35


Τα τουριστικά καταστήματα είχαν από το πρωί μεγάλη κίνηση. Ένα από τα πιο οργανωμένα ήταν συγχρόνως και παλαιοπωλείο. Σε μια γωνιά βρίσκονταν ένα σωρό πράγματα που είχαν πουλήσει, ξεχάσει ή εγκαταλείψει κυρίως ναυτικοί και στρατιωτικοί από τις διάφορες εθνότητες που πέρασαν κατά καιρούς από εκεί.
Ένας ακόμα μεγαλύτερος αριθμός τέτοιων αντικειμένων προερχόταν από τους ναυαγούς που κατάφερναν να φτάσουν στη στεριά,  αφήνοντας πίσω τους κάποιο από τα λίγα πλοία που βυθίστηκαν κατά καιρούς στην περιοχή. Απελπισμένοι, αναγκάστηκαν να πουλήσουν για ένα κομμάτι ψωμί οτιδήποτε βρέθηκε πάνω τους ή πρόλαβαν να πάρουν την τελευταία στιγμή από το καράβι, από πυξίδες και δρομόμετρα μέχρι σκούφους και παράσημα.
Τα περισσότερα βρίσκονταν σε κακή κατάσταση, ήταν παλιά και μερικά δεν άξιζαν τίποτε απολύτως. Ο ιδιοκτήτης είχε ξεχωρίσει εκείνα που κατά τη γνώμη του είχαν κάποια αξία και ξεφορτώθηκε από τα υπόλοιπα εκείνα που έπιαναν τον περισσότερο χώρο. Όσα απέμειναν τα άφησε σ’ ένα μεγάλο καλάθι που είχε στο βάθος τού καταστήματος, καθώς πολύ λίγοι έδιναν σημασία σ’ εκείνον τον κυκεώνα.
Ο κυκεώνας εκείνος ωστόσο δεν άργησε να τραβήξει την προσοχή των δυο νέων, που στράφηκαν με ενδιαφέρον στην απέραντη δεξαμενή των ανακατωμένων και ετερόκλητων μικροαντικειμένων. Έσυραν με την άδεια του καταστηματάρχη το καλάθι προς το φως και άρχισαν να ψάχνουν, ελπίζοντας να βρουν εκεί κάτι που να τους θυμίζει την ιστορία που γνώριζαν.
Ύστερα από μια ώρα αναζήτησης, το μάτι τής Τζέιν έπεσε σ’ ένα κουμπί από στολή. Έμοιαζε μ’ εκείνα που είχε δει μέσα στη λάρνακα, δίπλα στον τάφο τού πλοίαρχου Χιμένεθ.
«Κοίτα, Χουάν! Κάτι μου θυμίζει αυτό εδώ».
«Δε βλέπω να έχει κάποια σχέση».
«Εσύ είχες βγάλει τότε πολλές φωτογραφίες από τις λάρνακες που είχαμε δει στο Νησί τού Πάσχα» επέμεινε η Τζέιν. «Απ’ ό,τι θυμάμαι, μέσα στους τάφους υπήρχαν φθαρμένες στολές με κάτι τέτοια
κουμπιά. Τη μηχανή την κρατάς στο χέρι σου. Δε φαντάζομαι να διέγραψες τις φωτογραφίες!»
«Μόνο εκείνες που δεν είχαν βγει καλά…»
«Ας ελπίσουμε ότι θα έμεινε κάτι που θα μας βοηθήσει».
Η μηχανή τσέπης τού Χουάν είχε ευτυχώς μεγάλη μνήμη κι έτσι δεν ήταν αναγκασμένος να σβήνει κάθε τόσο τις προηγούμενες φωτογραφίες του. Ύστερα από αρκετή αναζήτηση, έφτασε τελικά σ’ εκείνες που έδειχναν το εσωτερικό τής λάρνακας, δίπλα στον τάφο τού Χιμένεθ.
Η Τζέιν είχε δίκιο. Όταν έκαναν ζουμ στην πιο καθαρή φωτογραφία, είδαν ότι τα κουμπιά ήταν παρόμοια, καθώς έφεραν και τα δύο τον ισπανικό θυρεό. Αυτό τους παρακίνησε να συνεχίσουν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την αναζήτηση για κάτι περισσότερο, αλλά η ώρα πέρασε χωρίς αποτέλεσμα.
