46


«Είμαι περίεργος γιατί με διέκοψες» διαμαρτυρήθηκε ο Χουάν, μόλις μπήκαν στο δωμάτιό τους. «Τώρα πώς θα βρούμε αυτό που ψάχνουμε;»
Άθελά του, ο τόνος τής φωνής του ήταν απότομος, αλλά η Τζέιν δεν έδωσε σημασία, καθώς περίμενε αυτήν την αντίδραση. Απάντησε χαμογελαστή για να διώξει τη συννεφιά από το πρόσωπο και την ψυχή τού αγαπημένου της.
«Μην ανησυχείς. Παρακολούθησε τη λογική μου. Είπε ότι τα πούλησε πριν από τρεις μήνες σε παρόμοια δημοπρασία. Αυτοί που τις οργανώνουν για  να αποφεύγονται πλειστηριασμοί κλοπιμαίων και παρόμοιες παρανομίες, κρατούν όλα τα στοιχεία από τους πωλητές και τους αγοραστές των αντικειμένων. Θα προσπαθήσουμε να τους πείσουμε να μας δώσουν τα στοιχεία του αγοραστή τού μεταλλίου».
«Των μεταλλίων, θέλεις να πεις» διόρθωσε με απογοήτευση ο Χουάν.
«Έστω, των μεταλλίων. Εμείς θα ζητήσουμε πληροφορίες για εκείνο που μας ενδιαφέρει».
«Με ποια δικαιολογία;»
«Θα τους πούμε ότι κάνουμε έρευνα στην ιστορική περίοδο του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα, ότι έχει για μας μια επιστημονική σημασία και θέλουμε να έρθουμε σε επαφή με τον αγοραστή για να μας δώσει, αν γνωρίζει, σχετικές πληροφορίες και να το φωτογραφίσουμε. Θα ήταν πολύ χρήσιμο για τη μελέτη μας αν το βρίσκαμε στα χέρια του».
«Αν δεν υπάρχουν αρκετά λεπτομερείς περιγραφές όπως και σ’ αυτήν τη δημοπρασία;»
«Θα κινηθούμε προς δύο κατευθύνσεις. Ελπίζω να μην ταλαιπωρηθούμε».
«Μην το λες… Αυτό το ταξίδι, που είμαστε αναγκασμένοι να ξανακάνουμε στη Μουμπάι, με κουράζει από τώρα. Χρειάζεται τύχη, που μέχρι τώρα, ειδικά σ’ αυτήν την αποστολή, δε μας θέλει».
«Θα δούμε. Προς το παρόν ξαναβρές την αισιοδοξία σου» περιορίστηκε να πει η Τζέιν.
Ο οίκος που είχε οργανώσει την προηγούμενη δημοπρασία ήταν ο ίδιος. Ο αρμόδιος, αν και στην αρχή έφερε αντιρρήσεις, δεν αρνήθηκε τελικά να εξυπηρετήσει την Τζέιν, καθώς πείστηκε από τις προφάσεις της και αναγνώρισε παράλληλα στο πρόσωπό της μια πολύ καλή πελάτη. Άκουσε με ενδιαφέρον τους λόγους για τους οποίους ζητούσε τις πρώτες πληροφορίες για την περιγραφή και τον αγοραστή κι έσπευσε να τις αναζητήσει στα αρχεία. Με το όνομα της πωλήτριας εντόπισε γρήγορα και τα δύο, αλλά οι περιγραφές τους ήταν τόσο γενικευμένες, που δεν μπόρεσαν να συμπεράνουν ποιο ήταν το ζητούμενο. 
Το μόνο που έμαθαν ήταν ότι ο αγοραστής τού ενός μεταλλίου ήταν ο Τζον Ο’ Σάλιβαν, καθηγητής τής Ιστορίας και Αρχαιολογίας, στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου. Το δεύτερο είχε αγοράσει ο Ινδός Σιέντ Μπανερζί, έμπορος οικιακών συσκευών, από τη Μουμπάι. Δυστυχώς, δεν ήξερε τίποτε περισσότερο για τα ίδια τα αντικείμενα που πουλήθηκαν και δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Ούτε είπε πόσο πουλήθηκαν, παρ’ όλη την επιμονή τους. Έφυγαν με ανάμικτα συναισθήματα.
«Τουλάχιστο τον έναν θα τον βρούμε εύκολα» αναστέναξε η Τζέιν.
