47


Αν και το ταξίδι στη γειτονική Ιρλανδία δε γινόταν για τουριστικούς λόγους, θα έπρεπε να αισθάνονται τη θετική διάθεση που τους έδινε η πιθανότητα για επιτυχία· έστω και μόνο η επίσκεψη σε μια χώρα που θα έβλεπαν για πρώτη φορά. Δε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ο ανεξήγητα αργός ρυθμός τής προετοιμασίας τους, που γινόταν με άγχος και ένταση. Έδειχναν σαν να επρόκειτο να συναντήσουν κάτι το τρομερό στο μέρος που θα πήγαιναν. Αν και οι ελπίδες τους για την απόκτηση του τελευταίου μεταλλίου δεν είχαν χαθεί, και οι δύο φαίνονταν εντελώς απογοητευμένοι και η ατμόσφαιρα ήταν βαριά.
Πέρασαν έτσι δέκα μέρες σ’ αυτό το κλίμα. Ο Ρομπέρτο Βερόν ανυπομονούσε περισσότερο ακόμα κι από τον γιο του να αγγίξει το τελευταίο μετάλλιο. Βλέποντας αυτήν την ανεξήγητη ολιγωρία και την πεσμένη τους διάθεση, περίμενε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να συζητήσει τον λόγο που τη δημιούργησε.
Έγινε φανερό ότι η κυριότερη αιτία για όλη την αποκαρδίωση και αναβλητικότητα ήταν εκείνο το χρονοβόρο σχέδιο στην Ινδία, που κατέβαλαν τόσο κόπο για να το καταστρώσουν. Η ατυχία τους, αλλά περισσότερο εκείνη η άστοχη συναλλαγή με την Ανάντα, πλήγωσε τον εγωισμό τους, τους αποθάρρυνε και τους κατέβαλε ψυχολογικά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Χάρη στη συμπαράσταση του Ρομπέρτο ανέλαβαν τις ψυχικές τους δυνάμεις και με βελτιωμένη διάθεση συνέχισαν την οργάνωση της νέας φάσης αναζήτησης του έβδομου μεταλλίου. Ο πατέρας τού Χουάν τούς αναπτέρωσε το ηθικό και τους βεβαίωσε ότι αυτό το ταξίδι θα ήταν ένας υγιεινός περίπατος, σε σχέση με τα προηγούμενα που τους είχαν ταλαιπωρήσει.

Στο τελευταίο στάδιο της προετοιμασίας τους φρόντισαν να κανονίσουν τη συνάντηση με τον καθηγητή. Επικοινώνησαν και πάλι με τη γραμματέα του, η οποία όρισε το ραντεβού τους για το πρωί τής επόμενης Πέμπτης.
Το σημαντικότερο μέλημά τους τώρα ήταν το πώς θα χειρίζονταν το θέμα όταν θα τον συναντούσαν.
«Αυτός προφανώς ξέρει τι κρατάει στα χέρια του» είπε η Τζέιν.
«Όπως επίσης και όλη την ιστορία που περιέχει το μετάλλιο».
«Όταν λες όλη;»
«Εννοώ, βέβαια, ότι καθώς θα έχει αναγνωρίσει το πρόσωπο του μεταλλίου, θα το έχει συνδέσει και με την Ένδοξη Επανάσταση. Στη συνέχεια είναι εύκολο να υποθέσει ότι δεν αποκλείεται να υπάρχουν ανάλογα μετάλλια και για τους υπόλοιπους Αθανάτους».
«Μόνο που αυτός δεν μπορεί να έχει ιδέα ούτε πώς χάθηκαν, ούτε πού βρίσκονται, ούτε καν πώς έφτασε στα χέρια του αυτό που κρατάει».
«Δε θα το συζήτησε με την Ανάντα; Μου φαίνεται πολύ λογικό».
«Σίγουρα. Αλλά κι αυτή δε θα ήξερε περισσότερα από τον ίδιο, γιατί δε θα το έβγαζε σε δημοπρασία, τουλάχιστο με τους όρους που το είχε βγάλει».
