36


Το επόμενο πρωί προγευμάτισαν πρόχειρα και πήγαν στο σημείο συνάντησης με τον ψαρά που θα τους έπαιρνε για να τους οδηγήσει προς τα μικρά νησιά που ο Κελάν τούς είχε δείξει ακαθόριστα.
Λίγο μετά τις οχτώ ο ιθαγενής έφτασε με τη βάρκα του από τη θάλασσα και πλεύρισε έναν φυσικό μικρό μόλο. Επιβιβάστηκαν και ύστερα από μισή ώρα βρίσκονταν δίπλα στο πρώτο νησάκι.
«Σε τι χρησίμευαν αυτά τα νησιά;» ρώτησε με προσποιητή περιέργεια η Τζέιν.
«Μερικά απ’ αυτά τα χρησιμοποίησαν οι πρόγονοί μας για χώρους ταφής των αρχηγών και των μάγων της φυλής».
«Παρατηρώ ότι κάτω από την επιφάνεια του νερού υπάρχουν μεγάλες πέτρινες κατασκευές, παρόμοιες με αυτές που εξέχουν από το νερό».
«Κάποτε ήταν πιο ψηλά. Υποχώρησαν ύστερα από έναν σεισμό που έγινε πριν από εκατόν πενήντα περίπου χρόνια. Όταν κατεβαίνει η θάλασσα, πολλές απ’ αυτές τις πλάκες ξεπροβάλλουν από το νερό».
«Έχουμε ακούσει για κάτι θρύλους και τρομακτικές ιστορίες που έχουν συμβεί εδώ».
«Παραμύθια» είπε γελώντας ο γέρος. «Αυτοί που δεν ξαναφάνηκαν, ή πνίγηκαν ή έφυγαν από το νησί χωρίς να τους δει κανένας· τους περισσότερους όμως τους παραφύλαξαν και τους λήστεψαν όταν γυρνούσαν με ό,τι σήκωσαν από τους τάφους των προγόνων μας».
«Ώστε δεν πιστεύετε αυτά που λέγονται για το “Λευκό Πνεύμα”;»
«Έχουν πει τόσα γι’ αυτό, που κι εγώ κόντεψα να το πιστέψω. Εγώ έχω πάει στο νησάκι, έψαξα μάλιστα και μέσα στο βράχο, αλλά πιστέψτε με, δεν υπάρχει τίποτε».
«Εννοείτε ότι υπάρχει τέτοιος τάφος;»
«Δεν είπα τέτοιο πράγμα. Υπάρχει ένας μεγάλος σκαμμένος βράχος στη μέση τού μικρού νησιού, όπου, όσοι το πιστεύουν, λένε ότι είναι θαμμένο. Ίσως παλιότερα υπήρχε κάτι χτισμένο γύρω, γιατί έχουν απομείνει χαλάσματα. Μέσα στην κρύπτη όμως, ξαναλέω, εγώ δεν είδα τίποτε. Μερικοί λένε ότι βρίσκεται κάτω από την πέτρα, αλλά σχεδόν κανένας πια δε δίνει σημασία…»
«Και πού βρίσκεται αυτό το νησάκι;»
«Εκεί πηγαίνουμε τώρα».
Η Τζέιν φάνηκε απογοητευμένη. Γι’ αυτήν η μοναδική τους ελπίδα ήταν να βρουν κάτι μέσα σ’ εκείνον τον τάφο. Αντίθετα, ο Χουάν έκανε διαφορετικό συλλογισμό. Αν είχε ήδη βρεθεί ο τάφος, πιθανότατα να ήταν συλημένος και τότε ήταν που θα είχαν εξανεμιστεί οι ελπίδες τους.
Συνέχισαν για αρκετή ώρα αμίλητοι, βυθισμένοι ο καθένας στις σκέψεις του. Το κανάλι που περνούσαν εκείνη τη στιγμή ήταν στενό και η βάρκα αναγκαστικά πήγαινε αργά. Τα νερά ήταν μαύρα και φαίνονταν ακίνητα. Τη σιωπή έσπαζε πότε πότε η κραυγή ενός γλάρου. Πλησίαζαν στο νησί όπου σύμφωνα με την παράδοση ήταν θαμμένο το “Λευκό Πνεύμα”. Ύστερα από λίγη ώρα, έφτασαν στην άκρη τού βράχου.
