20


Το μικρό καπηλειό Άγκυρα βρίσκεται σε έναν από τους στενούς πλακόστρωτους πεζόδρομους του λιμανιού τού Βαλπαραΐζο. Είναι γεμάτο καπνό, με λίγα παλιά, ξύλινα τραπέζια. Πίσω από τον πάγκο του στέκεται ένας ψηλόλιγνος άντρας που σερβίρει ποτά, ενώ τα αεικίνητα μάτια του ελέγχουν όλο τον χώρο. Τους πελάτες στα τραπέζια εξυπηρετεί με σβελτάδα η αδελφή του, παρά τα εξήντα της χρόνια. Το καπηλειό είναι γεμάτο από ναυτικούς. Οι περισσότεροι συζητούν δυνατά, ενώ μερικοί είναι μισομεθυσμένοι και τραγουδούν. Στην πιο σκοτεινή γωνιά, κάποιος, με το ναυτικό του καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια και κοντά, λευκά γένια, προσπαθεί στο λιγοστό φως να διαβάσει ένα πολυτσακισμένο χαρτί. Ξαφνικά, σηκώνει το κεφάλι.
«Καπετάνιε, σε θέλουν στο τηλέφωνο!» είπε η γυναίκα τού καπηλειού, αγγίζοντας τον ώμο του.
«Εμένα;» απόρησε. «Είσαι σίγουρη;»
«Μάλλον… Μια γυναικεία φωνή ζητάει τον πλοίαρχο Μανοέλ. Δεν ξέρω κανέναν άλλο εδώ μέσα μ’ αυτό το όνομα».
«Έρχομαι αμέσως».
Ο καπετάνιος παραμέρισε δυο τρεις καρέκλες, προχώρησε κουτσαίνοντας ελαφρά και σήκωσε το ακουστικό.
«Ποιος είναι;»
«Μανοέλ, έχω νέα που δεν μπορείς να φανταστείς!»
«Ροζίτα! Σου έχω πει να μην παίρνεις σ’ αυτόν τον αριθμό! Το κινητό μου δεν το ξέρεις;»
«Σ’ έπαιρνα εκεί, αλλά μάλλον το είχες κλειστό».
«Μπορεί και να μην το άκουσα μέσα στη φασαρία… Τέλος πάντων… Τι τρέχει;»
«Πρέπει να σε δω όσο πιο γρήγορα γίνεται!»
«Για ποιο πράγμα;»
«Δεν μπορώ να μιλήσω από το τηλέφωνο. Χρειάζεται να περάσεις οπωσδήποτε από το σπίτι».
«Ξέρεις καλά ότι δε μου αρέσει να κυκλοφορώ στην πόλη».
«Πάρε ένα ταξί κι έλα!»
«Ας είναι. Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί».
«Όχι τόσο γρήγορα. Τώρα είναι κι ο Λεόν στο σπίτι. Σε δυο ώρες, όμως, θα είμαι μόνη μου».

Μόλις η Ροζίτα έκλεισε την εξώπορτα και προτού καλά καλά περάσει ο Μανοέλ στο σαλόνι, του είπε ξαναμμένη:
«Θυμάσαι εκείνο το ασημένιο μετάλλιο που σου χάρισα πριν από σαράντα χρόνια; Εκείνο το οικογενειακό μας κειμήλιο που σου έκλεψαν αργότερα;»
«Μη σκαλίζεις τα περασμένα. Αυτή η ιστορία με ταράζει και θέλω να την ξεχάσω».
«Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να το βρεις και να το πάρεις πίσω!»
«Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Ένα περίεργο ζευγάρι έψαχνε για κάποιο μετάλλιο. Σύμφωνα μ’ αυτά που είδα κι άκουσα, είμαι βέβαιη ότι πρόκειται για το ίδιο!»
«Δεν είναι δυνατόν! Ποιοι είναι; Τι σχέση μπορεί να έχουν μ’ αυτό;»
«Στην αρχή μού φάνηκε κι εμένα απίστευτο! Αλλά ύστερα απ’ όσα μου είπαν, από τις περιγραφές τους και με μια φωτογραφία που είδα, σιγουρεύτηκα ότι αναζητούν εκείνο που πήραν από το καράβι σου, πριν από δεκαπέντε χρόνια!».