«Επομένως, και μόνο η ιστορία τού μεταλλίου που γνωρίζουμε αποτελεί ένα πολύτιμο στοιχείο για έναν καθηγητή Ιστορίας».
«Εξίσου, βέβαια, πολύτιμο είναι γι’ αυτόν και το ίδιο το μετάλλιο».
Μεσολάβησαν μερικά λεπτά σιωπής. Ο καθένας προσπαθούσε να σκεφτεί πώς μπορούσε να βρεθεί ένας τρόπος ώστε να μείνουν όλο ικανοποιημένοι. Ξαφνικά, το πρόσωπο του Χουάν έλαμψε.
«Βρήκα τη λύση!» είπε με πεποίθηση. «Σήμερα, με τα μέσα που διαθέτουν οι τεχνίτες μπορούν να κάνουν θαύματα! Μπορούν να κατασκευάσουν τέλεια αντίγραφα. Θυμάσαι εκείνο που είχα δώσει στον Νίνο;»
«Υπονοείς ότι θα συμβιβαστούμε με ένα αντίγραφο του μεταλλίου;»
«Είσαι πολύ περήφανη! Αλλά μην ανησυχείς, δεν το λέω για μας».
«Συνέχισε, τότε».
«Εμείς έχουμε τα υπόλοιπα έξι. Τα πιστά αντίγραφά τους μαζί με τις φωτοτυπίες των ντοκουμέντων θα είναι ένα πολύ ελκυστικό πακέτο για τον Ο’ Σάλιβαν».
«Τέλεια ιδέα! Θα αποκτήσει πλήρη σειρά των αντιγράφων κι εμείς θα πάρουμε το πρωτότυπο! Είμαι σίγουρη ότι ο καθηγητής θα δεχτεί».
«Αυτήν τη φορά είμαι κι εγώ αισιόδοξος, Τζέιν».
«Ή, καλύτερα, όχι!»
«Τι εννοείς;»
«Όχι όλα. Θα του δείξουμε μόνο τρία μετάλλια. Γνωρίζοντας ότι κρατάει το κλειδί τής σειράς θα κάνει πιο σκληρές διαπραγματεύσεις. Ας πάρουμε το δικό του μ’ αυτά, και τα υπόλοιπα του τα δίνουμε αργότερα, όταν υποτεθεί ότι τα βρήκαμε».
«Καλή στρατηγική. Να του δείξουμε πάντως τρία που βρίσκονται σε καλή κατάσταση για να δελεαστεί. Και να τον πείσουμε ότι δε θα εγκαταλείψουμε την προσπάθεια αναζήτησης».
«Συμφωνώ».
Ύστερα από λίγες μέρες, έφτασαν στην ιρλανδική πρωτεύουσα.


Το Δουβλίνο με τα περίχωρά του συγκεντρώνει πάνω από ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους, το ένα τρίτο τού πληθυσμού τής χώρας. Είναι χτισμένο στις εκβολές τού ποταμού Λίφεϊ, στην ανατολική ακτή. Οι Βίκινγκς είχαν οργανώσει εκεί κέντρο εμπορίου σκλάβων και οι Κέλτες, που είχαν εγκατασταθεί στις γύρω περιοχές, έχτισαν και άλλους οικισμούς. Αργότερα, όλες οι κατοικημένες περιοχές ενώθηκαν και το 988 μ.Χ. η πόλη πήρε το σημερινό της όνομα, που στα ιρλανδικά σημαίνει “Μαύρη Λίμνη”. Είναι η σημαντικότερη πόλη τής Ιρλανδίας από την εποχή τού Μεσαίωνα, αν και αναφέρεται ως κατοικημένη περιοχή από το 140 π.Χ., από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο.