Η επιφάνεια του ογκόλιθου γλιστρούσε πολύ από τα προσκολλημένα φύκια, δεν υπήρχε καμιά προεξοχή και η βάρκα δεν μπορούσε να δέσει. Πίσω από το τεχνητό νησί σχηματιζόταν ένα ρηχό κανάλι από άλλους δύο μικρότερους βράχους, που σχημάτιζαν ένα είδος λιμανιού. Ο ψαράς οδήγησε επιδέξια το μικρό σκάφος με τέτοιο τρόπο ώστε να ακινητοποιηθεί, ακουμπώντας παράλληλα στη χαμηλότερη πλευρά τού νησιού για  να μπορέσουν να αποβιβαστούν. Τελικά, αναρριχήθηκαν με μεγάλη δυσκολία, μη βρίσκοντας κανένα στήριγμα κάτω από τη μαλακή χλωρίδα, που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος τής απότομης όχθης.
Το ανηφορικό έδαφος έφτανε μέχρι τέσσερα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το νησί απλωνόταν σε μεγαλύτερη έκταση απ’ όσο αρχικά φαντάζονταν ο Χουάν και η Τζέιν. Είχε τετράγωνο σχήμα, με πλευρά περίπου εξήντα μέτρα. Στο κέντρο, ένα ακανόνιστο εξόγκωμα περιβαλλόταν από τα ερείπια ενός χαμηλού τετραγωνισμένου τείχους, που στην ανατολική του πλευρά είχε καταρρεύσει.
Ύστερα από μικρή προσπάθεια, η Τζέιν και ο Χουάν πέρασαν πάνω από τις πεσμένες πέτρες και βρέθηκαν στην εσωτερική μεριά τού τείχους. Το υπερυψωμένο στη μέση έδαφος έκρυβε την είσοδο ενός στενού κατηφορικού διαδρόμου, που συνέχιζε με λίγα ρηχά σκαλοπάτια για να καταλήξει σ’ ένα δωμάτιο, πέντε μέτρα μακρύ και δύο πλατύ. Το δάπεδό του θα βρισκόταν περίπου στο επίπεδο της θάλασσας, ενώ η οροφή ήταν μισό μέτρο πάνω από το κεφάλι τού Χουάν.
Ο κόπος που είχαν καταβάλει κάποτε οι κάτοικοι του Ναν Μαντόλ για να λαξεύσουν έναν χώρο με τέτοιο μέγεθος και συμμετρικό σχήμα μέσα στον σκληρό βράχο, ήταν ισχυρή ένδειξη για το ότι κάτι σημαντικό θα έπρεπε να κρύβεται εκεί μέσα. Το λιγοστό όμως φως που έφτανε μέχρι εκεί κάτω δε βοηθούσε να έχουν μια ιδέα για το τι θα μπορούσε να είναι αυτό.
Καταλάβαιναν ότι το μεγαλύτερο μέρος τού εδάφους το σκέπαζαν άφθονα φύκια, καθώς υποχωρούσαν κάτω από τα πόδια τους σε κάθε τους βήμα. Βρίσκονταν σε κατάσταση αποσύνθεσης και ανέδιδαν μια δυσάρεστη μυρωδιά. Σ’ εκείνον τον χώρο δε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η φυσική παρουσία τους, πράγμα που έγινε γρήγορα αντιληπτό από τον Χουάν. Συμπέρανε τότε ότι μεταφέρθηκαν εκεί σκόπιμα, άγνωστο όμως για ποιο λόγο.
«Πρέπει οπωσδήποτε να απαλλαγούμε από αυτά τα φυτά και τη δυσωδία τους. Μπορεί να υπάρχει κάτι από κάτω».
«Έχεις δίκιο, Χουάν. Πώς όμως; Δε βλέπω κανένα τρόπο».