«Η πιθανότητα όμως να έχει αυτός το μετάλλιο είναι η μικρότερη» παρατήρησε ο Χουάν. «Είναι φυσικό να αγόρασε το μετάλλιο ο καθηγητής, καθώς γνωρίζει την ιστορική του αξία».
«Καμιά φορά οι ερασιτέχνες δημιουργούν εκπλήξεις. Εξάλλου, το άλλο κομμάτι μπορεί να μην είναι και τόσο ασήμαντο».
«Όποιος και αν το πήρε, θα έχει κάποιο σοβαρό λόγο για να το κάνει. Δε δίνει εύκολα κάποιος κάμποσες χιλιάδες ρουπίες για ένα φθαρμένο νόμισμα».
«Μπορεί να είναι σε καλύτερη κατάσταση απ’ όσο νομίζεις».
«Σ’ αυτό ίσως έχεις δίκιο. Λογικά ταλαιπωρήθηκε λιγότερο από τα προηγούμενα».
«Πού είπε ότι μένει ο Ινδός;»
«Εδώ, στη Μουμπάι. Έχω τη διεύθυνσή του. Μπορούμε να πάμε το απόγευμα. Στο μεταξύ, τηλεφώνησε για να βεβαιωθούμε ότι θα βρίσκεται στο σπίτι του».

Ο Σιέντ Μπανερζί είναι από τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Μαχαράστρα, στα νοτιότερα τότε προάστια της Μουμπάι. Γόνος πλούσιας οικογένειας, ο πατέρας του είχε αγοράσει εκεί ένα μεγάλο οικόπεδο, κοντά σε μια πολύ όμορφη ακτή. Το 1909, όταν θεμελιώθηκε στη Μαχαράστρα η Βασιλική Όπερα από τον Γεώργιο Ε’, εκείνος ήδη είχε χτίσει ένα διώροφο σπίτι και δίπλα το κατάστημά του. Έκανε εμπόριο σιδηρικών. Ο Σιέντ είχε τις επιχειρηματικές ικανότητες του πατέρα του και συνέχισε με εμπόριο λευκών συσκευών, όταν είδε την αύξηση της ζήτησης στην αναπτυσσόμενη χώρα. Έχει ανακαινίσει από τότε το κατάστημά του τρεις φορές και σήμερα είναι το μεγαλύτερο στη νότια Μουμπάι.
Πράγμα παράξενο, παρά τον καλό χαρακτήρα του, την ωραία του εμφάνιση και την οικονομική του άνεση, δεν έκανε οικογένεια. Ο πατέρας του πέθανε μ’ αυτήν την πικρία. Έχοντας αποκτήσει μεγάλη περιουσία, αφιερώνει τώρα όλο και περισσότερο χρόνο στην προσωπική του διασκέδαση. Παλιότερα είχε ασχοληθεί με όλα τα σπορ. Τώρα, έχοντας περάσει τα εξήντα, στρέφεται σε λιγότερο κοπιαστικές διασκεδάσεις.
Συλλέγει οτιδήποτε μπορεί να μπει μέσα σε άλμπουμ, όπως γραμματόσημα, νομίσματα και κάρτες. Ζωγραφίζει και κάνει αερομοντελισμό. Κάθε μέρα την αφιερώνει και σε κάτι διαφορετικό. Η συλλογές του είναι εντυπωσιακές, ο ίδιος όμως δεν έχει ασχοληθεί συστηματικά και οι γνώσεις του είναι λιγότερες απ’ όσο θα περίμενε κανείς βλέποντας την έκτασή τους.

Ο Χουάν και η Τζέιν δε δυσκολεύτηκαν να βρουν το σπίτι του, κοντά στο υπέροχο πάρκο των “Κρεμαστών Κήπων”, στο λόφο Μαλαμπάρ. Δέχτηκε τους νέους με μεγάλη ευγένεια, φλυάρησε μαζί τους αρκετή ώρα για τα ενδιαφέροντά του και στη συνέχεια προθυμοποιήθηκε να τους ενημερώσει για το μετάλλιο που αγόρασε τρεις μήνες νωρίτερα.
