7

 

        Μισή ώρα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, η Τζέιν ήταν στο πόδι. Δεν τη χωρούσε ο τόπος. Ντύθηκε βιαστικά και έφαγε ανόρεχτα δύο φρυγανιές με λίγο ζεστό τσάι. Πήγε στο γραφείο νωρίτερα, αλλά δεν είχε διάθεση για δουλειά. Όλη την ώρα το μυαλό της ήταν στο πώς θα ζητούσε από τον Μαρκ τόσες μέρες άδεια για ένα τέτοιο ταξίδι, που εκείνη τη στιγμή επιθυμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Απορροφημένη στις σκέψεις της, σχεδίαζε αφηρημένα στο ημερολόγιο και δεν άκουσε τον Μαρκ που μπήκε μέσα. Βλέποντάς την έτσι, της είπε χαμογελώντας:

        «Καλημέρα ερωτευμένη!»

        «Καλημέρα…» απάντησε ξαφνιασμένη η Τζέιν. Καθώς κατευθυνόταν στο γραφείο του, η Τζέιν τον σταμάτησε.

        «Κύριε Μαρκ, μπορώ να σας απασχολήσω λίγο;»

        «Λέγε, Τζέιν» της είπε με εγκαρδιότητα. Η Τζέιν πήρε περισσότερο θάρρος βλέποντας τη θετική του διάθεση.

        «Πριν από μερικές εβδομάδες είχα πάρει μια άδεια…»

        «Την δικαιούσουν και με το παραπάνω».

        «Αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει ιδιαίτερος φόρτος εργασίας».

        «Πράγματι».

        «Γι’ αυτό ζήτησα προχθές κι εκείνο το διήμερο».

        «Πού θέλεις να καταλήξεις;»

        «Θα ήταν υπερβολικό να ζητούσα να λείψω ακόμα μερικές μέρες;»

        «Το λες μ’ έναν τρόπο που με ανησυχεί. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

        «Όχι, όχι, κανένα πρόβλημα. Σκέφτηκα ότι αυτή θα ήταν η πιο κατάλληλη περίοδος για να πάρω τη φετινή μου άδεια. Εξάλλου θα είναι και η Σάρα στο γραφείο».

        «Δεν έχω αντίρρηση. Μου κίνησες ωστόσο την περιέργεια. Φαίνεται ότι δεν έχεις στον νου σου κάτι συνηθισμένο».

        «Έτσι είναι. Έχω κληρονομήσει από τη θεία μου αρκετά χρήματα και είναι ευκαιρία να πραγματοποιήσω ένα όνειρό μου. Ένα ταξίδι σε ένα εξωτικό νησί!»

        «Αυτό είναι θαυμάσιο! Άσε με να μαντέψω... Στη Χαβάη;»

        «Όχι…»

        «Ταϊτή; …Μπόρα Μπόρα;»

        «Ούτε κύριε Μαρκ. Πάντα ήθελα να πάω στο Νησί τού Πάσχα».

        «Κάτι έχω ακούσει γι’ αυτό. Το νησί με τους πέτρινους γίγαντες. Πρέπει να έχει ενδιαφέρον».

        «Περισσότερο απ’ όσο φαντάζεστε» είπε αυθόρμητα η Τζέιν. Τα μάτια της έλαμπαν.

        «Τι εννοείς;»

        «Να, έχω δει κι έχω διαβάσει τόσα ενδιαφέροντα πράγματα, που μου κάνουν να νοιώθω μεγάλη έλξη για το μέρος εκείνο. Αυτό είναι όλο» είπε κοκκινίζοντας αδιόρατα.

        «Δε νομίζω ότι θα υπάρξει πρόβλημα. Πόσο υπολογίζεις να λείψεις;»

        «Αν όλα γίνουν όπως προγραμματίζω, σε δύο εβδομάδες, τρεις το πολύ, θα βρίσκομαι εδώ».

        «Εντάξει, Τζέιν. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορείς να δουλέψεις όπως θέλεις σ’ αυτήν την κατάσταση που βρίσκεσαι. Πήγαινε και καλά να περάσεις».

        «Ευχαριστώ πολύ, πολύ, πολύ!»

