31


Αναφορές στους Πυγμαίους υπάρχουν στην Ιστορία από την αρχαιότητα, την εποχή τού Ηρόδοτου και του Ομήρου. Ζουν κυρίως στα δάση τής κεντρικής Αφρικής, το ύψος τους δεν ξεπερνάει το ενάμιση μέτρο και οι περισσότεροι μιλούν τη γλώσσα των Μπαντού. Παρόμοιες φυλές έχουν εντοπιστεί και σε άλλες περιοχές τής Γης, όπως τη νότια Αμερική και την Ινδονησία. Ο πληθυσμός τους φτάνει σήμερα τις εκατόν πενήντα χιλιάδες. Συνήθως μένουν σε ημικυκλικές, καλαμένιες καλύβες, σκεπασμένες με φύλλα, για να μην μπαίνει η βροχή. Τις κατασκευάζουν οι γυναίκες, οι οποίες επίσης ψαρεύουν και ετοιμάζουν το φαγητό. Δεν καλλιεργούν τη γη. Οι άντρες κυνηγούν ομαδικά αντιλόπες κι ελέφαντες. Όταν δε βρίσκουν πια κυνήγι, αλλάζουν περιοχή.
Λατρεύουν τον θεό Χρβούμ και τοποθετούν τους νεκρούς τους μέσα σε σπηλιές ή σε κοιλώματα δέντρων. Περιστασιακά οργανώνουν διάφορες θρησκευτικές τελετές. Οι μύθοι, οι παραδόσεις, και η ποίησή τους παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Οι φυλές τους βλέπουν σήμερα τα δάση που ζουν να εξαφανίζονται από την υλοτόμηση, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Στα μέρη που καταφεύγουν, σπάνια θεωρούνται ισότιμοι πολίτες. Πολλοί ζουν σε φτωχικές καλύβες, στα προάστια των χωριών των Μπαντού, όπου τους εκμεταλλεύονται και εργάζονται σχεδόν σαν σκλάβοι.
Η σημαντικότερη πάντως αιτία τής μείωσης του πληθυσμού τους είναι οι μεταδοτικές ασθένειες που ενδημούν στις περιοχές όπου είναι εγκαταστημένοι. Το πρόβλημα επιτείνεται, καθώς η πρόσβαση στις περιοχές είναι πολύ δύσκολη και δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για παροχή περίθαλψης. Πολλές ασθένειες, παρόλο που θεραπεύονται με τα κοινά αντιβιοτικά, παρουσιάζουν έξαρση σε συνθήκες φτώχειας και απουσίας των θεμελιωδών κανόνων υγιεινής. Και μόνο η ύπαρξη πόσιμου νερού θα αρκούσε για να περιοριστεί η διάδοσή τους.

Ο Μαρίν Λισούμπα είναι ένας μάλλον κοντός άντρας, απροσδιόριστης ηλικίας, με κλασικά αφρικανικά χαρακτηριστικά. Δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “Πυγμαίος”. Οι γονείς του ανήκαν σε μια από εκείνες τις κρυμμένες, πρωτόγονες φυλές τής ζούγκλας. Όσο μεγάλωνε και ψήλωνε, οι ομόφυλοί του έβλεπαν με περιέργεια τη διαφορά τής σωματικής του διάπλασης. Αργότερα άρχισαν να ψιθυρίζονται σχόλια για τους γονείς του που γίνονταν γι’ αυτόν ολοένα και πιο ενοχλητικά. Όταν έγινε είκοσι χρονών ήρθε για πρώτη φορά στο Ομπεγιέ, αναζητώντας έναν γιατρό για τον πατέρα του. Αναγκάστηκε, για τον ίδιο λόγο, να φτάσει στο Λαμπαρενέ. Δυστυχώς ήταν πολύ αργά για να σωθεί ο γερο-Λισούμπα.
Δύο χρόνια αργότερα, όταν πέθανε και η μητέρα του, εγκατέλειψε το χωριό του και πήγε να εργαστεί στο Λαμπαρενέ. Δεν μπόρεσε όμως να βρει αυτό που ήθελε, έφυγε και προτίμησε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Ομπεγιέ. Ξαναπήγε αρκετές φορές στο δάσος για να επισκεφθεί τη φυλή του, απ’ όπου κι έμαθε πολλές παραδόσεις της. Η Τζέιν και ο Χουάν χάρηκαν που τον γνώρισαν, ιδιαίτερα όταν διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να συνεννοηθούν άνετα μαζί του.