«Από πού είπες ότι είναι αυτοί;»
«Η κοπέλα είναι σίγουρα ξένη. Δε μιλάει ισπανικά και συνεννοείται με τον σύντροφό της στα αγγλικά. Αυτός πρέπει να είναι από την Ισπανία. Παρόλο που μου μιλούσε σε λατινοαμερικάνικα ισπανικά, πρέπει να είναι Καταλανός. Δεν κατάλαβα ποιος από τους δύο ενδιαφέρεται γι’ αυτό περισσότερο, αλλ’ αυτό δεν έχει σημασία. Μίλησαν πολύ γιατί πρέπει να έχει μεγάλη αξία γι’ αυτούς. Μου είπαν σχεδόν όλα όσα ήξεραν, αν και κάποιες φορές έδειξαν μια καχυποψία, ιδίως όταν εξέταζα με προσοχή τη φωτογραφία που μου έδειξαν. Αυτή ήταν από ένα παρόμοιο μετάλλιο, με κάπως διαφορετικό πορτρέτο, απ’ όσο θυμάμαι. Φαντάζομαι ότι είναι από μια σειρά με περισσότερα. Γι’ αυτό, μπορεί να έχει και σημαντική συλλεκτική αξία».
«Ξέρεις τα ονόματά τους;»
«Αυτός λέγεται Χουάν κι αυτή Τζέιν. Πρέπει να είναι τα πραγματικά τους ονόματα. Ήταν πολύ ευγενικοί και φαίνονταν άνθρωποι μορφωμένοι».
«Μένουν εδώ;»
«Στο ξενοδοχείο Ουλτραμάρ. Τους ρώτησα, με την πρόφαση να τους ενημερώσω σε περίπτωση που θα θυμόμουν κι άλλες λεπτομέρειες. Έμαθα ότι μένουν στο δωμάτιο δώδεκα».
«Μπράβο, Ροζίτα!»
«Άκουσε και κάτι εξίσου σημαντικό. Αυτός που σου το είχε πάρει, ο εξάδελφός μου Νίνο Εσγριμιδόρ, πρέπει να αποφυλακίστηκε ή να αποφυλακίζεται σύντομα. Θυμάσαι που είχε καταδικαστεί για κάπου δεκαπέντε χρόνια;»
«Έχεις δίκιο».
«Πρόσεξε να μην έχεις ξανά μπελάδες μαζί του. Όσο για τους άλλους που ψάχνουν, εσύ, που έχεις τόσες γνωριμίες, θα μπορούσες να τους παρακολουθήσεις και να βγάλεις άκρη. Με λίγα πέσος πολλοί θα προθυμοποιηθούν να βοηθήσουν!»
«Μ’ έχεις αναστατώσει πολύ Ροζίτα! Πρέπει πρώτα να ηρεμήσω, να συγκεντρωθώ για  να μπορέσω να ενεργήσω όσο καλύτερα και πιο γρήγορα μπορώ!»
«Σου καλώ ένα ταξί, Μανοέλ. Τηλεφώνησέ μου, μόλις έχεις νέα!»


Ο Μανοέλ Μάρκος ήταν ο πρώτος έρωτας της Ροζίτα. Η ίδια είχε πάρει μια νύχτα το μετάλλιο του Αντόνιο από εκεί που το είχε φυλαγμένο ο πατέρας της και του το χάρισε κρυφά, μαζί με την υπόσχεση να κάνει κάθε προσπάθεια για να βρεθεί κοντά του. Ο πατέρας της κατάλαβε τότε ότι το είχε πάρει αυτή, αλλά δεν είπε τίποτε. Μια εβδομάδα αργότερα, την πάντρεψε με τον υφασματέμπορο.
Ο Μανοέλ πρόκοψε, έγινε πλοίαρχος, έκανε πολλές οικονομίες και χρόνια αργότερα αγόρασε το καράβι που κυβερνούσε. Το ονόμασε Δόνα Ρόζα. Από τότε αυτό έγινε το σπίτι του. Μετά το επεισόδιο που είχε με τον Νίνο άρχισε να αραιώνει τα ταξίδια και τα τελευταία χρόνια τα παράτησε γιατί κουράστηκε. Σ’ όλα εκείνα τα χρόνια που ταξίδευε, έκανε σημαντική περιουσία.