Η περιγραφή του δεν τους θύμισε τίποτε από αυτά που ήξεραν, πράγμα που επιβεβαιώθηκε όταν λίγη ώρα αργότερα τους το έδειξε ο συλλέκτης, μαζί με την υπόλοιπη συλλογή νομισμάτων. Έφυγαν από το σπίτι του ζαλισμένοι, δοκιμάζοντας μια ακόμη απογοήτευση, καθώς κατάλαβαν ότι ήταν αναγκασμένοι να ετοιμαστούν για ένα καινούργιο ταξίδι. Το ευτύχημα ήταν ότι θα γινόταν σε μια ευρωπαϊκή χώρα, όπου θα μπορούσαν να συνεννοηθούν τέλεια και αρκετά κοντά στην πατρίδα τους. Έπρεπε βέβαια τώρα να ακολουθήσουν μια εντελώς διαφορετική στρατηγική για την απόκτηση του τελευταίου μεταλλίου, που τόσο επιθυμούσαν.

Το μόνο που ήξεραν για τον Ιρλανδό καθηγητή ήταν η έδρα τού πανεπιστήμιου όπου εργαζόταν, η διεύθυνση του σπιτιού του και το κινητό του τηλέφωνο. Προτίμησαν να έλθουν αμέσως σε επαφή με τη γραμματεία τής σχολής. Όταν έμαθαν ότι βρίσκεται στην Ιρλανδία, ανυπομονούσαν ολοένα και περισσότερο για το πότε θα έρθουν σε επαφή μαζί του.
Οι προετοιμασίες για την αναχώρησή τους από το Ράντσι δεν κράτησαν πάνω από λίγες ώρες. Το μυαλό τους έπαψε να βρίσκεται πια στην Ινδία. Βιάζονταν να επιστρέψουν μια ώρα αρχύτερα στην πατρίδα τους. Ο Χουάν στο μεταξύ φρόντισε να βρει μια κατάλληλη αποσκευή για να βολέψει το νέο, απροσδόκητο και ογκώδες απόκτημά του. Ύστερα από την αναζωπύρωση των ελπίδων του, το εύρισκε ολοένα και πιο κομψό. Ήδη στο μυαλό του είχε διαλέξει και τη θέση που θα έστηνε τον χαυλιόδοντα, απέναντι από το γραφείο του. Το επόμενο πρωί πήγαν για να βγάλουν τα εισιτήρια της επιστροφής.
Όταν έφτασαν στο αεροδρόμιο έμαθαν ότι οι πτήσεις από το Ράντσι είχαν αναβληθεί επ’ αόριστον, λόγω σοβαρής βλάβης στο κεντρικό δίκτυο του πύργου ελέγχου. Η καθυστέρηση αυτή τους εκνεύρισε αφάνταστα, καθώς δεν μπορούσαν να ξέρουν το χρονικό διάστημα που θα ήταν υποχρεωμένοι να παραμείνουν εκεί. Ήθελαν να φτάσουν όσο το δυνατό συντομότερα στο Δελχί κι από εκεί στη Μαδρίτη μέσω Λονδίνου.
Για να κερδίσουν χρόνο αποφάσισαν να πάνε μέχρι το Δελχί με το τρένο. Η ιδέα τούς ήρθε όταν παρατήρησαν ότι πολλοί ταξιδιώτες αγόραζαν εισιτήρια για τρένα σε γραφεία ταξιδιωτικών πρακτορείων, που βρίσκονταν μέσα στο αεροδρόμιο. Τα περισσότερα εισιτήρια είχαν ήδη πουληθεί και με δυσκολία εξασφάλισαν δύο θέσεις, που δεν τους παρείχαν όμως την άνεση που επιθυμούσαν. Θα ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν όλη τη νύχτα ταξιδεύοντας και μάλιστα στριμωγμένοι σε δύο άβολα καθίσματα, με τις βαλίτσες ανάμεσα στα πόδια τους.

Η αμαξοστοιχία Rajdhani Express, ξεκινάει καθημερινά από το Ράντσι στις πεντέμισι το απόγευμα και φτάνει στο Δελχί στις έντεκα το πρωί τής επόμενης ημέρας, αφού διανύσει περίπου χίλια τριακόσια χιλιόμετρα. Εκείνο το απόγευμα οι ταξιδιώτες, λόγω των έκτακτων συνθηκών, ήταν περισσότεροι. Η εταιρεία υποχρεώθηκε να προσθέσει οχτώ ακόμα βαγόνια στα τριάντα τέσσερα της αμαξοστοιχίας για να καλύψει το ξαφνικό πρόβλημα της μεταφοράς υπεράριθμων επιβατών. Το βαρύτερο τρένο θα ήταν τώρα υποχρεωμένο να ταξιδεύει με μικρότερη ταχύτητα.