Με την αύξηση του πληθυσμού και τον εποικισμό, το Δουβλίνο αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Συγκέντρωσε τη Διοίκηση και τις Αρχές, έγινε η πρωτεύουσα της χώρας και φτάνοντας στα τέλη τού δέκατου ένατου αιώνα είχε ήδη γνωρίσει μεγάλη άνθιση.
Πολλά σπίτια και αρχιτεκτονικά μνημεία τής πόλης έγιναν ερείπια, ύστερα από τις αλλεπάλληλες καταστροφές που προκλήθηκαν από την “Επανάσταση του Πάσχα” το 1916. Ακολούθησαν βίαιες συγκρούσεις με τον ιρλανδικό πόλεμο τής ανεξαρτησίας και τον εμφύλιο πόλεμο, μέχρι το 1922.
Παρ’ όλα αυτά, η πόλη άρχισε προοδευτικά και πάλι να ανορθώνεται. Η ανάπτυξή της, οικονομική και οικοδομική, έγινε ιδιαίτερα αισθητή μετά τη δεκαετία τού 1960. Το Δουβλίνο γιόρτασε επίσημα τα χίλια χρόνια από την ίδρυσή του, το 1988.

Το Τρίνιτι Κόλετζ, που συνδέεται άμεσα με το Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου, είναι το πιο φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα της ιρλανδικής πρωτεύουσας. Ιδρύθηκε το 1592 από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Α’, με βάση το πρότυπο των πανεπιστημίων τής Οξφόρδης και του Κέμπριτζ. Είχε στόχο να παράσχει στους προτεστάντες μια εναλλακτική λύση σπουδών, καθώς τα περισσότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης επηρεάζονταν από τον καθολικισμό. Ο πρωτοπρεσβύτερος Τζόναθαν Σουίφτ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Τζορτζ Μπέρναντ Σο και ο Σάμιουελ Μπέκετ είναι μερικές μόνο από τις πιο γνωστές λογοτεχνικές μορφές που γεννήθηκαν στην ιρλανδική πρωτεύουσα και κάθισαν και στα θρανία του.
Στα ράφια τής παλιάς του βιβλιοθήκης βρίσκεται ένας πνευματικός θησαυρός τεσσάρων εκατομμυρίων τόμων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν μοναδικά βιβλία, όπως το Ευαγγέλιο του Κελς, ένα από τα σημαντικότερα και ωραιότερα χειρόγραφα του όγδοου αιώνα. Περιέχει τριακόσιες σαράντα σελίδες γραμμένες και ζωγραφισμένες με μοναδική τέχνη. Εκτίθεται στο κοινό, που κάθε μέρα μπορεί να θαυμάζει και μία διαφορετική σελίδα. Γνωστά είναι επίσης εξίσου ωραία φιλοτεχνημένα βιβλία τής ίδιας περιόδου, των Ντάροου, Ντίμα και Άρμαγκ.

Στο τρίτο γραφείο τού διαδρόμου, απέναντι από την είσοδο της βιβλιοθήκης, η μις Ντέιτ μιλούσε στο τηλέφωνο, ίσως πιο δυνατά απ’ όσο θα ήθελε. Η πόρτα ήταν κλειστή, αλλά πίσω από το ημιδιαφανές κρύσταλλο διακρίνονταν κάποιες νευρικές χειρονομίες της. Η γραμματέας τού καθηγητή έδειχνε ενοχλημένη από εκείνη την κλήση, καθώς οι απαντήσεις της ήταν σύντομες και απότομες. Ο Χουάν και η Τζέιν κάθισαν στις δερμάτινες πολυθρόνες που βρίσκονταν στο μικρό σαλόνι, περιμένοντας να τελειώσει η συνδιάλεξη. Ένα λεπτό αργότερα πέρασαν μέσα.
«Παρακαλώ, θα θέλαμε τον καθηγητή Ο’ Σάλιβαν. Είμαι η Τζέιν Μπράουν. Είχαμε επικοινωνήσει πριν από μια εβδομάδα, αν θυμάστε».