Ο παλαιοπώλης δεν ήταν δυνατό να δώσει πληροφορίες για οτιδήποτε βρισκόταν μέσα στο κατάστημα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ο πατέρας του είχε συγκεντρώσει στο παρελθόν ένα μεγάλο μέρος αυτού του υλικού από παρόμοια καταστήματα, τα οποία στο μεταξύ είχαν κλείσει. Με την πρώτη θετική ένδειξη και τις ελπίδες αναπτερωμένες, βγήκαν από το παλαιοπωλείο για να συνεχίσουν την ανίχνευση στην υπόλοιπη αγορά.
Το κατάστημα στην απέναντι γωνία πουλούσε αναμνηστικά τοπικής τέχνης, χάρτες, περιοδικά και διάφορα άλλα τουριστικά είδη. Ανάμεσά τους είδαν κομψά μικρά ομοιώματα από ψάρια, κοχύλια, ακόμα και από μυθικά ζώα.  Παρόμοιες παραστάσεις, τοπικού χρώματος, υπήρχαν επίσης σκαλισμένες ή ζωγραφισμένες πάνω σε ξύλο. Ανάμεσά τους, ακόμα και προσωπογραφίες. Ο Χουάν ξεχώριζε εδώ και λίγη ώρα κάποιες από τον σωρό. Πήρε δυο απ’ αυτές στο χέρι του και στράφηκε στην Τζέιν:
«Για δες εδώ!»
«Τι ανακάλυψες πάλι;»
«Κοίταξε αυτά τα ξύλινα καδράκια και πες μου τι σου θυμίζουν».
«Δε χρειάζεται να σκεφτώ. Αν προσέξεις καλύτερα, θα δεις ότι από κάτω γράφει το όνομα του καθενός που προσπαθεί να απεικονίσει ο καλλιτέχνης. Σίγουρα πρόκειται για πρόσωπα που έχουν συνδέσει το όνομά τους με την ιστορία τού νησιού ή άλλες σύγχρονες διασημότητες που “πουλάνε”».
«Εσύ αν προσέξεις ακόμα καλύτερα, θα δεις ότι μερικές από αυτές τις “σύγχρονες διασημότητες” δε διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους. Θυμίζουν περισσότερο τον Λουδοβίκο ΙΔ! Κοίταξε το χτένισμα, αλλά κυρίως τα ρούχα σ’ αυτές τις ολόσωμες φιγούρες!»
«Πιστεύεις ότι ο καλλιτέχνης έχει επηρεαστεί από τη συγκεκριμένη εικόνα που φανταζόμαστε;»
«Τολμώ να ελπίζω πως ναι!»
«Ποιος είναι άραγε ο δημιουργός τους;»
«Είναι πολύ πιθανό να ξέρει ο καταστηματάρχης, αν τα αγοράζει από τον ίδιο».

Ο φλύαρος ιδιοκτήτης τού καταστήματος μίλησε αρκετή ώρα για τη χειροτεχνική παράδοση του νησιού. Οι περισσότερες πληροφορίες δεν είχαν κάτι το καινούργιο, καθώς ισχύουν λίγο πολύ για κάθε λαό.
«Ο καθένας φτιάχνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από τους άλλους και το έμαθε από μικρός» είπε. «Επειδή υπάρχει μεγάλη προσφορά, υπάρχει και ποικιλία. Σχεδόν ποτέ δεν κάθισα να προσέξω ποιος φέρνει τι, καθώς τα περισσότερα έργα είναι παρόμοια. Το βασικό κριτήριο για την τιμή πώλησης είναι το μέγεθος».