Το τοπίο κατά τη διάρκεια της διαδρομής ήταν μονότονο. Οι κατοικημένες περιοχές που έβλεπαν ήταν ελάχιστες πόλεις, μερικά χωριά και εκατοντάδες μικροί οικισμοί, σπαρμένοι στις απέραντες πεδιάδες, ανάμεσα σε καλλιεργημένες εκτάσεις, κατακερματισμένες σε άπειρα μικρά χωράφια.
Κόντευαν μεσάνυχτα όταν πέρασαν από τη μεγάλη γέφυρα του Γάγγη, δίπλα στο Βαρανάσι. Ακόμα κι εκείνη την ώρα, είδαν αρκετές σκιές να βρέχονται με τα κρύα νερά τού ιερού ποταμού, κάτω από το φως τού φεγγαριού, που εκείνη την ώρα πρόβαλλε από τα σύννεφα. Θυμήθηκαν την Ανάντα, όταν μερικές μέρες νωρίτερα η θρησκεία της την είχε οδηγήσει σ’ εκείνες τις βραχμανικές τελετές. Θα ήθελαν να είναι παρόντες σ’ εκείνο το θέαμα, αλλά οι συνθήκες τότε δεν το επέτρεψαν.
Το τρένο έφτασε στο Κανπούρ στις οχτώ το πρωί, με δυο ώρες καθυστέρηση. Σταμάτησε για να αφήσει αρκετούς επιβάτες, μαζί με τα τελευταία έξι βαγόνια και να αλλάξει τη μηχανή. Ο μηχανοδηγός ενημέρωσε τους επιβάτες ότι μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες θα περνούσε αρκετή ώρα. Υπολόγιζε πάντως η αναχώρηση να γίνει κατά τις εννιά και μισή.
Μόλις άνοιξαν οι πόρτες των βαγονιών, οι περισσότεροι επιβάτες ξεχύθηκαν αμέσως και κατευθύνθηκαν στην κεντρική είσοδο του σταθμού. Ο Χουάν και η Τζέιν κοίταζαν παραξενεμένοι τη βιαστική αποβίβασή τους. Η απορία τους σύντομα μετατράπηκε σε ανησυχία, όταν διερωτήθηκαν μήπως θα έπρεπε και αυτοί να προμηθευτούν κάτι σημαντικό που δεν είχαν προβλέψει. Ρωτώντας, πληροφορήθηκαν ότι στους περισσότερους σιδηροδρομικούς σταθμούς υπάρχει έλλειψη νερού και γι’ αυτόν τον λόγο οι επιβάτες σπεύδουν να αντικαταστήσουν ή να γεμίσουν τις φιάλες που άδειασαν κατά τη διάρκεια της διαδρομής.
Ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός τού Κανπούρ έχει πρωτότυπη αρχιτεκτονική γραμμή και είναι ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης. Μοιάζει με έναν απέραντο, μακρόστενο ναό με θόλους και εισόδους σε χρώμα υπόλευκο ιβουάρ, που συνδυάζεται απόλυτα με το καφεκόκκινο που κυριαρχεί στο υπόλοιπο κτίριο. Είναι ένα κράμα αρχαιοελληνικής, βυζαντινής και αραβικής τεχνοτροπίας με πολλά και μεγάλα παράθυρα, απ’ όπου περνάει άπλετο φως. Είναι από τους σταθμούς με τη μεγαλύτερη κίνηση στην Ινδία. Εδώ το πρόβλημα του νερού ξεπεράστηκε χάρη στο πολυάριθμο προσωπικό από επόπτες και μηχανικούς που απασχολείται γι’ αυτόν τον σκοπό, σε συνδυασμό με τον σύγχρονο ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Εκτός από τη σπουδαία αυτήν παροχή προς τους πολλούς διερχομένους, μπορεί κανείς να εξυπηρετηθεί σχετικά γρήγορα για φαγητό, να αγοράσει εφημερίδες και να προμηθευτεί πολλά ακόμα είδη από τις σειρές των μικρών καταστημάτων τού σταθμού, όλες τις ώρες τού εικοσιτετραώρου.
Ο Χουάν και η Τζέιν, όπως και άλλοι συνταξιδιώτες τους, είχαν προμηθευτεί εμφιαλωμένο νερό στο Ράντσι και γι’ αυτό δεν ακολούθησαν τους άλλους. Προτίμησαν να περπατήσουν λίγο με τον χειμωνιάτικο ήλιο για  να γνωρίσουν τη γύρω περιοχή. Θα επέστρεφαν έγκαιρα, πριν έλθει η ώρα τής αναχώρησης για  να καλυφτούν τα τετρακόσια σαράντα χιλιόμετρα που απέμεναν.