«Βεβαίως, θυμάμαι. Όμως ο καθηγητής απουσιάζει».
«Πότε θα επιστρέψει;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω. Είναι εκτός Ιρλανδίας».
«Όταν σας είχα τηλεφωνήσει, μου είπατε ότι είναι εδώ και ότι, σύμφωνα με το πρόγραμμά του, θα τον βρίσκαμε στο γραφείο του».
«Δυστυχώς συνέβη κάτι έκτακτο».
«Δε θα έπρεπε να μας ενημερώσετε γι’ αυτό;»
«Λυπάμαι, αλλά ήταν τόσα τα ραντεβού που έπρεπε να ακυρώσω, που θα μου διέφυγε».
«Τέλος πάντων. Πού βρίσκεται τώρα;»
«Κι αυτό δεν το ξέρω. Δεν είπε σε κανέναν τίποτε για το ταξίδι του».
«Δεν επικοινωνείτε μαζί του;»
«Τηλεφωνεί ο ίδιος καθημερινά, αλλά δεν αναφέρει τίποτε για το πού βρίσκεται ούτε θέλει να συζητούμε γι’ αυτό».
«Εμείς θα μπορέσουμε να έρθουμε σε επαφή μαζί του; Έχουμε τον αριθμό του κινητού του».
«Δε θα απαντήσει. Έχει αλλάξει κινητό και μέχρι τώρα δε γνωρίζουμε τον νέο αριθμό. Απ’ ό,τι κατάλαβα τηλεφωνεί μόνο απ’ αυτό, με απόκρυψη. Είναι προφανές ότι δε θέλει να τον ενοχλεί κανένας».
Η Τζέιν κοίταξε τον Χουάν με ένα ύφος που φανέρωνε ότι έβλεπε κάποιο μυστήριο να κρύβεται πίσω από όλη αυτήν την ξαφνική αναχώρηση του καθηγητή. Ο Χουάν πήρε τον λόγο.
«Η οικογένειά του δεν μπορεί να δώσει κάποιες πληροφορίες;»
«Ο καθηγητής μένει μόνος του».
«Ίσως αν πηγαίναμε στο σπίτι του; Πιστεύετε ότι θα μπορέσουμε να βρούμε κάποιον σ’ αυτήν τη διεύθυνση που να ξέρει περισσότερα;»
Ο Χουάν τής έδειξε τη διεύθυνση που είχε δηλώσει ο καθηγητής όταν είχε αγοράσει το μετάλλιο. Η γραμματέας την κοίταξε προσεκτικά, μάλλον παραξενεμένη.
«Αυτή είναι, αλλά δε νομίζω ότι θα πετύχετε κάτι. Ο καθηγητής είπε ότι βρίσκεται στο εξωτερικό. Είναι απίθανο να έμαθε κάποιος γείτονας πού βρίσκεται».
«Σας ευχαριστούμε πάντως. Καλημέρα σας».
Έφυγαν απογοητευμένοι.
«Πάντως δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε ρίχνοντας μια ματιά στο σπίτι του. Ποτέ δεν ξέρεις» πρότεινε η Τζέιν.


Το διαμέρισμα που μένει ο Τζον Ο’ Σάλιβαν βρίσκεται στον τρίτο όροφο μιας νεοκλασικής οικοδομής, στη διασταύρωση των οδών Χένρι και Μουρ. Όπως σωστά τους είχε πληροφορήσει η γραμματέας του ο καθηγητής δεν ήταν εκεί ούτε φάνηκε μέχρι το απόγευμα. Ένας γείτονάς του είπε ότι τον είδε πριν από λίγες μέρες να μπαίνει σ’ ένα ταξί με μια βαλίτσα, στις εφτά το πρωί. Ο Χουάν και η Τζέιν θυσίασαν κι άλλες ώρες αναμονής. Τα φώτα τού σπιτιού δεν άναψαν ούτε μέχρι την ώρα που έφυγαν, αργά το βράδυ.