«Κάθε πότε έρχονται για να σας φέρουν τα δημιουργήματά τους;»
«Εξαρτάται. Τα τελευταία, τα έχω πάρει πριν από δυο μέρες. Όπως σας είπα όμως, δεν είμαι βέβαιος αν είναι σαν αυτά που κρατάτε στα χέρια σας. Συνήθως κάνουν δυο ή και τρεις εβδομάδες μέχρι να φέρουν τα νέα τους έργα. Τώρα όλα είναι ανακατεμένα. Σκόπιμα. Οι τουρίστες χαίρονται να ψάχνουν στο χάος. Όταν βρίσκουν κάτι που τους αρέσει, νιώθουν μια διαφορετική ικανοποίηση. Αυτήν που νιώθει ένας εξερευνητής, όταν ανακαλύπτει κάτι καινούργιο, πρωτότυπο και όμορφο. Αρκεί να σας πω ότι ανάμεσά τους υπάρχουν και δικά μου έργα».
Ο Χουάν και η Τζέιν έκαναν μια κίνηση απογοήτευσης, γιατί θα ήθελαν πολύ να γνωρίσουν τον δημιουργό τους. Ίσως να ήξερε κάτι που θα τους βοηθούσε.

Με ανάμικτα συναισθήματα κατευθύνθηκαν προς το ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος γνώριζε όλους τους ξεναγούς τής περιοχής και προθυμοποιήθηκε να τους συστήσει στον Κελάν, έναν ιθαγενή ο οποίος υποστήριζε ότι γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλο το νησί. Ο ξεναγός αυτός είχε έναν αδελφό, επίσης ξεναγό, που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
«Πότε συνέβη αυτό;» ρώτησε ο Χουάν.
«Θα έχει πάνω από οχτώ χρόνια».
«Δεν είχε πει πού θα πήγαινε;»
«Από παλιά κυκλοφορούσαν μύθοι και φήμες για κρυμμένους θησαυρούς. Φαίνεται ότι ένα βράδυ βγήκε για μια τέτοια ανακάλυψη, αλλά δε γύρισε ποτέ πίσω. Με τον ίδιο σκοπό ξεκίνησαν έναν χρόνο αργότερα ακόμα δυο γιαπωνέζοι τουρίστες. Ρωτώντας, είχαν μάθει κι εκείνοι για έναν παρόμοιο θρύλο, αλλά κι αυτούς δεν τους ξαναείδαν».
»Στα βήματά τους πάτησαν και άλλοι τυχοδιώκτες. Οι περισσότεροι γύρισαν άπρακτοι. Κάποιοι βρήκαν σε μερικά πιο απομακρυσμένα νησιά συλημένους τάφους. Άλλοι, κυρίως ντόπιοι, γύρισαν τρομοκρατημένοι. Μας είπαν ότι αν έμεναν λίγο παραπάνω σε μερικές κρύπτες, ταραζόταν η ανάπαυση των νεκρών και η γη άρχιζε να τρέμει. Από τότε πάψαμε να πλησιάζουμε σ’ εκείνους τους τάφους».
Η φαντασία τού Χουάν και της Τζέιν αναστατώθηκε περισσότερο όταν άκουσαν για θρύλους και θησαυρούς. Ρώτησαν ποιοι είναι αυτοί που γνωρίζουν και διηγούνται αυτές τις ιστορίες. Προθυμοποιήθηκε να τους δώσει ένα βιβλίο που είχε γράψει ένας καθηγητής φιλολογίας, που γεννήθηκε εκεί και ασχολήθηκε πολύ με τις παραδόσεις τού τόπου του.
Από το πρωτότυπο βιβλίο, που διάβασαν μέσα σε λίγες ώρες, έβγαλαν αξιόλογα συμπεράσματα. Το πρώτο για το οποίο βεβαιώθηκαν ήταν ότι πριν από τρεις αιώνες αποβιβάστηκαν στο νησί λευκοί, που πέθαναν όλοι μέσα σε λίγες εβδομάδες. Αυτό θεωρήθηκε από τους ιθαγενείς αμφίσημος οιωνός. Για τον μεγαλόσωμο ξένο που πέθανε τελευταίος, υπέθεσαν ότι είχε υπερφυσικές ικανότητες. Γι’ αυτό, τον κήδεψαν με εξαιρετικές τιμές και τον έθαψαν σε ένα από τα μικρά νησιά τού Ναν Μαντόλ. Οι ιθαγενείς θεωρούσαν από τότε ότι μέσα στο νησί αναπαύεται το “Λευκό Πνεύμα”.

