22


Η τύχη μερικές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια. Την ώρα που ο Χουάν περίμενε στο εκδοτήριο του σταθμού για να βγάλει τα εισιτήρια, είδε στη σειρά τού διπλανού ταμείου έναν εξηντάχρονο, ταλαιπωρημένο άντρα να βγάζει κι εκείνος ένα εισιτήριο για τον ίδιο προορισμό. Δεν τολμούσε να πιστέψει ότι την ίδια φυσιογνωμία την είχε δει το περασμένο βράδυ σε φωτογραφία, πάνω στο τραπέζι τού Πασκουάλ Εσγριμιδόρ! Ταραγμένος, μόλις επέστρεψε κοντά στην Τζέιν τής είπε:
«Ο άνθρωπός μας είναι εδώ! Δεν πρέπει να τον χάσουμε από τα μάτια μας!»
«Αδύνατο!»
«Κι όμως! Είναι το ίδιο πρόσωπο που είδα χθες στη φωτογραφία!»
«Επομένως χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Μπορεί να μας είδε στο σπίτι τού Πασκουάλ, χωρίς να το έχουμε καταλάβει».
«Έχεις δίκιο. Δεν πρέπει να πανικοβληθεί, γιατί τότε μπορεί να τον χάσουμε για πάντα».
Όταν ο Νίνο κατέβηκε στον σταθμό τού Βαλπαραΐζο, έμοιαζε σαν χαμένος. Στα δεκαπέντε χρόνια που μεσολάβησαν, η πόλη είχε αλλάξει τόσο γι’ αυτόν, που δεν μπορούσε να προσανατολιστεί εύκολα. Πήρε πεζός τον παραλιακό δρόμο μέχρι την πλατεία Δικαιοσύνης, απ’ όπου θα έπαιρνε το ασενσόρ για το Τσέρο Αλέγρε.
Η Τζέιν με τον Χουάν ακολουθούσαν σιωπηλοί και από απόσταση όλη τη μεγάλη, αργή και κουραστική πορεία του. Όταν επιβιβάστηκε, αλληλοκοιτάχτηκαν προβληματισμένοι. Έπρεπε να αποφασίσουν γρήγορα. Ο Πασκουάλ δεν τους είχε δώσει καμιά συγκεκριμένη πληροφορία για το πού έμενε ο Νίνο. Η μόνη λύση ήταν να τον παρακολουθήσουν, ελπίζοντας ότι δε θα κινήσουν τις υποψίες του αν τους έβλεπε. Περίμεναν να επιβιβαστούν τελευταίοι στην καμπίνα, φροντίζοντας να έχουν στραμμένη προς αυτόν την πλάτη τους σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής.
Όταν αποβιβάστηκαν, ο Νίνο ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του, που ακόμα και να τους γνώριζε, δε θα τους πρόσεχε.
Προσπαθούσε να προσανατολιστεί ανάμεσα στα παλιά και στα καινούργια οικοδομήματα της περιοχής, στην οποία ήταν φανερό ότι κάποτε κατοικούσε. Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα καινούργιο σπίτι και χτύπησε διστακτικά την πόρτα.
«Ποιον θέλετε;» ρώτησε η κοντή γυναίκα που άνοιξε. Τα χέρια της ήταν βρεγμένα και τα μαλλιά της δεμένα με μια πολύχρωμη μαντίλα.
«Εδώ δεν ήταν κάποτε ένα άλλο σπίτι; Το νοίκιαζε απ’ όσο ξέρω κάποιος Εσγριμιδόρ».
«Ουουου!... Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Το σπίτι είχε ρημάξει και κόντευε να πέσει. Είχε γεμίσει σκουπιδαριό. Μέσα έμπαινε ο καθένας και συχνά ερχόταν κι η αστυνομία. Όλοι διαμαρτύρονταν στον Δήμο. Το γκρέμισαν κι ησυχάσαμε. Έμεινε οικόπεδο για πολλά χρόνια. Ο νοικοκύρης του πέθανε λίγο μετά που έφυγε αυτός ο Εσγρ…δόρ, όπως τον είπες τελοσπάντων. Δεν άφησε κληρονόμους, το σπίτι εγκαταλείφθηκε και μετά από καιρό ο Δήμος ανέλαβε να τακτοποιήσει την κατάσταση. Ύστερα πήραν την απόφαση να χτίσουν αυτό το καινούργιο σπίτι. Εσείς ποιος είστε;»
Ο Νίνο δεν απάντησε. Απομακρύνθηκε με ακόμα πιο αργό βήμα, κατευθυνόμενος στο τελευταίο σπίτι τού δρόμου, ένα μονώροφο χτισμένο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν στη δυτική πλευρά τού λόφου, στην αρχή μιας απότομης κατηφοριάς, πολύ κοντά εκεί όπου πριν από σαράντα οχτώ ώρες οι δύο νέοι έψαχναν για το κενοτάφιο των Εσγριμιδόρ.