Προβληματίστηκαν. Έπρεπε οπωσδήποτε να μάθουν πού είχε πάει για  να επιδιώξουν μια συνάντηση μαζί του. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να ξέρουν κάτι ήταν οι πιο στενοί του συγγενείς, φίλοι ή συνεργάτες. Από αυτούς όμως δε γνώριζαν κανέναν. Υποχρεωτικά θα έπρεπε να κάνουν υποθέσεις με βάση τις τελευταίες κινήσεις τού καθηγητή. Το επόμενο πρωί επέστρεψαν στη γραμματέα του για να αποσπάσουν από εκείνη όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες.
«Μας συγχωρείτε που σας ενοχλούμε και πάλι» είπε ευγενικά η Τζέιν. «Επειδή όμως πρέπει να έρθουμε σε επαφή με τον καθηγητή, σκεφτήκαμε ότι είστε η μόνη που θα μπορούσε να μας βοηθήσει».
«Ευχαρίστως, αν και σας είπα ό,τι γνωρίζω».
«Παρατηρήσατε κάτι το ιδιαίτερο στη συμπεριφορά τού καθηγητή τις τελευταίες μέρες πριν φύγει;»
«Δε νομίζω. Θα έλεγα μόνο ότι τα τηλεφωνήματα που έκανε ήταν περισσότερα. Μερικές φορές, όταν τηλεφωνούσε έκλεινε και την πόρτα, πράγμα που δεν το συνήθιζε».
«Δεν ξέρετε πού τηλεφωνούσε;»
«Όχι, δεν αναφέρθηκε ποτέ σ’ αυτό. Εξάλλου, γινόταν ολοένα και περισσότερο λακωνικός».
«Υπάρχει τρόπος να μάθουμε; Εσείς δεν έχετε αυτήν τη δυνατότητα;»
«Θεωρώ αδιακρισία να παρακολουθώ τα τηλεφωνήματα του καθηγητή».
«Είναι απόλυτη ανάγκη να επικοινωνήσουμε μαζί του. Είπατε ότι βρίσκεται στο εξωτερικό;»
«Έτσι λέει ο ίδιος. Δεν μπορώ όμως να το επιβεβαιώσω».
«Ενδεχομένως η μνήμη τής τηλεφωνικής συσκευής του κρατάει αρκετούς από τους αριθμούς των τελευταίων κλήσεων. Δεν μπορούμε να δούμε αυτούς που αντιστοιχούν σε συνδρομητές του εξωτερικού;»
«Τι να σας πω; Αν είναι τόσο σπουδαίο αυτό που θέλετε, ας τους δούμε». Άλλωστε κι εμένα με τρώει η περιέργεια.
Η Τζέιν, ο Χουάν, αλλά περισσότερο η μις Ντέιτ, εξεπλάγησαν όταν διαπίστωσαν ότι ένας σημαντικός αριθμός των κλήσεων των δύο τελευταίων ημερών πριν από την αναχώρηση του καθηγητή, έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην πολιτεία τού Νιου Τζέρσεϊ. Δεν ήταν δύσκολο να βρουν ότι ο αριθμός που επαναλαμβανόταν πιο συχνά αντιστοιχούσε σ’ εκείνον της έδρας τής Ιστορίας τού Πανεπιστημίου τού Πρίνστον. Ο Χουάν σημείωσε μερικούς ακόμη αριθμούς και στράφηκε στη γραμματέα.
«Σας ευχαριστούμε πολύ».
«Χάρηκα που σας εξυπηρέτησα».

Η Τζέιν στράφηκε απογοητευμένη στον Χουάν:
«Δε φαντάζεσαι αυτό που φαντάζομαι».
«Δυστυχώς, αγαπητή μου, φαίνεται ότι αυτή είναι η μοίρα μας. Δεν έχουμε άλλη επιλογή».
«Πού λες να βρίσκεται αυτήν τη στιγμή; Πρέπει να επικοινωνήσουμε με το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Να μάθουμε ποιος είναι αυτός με τον οποίο ο καθηγητής έχει διασυνδέσεις και πήγε εκεί».