Ο Κελάν γνώριζε πολύ καλά πού είχε πάει ο αδελφός του, όπως επίσης και οι άλλοι δύο γιαπωνέζοι εξερευνητές. Ο ίδιος είχε μπει αρκετές φορές μέσα στα μικρά φυσικά σπήλαια που σχηματίστηκαν στα τεχνητά νησιά, κοντά στην παραλία, όπως και τις στενές κατακόμβες που είχαν κατασκευάσει οι πρόγονοί του, προκειμένου να βρει ίχνη τού αδελφού του. Όσο ορθολογιστής όμως και αν ήταν, οι τοπικές παραδόσεις, οι δεισιδαιμονίες των περισσότερων κατοίκων και η οικογένειά του δεν τον άφησαν να πλησιάζει συχνά σ’ εκείνα τα μέρη. Ήταν η περιοχή όπου κανένας δεν έπρεπε να ενοχλεί το “Λευκό Πνεύμα”.

Κανένα μέρος στην Ωκεανία δεν έχει την υποβλητική ομορφιά τού αρχαίου Ναν Μαντόλ, στην άκρη τού δυτικού Ειρηνικού. Μια μικρή πολιτεία, που είχε αναπτυχθεί στην ανατολική ακτή τού Πονπέι, αποτέλεσε το διοικητικό και τελετουργικό κέντρο τού νησιού, μεγάλωσε, άνθισε και παρήκμασε κατά τη διάρκεια των αιώνων, πριν έρθει σε επαφή με τη Δύση.
Εδώ, σε μια ρηχή λιμνοθάλασσα, οι αρχαίοι κάτοικοι του Πονπέι επέκτειναν την πόλη τους κατασκευάζοντας ένα αξιοθαύμαστο γεωμετρικό σύμπλεγμα από ενενήντα δύο μικρά τεχνητά νησιά. Το ονόμασαν Ναν Μαντόλ, που σημαίνει “ενδιάμεσα κενά”, υποδηλώνοντας τα κανάλια που τα χωρίζουν και σχηματίζουν τη “Βενετία τού Ειρηνικού”.
Η ερειπωμένη πόλη ήταν κάποτε η πρωτεύουσα της δυναστείας των Σαουντελέρ, που κυβέρνησε από το 500 μέχρι το 1450 μ.Χ.. Το πρόσωπο του αρχηγού ήταν ιερό και για να επικοινωνήσει κανείς μαζί του μιλούσε μέσω τού Νάνκεν, ένα είδος υπαρχηγού, που έπαιζε τον ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στον αρχηγό και τον λαό. Η δυναστεία εκφυλίστηκε όταν έφτασαν οι Ευρωπαίοι. Το νησί κατακτήθηκε διαδοχικά από Ισπανούς, Γερμανούς, Ιάπωνες και Αμερικανούς.
Με το πέρασμα του χρόνου πολλά νησιά καλύφτηκαν από λειχήνες, τροπική βλάστηση και μανκγρόβια έλη. Η διάβαση μέσα από τα περισσότερα κανάλια γίνεται τώρα με δυσκολία. Όσοι αιώνες όμως κι αν έχουν περάσει, εξακολουθούν να αντανακλούν την μεγαλοπρέπεια του έργου των πρώτων κατοίκων τής περιοχής.
Σήμερα γίνεται προσπάθεια καθαρισμού των νησιών από τα αλόφυτα που έχουν φυτρώσει επάνω τους και προκαλούν έντονη διάβρωση. Στο πρόγραμμα αναβάθμισης περιλαμβάνεται και η απομάκρυνση της υδρόβιας χλωρίδας που εμποδίζει την εύκολη περιήγηση, ώστε να αναδειχτεί όλο το σύμπλεγμα ως το σημαντικότερο τουριστικό αξιοθέατο και να περάσει αυτή η εικόνα τού αρχαίου πολιτισμού στις επόμενες γενιές.