 

        Αν υπήρχε ένα αεροπλάνο μπροστά της και μπορούσε να πετάξει, η Τζέιν θα το έκανε εκείνη τη στιγμή, πάνω στον ενθουσιασμό της. Υπήρχαν όμως πολλές λεπτομέρειες που έπρεπε να εξετάσει και να ρυθμίσει, πριν επιχειρήσει ένα ταξίδι σε έναν τόπο ακόμα πιο μακρινό και άγνωστο. Έπρεπε να μάθει περισσότερα και να προγραμματίσει όσο το δυνατό καλύτερα ένα ταξίδι σε ένα μέρος που θα πήγαινε με μοναδικούς συντρόφους το θάρρος και την αισιοδοξία της.

        Η πρώτη της φροντίδα ήταν να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες για το νησί. Επισκέφτηκε και τύπωσε δεκάδες σελίδες από το διαδίκτυο, κατέβασε όσα σχετικά αρχεία βρήκε και αφιέρωσε πολλές ώρες μελέτης για όλα αυτά τα δεδομένα.

        Η Τζέιν είχε μάθει λίγα ισπανικά δυο χρόνια νωρίτερα. Αφορμή ήταν η γνωριμία της με τη Λορένα, μια Ισπανή φίλη τής Κέιτ, που είχε έρθει για λίγες μέρες στο Μπράιτον. Η μεσογειακή αυτή γλώσσα τής άρεσε και για μερικούς μήνες προσπάθησε μόνη της να μάθει περισσότερα. Ήθελε πολύ να ταξιδέψει μαζί με την Κέιτ στην Ισπανία το επόμενο καλοκαίρι. Εγκατέλειψε όμως το διάβασμα μετά τον θάνατο της μητέρας της, καθώς τότε έχασε κάθε διάθεση. Τώρα που αποφάσισε να κάνει αυτό το ταξίδι, ευχόταν να μην είχε σταματήσει εκείνη την προσπάθεια. Αναζήτησε στα ψηλότερα ράφια τής βιβλιοθήκης της την ισπανική μέθοδο, το λεξικό και δύο μικρά βιβλία για την εξάσκηση της γλώσσας.

        Το επόμενο πρωί, με το που άνοιξε η αγορά, πήγε σ’ ένα βιβλιοπωλείο και αγόρασε έναν τουριστικό οδηγό για τη Χιλή με τον οποίο θα συμπλήρωνε τις γνώσεις της, ιδιαίτερα για εκείνα τα πεζά θέματα των καθημερινών αναγκών τού ύπνου και του φαγητού. Ανέλπιστα, βρήκε και ένα ενδιαφέρον βιβλίο για το μικρό νησί τού προορισμού της, με πολλές τουριστικές πληροφορίες, φωτογραφίες και λεπτομερείς χάρτες. Το πήρε για να το μελετήσει με μεγάλη προσοχή.

 

        Έχει χαρακτηριστεί σαν το πιο απομονωμένο κατοικημένο σημείο τού πλανήτη. Είναι το Ράπα Νούι, το Νησί τού Πάσχα. Ονομάστηκε έτσι γιατί ανακαλύφτηκε την Κυριακή τού Πάσχα τού 1722, από τον Ολλανδό πλοίαρχο Ρογκεβέεν. Βρίσκεται χαμένο στην υποτροπική ζώνη τού νότιου Ειρηνικού, περίπου τρεις χιλιάδες εφτακόσια χιλιόμετρα δυτικά από τις ακτές τής Λατινικής Αμερικής.

        Το νησί άρχισε να προβάλλει από την επιφάνεια της θάλασσας πριν από τρία εκατομμύρια χρόνια. Γεννήθηκε από το ηφαίστειο Πόικε, που βρίσκεται ανατολικά. Δύο εκατομμύρια χρόνια αργότερα ενώθηκε με άλλα δύο κομμάτια γης και πήρε το σημερινό τριγωνικό σχήμα. Πάνω σε κάθε κορυφή τού ορθογώνιου αυτού τριγώνου βρίσκεται ένας κρατήρας ηφαιστείου. Οι ακτές είναι βραχώδεις, απόκρημνες και δεν υπάρχουν φυσικά λιμάνια. Μόνο η λευκή αμμουδιά τής βόρειας ακτής Ανακένα θυμίζει τις τροπικές παραλίες των εξωτικών νησιών τής Ωκεανίας.

        Πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, ξεκίνησαν από την Αφρική οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων τού νησιού. Τα μακρινά τους ταξίδια κράτησαν αιώνες. Πέρασαν από τη Μαδαγασκάρη, τα νησιά τού Ινδικού Ωκεανού και τα αρχιπελάγη τής Πολυνησίας. Ταξίδεψαν με μεγάλες βάρκες, αποφασισμένοι να βρουν στεριά και να αποικίσουν τη νέα γη. Κατέληξαν στην “Τε Πίτο ο τε Χένουα”, την “Άκρη τού Κόσμου”. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού έφτασαν εδώ πριν από το 800 μ.Χ..

        Τα ίχνη αυτής της πορείας μαρτυρούν οι διάφορες γλωσσικές συγγένειες και οι εξελίξεις των διαλέκτων σε όλες τις περιοχές τής Γης και τα νησιά απ’ όπου διάβηκαν οι μετανάστες. Τα συμπεράσματα επιβεβαιώνονται σήμερα και από άλλους επιστήμονες, που συγκρίνουν το γενετικό υλικό των διάφορων φυλών. Το πόσο τυχαία ήταν η συνάντηση με αυτό το μικρό κομμάτι γης είναι άγνωστο. Το βέβαιο είναι ότι οι τολμηροί θαλασσοπόροι ήταν αρκετά προετοιμασμένοι για να συναντήσουν έναν αφιλόξενο τόπο με φοίνικες, κατοικημένο μόνο από σαύρες, πουλιά και έντομα.

        Η περιορισμένη έκταση του εδάφους που προσφερόταν για καλλιέργεια εμπόδιζε την αύξηση του πληθυσμού και δυσκόλευε την επιλογή νέων τόπων κατοικίας από τους ιθαγενείς. Μερικά πέτρινα σπίτια, στην περιοχή τού Οράνγκο, κατοικούνταν μόνο κατά τη διάρκεια της γιορτής τού “αβγού τού πουλιού”. Οι εργάτες των λατομείων Ράνο Ραράκου άλλαζαν συχνά τα μέρη που έμεναν, εξαιτίας τής έλλειψης νερού.

 

        Τα οχτακόσια ογδόντα εφτά “μοάι”, όπως ονομάζονται τα γιγάντια μονολιθικά αγάλματα, στρέφουν το πρόσωπό τους προς το εσωτερικό τού νησιού. Πολλά στηρίζονται σε ειδικές εξέδρες τα “άχου” και κάποια απ’ αυτά έχουν στο κεφάλι τους ένα κυλινδρικό “πουκάο” από κόκκινη πέτρα, που ίσως συμβολίζει ένα στέμμα. Αυτοί που πρωτοείδαν τα μοάι δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι οι κάτοικοι ενός τόσο μικρού νησιού, αποκομμένου από τους άλλους πολιτισμούς, είχαν τις τεχνικές δυνατότητες να ανεγείρουν τέτοιους κολοσσούς. Έφτασαν λοιπόν να αποδώσουν την κατασκευή τους σε υπερφυσικά όντα, ακόμα και σε εξωγήινους επισκέπτες.

        Σίγουρα θα έπρεπε να υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός εργατών που να δικαιολογεί την κατασκευή αυτών των πελώριων αγαλμάτων μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτά λαξεύτηκαν σε περίοδο μερικών γενεών. Επίσης, η τοποθέτησή τους σε μια συνεχή ακτογραμμή αποτελεί μια ένδειξη ότι οι περισσότερες παραλιακές περιοχές ήταν για κάποια χρονική περίοδο κατοικημένες.