Σήμερα, παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν, εξακολουθεί να φροντίζει το καράβι του με το ίδιο μεράκι. Στο καπηλειό συχνά συναντάει παλιούς φίλους του ναυτικούς, που ακόμα γυρίζουν στις θάλασσες. Πότε πότε, όταν είναι ξέμπαρκοι, τους μαζεύει και σηκώνει την άγκυρα για να ξανοιχτεί μαζί τους λίγα μίλια και να αναπνεύσει τη θαλασσινή αύρα, όπως λέει.

Ο Μανοέλ επέστρεψε στο λιμάνι. Εκείνη την ώρα ήταν δεμένα στην προκυμαία πολλά μικρά τουριστικά σκάφη. Όλα περίμεναν να γεμίσουν από τουρίστες που επιθυμούσαν μια σύντομη, θαλασσινή βόλτα στο ηλιοβασίλεμα. Τα απογεύματα η πόλη φαίνεται υπέροχη μέσα από τη θάλασσα, καθώς βάφεται από τα χρώματα της δύσης. Από κάποια σημεία τού κόλπου, καθώς το Βαλπαραΐζο είναι χτισμένο αμφιθεατρικά, βλέπει κανείς τις χρυσοκόκκινες ακτίνες τού ήλιου να καθρεφτίζονται ταυτόχρονα στα περισσότερα παράθυρα των σπιτιών τής πόλης και να δίνουν ένα μοναδικό θέαμα.
Αντί να ξαναπάει στο καπηλειό που σύχναζε, ανέβηκε στο μικρό καραβάκι Λουζιτανία. Εκεί μέσα τριγύριζαν τρεις τέσσερις ηλιοκαμένοι μικροί, ως δεκαπέντε χρονών, που πουλούσαν αναμνηστικά μικροαντικείμενα στους τουρίστες. Ο καπετάνιος κατευθύνθηκε προς τον μεγαλύτερο.
«Χοσελίτο! Έλα να σου πω!»
«Καπετάνιε, εσύ;! Στις διαταγές σου!» είπε ο μικρός, χαιρετώντας στρατιωτικά.
Ο Χοσελίτο ήταν το τέταρτο αγόρι από μια οικογένεια που είχε οχτώ παιδιά. Ο πατέρας του δούλευε περιστασιακά στο λιμάνι και η μητέρα του στην κουζίνα ενός γειτονικού μαγειρείου. Τα μεγαλύτερα παιδιά προσπαθούσαν κι αυτά να βοηθήσουν το σπίτι, με όποιο τρόπο μπορούσε το καθένα. Ο Χοσελίτο πριν από λίγους μήνες άρχισε να κάνει μικροδουλειές για να προσφέρει κι αυτός, με τη σειρά του, κάτι στο μικρό τους εισόδημα.
Ο Μανοέλ συνέχισε.
«Άκουσε προσεκτικά. Θα σου αναθέσω μια δύσκολη αποστολή. Διάλεξα εσένα, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις!»
Ο Χοσελίτο ένιωσε να ψηλώνει δέκα πόντους ύστερα από τα κολακευτικά λόγια τού καπετάνιου.
«Θα κάνω το καλύτερο!»
«Ξέρεις το ξενοδοχείο Ουλτραμάρ;»
«Και ποιος δεν το ξέρει!»
«Εκεί μένει ένα νεαρό ζευγάρι, πολύ καθωσπρέπει. Αυτοί ψάχνουν να βρουν κάτι που μου ανήκει. Εγώ μέχρι τώρα δεν μπόρεσα να το βρω, γιατί είμαι πολύ γέρος. Αν κάνεις ό,τι σου πω και το ξαναπάρω στα χέρια μου, θα σου δώσω εκατό χιλιάδες πέσος!»
«Μαντόνα!» Ο Χοσελίτο κόντεψε να πέσει κάτω.
Παρόλο που εκατό χιλιάδες πέσος δεν ήταν παρά μόνο μερικές δεκάδες ευρώ, για τον Χοσελίτο ισοδυναμούσαν με ένα σεβαστό ποσό. Όταν συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, ο καπετάνιος συνέχισε.
«Άκουσε, λοιπόν, προσεκτικά».
Ο Χοσελίτο πλησίασε περισσότερο.
«Πρώτα θα πας στο σπίτι σου και θα κάνεις ένα καλό μπάνιο».
Ο Χοσελίτο μουρμούρισε κάτι ανάμεσα στα δόντια του. Ο καπετάνιος έβγαλε στο μεταξύ ένα πακέτο χαρτονομίσματα.