Το Ναν Μαντόλ διαιρείται κυρίως σε δύο περιοχές, που χωρίζονται από ένα κεντρικό κανάλι. Νοτιοδυτικά βρίσκεται το Μαντόλ Παχ, η επονομαζόμενη “Κάτω Πόλη”. Ήταν ο διοικητικός τομέας, όπου υπήρχαν τα ανάκτορα και οι τόποι λατρείας. Βορειοανατολικά βρίσκεται το Μαντόλ Πόουε, η “Άνω Πόλη”, το οποίο περιλαμβάνει πενήντα οχτώ νησιά που προορίζονταν για κοιμητήρια και τους μεγάλους βασιλικούς τάφους.
Δύο επιμήκεις αποβάθρες με μικρά κανάλια ανάμεσά τους εκτείνονται κατά μήκος των ορίων τής πόλης, με μήκος χίλια διακόσια και πεντακόσια μέτρα. Τα θαλάσσια αυτά τείχη είναι στερεά, χτισμένα από μεγάλους ογκόλιθους βασάλτη, που ανάμεσά τους έχουν μικρότερες πέτρες για να προσδίδουν σ’ αυτά συνοχή και σταθερότητα. Το βόρειο άκρο τής πόλης είναι εκτεθειμένο στον ωκεανό. Αυτό θεωρείται μια ένδειξη ότι ένα μέρος τού έργου δεν είχε ολοκληρωθεί.
Ο μέγιστος πληθυσμός τού κέντρου της αρχαίας πόλης εκτιμάται από τους αρχαιολόγους σε πεντακόσιους μέχρι χίλιους κατοίκους. Η μεγάλη απόκλιση οφείλεται στη δυσκολία που προκαλεί η έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων.
Για την ευκολότερη ανταλλαγή πληροφοριών και τις σχετικές βιβλιογραφικές αναφορές, οι επιστήμονες έχουν καταρτίσει έναν λεπτομερή χάρτη τής περιοχής και έχουν αριθμήσει τα ενενήντα δύο νησιά, έτσι ώστε να διευκολύνονται οι μελετητές και να προσανατολίζονται ευκολότερα οι επισκέπτες.

Η ανυπομονησία τού Χουάν και της Τζέιν να επισκεφθούν εκείνο το αρχαίο νησιωτικό σύμπλεγμα, δείγμα ενός σχεδόν άγνωστου πολιτισμού, σε συνδυασμό με το τι ακόμα θα μπορούσε να κρύβει, δεν τους άφηνε να κλείσουν μάτι εκείνο το βράδυ. Άπειρες σκέψεις, εικόνες και υποθέσεις τριγύριζαν στο μυαλό τους. Η κούραση τελικά τους κατέβαλε και ο ύπνος τούς πήρε τα ξημερώματα. Παρόλο που θα ήθελαν να είναι έτοιμοι με την ανατολή τού ήλιου, σηκώθηκαν από το κρεβάτι πολύ αργότερα.
Ο Κελάν ήταν ήδη στη ρεσεψιόν όταν κατέβηκαν. Δίπλα του στεκόταν με τα χέρια στις τσέπες ένας άγνωστος ηλιοκαμένος άντρας και μιλούσαν στην τοπική διάλεκτο. Τα χαρακτηριστικά του μαρτυρούσαν ότι θα μπορούσε να έχει πρόγονο κάποιον από εκείνους που πέρασαν κάποτε από το νησί. Ο Κελάν έσπευσε να τους συστήσει τον βαρκάρη με τον οποίο συνεργαζόταν. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια και ζήτησαν να τους οδηγήσει στα νησιά που κατά τη γνώμη του είχαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο ξεναγός είπε δυο λόγια στον βαρκάρη και ξεκίνησαν όλοι μαζί.
Καθώς τα κανάλια ήταν στενά, το σκάφος έπλεε αργά και προσεκτικά. Όταν πλησίασαν στο πρώτο σημαντικό νησί, ο Κελάν άρχισε να το περιγράφει και να λέει την ιστορία του. Η φωνή του ακουγόταν σαν μαγνητοφωνημένη. Φαινόταν να έχει αποστηθίσει εκείνα τα λόγια που επαναλάμβανε στις τακτικές ξεναγήσεις που έκανε.