        Παράλληλα με τα μοάι, σε χίλιους περίπου διαφορετικούς βράχους τού Ράπα Νούι έχουν σκαλιστεί μικρές εικόνες για την οριοθέτηση περιοχών ή για να θυμίζουν κάποια πρόσωπα και γεγονότα. Αποτελούν τα περίφημα “πετρόγλυφα” και μέχρι σήμερα έχουν μετρηθεί περισσότερα από τέσσερις χιλιάδες διαφορετικά σχέδια. Αυτή η “τέχνη των βράχων”, όπως τη χαρακτήρισαν, υπάρχει και σε νησιά τής Πολυνησίας, αλλά όχι με τόσο μεγάλη ποικιλία παραστάσεων.

 

        Το 1864 οι ιεραπόστολοι ανακάλυψαν στο νησί ξύλινες πλάκες χαραγμένες με σύμβολα, παρόμοια με ιερογλυφικά. Η μυστηριώδης αυτή γραφή, που είναι χαρακτηριστική για το Νησί τού Πάσχα, ονομάζεται ρονγκορόνγκο και απασχολεί σήμερα αρκετούς γλωσσολόγους. Από αυτές τις πλάκες σώζονται σήμερα περίπου είκοσι, σε διάφορα μέρη τού κόσμου. Συνολικά έχουν καταγραφεί πάνω από εκατόν είκοσι τέτοια διαφορετικά σύμβολα. Είναι πολύ πιθανό η γραφή ρονγκορόνγκο να συνδέεται με τις παραστάσεις των πετρόγλυφων, καθώς τα εικονίδια και τα ιδεογράμματα παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες.

        Οι επιστήμονες συγκρίνουν τη ρονγκορόνγκο με αντίστοιχα είδη γραφής που προέρχονται από τη Σουμάτρα, τη Σρι Λάνκα, την αρχαία Κίνα, την Αίγυπτο και την κοιλάδα τού Ινδού ποταμού. Ο ερευνητής Xάινε Γκέλντερν υποστηρίζει ότι η προχριστιανική, ασιατική γραφή “τονκίνο” που εντόπισε, αποτελεί κρίκο ανάμεσα στη ρονγκορόνγκο και ορισμένες ασιατικές γραφές. Παρ’ όλα αυτά, παραμένουν πολλά ερωτηματικά.

 

        Η ώρα πέρασε και, παρόλο που οι πληροφορίες ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, η νύστα νίκησε την Τζέιν. Έτσι άφησε για την επόμενη μέρα τη συνέχιση της μελέτης της.

        Όταν ξημέρωσε, η Τζέιν συνειδητοποίησε ότι ο χρόνος κυλούσε πολύ γρήγορα και ότι δεν έπρεπε να παραμελήσει τις πιο ουσιαστικές προετοιμασίες για το ταξίδι της. Έτσι ανέβαλε τον εμπλουτισμό των εγκυκλοπαιδικών της γνώσεων και, καθώς ήθελε να φτάσει στον τελικό της προορισμό όσο το δυνατό συντομότερα, ιεράρχησε πιο προσεκτικά τις προτεραιότητές της.

        Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν βγήκε από το σπίτι της ήταν να πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό για να εξασφαλίσει το εισιτήριο της αναχώρησής της από το Μπράιτον για το Λονδίνο. Κατάφερε να βρει θέση για ένα από τα πρώτα τρένα που θα έφευγαν για τη βρετανική πρωτεύουσα, ώστε να πετύχει όσο το δυνατό ταχύτερη ανταπόκριση για τη Μαδρίτη. Για το αεροδρόμιο του Σαντιάγκο μπορούσε να αναζητήσει πτήσεις στο Λονδίνο ή στη Μαδρίτη. Θεώρησε ότι ήταν προτιμότερο να το κάνει στην Ισπανία, καθώς εκεί υπήρχαν περισσότερες αεροπορικές εταιρείες με δρομολόγια για τη Λατινική Αμερική. Στη συνέχεια έκανε τις απαραίτητες αγορές και επέστρεψε νωρίς το απόγευμα στο σπίτι της.

        Ξάπλωσε για να ξεκουραστεί έχοντας στο χέρι της την ισπανική μέθοδο. Διάβασε κάπου μια ώρα αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί περισσότερο. Κοιμήθηκε νωρίς. Το πρωί έπρεπε να πάρει το τρένο των 6:02 για το Λονδίνο και να πάει χωρίς χρονοτριβή στο αεροδρόμιο. Έφτασε στο Χίθροου εγκαίρως. Η αραιή ομίχλη τού Λονδίνου, παρά την ανησυχία της, δεν καθυστέρησε καθόλου την πτήση της.