«Έτσι κι αλλιώς τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Ούτε βλέπουμε καλά ούτε έχουμε καθόλου χρόνο, καθώς μας περιμένει ο ψαράς. Προτείνω να έρθουμε ξανά αύριο και οργανωμένοι».
«Συμφωνώ. Θα πρέπει να συζητήσουμε και για τον εξοπλισμό που θα πάρουμε μαζί μας».
«Καλό θα είναι να περάσουμε απαρατήρητοι. Είναι προτιμότερο να έρθουμε μόνοι. Λέω να πάρουμε ένα μικρό, φουσκωτό σκάφος, να το μεταφέρουμε με ένα αυτοκίνητο που θα νοικιάσουμε και μόλις δύσει ο ήλιος να ξεκινήσουμε κατευθείαν για το νησάκι. Τώρα ξέρουμε πού βρίσκεται. Θα φροντίσουμε να εξασφαλίσουμε και φακούς ή κάτι ανάλογο για να μπορούμε να κινηθούμε άνετα».

Το ίδιο απόγευμα ο Χουάν και η Τζέιν βγήκαν για να περπατήσουν στην Κολονία. Όσο έπιναν έναν τροπικό χυμό τού νησιού στην καφετερία που κάθισαν, μίλησε ο καθένας για τις σκέψεις πού έκανε όσο η βάρκα έπλεε προς τον βράχο τού “Λευκού Πνεύματος”. Η Τζέιν παραδέχτηκε ότι ο συλλογισμός τού Χουάν, σχετικά με τη σύληση του τάφου, ήταν απόλυτα λογικός. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αν ο Φερνάρντο ήταν θαμμένος κάτω από το έδαφος, ίσως και σε μεγάλο βάθος, θα έπρεπε να κάνουν μια κατάβαση λίγο πολύ παρόμοια μ’ εκείνη που κάνουν οι γεωλόγοι όταν καταδύονται στα σπήλαια.
Ο Χουάν έβγαλε τότε ένα χαρτί και άρχισε να σημειώνει τι θα έπρεπε να προμηθευτούν για το νέο τους εγχείρημα. Διαρκώς τους έρχονταν ιδέες, όχι μόνο για τις προμήθειές τους, αλλά και για το τι ενδεχομένως θα συναντούσαν μπροστά τους και το πώς θα έπρεπε  να αντιμετωπίσουν την κάθε κατάσταση.
Η συζήτηση και οι προτάσεις συνεχίστηκαν και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Παρόλο που ο κατάλογος των αγορών δεν ήταν τελικά μακρύς, η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν. Κοιμήθηκαν ξημερώματα.

Όταν είδαν το ρολόι τους να δείχνει μεσημέρι, σηκώθηκαν σχεδόν πανικόβλητοι. Έφαγαν στο πόδι και βγήκαν αμέσως για να προμηθευτούν ό,τι είχαν σημειώσει το προηγούμενο βράδυ. Αφού ολοκλήρωσαν τις αγορές και φόρτωσαν ό,τι χρειάζονταν στο αυτοκίνητο, έπρεπε τώρα να κάνουν μερικές ώρες υπομονή, μέχρι να ξεκινήσουν για την ακτή.
Λίγο πριν κρυφτεί ο τροπικός ήλιος στον βυσσινί ορίζοντα, κατέβασαν από το αυτοκίνητο τη φουσκωτή βάρκα και ξεκίνησαν για το νησί. Μαζί τους είχαν πάρει σχοινιά, μια αξίνα, μια λάμπα κηροζίνης, ένα φτυάρι, και δυο δυνατούς φακούς.
Όταν βρέθηκαν ξανά στο γνωστό τους περιβάλλον, ο Χουάν είπε:
«Πρέπει να προσέξουμε δύο πράγματα: Το πρώτο είναι ότι χρειάζεται να συντονιστούμε για να κερδίσουμε χρόνο. Το δεύτερο και σπουδαιότερο είναι ότι βρισκόμαστε σ’ έναν χώρο περιορισμένο και θα κουραστούμε γρήγορα με τη δουλειά που πάμε να κάνουμε. Γι’ αυτό, θα κάνουμε κάθε τόσο ένα διάλειμμα για να ξεκουραζόμαστε. Θα βγαίνουμε στον καθαρό αέρα και θα ξαναπαίρνουμε δυνάμεις».