Προσέχοντας να μη χαθούν στην άγνωστη πόλη, ακολούθησαν τον κεντρικότερο δρόμο. Σε λίγα λεπτά πέρασαν μπροστά από ένα πολυώροφο κτίριο με μοντέρνα αρχιτεκτονική γραμμή. Ήταν το Μέγκα Μαλ, το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο τής πόλης. Συνέχισαν τον περίπατο, φτάνοντας στη μεγαλύτερη γέφυρα του ποταμού Γκάγκα. Όμως αμέσως μετά, καθώς η Τζέιν ανησυχούσε βλέποντας συνέχεια το ρολόι της, έκαναν μεταβολή για να επιστρέψουν από την ίδια οδό.


Στο Δελχί έφτασαν αργά το μεσημέρι. Ο Χουάν και η Τζέιν, μολονότι δεν είχαν πολλές δυνάμεις, προτίμησαν να μη χάσουν χρόνο για ξεκούραση στην ινδική πρωτεύουσα. Πήραν αμέσως ένα από τα τελευταία ταξί τού σταθμού και κατευθύνθηκαν στο αεροδρόμιο.
Η οδός Κουτάμπ ενώνει τον σιδηροδρομικό σταθμό με την κυκλική πλατεία Κόνοτ, στο κέντρο τής πόλης, απ’ όπου ξεκινούν ακτινωτά δέκα ακόμα εμπορικοί δρόμοι. Σε ακτίνα τεσσάρων χιλιομέτρων από εκείνο το σημείο, το Δελχί έχει την όψη μιας σύγχρονης μεγαλούπολης, με καλή ρυμοτομία, πολλές πλατείες, παραδοσιακούς ναούς, πολυκαταστήματα, στάδια και μνημεία. Στην περιφέρεια η πόλη κάπως υποβαθμίζεται, χωρίς όμως να λείπουν και από εκεί ουρανοξύστες και ξενοδοχεία, ιδίως στους κεντρικούς δρόμους.
Το ταξί πέρασε έξω από τον επιβλητικό ναό Γκουρντβάρα Μπάνγκλα Σαχίμπ, της θρησκευτικής ομάδας των Σιχ. Ακολούθησε την οδό τής μητέρας Τερέζας, ονομασία που δόθηκε προς τιμή τής μοναχής νομπελίστριας. Αφιέρωσε τη ζωή της για την περίθαλψη χιλιάδων αναξιοπαθούντων, από την Αιθιοπία μέχρι την Αρμενία. Στη συνέχεια έστριψε για να μπει σε έναν οδικό άξονα ταχείας κυκλοφορίας, που καταλήγει στο αεροδρόμιο.
Σ’ εκείνη τη διασταύρωση, κοντά στο προεδρικό μέγαρο, ανεγέρθηκε ένα πέτρινο μνημείο για να θυμίζει την “πορεία τού αλατιού”. Την άνοιξη του 1930, χιλιάδες Ινδοί, με πρωτοπόρο τον ειρηνιστή Μαχάτμα Γκάντι, διέσχισαν σε είκοσι πέντε ημέρες τετρακόσια χιλιόμετρα, από το Αχμεναμπάντ μέχρι την ακτή τής Αραβικής Θάλασσας. Άρχισαν να παρασκευάζουν αλάτι μόνοι τους, στις αλυκές τού Νταντί, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το μονοπώλιο και την εκμετάλλευσή του από τους Βρετανούς. Η πορεία συγκλόνισε τότε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Η Βρετανοί αντέδρασαν βίαια και φυλάκισαν εκατοντάδες Ινδούς. Ο Ντεβί Πρασάντ Ροΐ Τσαουντχαρί κατάφερε να αποτυπώσει πάνω σε έντεκα ανθρώπους όλη εκείνη την αγωνία και την προσπάθεια του ινδικού λαού.
Η όλη διαδρομή ήταν σύντομη και δεν πρόσεξαν τίποτε περισσότερο από την ινδική πρωτεύουσα. Ο νους τους εξάλλου ήταν εκείνη τη στιγμή περισσότερο στο τελευταίο μετάλλιο, παρά σ’ εκείνα που έβλεπαν γύρω τους. Αμέσως έσπευσαν να εξασφαλίσουν τα εισιτήριά τους για το Λονδίνο. Η πτήση ξεκινούσε στις έξι και μισή το απόγευμα. Έδωσαν τις αποσκευές τους, ήπιαν έναν καφέ και πήγαν να αναπαυτούν στα καθίσματα της πιο ήσυχης γωνιάς τού μεγάλου χώρου υποδοχής τού αεροδρομίου. Για κάθε ενδεχόμενο ενεργοποίησαν το ξυπνητήρι στο κινητό τους.