«Στο νησί Ναντάουγας βρίσκεται το κορυφαίο αρχιτεκτονικό δημιούργημα του Ναν Μαντόλ και γενικότερα όλης της προϊστορικής αρχιτεκτονικής τής Μικρονησίας. Τα τείχη τού βασιλικού μνημείου υψώνονται οχτώ μέτρα στις γωνίες και πάνω από τις πύλες τους. Ανάμεσά τους βρίσκονται κρύπτες, κατασκευασμένες από πρισματικό βασάλτη. Οι οροφές τους αποτελούνται από οχτώ ασήκωτους ογκόλιθους. Ο προσανατολισμός τού Ναντάουγας, αλλά και των διπλανών νησιών, έχει γίνει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι μικρές πλευρές τού ορθογωνίου να βλέπουν την ανατολή και τη δύση».
Μια ώρα αργότερα, ύστερα από έναν μεγάλο κύκλο που αναγκάστηκαν να κάνουν εξαιτίας τής άμπωτης, η βάρκα πλεύρισε ένα εξίσου ενδιαφέρον νησάκι. Ο ξεναγός ξανάρχισε την περιγραφή:
«Οι διαστάσεις τού ορθογώνιου νησιού Πέινερινγκ, έχουν αξιοπρόσεκτες αναλογίες. Το νησί έχει μήκος σαράντα έξι μέτρα και πλάτος είκοσι οχτώ και μισό. Οι αναλογίες αυτές πλησιάζουν τη “χρυσή τομή” που υπολόγισε ο Πυθαγόρας και που σύμφωνα μ’ αυτήν οι αρχαίοι Έλληνες αρχιτέκτονες κατασκεύασαν τον Παρθενώνα».
Ο Κελάν έδωσε πολλές ακόμα γενικότερες πληροφορίες, που ήταν ήδη γνωστές στους ενημερωμένους ταξιδιώτες.
Ο χρόνος κύλησε πολύ γρήγορα. Είχε ήδη σκοτεινιάσει κι έτσι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν χωρίς να καταφέρουν να δουν όλα όσα περίμεναν. Κατά την επιστροφή, ρώτησαν αδιάφορα τον Κελάν σε ποιο νησί πίστευε ότι είχαν συμβεί τα γεγονότα που είχαν τρομοκρατήσει τους κατοίκους τού νησιού. Ύστερα από μια μικρή καθυστέρηση, σήκωσε το χέρι του αόριστα προς την ακτή και τους είπε ότι σύμφωνα με τις παραδόσεις το “Λευκό Πνεύμα” βρίσκεται σε κάποιο βράχο κοντά στην παραλία. Στην επιμονή τους να γίνει πιο συγκεκριμένος, είπε ότι υπάρχουν τέσσερις ή πέντε νησίδες που διεκδικούν την ύπαρξη του τάφου του. Ο Χουάν και η Τζέιν και πάλι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την απάντησή του, καθώς ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι ήξερε περισσότερα.

Αποφάσισαν να επισκεφτούν τα παραλιακά νησιά χωρίς την παρουσία τού Κελάν. Έπρεπε τώρα να βρουν από μόνοι τους κάποιον που να έχει την επιτηδειότητα να οδηγεί μια βάρκα ανάμεσα σ’ εκείνα τα στενά κανάλια. Θα ήταν φυσικά χρήσιμο να γνώριζε παράλληλα κάποια πράγματα από την ιστορία και τις παραδόσεις τού τόπου.
Το απόγευμα αναζήτησαν στο μικρό λιμάνι αυτόν που θα δεχόταν να τους εξυπηρετήσει. Αφού πέρασε αρκετή ώρα, διέκριναν έναν ιθαγενή αρκετά ηλικιωμένο, που καθόταν μέσα στη βάρκα του και έπλεκε ένα καλάθι-παγίδα για γαρίδες. Δεν άργησαν να συμφωνήσουν και έφυγαν ικανοποιημένοι, καθώς αυτός φαινόταν να μπορεί να τους δώσει χρήσιμες πληροφορίες για τις οποίες, απ’ ό,τι κατάλαβαν, δεν ήταν πρόθυμος ο Κελάν.