»Τώρα, εσύ άρχισε να σκαλίζεις προσεκτικά με την αξίνα κι εγώ θα απομακρύνω το χώμα και τα φύκια με το φτυάρι. Αν είμαστε τυχεροί και υπάρχει κάτι σαν τάφος ή μαυσωλείο από κάτω, θα πρέπει να φανεί κάποιο ίχνος από την είσοδό του. Ακούμπησε τη λάμπα σ’ αυτήν εδώ τη γωνιά. Όποτε κουραστείς, θα μου πεις».
Εκτός από τα αποσυντεθειμένα φύκια, είχε μεταφερθεί απ’ έξω χώμα και άμμος, ακόμα και πέτρες από το πεσμένο τείχος. Πιθανότατα κάποιοι έκαναν τον κόπο να καλύψουν μ’ αυτό το στρώμα το έδαφος, μάλλον για να κρύψουν κάτι από τα αδιάκριτα βλέμματα των επισκεπτών. Σε μερικά σημεία υπήρχαν ενδείξεις ότι παρόμοιες απόπειρες αναζήτησης είχαν προηγηθεί αλλά εγκαταλείφθηκαν, άγνωστο γιατί.
Πέρασαν συνολικά πάνω από δυο ώρες κοπιαστικής δουλειάς, χωρίς αποτέλεσμα. Δίπλα στα σκαλοπάτια τής εξόδου είχαν συσσωρεύσει σχεδόν όλο το υλικό που κάλυπτε το δάπεδο. Όσο όμως κι αν προσπάθησαν, δεν κατόρθωσαν να διακρίνουν κάτω το παραμικρό ίχνος. Το μόνο πράγμα που φαινόταν στον χώρο, εκτός από τα πέτρινα τοιχώματα ήταν ένας μεγάλος σωρός από ξύλα, σε μια από τις τέσσερις γωνιές τής αίθουσας.
«Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο βρίσκονται εδώ αυτά τα ξύλα» σχολίασε ο Χουάν, όταν επιτέλους κάθισε δίπλα στην Τζέιν στο τελευταίο σκαλί, ανάμεσα στους δύο σωρούς φύκια.
«Αυτό αναρωτήθηκα κι εγώ. Έσκασα από τη ζέστη και το τελευταίο που θα ήθελα είναι μια φωτιά εδώ μέσα».
«Κι αυτό ισχύει για όλες τις εποχές σ’ αυτά τα μέρη. Ακόμα όμως και κρύο να έκανε, δε βλέπω γιατί κάποιος θα την άναβε. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνιχτική και με τη φωτιά υπάρχει κίνδυνος ασφυξίας, καθώς δε βλέπω κάποιο άνοιγμα για να φεύγει ο καπνός».
Ακολούθησε σιωπή, προσπαθώντας ο καθένας να βρει μια λογική εξήγηση. Ύστερα από λίγα λεπτά, η Τζέιν σηκώθηκε λέγοντας:
«Θα ρίξω κι εγώ μια ματιά μήπως ανακαλύψω κάτι».
«Ίσως τώρα που είσαι ξεκούραστη θα τα παρατηρήσεις με καθαρότερο βλέμμα».
Η Τζέιν γέλασε. Ξαφνικά σταμάτησε στον απέναντι τοίχο και τον παρατηρούσε με μεγάλη προσοχή. Ο Χουάν σηκώθηκε και την πλησίασε.
«Βλέπεις κάτι ενδιαφέρον;»
«Αυτή η ρωγμή στο πέτρωμα παραείναι ευθεία για να είναι φυσική. Χάνεται κάθε τόσο, αλλά είμαι βέβαιη ότι χωρίζει αυτόν τον τοίχο στα δύο. Έχεις το μαχαίρι σου;»
Το μαχαίρι τού Χουάν απομάκρυνε τη σκόνη και τις λειχήνες που κάλυπταν ένα μέρος τού τοίχου και επιβεβαίωσε τη σωστή παρατήρηση της Τζέιν. Ο τοίχος που βρισκόταν ακριβώς μπροστά τους φαινόταν να αποτελείται από δύο ογκόλιθους σε ερμητική επαφή. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν αφού εξέτασαν όλες τις γωνίες που σχηματίζονταν από τους τοίχους και εντόπισαν πού υπήρχαν οι ασυνέχειες.