Η ηλικιωμένη κυρία που άνοιξε την πόρτα έδειξε ότι δεν πίστευε στα μάτια της. Ύστερα από λίγο, φαινόταν σαν να αγκάλιαζε το ξενιτεμένο της παιδί. Ο Χουάν και η Τζέιν υπέθεσαν ότι ήταν κάποια συγγενής του. Την ίδια στιγμή, σκέφτηκαν ότι μια επίσκεψη σ’ αυτή θα ήταν πολύ χρήσιμη.
Καθώς εκεί κοντά ήταν και η εκκλησία Σαν Λούις ντε Γκονθάγα, θα ήταν μια καλή ευκαιρία να αναζητήσουν τον εφημέριο και να τον ρωτήσουν σχετικά με το μετάλλιο. Ο πάδρε Ματέο ήταν ένας ηλικιωμένος ιερέας που υπηρετούσε εκείνη την εκκλησία για περισσότερα από πενήντα χρόνια, μετά τον πατέρα του. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε δει ποτέ του ένα παρόμοιο μετάλλιο όπως αυτό της φωτογραφίας που του έδειξε η Τζέιν. Ωστόσο, θυμήθηκε την παλιά ιστορία εκείνης της τραγωδίας που συνέβη τον Μάρτιο του 1937. Για να ικανοποιήσει την περιέργειά τους, ξεκλείδωσε ένα συρτάρι και έβγαλε από μέσα το κουτί όπου, μεταξύ άλλων, ήταν φυλαγμένα και τα λίγα αζήτητα αντικείμενα αξίας εκείνου του δυστυχήματος. Ανάμεσά τους όμως δεν υπήρχε τίποτε που να θυμίζει αυτό που αναζητούσαν.
Μη έχοντας να κάνουν τίποτε περισσότερο, επέστρεψαν στο ξενοδοχείο για να προγραμματίσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Ο ξενοδόχος έδωσε το κλειδί στον Χουάν με το σκοτεινό βλέμμα που θα κοίταζε έναν εγκληματία. Σχεδόν τρομοκρατημένος, τηλεφώνησε στον Χοσελίτο για να τον ενημερώσει ότι οι δύο ύποπτοι ξαναγύρισαν. Ο Χοσελίτο, ικανοποιημένος από τη συνεργασία τού ξενοδόχου, ενημέρωσε με τη σειρά του τον Μανοέλ, ο οποίος του σύστησε να μην απομακρυνθεί καθόλου από τη θέση του. Έπρεπε να έχει στραμμένη εκεί όλη του την προσοχή, για να μην τους χάσει όταν θα ξανάβγαιναν.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Χουάν και η Τζέιν ανέβηκαν πάλι στο λόφο. Κατάλαβαν ότι, καθώς ο Πασκουάλ δεν τους είχε τηλεφωνήσει, θα έπρεπε να πάρουν μόνοι τους την πρωτοβουλία να πλησιάσουν τον Νίνο και να του προσφέρουν χρήματα για το μετάλλιο που κατείχε. Περισσότερο θα έπρεπε να προσέξουν πώς θα δημιουργούσαν τις κατάλληλες συνθήκες κάτω από τις οποίες θα έκαναν εκείνη την πρόταση. Το ζήτημα ήταν λεπτό και έπρεπε να είναι πολύ διακριτικοί, καθώς δε γνώριζαν τι αξία είχε για εκείνον το μετάλλιο και επομένως πόσα θα έπρεπε να του δώσουν. Εκτιμώντας όμως την οικονομική κατάσταση που βρισκόταν, υπέθεσαν ότι τα πράγματα δε θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα.
Ο Χοσελίτο ήταν διαρκώς η σκιά τους. Ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να περνάει απαρατήρητος.