Η κούραση νίκησε τους δύο νέους. Κοιμήθηκαν χωρίς να το καταλάβουν μέχρι τις πέντε, πάνω στα καθίσματα. Έστω και λίγος, ο ύπνος τούς έδωσε αρκετές δυνάμεις. Η πτήση ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση. Πέντε περίπου ώρες αργότερα, το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Χίθροου.
Η ανταπόκριση για την Ισπανία ήταν άμεση. Στη Μαδρίτη έφτασαν όμως πολύ κουρασμένοι. Μια ακόμη αιτία που ταλαιπωρήθηκαν ήταν η διαφορά ώρας και δεν άντεχαν να συνεχίσουν αμέσως μέχρι το σπίτι τους. Πέρασαν το βράδυ στο Ντιάνα, ένα από τα πιο κοντινά ξενοδοχεία στο αεροδρόμιο και στις έντεκα το πρωί ξεκίνησαν με το τρένο για τη Βαρκελώνη.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι τους, χτύπησαν την πόρτα τού πρώτου ορόφου μόνο και μόνο για να ενημερώσουν τους γονείς ότι έφτασαν καλά. Υποσχέθηκαν να τους διηγηθούν τις λεπτομέρειες το ίδιο απόγευμα, ύστερα από μερικές ώρες ξεκούρασης. Έφαγαν με λίγη όρεξη μια πίτσα που παράγγειλαν και αφέθηκαν να χαλαρώσουν μπροστά στην τηλεόραση, χωρίς καν να ανοίξουν τις βαλίτσες τους.
Παρ’ όλη την κούρασή της, η Τζέιν σηκώθηκε μισή ώρα αργότερα. Οι σκέψεις την εμπόδιζαν να παρακολουθήσει ένα μιούζικαλ, που κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα το εύρισκε πολύ διασκεδαστικό. Έριξε λίγο δροσερό νερό στο πρόσωπό της για να αναζωογονηθεί και στη συνέχεια πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Άρχισε να αδειάζει τη βαλίτσα της. Δίπλα της είχε φτάσει αθόρυβα ο Χουάν, που είχε στο μεταξύ σηκωθεί. Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα τού σαλονιού, αλλά τον ύπνο του έδιωξαν οι κινήσεις τής Τζέιν.
«Μην κουράζεσαι, Τζέιν. Βγάλε μόνο ό,τι χρειάζεται για απόψε. Ετοιμάσου για να πάμε σε λίγο στους δικούς μας, να τους πούμε λίγα για το ταξίδι μας, γιατί αδημονούν. Θα επιστρέψουμε σύντομα για ύπνο και αύριο θα τακτοποιήσουμε μαζί όλα τα υπόλοιπα».
«Δεν μπορώ να ησυχάσω και το ξέρεις» είπε η Τζέιν γυρίζοντας ξαφνιασμένη το κεφάλι. «Ο νους μου είναι συνέχεια στο τι πρέπει να κάνουμε ύστερα».
«Ξέχνα για λίγο το “ύστερα”. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ το σκέφτομαι, αλλά τη λύση θα τη βρούμε ευκολότερα ξεκούραστοι. Είπαμε· θα το συζητήσουμε αύριο».

Η χαρά όλων των μελών τής οικογένειας ήταν μεγάλη μόλις συναντήθηκαν. Όλοι βέβαια είχαν μάθει ότι η τύχη εκείνη τη φορά δεν ήταν με το μέρος τους. Οι περιγραφές τού Χουάν και της Τζέιν για τις εντυπώσεις τους και τις συναντήσεις που είχαν ήταν λακωνικές, όπως και οι απαντήσεις τους στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις με τις οποίες τους κατέκλυζαν. Ο Ρομπέρτο το απέδωσε, πέρα από την απογοήτευση, στην κούραση που είχαν από το πολύωρο ταξίδι τής επιστροφής τους. Μ’ αυτήν τη δικαιολογία εξάλλου οι δυο νέοι σηκώθηκαν μιάμιση ώρα αργότερα και ανέβηκαν στο διαμέρισμά τους για  να αναπαυτούν μέχρι το πρωί.