«Οπωσδήποτε έκανες μια μεγάλη ανακάλυψη, Τζέιν. Δίνω πολλές πιθανότητες στο να βρίσκεται από πίσω ο τάφος τού “Λευκού Πνεύματος” ή αν προτιμάς του Φερνάρντο. Απομένει να βρεις τον τρόπο για να μετακινήσεις τους βράχους. Και το εννοώ».
«Αυτό το αφήνω σ’ εσένα, καλέ μου».
«Δεν είναι καθόλου εύκολο. Θέλει σκέψη. Γι’ αυτό, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να λέμε όποια ιδέα μας έρχεται στο μυαλό, όσο απίθανη κι αν είναι. Μπορεί να γίνει η αφορμή για να βρεθεί κάποια λύση».
«Ο μόνος που μπορεί να τις μετακινήσει είναι κάποιος με υπεράνθρωπες δυνάμεις. Σαν το “Λευκό Πνεύμα” ας πούμε».
«Εδώ που τα λέμε… Πιστεύεις ότι μπορεί να γίνει κάτι απ’ έξω;»
«Δε νομίζω. Εξάλλου βρισκόμαστε στο επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας, αν όχι παρακάτω. Αυτό είναι αδύνατο».
«Όσο αδύνατο είναι να χρειάζεται μια φωτιά εδώ μέσα…»
«Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Δεν ξέρω… Δύο αδύνατα μπορεί να κάνουν κάτι δυνατό… Αλήθεια, μπορούμε να καταλάβουμε αν έχουν ανάψει ποτέ φωτιά εδώ μέσα;»
«Αν έχει γίνει πρόσφατα, ίσως. Θα είχε ενδιαφέρον πάντως αν εξακριβώναμε κάτι τέτοιο».
Την ίδια στιγμή ο Χουάν σηκώθηκε και άρχισε να ερευνά με τον φακό το έδαφος.
Δε χρειάστηκε να περάσει πολλή ώρα. Δύο περίπου μέτρα πριν από τη σφραγισμένη είσοδο, όταν καθάρισε πιο προσεκτικά μια αβαθή κυκλική κοιλότητα στο έδαφος, είδε ότι ο βράχος ήταν πιο μαυρισμένος από υπολείμματα φωτιάς.
«Πράγματι, Τζέιν. Κάποιος, κάποτε, άναψε εδώ μέσα φωτιά. Ίσως και περισσότερες από μια φορές. Σ’ αυτή μάλιστα την περιοχή το έδαφος ήταν σχεδόν καθαρισμένο από φύκια και χώμα από πριν. Είναι μια ένδειξη ότι πρόκειται για ένα σημείο “κλειδί”.  Μπορείς όμως εσύ να το εξηγήσεις αυτό;»
«Σίγουρα όχι για να ζεσταθεί… Στάσου μια στιγμή. Αυτός δεν υποτίθεται ότι ήταν ένας ιερός χώρος;»
«Απ’ όσο έχω καταλάβει…»
«Δεν είναι πιθανό να έκαναν εδώ μέσα ιεροτελεστίες;»
«Και τι θα πετύχαιναν που θα μας ενδιέφερε τώρα;»
«Ξέρω ότι ακούγεται τρελό, αλλά αν δοκιμάζαμε να ανάψουμε μια φωτιά, ίσως βοηθούσε…»
«…το “Λευκό Πνεύμα”;»
«Μη γίνεσαι σαρκαστικός. Ίσως κρύβεται κάτι που τώρα δεν μπορεί να πάει το μυαλό μας. Ας κάνουμε ένα πείραμα».
«Μ’ αυτήν τη ζέστη; Εσύ είπες ότι υποφέρεις. Άσε που θα κινδυνέψουμε από ασφυξία».