«Καλησπέρα σας. Είμαστε γνωστοί τού Νίνο Εσγριμιδόρ. Μας είπαν ότι θα τον βρούμε σ’ αυτό το σπίτι. Είστε συγγενής του;»
«Ποτέ δε φανταζόμουν ότι δυο φίλοι τού Νίνο θα χτυπούσαν την πόρτα μου. Εγώ δεν είμαι συγγενής του. Όταν είχε έρθει στην πόλη, πριν από δεκαπέντε χρόνια, τον φιλοξένησα για δυο τρεις εβδομάδες, μέχρι να βρει σπίτι να νοικιάσει. Τον αγαπούσα πολύ, γιατί έμοιαζε με τον χαμένο μου μοναχογιό. Έχω να τον δω από τότε».
«Είχαμε την εντύπωση ότι σας επισκέφθηκε πρόσφατα».
«Ποιος σας το είπε αυτό;»
Ο Χουάν δε θέλησε να φέρει σε δύσκολη θέση την ηλικιωμένη κυρία. Ίσως αυτό δημιουργούσε επιπλοκές στις εξελίξεις. Προτίμησε να απαντήσει αόριστα.
«Κάποια γειτόνισσα είπε ότι τον πήρε το μάτι της εδώ γύρω».
«Λάθος έκανε. Αλήθεια, πώς μάθατε πού μένει ο Νίνο;»
«Μια συγγενής του μας είπε ότι βρίσκεται σ’ αυτήν την πόλη. Ρωτώντας, μάθαμε ότι μένει κάπου εδώ γύρω. Είναι αλήθεια ότι μας πήρε πολύ χρόνο αυτή η προσπάθεια».
«Αν περάσει για να με δει, θα του το πω. Θέλετε να επικοινωνήσει μαζί σας;»
«Θα σας παρακαλούσα, αν έρθει, να μην του πείτε ότι μας είδατε. Να μάθετε μόνο πού μένει για να τον επισκεφθούμε. Θέλουμε να του κάνουμε μια ευχάριστη έκπληξη».
«Μείνετε ήσυχοι».
Εκείνη την ώρα ο Νίνο δεν ήταν στο σπίτι. Είχε πει στη “θεία” του, όπως την αποκαλούσε, ότι θα πάει μια βόλτα μέχρι την παραλία. Το συνήθιζε παλιά, όταν είχε στενοχώριες. Ήταν σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση που δεν ήθελε να δει άλλο άνθρωπο. Αυτός ήταν και ο λόγος που της είπε να μην αποκαλύψει σε κανέναν ότι την είχε επισκεφθεί.
Στις σαράντα οχτώ ώρες που ακολούθησαν, όσες φορές χτύπησαν την πόρτα τής κυρίας που τον φιλοξενούσε, πάντα έπαιρναν τη στερεότυπη απάντηση “δε φάνηκε ακόμα”. Όσο ευγενικοί κι αν ήταν, είχαν κινήσει κάποιες υποψίες της “θείας”, η  οποία με τη σειρά της θεώρησε φρόνιμο να ενημερώσει τον Νίνο. Εκείνος τότε θορυβήθηκε και της είπε να τον καλύψει μ’ αυτόν τον τρόπο.
Ύστερα από τις τόσες άκαρπες προσπάθειες, κατάλαβαν ότι η μοναδική λύση ήταν να παρακολουθήσουν στενά το σπίτι. Η πιθανότητα να έμενε τώρα κάπου αλλού, στην οικονομική κατάσταση που βρισκόταν, ήταν πολύ μικρή. Έπρεπε να προσέξουν τη στιγμή θα έβγαινε από εκεί μέσα. Είχαν στον νου τους να τον ακολουθήσουν και να επιχειρήσουν μια “τυχαία” συνάντηση μαζί του, λίγα τετράγωνα παρακάτω. Την απόφαση αυτήν ουσιαστικά αναγκάστηκαν να την πάρουν αμέσως μετά την τελευταία φορά που μίλησαν στο κατώφλι με την ευγενική, αλλά όχι πια τόσο αξιόπιστη γηραιά κυρία.
Ήταν τρεις το μεσημέρι και έκανε αφόρητη ζέστη. Αφού προχώρησαν λίγα βήματα, ο Χουάν πρότεινε:
«Πάμε μέχρι την ακτή; Να αλλάξουμε λίγο τον αέρα μας».