 

        Το αεροδρόμιο Μπαράχας βρίσκεται δεκατρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του ιστορικού κέντρου τής Μαδρίτης. Άρχισε να κατασκευάζεται το 1927 και εξελίχτηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Το 1982, χάρη στο παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου, έγιναν σημαντικές επεκτάσεις και αναβαθμίσεις. Έχει τέσσερις τερματικούς σταθμούς και κάθε χρόνο περνούν από εκεί πάνω από πενήντα εκατομμύρια ταξιδιώτες. Γύρω του υπάρχουν περισσότερα από είκοσι ξενοδοχεία, κάθε κατηγορίας.

        Η Τζέιν έφτασε εκεί στις δύο το μεσημέρι. Εκτός από τη βαλίτσα της κρατούσε και μία μεγάλη τσάντα που περιείχε διάφορα προσωπικά της είδη και έναν φάκελο με φωτοαντίγραφα από τα τροπικά φύλλα με τα ιερογλυφικά και από τις σελίδες τού ημερολογίου τού Εϊρό. Σε μια θήκη τής τσάντας είχε βάλει ένα μικρό βιβλίο με αγγλο-ισπανικούς διαλόγους, το αντίστοιχο λεξικό τσέπης και μερικές φωτογραφίες τού μεταλλίου, ελπίζοντας να βρει περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό, στην περίπτωση που κάποιος είχε δει ένα παρόμοιο ή γνώριζε οτιδήποτε σχετικό.

        Κατευθύνθηκε προς το αυτόματο εκδοτήριο για να βγάλει εισιτήριο για το Σαντιάγκο. Είχε πτήση σε έξι ώρες. Έφαγε σ’ ένα από τα εστιατόρια του αεροδρομίου και πέρασε την περισσότερη ώρα της γυρίζοντας στους διαδρόμους του. Παρόλο που είχε αρκετό ελεύθερο χρόνο, από την υπερένταση δεν είχε διάθεση να διαβάσει τίποτε.

        Στις εφτά πήγε στην αίθουσα αναμονής. Αναζήτησε τον αριθμό τής πτήσης της στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώσεων. Η ώρα είχε φτάσει, συνεχώς όμως υπήρχε η ένδειξη της καθυστέρησης. Κοιτούσε διαρκώς τους διαδρόμους προσγείωσης του αεροδρομίου και το ρολόι της. Δεν ήταν, ωστόσο, η μόνη. Την αδημονία της μοιράζονταν όλοι οι παρευρισκόμενοι για τον ίδιο προορισμό. Πέρασε έτσι ακόμα μία ώρα.

        Ένας από τους ταξιδιώτες έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος και βιαστικός. Είχε αποσπάσει την προσοχή τής Τζέιν, που τον παρακολουθούσε εδώ και λίγη ώρα με το βλέμμα της. Γύρω στα τριάντα πέντε, ψηλός, μελαχρινός, με σγουρά και κοντά μαλλιά. Φορούσε καφέ, δερμάτινο σακάκι και ανοιχτόχρωμο τζιν, που κάλυπτε τις σουέτ μπότες του. Κάθε τόσο το χέρι του πήγαινε στις τσέπες τού σακακιού και του παντελονιού του. Οπωσδήποτε έψαχνε κάτι σημαντικό. Πέρασε αρκετές φορές από μπροστά της αλλά τα βλέμματά τους δε συναντήθηκαν ούτε μια φορά, καθώς εκείνος κοίταζε περισσότερο το πάτωμα παρά γύρω του, προσπαθώντας να θυμηθεί κάτι. Της είχε κινήσει το ενδιαφέρον με το παρουσιαστικό και τα ωραία του χαρακτηριστικά.

        Επιτέλους, στον ηλεκτρονικό πίνακα ανακοινώθηκε η αναχώρηση της καθυστερημένης πτήσης. Απογειώθηκαν στις εννιάμισι το βράδυ.