«Πάρε κι αυτά τα λεφτά και πήγαινε να αγοράσεις ένα πουκάμισο, ένα παντελόνι κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Για τη δουλειά που θα κάνεις πρέπει να φαίνεσαι αριστοκράτης».
«Ωωω!»
«Άσε τα επιφωνήματα και πρόσεχε».
«Είμαι όλος αφτιά».
«Μέσα στο ξενοδοχείο είναι ένας κύριος πίσω από έναν πάγκο, που προσέχει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει».
«Ξέρω».
«Θα τον ρωτήσεις αν γνωρίζει τον κύριο Χουάν, στο δωμάτιο δώδεκα».
«Ναι».
«Θα του πεις ότι αυτός και η γυναίκα του μάλλον έχουν μπλεξίματα με ναρκωτικά και ότι η αστυνομία σ’ έβαλε να τους παρακολουθείς».
«Αν δε με πιστέψει;»
«Θα του εξηγήσεις ότι αν καταλάβαιναν κάποιον μεγαλύτερο κοντά τους, σίγουρα κάτι θα υποψιάζονταν».
«Κατάλαβα».
«Κινητό έχεις;»
«Έχω ένα… αλλά δε λέει σπουδαία πράματα…».
«Αυτό δεν έχει σημασία. Κάθε φορά που θα βγαίνουν, να σου τηλεφωνεί εκεί. Πάρε ένα κομμάτι χαρτί· στάσου έχω ένα εδώ, στην τσέπη μου. Γράψε το νούμερό σου και δώσ’ του το. Πες του να το λέει και σ’ όποιον παίρνει τη θέση του και προπάντων να μην καταλάβει τίποτε το ζευγάρι που θα παρακολουθείς».
«Κι εγώ πού θα βρίσκομαι όσο θα περιμένω να μου τηλεφωνήσει;»
«Όπως ίσως θυμάσαι, δίπλα στο ξενοδοχείο έχει πολλές καφετερίες και μαγαζιά με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Θα περνάς τις ώρες σου εκεί. Θα φροντίσεις μόνο να μην απομακρύνεσαι για  να μπορείς αμέσως να τους ακολουθείς».
«Μ’ αρέσει έτσι. Πώς μοιάζουν αυτοί;»
«Να σου πω την αλήθεια κι εγώ δεν τους έχω δει. Σίγουρα ο ξενοδόχος θα μπορέσει σου πει κάτι. Πάντως, κανένας τους δεν είναι από ’δώ. Γι’ αυτό, να προσέξεις ιδιαίτερα την πρώτη φορά, ώστε να τους πετύχεις την ώρα που θα βγαίνουν».
«Μετά τι θα κάνω;»
«Θα τους παρακολουθείς με προσοχή. Θα βλέπεις πού πηγαίνουν και με ποιους μιλάνε. Όταν νομίζεις ότι μιλούν με ύποπτα πρόσωπα ή πηγαίνουν σε μέρη ασυνήθιστα, θα μου τηλεφωνείς. Να το νούμερό μου. Πέρασέ το με το όνομα “Καπετάνιος” για να το έχεις πρόχειρο».
«Αν φεύγουν με αυτοκίνητο;»
«Όποτε είναι εύκολο, θα παίρνεις ένα ταξί και θα τους παρακολουθείς, όσο πιο διακριτικά μπορείς. Θα το πληρώνω εγώ. Ο κύριος λόγος που σε διάλεξα είναι ότι είσαι έξυπνος και σου έχω εμπιστοσύνη».
«Μείνε ήσυχος καπετάνιε. Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου. Να σε ρωτήσω όμως κάτι;»
«Σαν τι;»
«Σίγουρα αυτό που θέλεις να πάρεις αξίζει εκατομμύρια πέσος».
«Η πραγματική του αξία είναι πολύ μικρότερη απ’ όσο φαντάζεσαι. Για μένα όμως είναι σημαντικό, καθώς είναι ένα δώρο από το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο και δε θα ήθελα με κανένα τρόπο να βρίσκεται σε ξένα χέρια. Άντε, πήγαινε τώρα».
Μόλις απομακρύνθηκε ο Χοσελίτο, ο Μανοέλ τηλεφώνησε στη Ροζίτα και της είπε το σχέδιό του.