας την πόρτα, οι σφυγμοί της άρχισαν να γίνονται πιο γρήγοροι. Διαισθανόταν ότι κάτι σημαντικό θα μπορούσε να κρύβεται εκεί μέσα. Ο χώρος δεν της φαινόταν τώρα εντελώς άγνωστος. Θαρρούσε ότι τον είχε ξαναδεί σαν μέσα σε όνειρο. Μετά το στενό χολ ήταν το καθιστικό δωμάτιο και δίπλα η μικρή κρεβατοκάμαρα, όπου είχε δει τη θεία της για τελευταία φορά. Απέναντι βρισκόταν η κουζίνα. Στη μέση ένα ξύλινο, στρογγυλό τραπέζι με τέσσερις καρέκλες. Επάνω του ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο και μια άδεια φρουτιέρα. Από το παράθυρο περνούσε αρκετό φως. Ανοίγοντάς το για να μπει λίγος δροσερός φθινοπωρινός αέρας, αντίκρισε έναν παραμελημένο κήπο. Στράφηκε τότε προς την απέναντι πόρτα που οδηγούσε σ’ αυτόν, την άνοιξε και στάθηκε στο κατώφλι της.

        Η βροχή είχε σταματήσει εδώ και αρκετή ώρα, αλλά οι στάλες της κρέμονταν ακόμα στα αγριόχορτα, που είχαν ξεπεράσει το ένα μέτρο μέσα στα παρτέρια. Τα σύννεφα αραίωναν σιγά σιγά και τα βρεγμένα φύλλα που σκέπαζαν το πλακόστρωτο γυάλιζαν τώρα στις αχτίδες τού ήλιου. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά, ηδονική αναπνοή. Ένιωσε μέσα της μια τονωτική ευφορία. Έκανε λίγα μικρά, προσεκτικά βήματα, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε γύρω της. Προς το τέλος τού δεξιού τοίχου παρατήρησε μια άλλη ξύλινη, χαμηλή πόρτα. Πλησίασε. Παρόλο που δεν είχε κλειδαριά, την άνοιξε με δυσκολία. Σίγουρα θα πέρασε πολύς καιρός από τότε που ο τελευταίος μπήκε εδώ μέσα.

        Η πέτρινη σκάλα οδηγούσε σ’ ένα υγρό υπόγειο, όπου μέσα στο λιγοστό φως διακρίνονταν μόνο μερικά εργαλεία για την περιποίηση του κήπου. Σε μια γωνιά στο βάθος, ένα μικρό άδειο βαρέλι μπίρας άφηνε μια βαριά, δυσάρεστη μυρωδιά που πλανιόταν στον αέρα. Πεσμένοι σοβάδες από τους τοίχους, αράχνες και σκόνη συμπλήρωναν την εικόνα τού σκοτεινού χώρου.

        Επέστρεψε στο σπίτι και ανέβηκε στον επάνω όροφο. Ανοίγοντας την πρώτη πόρτα είδε έναν μικρό ξενώνα με τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Όλα τα έπιπλα ήταν σκεπασμένα με σεντόνια. Τον προσπέρασε και μπήκε στο επόμενο δωμάτιο. Κάτω από το παράθυρο υπήρχε ένα χαμηλό τραπέζι μ’ ένα μικρό φωτιστικό στερεωμένο πάνω του. Δίπλα του, μια καρέκλα. Εκείνο όμως που τράβηξε αμέσως την προσοχή της, ήταν οι δύο μεγάλες βιβλιοθήκες, που κάλυπταν από έναν ολόκληρο τοίχο η καθεμιά. Εκτός από βιβλία λογοτεχνίας, υπήρχαν πολλά ακόμα για Ιατρική, Γεωγραφία και Ιστορία. Στα κάτω ράφια βρίσκονταν στοιβαγμένα πολλά παλιά περιοδικά και εφημερίδες.

        Η Τζέιν αγαπούσε πολύ το διάβασμα και θα ήθελε, αν μπορούσε, να μείνει εκεί μέχρι το πρωί. Ξεφύλλισε για αρκετή ώρα βιβλία και τα ξαναέβαλε στη θέση τους. Διάλεξε στη συνέχεια λίγα από αυτά και μαζί με μερικά περιοδικά τα έβαλε στο μοναδικό άδειο ράφι τής μιας βιβλιοθήκης, με τη σκέψη ότι σύντομα θα ξαναγύριζε και θα τα έπαιρνε μαζί της. Τα δάχτυλά της στο μεταξύ είχαν γίνει κατάμαυρα.

        Μια ξύλινη σκάλα, κολλημένη στον τοίχο, οδηγούσε στη χαμηλοτάβανη σοφίτα, που ήταν γεμάτη με οτιδήποτε είχε γίνει περιττό για τη θεία της όλα εκείνα τα χρόνια. Η Τζέιν ανέβηκε τα στενά σκαλοπάτια που έτριζαν στο κάθε της βήμα. Όταν άνοιξε τη μικρή πόρτα, έβαλε μέσα μόνο το κεφάλι της. Τα διάφορα ετερόκλητα αντικείμενα ήταν σκεπασμένα με ένα στρώμα σκόνης. Δεν τόλμησε να προχωρήσει, καθώς δεν είχε καμιά διάθεση να λερώσει και τα ρούχα της. Παραμέρισε μόνο με το πόδι ένα χαρτοκιβώτιο που ήταν μπροστά, έριξε ακόμα μια ματιά στο μισοσκόταδο και ξανακατέβηκε για να πλύνει τα χέρια της.

        Ο ήλιος ήδη είχε δύσει. Εξαντλημένη από την ένταση της ημέρας, ανυπομονούσε να επιστρέψει στο σπίτι της για να ξεκουραστεί. Έφτασε στη στάση ιδρωμένη από το βιαστικό περπάτημα, κοιτάζοντας κάθε τόσο το ρολόι της. Για καλή της τύχη, το λεωφορείο για το Μπράιτον δεν άργησε να φανεί.


Ο ναός τής Αγίας Μαργαρίτας, στο Ντίτσλινγκ