«Θα σταθούμε δίπλα στην έξοδο. Αν δούμε ότι ζαλιζόμαστε θα φύγουμε αμέσως».
«Έστω. Το κάνω για να ικανοποιήσω την περιέργειά σου».
Είχαν περάσει τρεις ώρες από τη δύση τού ήλιου. Το φως τής λάμπας είχε εξασθενήσει και ο Χουάν προσπαθούσε με τον φακό του να ξεχωρίσει τα πιο στεγνά ξύλα από τον σωρό.
«Τα πιο πολλά είναι μουχλιασμένα» μονολόγησε μάλλον απογοητευμένος. «Με το μαχαίρι μου, πάντως, θα σχίσω μερικές φλούδες για προσανάμματα. Έχουμε και το οινόπνευμα. Πού ξέρεις, μπορεί να πετύχει».
«Θα δώσει και ρομαντική ατμόσφαιρα» συμπλήρωσε χαμογελώντας η Τζέιν.
Ο Χουάν τοποθέτησε προσεκτικά όσα διάλεξε στη λαξευμένη κοιλότητα που υπήρχε κοντά στη μυστική είσοδο κι έβαλε ανάμεσά τους προσανάμματα. Ύστερα από αρκετή προσπάθεια, η φωτιά άναψε. Οι φλόγες υψώθηκαν ενώ ανάμεσά τους έτριζαν τα υγρά ξύλα.
Πέρασε έτσι γύρω στο ένα τέταρτο. Ο Χουάν και η Τζέιν περισσότερο ξεκουράζονταν και απολάμβαναν τις φλόγες που χόρευαν, παρά σκέφτονταν τον τρόπο που θα άνοιγαν την είσοδο του πιθανού μαυσωλείου.
«Περίεργο…» Μουρμούρισε ο Χουάν και μισοσηκώθηκε.
«Ποιο είναι το περίεργο;»
«Νόμιζα ότι η πέτρα δεν είναι τόσο καλός αγωγός τής θερμότητας».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Δεν μπορώ πια να καθίσω από τη ζέστη!»
«Τότε αυτό που θα ακούσεις είναι πιο περίεργο!»
«Τι θέλεις να πεις;»
«Παρόλο που κάθομαι κοντά σου δεν αισθάνομαι καμιά διαφορά από πριν!»
«Δεν είναι δυνατό!»
«Δες και μόνος σου».
Ο Χουάν άγγιξε το έδαφος στη θέση της. Παραξενεμένος, προχώρησε παραπέρα εξετάζοντας περισσότερο το δάπεδο. Ήταν πραγματικά ανεξήγητο αυτό που διαπίστωνε. Σε μερικά σημεία είχε ζεσταθεί πάρα πολύ, ενώ σε άλλα η διαφορά θερμοκρασίας ήταν ανεπαίσθητη. Ξανακάθισε σκεφτικός, από την άλλη πλευρά τής Τζέιν. Κάποια εξήγηση θα υπάρχει. Θα τη βρω, ακόμα κι αν χρειαστεί να σκάψω!
Ξαφνικά, άρχισε να ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με ερωτηματικό βλέμμα.
«Τι στο καλό…» αναρωτήθηκαν με ένα στόμα.
Ο θόρυβος δυνάμωνε ολοένα κάτω από τα πόδια τους. Πριν σκεφτούν τίποτε περισσότερο, ένιωσαν τη γη να τρέμει.
«Σεισμός!» φώναξε τρομαγμένη η Τζέιν.
Σηκώθηκαν πανικόβλητοι και βγήκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν από μέσα. Η δόνηση δεν ήταν ισχυρή, αλλά περισσότερο τους είχε τρομοκρατήσει η βοή που τη συνόδευε. Ήταν έτοιμοι να κατεβούν στη βάρκα για να επιστρέψουν, όταν ο Χουάν είπε:
«Να πάρει! Πάνω στην ταραχή μας ξεχάσαμε τα πάντα μέσα! Περίμενε μια στιγμή, πάω να τα φέρω».