«Εγώ λέω να περάσουμε πρώτα από το παρεκκλήσι. Έχει όμορφη σκιά ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και περισσότερη δροσιά. Εκεί κάτω τώρα θα μας ζαλίσει ο ήλιος».
«Όπως θέλεις».
Παρόλο που ήταν μέρα και υπήρχε κίνδυνος να τον δουν, ο Χοσελίτο τούς παρακολουθούσε, πάντα από απόσταση ασφαλείας. Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, έκανε όμως ευσυνείδητα τη δουλειά του, έχοντας πάντα στον νου του τα πέσος που του είχε τάξει ο καπετάνιος Μανοέλ.

Έφτασαν στο αλσύλλιο με τις αραουκάριες, κοντά στο μικρό μνημείο. Τρία ξύλινα παγκάκια πρόσφεραν ξεκούραση στους επισκέπτες, που έφταναν μέχρι εκεί ψηλά για  να προσκυνήσουν στην εκκλησία και να απολαύσουν τη θέα. Η Τζέιν δεν κάθισε. Βημάτιζε μηχανικά και κοιτούσε γύρω της. Νόμιζε ότι κάτι άλλαξε σ’ εκείνο το μέρος, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ξαφνικά στράφηκε προς τον Χουάν.
«Έλα να δεις!»
«Τι συμβαίνει;»
«Πλησίασε. Το χώμα είναι φρεσκοσκαμμένο! Κι εδώ δίπλα. Κάποιος έψαξε για κάτι και δεν το βρήκε. Βλέπεις την αξίνα κάτω από εκείνο το δέντρο;»
«Μην την πειράξεις. Είμαι βέβαιος ότι όποιος τη χρησιμοποίησε θα επιστρέψει για να συνεχίσει την αναζήτηση».
«Λες να έχει σχέση με όλη αυτήν την ιστορία;»
«Δεν αποκλείεται. Μου φαίνεται αρκετά πιθανό αυτό να είναι έργο τού Νίνο. Θυμάσαι την προηγούμενη φορά που ήρθαμε και δεν υπήρχε τίποτε;»
«Δε θυμάμαι, αλλά μου φαίνεται πολύ τραβηγμένο σενάριο. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση;»
«Μπορεί. Πρέπει όμως να σιγουρευτούμε ποιος είναι».
«Θα τον περιμένουμε εδώ;»
«Υπάρχουν περιπτώσεις που χρειάζονται ακροβατικές σκέψεις για να βγάλεις τα σωστά συμπεράσματα. Άκουσε πώς φαντάζομαι εγώ την ιστορία. Με την προϋπόθεση ότι αυτή η αξίνα είναι του Νίνο, αυτός είχε θάψει το μετάλλιό του κάπου εδώ γύρω και τώρα το ψάχνει. Προφανώς θα έρχεται το βράδυ για να μη γίνεται αντιληπτός. Λογικό είναι τότε να ξαναέρθει απόψε. Λέω να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο, να έρθουμε όταν σκοτεινιάσει, να κρυφτούμε και να παρακολουθήσουμε προσεκτικά. Σε περίπτωση που είναι ο ίδιος, όταν απομακρυνθεί από ’δώ, σε κάποια στιγμή θα τον πλησιάσουμε και θα ανοίξω συζήτηση μαζί του. Ελπίζω να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του».
Ο Χοσελίτο παρακολουθούσε συνέχεια από μακριά τις κινήσεις τους, κρυμμένος πίσω από τον τοίχο τού αυλόγυρου της εκκλησίας. Περισσότερο του κινήθηκε η περιέργεια όταν τους είδε να εξετάζουν το έδαφος. Δεν καταλάβαινε τίποτε. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, αποτραβήχτηκε και άφησε το ζευγάρι να απομακρυνθεί. Στη συνέχεια πλησίασε τη μαρμάρινη πλάκα και τη γύρω περιοχή, προσπαθώντας να καταλάβει τι παρατηρούσε σ’ εκείνο το σημείο ο Χουάν με τόσο ενδιαφέρον. Είδε το σκαμμένο χώμα αλλά δεν κατάλαβε περισσότερα πράγματα. Παρόλο που έκανε και μια μικρή βόλτα τριγύρω, περπατούσε μάλλον μηχανικά, καθώς ήταν πεινασμένος. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν πρόσεξε την αξίνα στη σκιά τής αραουκάριας. Επέστρεψε βιαστικά, για να δώσει στον καπετάνιο Μανοέλ την αναφορά του.