«Σίγουρα κάποιος συνάδελφός του. Μάλλον θα είναι και ο μόνος που θα μπορούσε να μας ενημερώσει σχετικά. Νομίζω δεν είναι πολύ δύσκολο να μάθουμε τα ονόματα του διδακτικού προσωπικού».
«Δεν ξέρουμε κατά πόσο ο Ο’ Σάλιβαν θα έχει επιτρέψει να δίνουν πληροφορίες γι’ αυτόν».
«Έχεις δίκιο. Πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο, που να δείχνει ότι εμείς γνωρίζουμε για την άφιξη του Ο’ Σάλιβαν. Αν σηκώσει το τηλέφωνο κάποια γραμματέας, θα είμαστε πιο τυχεροί».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Είναι περισσότερο μια διαίσθηση. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να είναι λιγότερο επιφυλακτική για να μας ενημερώσει. Πάντως τώρα θέλω να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Εδώ δεν αισθάνομαι πια καθόλου άνετα. Μέχρι να φτάσουμε στη Βαρκελώνη, πιστεύω ότι θα βρω τις πιο κατάλληλες λέξεις που θα πω στο τηλέφωνο».
«Εγώ προτείνω να μην ξαναθυμηθούμε τίποτε απ’ όλα αυτά μέχρι αύριο και να χαρούμε περισσότερο την ιρλανδική πρωτεύουσα. Ένας περίπατος θα μας βοηθήσει να βάλουμε στην άκρη τις σκέψεις που βασανίζουν το μυαλό μας».
«Ας προσπαθήσουμε, παρόλο που ξέρεις κι εσύ ότι είναι δύσκολο. Ξέρεις ότι το κάνω μόνο για σένα».

Μετά την έξοδό τους από το Τρίνιτι Κόλετζ κατευθύνθηκαν προς το κέντρο τής πόλης, προχωρώντας κατά μήκος τής όχθης τού Λίφεϊ, που τη διασχίζει. Έφτασαν στο φημισμένο πολιτιστικό κέντρο τού Τζέιμς Τζόις, περπάτησαν μέσα από τις γειτονιές τής Γεωργιανής περιόδου του δέκατου όγδοου αιώνα και επισκέφτηκαν το αποστακτήριο ουίσκι Τζέιμσον και το σπίτι του Όσκαρ Γουάιλντ, στην πλατεία Μέριον.
Η Τζέιν τελικά είχε δίκιο. Η αλλαγή παραστάσεων βοήθησε πολύ στο να ξαναβρούν την καλή τους διάθεση και να ανοίξει η όρεξή τους περισσότερο απ’ όσο περίμεναν. Έφαγαν το μεσημέρι δίπλα στην πλατεία Πάρνελ,  που περιβάλλεται από μουσεία και πινακοθήκες.
Αργά το απόγευμα ξεκίνησαν μια βραδινή περιήγηση από την Τεμπλ Μπαρ, την περιοχή με τις περισσότερες καφετερίες, μπιραρίες και εστιατόρια. Φημίζεται για τις “Αποκλίσεις”, μια υπαίθρια πολιτιστική εκδήλωση που διαρκεί όλο το καλοκαίρι. Επιστρέφοντας, διέσχισαν την κεντρική πλατεία Μίτινγκ Χάουζ, που αποτελεί τόπο συναυλιών, υπαίθριων προβολών ταινιών και σαββατιάτικη αγορά τροφίμων.
Παρά το ότι επέστρεψαν στο ξενοδοχείο μετά τα μεσάνυχτα, την επόμενη μέρα κατέβηκαν από τους πρώτους για το πρωινό, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Από το άγχος όμως και την αδημονία τους μόλις το άγγιξαν. Στο αεροδρόμιο βρίσκονταν τέσσερις ώρες νωρίτερα πριν από την αναχώρηση της πτήσης τους.