«Στάσου, Χουάν! Θα έρθω μαζί σου!» είπε αυθόρμητα η Τζέιν. «Να σε βοηθήσω για να κερδίσουμε χρόνο».
«Μείνε εκεί που είσαι! Χωρούν όλα στην αγκαλιά μου».
«Ξεχνάς πόσο στενός είναι τώρα ο διάδρομος. Άλλωστε ήταν μια μικρή δόνηση και τώρα δεν υπάρχει κίνδυνος».
Πριν καλά καλά τελειώσουν τον διάλογο και τα επιχειρήματά τους βρίσκονταν στην είσοδο, έτοιμοι να μπουν με χίλιες προφυλάξεις ξανά στο σπήλαιο. Μέσα τώρα δεν ακουγόταν τίποτε. Μπροστά ο Χουάν, ψηλαφούσε κάθε τόσο τα τοιχώματα για ρωγμές. Όταν κατέβηκαν και το τελευταίο σκαλοπάτι, σταμάτησαν μπροστά σ’ αυτό που δε θα μπορούσε κανένας να φανταστεί: Στο λιγοστό φως είδαν τον τοίχο να έχει εξαφανιστεί, αποκαλύπτοντας ένα μαύρο κενό πίσω από ατμούς ανακατωμένους με καπνό και τις τελευταίες γλώσσες φωτιάς.
Έμειναν και οι δύο αποσβολωμένοι, χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λέξη. Νόμιζαν ότι έβλεπαν ανοιχτή την πύλη τού Άδη. Μόλις συνήλθαν από το πρώτο σοκ, άρχισαν να παρατηρούν προσεκτικά το καινούργιο σκηνικό άναυδοι, ξεχνώντας τον λόγο για τον οποίο ήρθαν. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι μπορούσε να συμβεί ξαφνικά κάτι που να ξεπερνάει τα όρια της λογικής.
Καταλαβαίνοντας ότι η δόνηση και ο θόρυβος προήλθαν από την ολίσθηση των ασήκωτων βράχων, τον φόβο τού σεισμού διαδέχτηκε το δέος που προκαλούσε το μαύρο χάσμα.
Πράγμα παράξενο, ο φόβος από την Τζέιν έφυγε πολύ γρήγορα.
«Ας προχωρήσουμε!» είπε κάνοντας το πρώτο βήμα χωρίς να το καλοσκεφτεί. Όμως το ψύχραιμο χέρι τού Χουάν τη συγκράτησε.
«Είσαι με τα καλά σου; Θέλεις να θαφτούμε ζωντανοί; Πού ξέρεις ότι η πύλη δε θα ξανακλείσει μόνη της όπως άνοιξε; Πρέπει να εξηγήσουμε πώς συνέβη αυτό για να μπορέσουμε να κινηθούμε με ασφάλεια».
Για αρκετά λεπτά προσπαθούσαν να βρουν τι ήταν αυτό που μετακίνησε τόσο αναπάντεχα τους αμετακίνητους βράχους. Η φωτιά κόντευε να σβήσει, όταν ξανάρχισε ο ίδιος υπόκωφος θόρυβος και η δόνηση του εδάφους. Αυτήν τη φορά δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους, αλλά η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά.
Οι βράχοι εμφανίστηκαν και άρχισαν σιγά σιγά να πλησιάζουν. Δύο λεπτά αργότερα, είχαν βρεθεί στην αρχική τους θέση και ο Χουάν με την Τζέιν τούς κοίταζαν όπως θα κοίταζαν ένα φάντασμα.
Τα μάτια τους ήταν στυλωμένα πάνω στις τελευταίες φλόγες που ξεπηδούσαν πότε πότε ανάμεσα απ’ τα κάρβουνα, θαρρείς και προσπαθούσαν από εκεί να αποσπάσουν τη λύση τού προβλήματος. Αφού απέκλεισαν οτιδήποτε μεταφυσικό θα μπορούσε να συμβεί, αναγκάστηκαν να δεχτούν ότι η αιτία τού φαινομένου δεν μπορούσε παρά να είναι εκείνη η φωτιά και ότι το κοίλωμα ήταν επί τούτω κατασκευασμένο.