«Καπετάνιε, μιλούσαν σιγά και δεν πήρε το αφτί μου τίποτε. Δεν πλησίασα γιατί θα με καταλάβαιναν. Τριγύριζαν μέσα στο σύδεντρο για αρκετή ώρα. Όταν έφυγαν, πήγα να δω τι έβλεπαν, αλλά το μόνο που πρόσεξα ήταν φρεσκοσκαμμένο χώμα. Δεν τους είδα όμως να σκάβουν».
Ο Μανοέλ έμεινε σκεφτικός για λίγη ώρα.
«Δεν πειράζει Χοσελίτο, έκανες καλή δουλειά. Το σχέδιο γι’ απόψε θα είναι διαφορετικό. Θα βρίσκεσαι εκεί από τις δέκα το βράδυ. Να είσαι κρυμμένος καλά. Είμαι βέβαιος ότι θα ξαναπάνε. Βάζω στοίχημα. Τα μάτια σου δεκατέσσερα».


Μετά τη δύση τού ήλιου, ο Χουάν και η Τζέιν κατευθύνθηκαν ξανά ανυπόμονοι προς τον λόφο και την αυλή τής μικρής εκκλησίας. Έπρεπε να βεβαιωθούν ποιος είναι αυτός που σκάβει τη γη κοντά στο μνήμα, που η πλάκα του είχε χαραγμένα και τα ονόματα των Εσγριμιδόρ. Πρώτα, περίμεναν να σταματήσει η τουριστική κίνηση και να κλείσουν τα τελευταία καταστήματα. Στη συνέχεια, έψαξαν να βρουν ένα βολικό μέρος απ’ όπου θα μπορούσαν να παρακολουθούν άνετα και κυρίως χωρίς να μπορεί να τους αντιληφθεί κανένας.
Καμιά δεκαριά σκαλιά τής εκκλησίας, που οδηγούσαν σε μια υπόγεια είσοδο, σχημάτιζαν ένα κοίλωμα που τους χώρεσε ίσα ίσα. Ήταν μια ιδανική θέση, καθώς σκεπαζόταν ολόκληρη από τη σκιά τού καμπαναριού. Λίγη ώρα νωρίτερα, ο Χοσελίτο είχε καταφέρει να σκαρφαλώσει πάνω σ’ ένα από τα μεγάλα δέντρα που περιέβαλλαν το παρεκκλήσι και το μνήμα, αρκετά κρυμμένος για να μη φαίνεται αλλά και αρκετά κοντά για να παρακολουθεί όσα γίνονται γύρω του. Η ώρα περνούσε, όμως κανένας δε φαινόταν. Η Τζέιν και ο Χουάν άρχισαν να απογοητεύονται. Ο Χοσελίτο κόντεψε για μια στιγμή να πέσει από το δέντρο, καθώς τον είχε μισοπάρει ο ύπνος.
Τελικά, η υπομονή τους ανταμείφθηκε. Μισή ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, ένας άντρας πλησίαζε με αργό βήμα το παρεκκλήσι. Δε θα ήταν παραπάνω από εξήντα χρονών, αλλά η εμφάνιση και το περπάτημά του τον έδειχναν για εβδομήντα. Αναζήτησε το δέντρο με την αξίνα στο σημείο που την είχε αφήσει. Ο Χουάν, η Τζέιν και ο Χοσελίτο κρατούσαν την αναπνοή τους. Ο άγνωστος κοίταξε γύρω του, στάθηκε πίσω από τη μαρμάρινη στήλη και έκανε έξι μεγάλα βήματα, αντίθετα από τον τοίχο τής αυλής. Τώρα σχεδόν καλυπτόταν από τη σκιά των δέντρων.
Ο Χουάν και η Τζέιν δεν έβλεπαν καθαρά, αλλά καταλάβαιναν ότι δεν μπορούσαν να πλησιάσουν περισσότερο, χωρίς να γίνουν ορατοί. Εκείνος προσπαθούσε με αργές κινήσεις να ανοίξει έναν λάκκο. Ήταν φανερά κουρασμένος, καθώς σήκωνε την αξίνα με ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία. Κάθε τόσο σταματούσε, την άφηνε για λίγο κάτω και σκούπιζε το ιδρωμένο του μέτωπο. Σαν από ένστικτο, έριχνε τριγύρω του μερικές φοβισμένες ματιές και μετά συνέχιζε το σκάψιμο. Ύστερα από μισή ώρα σταμάτησε απογοητευμένος. Ξανασκέπασε πρόχειρα το λάκκο, επέστρεψε στη στήλη και επανέλαβε την προσπάθειά του λίγο πιο δίπλα, αφού ξαναμέτρησε με βήματα την ίδια απόσταση.
Ξαφνικά, κάποια στιγμή σταμάτησε και άφησε την αξίνα να πέσει από το χέρι του. Στάθηκε ακίνητος και φαινόταν πολύ ταραγμένος. Το χλομό του πρόσωπο έδειχνε ακόμα χλομότερο στο φως τού φεγγαριού. Βλέποντάς το για πρώτη φορά καθαρά, παρά λίγο να ξεφύγει μια κραυγή από το στόμα τού Χουάν. Είχε αναγνωρίσει τον Νίνο! Με πνιγμένη φωνή το είπε στην Τζέιν. Έπρεπε τώρα να προσέχουν όσο περισσότερο μπορούσαν.
Ο Νίνο στο μεταξύ συνήλθε, έσκυψε με προσοχή, κοίταξε κλεφτά γύρω του και βύθισε το χέρι του στον λάκκο. Το έβγαλε γρήγορα και το έβαλε στην τσέπη του. Με βιαστικές κινήσεις φρόντισε να καλύψει πρόχειρα τον σκαμμένο λάκκο με το φρέσκο χώμα, αν και δε φαινόταν πια να έχει καμιά σημασία. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του και άρχισε να απομακρύνεται με μεγάλα βήματα.
Ο Χουάν έκανε νόημα στην Τζέιν, βγήκαν σιγά σιγά από τη μικρή κρυψώνα τους και πήγαν ακριβώς πίσω από την είσοδο της εκκλησίας, περιμένοντας να τους προσπεράσει και να απομακρυνθεί αρκετά. Είχαν μεγάλη περιέργεια να μάθουν τι είχε βρει, αν και οι δύο ήταν σχεδόν βέβαιοι γι’ αυτό.
«Αν τον χάσουμε τώρα από τα μάτια μας, ίσως να μην τον ξαναδούμε ποτέ» ψιθύρισε ανήσυχη η Τζέιν.
«Πρέπει να τον πλησιάσουμε διακριτικά. Να έρθουμε σε επαφή μαζί του, χωρίς να τον αιφνιδιάσουμε. Χρειάζεται να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του».
«Δύσκολο πράγμα για κάποιον που βγήκε πριν από λίγες μέρες από τη φυλακή, όπου έμεινε χρόνια».
«Θα προσπαθήσω να μην τον πανικοβάλω».
«Άσε καλύτερα να το χειριστώ εγώ. Αν δει να τον πλησιάζει μια γυναίκα, δε θα φοβηθεί. Εσύ είναι προτιμότερο να μείνεις σε κάποια απόσταση».
«Κι αν αντιδράσει βίαια;» παρατήρησε ο Χουάν
«Το βλέπω απίθανο. Ύστερα από μια δυο κουβέντες που θα αλλάξουμε, θα φανείς και θα με ρωτήσεις αν βρήκα την οδό…» ―η Τζέιν σήκωσε βιαστικά το βλέμμα της κοιτάζοντας γύρω ερευνητικά― «…Ντάντε, που ψάχναμε. Αυτήν εδώ» πρόσθεσε ικανοποιημένη. «Θα χαιρετίσεις με αδιάφορο ύφος και θα μπεις στο διάλογο, καθώς ξέρεις τη γλώσσα. Ελπίζω στη συνέχεια τα πράγματα να πάρουν μόνα τον δρόμο τους».
«Δεν είναι άσχημο το σχέδιο. Ας βιαστούμε όμως πριν φτάσει στο σπίτι, γιατί μόλις έστριψε από τη γωνία».
Ο Νίνο δεν άργησε να κουραστεί από το γρήγορο περπάτημα και βάδιζε πια μηχανικά, έχοντας αποκλειστικά τη σκέψη του σ’ εκείνο που μόλις είχε ξεθάψει από τη γη, λίγα μέτρα πιο μακριά από τον τάφο των συγγενών του. Αφηρημένος και μέσα στη νύχτα, προχώρησε περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Ο Χουάν και η Τζέιν κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, καθώς τον έβλεπαν να απομακρύνεται. Αναγκάστηκαν όμως να τον ακολουθήσουν, παρόλο που κι εκείνοι δεν ήξεραν την περιοχή.
Κάποια στιγμή ο Νίνο συνειδητοποίησε ότι έχασε τον δρόμο του, βλέποντας γύρω του μια εντελώς άγνωστη γειτονιά. Σταμάτησε απότομα. Φαινόταν σαν να μη θυμόταν από πού είχε έρθει, καθώς τριγύριζε μέσα στο μικρό λαβύρινθο που σχημάτιζαν οι πρόσφατα χτισμένες εργατικές κατοικίες και τα τουριστικά καταστήματα. Δεκαπέντε χρόνια πριν υπήρχαν πολύ λιγότερα σπίτια σ’ αυτήν την περιοχή, που τώρα έγινε αγνώριστη.
Προσπαθώντας να ξαναβρεί τον δρόμο του, πέρασε δυο τρεις φορές από το ίδιο σημείο. Έκανε μερικά βήματα και ξανασταμάτησε. Η ανησυχία του έδειχνε να γίνεται πανικός. Οι δυο νέοι παρακολουθούσαν προσεκτικά τις κινήσεις του, μέχρι που εκείνος άφησε πίσω του και τα τελευταία σπίτια και άρχισε να κατευθύνεται προς τη γειτονική συνοικία. Η Τζέιν τότε άφησε τον Χουάν και προχώρησε με γρήγορα βήματα από έναν παράλληλο δρόμο. Λίγο αργότερα, βρέθηκε δίπλα στον Νίνο και χαιρέτισε ευγενικά.
«Με συγχωρείτε, μήπως ξέρετε ποια είναι η οδός Ντάντε; Νομίζω βρίσκεται κοντά σε μια εκκλησία».
Ο Νίνο αιφνιδιάστηκε, πράγμα απόλυτα αναμενόμενο, καθώς είδε ξαφνικά μπροστά του, περασμένα μεσάνυχτα, μια νέα γυναίκα να τον ρωτάει σε σπασμένα ισπανικά πού βρίσκεται. Απόρησε, δεν έδειξε όμως φόβο.
Ο Χοσελίτο, στο μεταξύ, παρακολουθούσε όλη την εξέλιξη από δυο τετράγωνα πιο μακριά, αλλά δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε.
Την ίδια ώρα εμφανίστηκε ο Χουάν.
«Τι γίνεται Τζέιν, έμαθες τίποτε;»
«Τώρα μόλις ρώτησα τον κύριο. Καλά που ήρθες, γιατί εγώ δε θα μπορέσω να καταλάβω τίποτε».
«Καλησπέρα σας» είπε ο Χουάν απευθυνόμενος στον Νίνο. «Χαθήκαμε σ’ αυτά τα σοκάκια. Είστε από εδώ κοντά;»
Προσπαθούσε να μιλήσει με όσο μεγαλύτερη φυσικότητα και οικειότητα μπορούσε, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του.
«Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ ψάχνω να βρω έναν δρόμο για να πάω προς τα εκεί που θέλετε να πάτε» απάντησε ο Νίνο. «Έχω καιρό να έρθω σ’ αυτά τα μέρη και φοβάμαι ότι έχω χαθεί».
«Αν προσπαθήσουμε όλοι μαζί, ίσως καταφέρουμε κάτι» πρότεινε η Τζέιν, απευθυνόμενη στον Χουάν.
Ο Νίνο σχεδόν αναγκάστηκε να συμφωνήσει όταν ο Χουάν τού μετέφερε την ιδέα της. Δεν είχε άλλωστε καλύτερη επιλογή. Εξάλλου, όσο παράδοξη και απρόοπτη κι αν ήταν εκείνη η συνάντηση, η στάση τού νεαρού ζευγαριού έδειχνε ειλικρινής.
Καθώς κανένας τους δεν ήξερε καλά την περιοχή, αναγκάστηκαν να κάνουν έναν μεγάλο γύρο μέχρι να βρεθούν στον δρόμο που αναζητούσαν. Οι διάλογοι που κάθε τόσο επιδίωκε να ανοίξει ο Χουάν ήταν στην αρχή σύντομοι και οι περισσότερες απαντήσεις τού Νίνο μονολεκτικές. Η Τζέιν ανησυχούσε μήπως είχε αρχίσει να υποψιάζεται κάτι, ιδίως όταν άφησαν πίσω τους την οδό Ντάντε. Ο Νίνο όμως δεν το πρόσεξε, καθώς την περισσότερη ώρα περπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο, αφήνοντας τους άλλους να τον οδηγούν. Ο Χουάν, εξάλλου, χειριζόταν τη συζήτηση με λεπτότητα και σιγά σιγά ο Νίνο ξεθάρρευε.
«Εγώ λέγομαι Νίνο. Λείπω απ’ αυτόν τον τόπο χρόνια. Μόλις προχθές γύρισα κι αναζήτησα το σπίτι όπου έμενα κάποτε. Μου είπαν ότι το γκρέμισαν εδώ και πολύ καιρό».
«Και δε σας είχε ενημέρωσε στο μεταξύ κανείς γι’ αυτό; Δεν έχετε συγγενείς;»
«Κι αυτούς που έχω, δεν τους είδα για πολλά χρόνια. Αμφιβάλλω κι αν θα με γνωρίσουν».
Ο δρόμος ήταν ανηφορικός και περπατούσαν αργά. Ο Νίνο ήταν τόσο κουρασμένος, που τα πόδια του έτρεμαν. Τα δέντρα όμως από την αυλή τής εκκλησίας ήδη είχαν φανεί και το σπίτι δεν ήταν μακριά. Ο Χουάν ρώτησε:
«Πού θα μείνετε απόψε;»
«Κάποτε, σ’ αυτήν τη γειτονιά, όταν πρωτοήρθα, με είχε φιλοξενήσει μια καλή κυρία μέχρι να νοικιάσω το σπίτι όπου έμενα. Είναι η μόνη που ξέρω σ’ αυτήν την πόλη και τη βλέπω σαν μάνα μου. Αυτή θα μου δώσει στέγη μέχρι να ξαναμπορέσω να δουλέψω».
Μεσολάβησαν μερικές στιγμές σιωπής. Ο Νίνο αναστέναξε βαθιά και ξανάρχισε να μιλάει, σαν να ήθελε να φύγει ένα βάρος από πάνω του.
«Κάποτε είχα αρκετά λεφτά και δουλειά. Τα έχασα μέσα σε μια μέρα. Δεν έχει σημασία πώς. Τα έχασα. Όσο καιρό έλειπα, το μόνο που κατάφερνα ήταν να βγάζω τα πέσος που χρειάζονταν για ένα κομμάτι ψωμί. Τώρα πια δεν έχω τίποτε».
Η Τζέιν έβλεπε με οίκτο τον Νίνο, ενώ ο Χουάν δε θέλησε να κάνει περισσότερες ερωτήσεις που θα τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Του πρότεινε μόνο:
«Θα μπορούσα να σας δανείσω μερικά χρήματα για  να μπορέσετε να κινηθείτε για τις επόμενες δυο τρεις μέρες». Ταυτόχρονα, έβγαλε από το πορτοφόλι του μερικά χαρτονομίσματα και τα πρόσφερε στον Νίνο. Ήταν μια κίνηση με την οποία υπολόγιζε να κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη του.
«Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σας τα επιστρέψω» απάντησε ο Νίνο, διστάζοντας να απλώσει το χέρι του.
«Δε βιάζομαι. Εξάλλου θα ήθελα να ξανασυναντηθούμε. Εκτίμησα την ειλικρίνειά σας. Μένω στο ξενοδοχείο Ουλτραμάρ, στο δωμάτιο δώδεκα. Θα χαρώ να σας ξαναδώ για να τα πούμε και στο φως της ημέρας».
Ο Νίνο έσφιξε το χέρι τής Τζέιν και του Χουάν. Προχώρησε μέχρι το τέλος τού δρόμου και χτύπησε την πόρτα τού σπιτιού. Οι δυο νέοι έκαναν μια βόλτα στον βραδινό δροσερό αέρα, κατηφορίζοντας μέχρι τη λεωφόρο Φεδερίκο Σάντα Μαρία. Περίμεναν αρκετή ώρα μέχρι να περάσει από εκεί ένα ταξί και έφτασαν στο ξενοδοχείο, ικανοποιημένοι από την εξέλιξη της συνάντησής τους.