«Μήπως έχετε ακούσει και καμιά ιστορία με κάποιο καράβι που έφτασε στα μέρη αυτά πριν από πάρα πολλά χρόνια;»
«Υπάρχουν μερικές παλιές ιστορίες για καράβια με ξένους, που έφτασαν εδώ πριν από πολλές γενιές. Η ζωή τους και οι συνήθειές τους σίγουρα επηρέασαν τους ντόπιους και τα έθιμά τους. Αργότερα όμως, όταν πέρασαν από ’δώ κι άλλοι λευκοί με τα καράβια τους, φαίνεται ότι τους έκαναν κακό γιατί από τότε φοβήθηκαν και αποτραβήχτηκαν βαθιά στο δάσος».
«Δηλαδή μέχρι πού πήγαν;»
«Ανέβηκαν τον ποταμό και εγκαταστάθηκαν σε περιοχές όπου ένιωσαν ότι ήταν ασφαλείς. Τώρα όμως δε μένουν συνέχεια στο ίδιο μέρος, καθώς αναγκάζονται να ψάχνουν διαρκώς για περιοχές με κυνήγι».
«Εννοείτε ότι δε μένουν σε χωριά;»
«Μερικές ομάδες, όχι. Κάνουν πρόχειρες καλύβες, κάθονται για έναν δυο μήνες και μετά τις εγκαταλείπουν για να πάνε αλλού».
Η Τζέιν άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον. Έβγαλε από την τσάντα της ένα σκίτσο από το ειδώλιο και το έδειξε στον Λισούμπα λέγοντας:
«Παρατήρησα ότι πολλοί κατασκευάζουν μικρά, ξύλινα αγαλματάκια, όπως αυτό. Για ποιο λόγο έχουν αυτήν τη μορφή; Υπάρχει κάποια παράδοση γι’ αυτό;»
«Τα χρησιμοποιούσαν για κάποιες τελετές» είπε άχρωμα ο Λισούμπα.
Από τον τόνο τής φωνής του, η Τζέιν κατάλαβε ότι δεν ήθελε να της πει περισσότερα και δεν επέμεινε. Άλλαξε θέμα.
«Θα θέλαμε αύριο να πάμε να ρίξουμε μια ματιά στο δάσος. Ο Χουάν είναι βοτανολόγος κι εδώ υπάρχουν ενδιαφέροντα είδη φυτών. Εξάλλου, θέλω κι εγώ να βγάλω φωτογραφίες στο πανέμορφο τροπικό δάσος. Θα μπορέσετε να μας συνοδέψετε για να μας βοηθήσετε;»
«Θα ήταν χαρά μου, κυρία».
«Παρατηρήσαμε αρκετούς Πυγμαίους στο μεγάλο χωριό, πριν από δυο μέρες» σχολίασε ο Χουάν.
«Α, θα ήρθαν για τις συνηθισμένες προμήθειες».
«Η κίνηση ήταν μεγαλύτερη από την καθημερινή και οι προμήθειες μου φάνηκαν μάλλον ασυνήθιστες. Τους έβλεπα να κουβαλούν περισσότερα χρώματα και στολίδια παρά τρόφιμα».
«Ίσως ετοιμάζουν καμιά γιορτή» απάντησε απρόθυμα. Ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίστηκε, σαν να είχε βρει την απάντηση που έψαχνε.
«Πολλοί έγιναν χριστιανοί και γιορτάζουν το Πάσχα» πρόσθεσε ικανοποιημένος.
«Είχα την εντύπωση ότι το Πάσχα πέρασε εδώ και δυο μήνες. Κι ότι δε γιορτάζεται ακριβώς έτσι» σχολίασε ο Χουάν. Η φωνή του ακούστηκε περισσότερο ειρωνική απ’ όσο θα ήθελε.
«Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς. Οι πιο πολλές χριστιανικές γιορτές έχουν αφήσει μόνο το όνομά τους και έχουν αναμιχτεί με τα δικά μας έθιμα, παίρνοντας πολύ διαφορετικό χρώμα. Είναι κάτι που γνωρίζει πολύς κόσμος. Εσείς δεν έχετε ακούσει κάτι σχετικό;»
«Πράγματι, έχετε δίκιο. Μπορείτε να μας δώσετε μερικές πληροφορίες για το πώς γιορτάζεται σ’ εσάς;» Η έκφρασή του τώρα είχε γίνει απολογητική.
«Μη γίνεσαι κουραστικός, Χουάν» επενέβη διπλωματικά η Τζέιν. «Βλέπεις ότι ο κύριος Λισούμπα δεν έχει διάθεση».
«Πραγματικά» είπε ο Λισούμπα. «Μόνο που δε φταίτε εσείς γι’ αυτό. Τώρα που έχω φύγει από εκείνον τον τόπο, ζω μονάχα με τις αναμνήσεις που μου φέρνουν αυτές οι τελετές. Πριν από πολλά χρόνια συμμετείχα κι εγώ. Ωστόσο, μια κι έχετε τόση περιέργεια, θα σας πω λίγα λόγια».
Ο Χουάν πλησίασε περισσότερο, ενώ η Τζέιν ενεργοποίησε το iPod της. Ο Λισούμπα συνέχισε:
«Όπως σωστά μαντέψατε, η γιορτή που ετοιμάζεται δεν έχει καμιά σχέση με το χριστιανικό Πάσχα. Είναι η “Γιορτή τού Ασημένιου Φεγγαριού”. Τελείται με λαμπρότητα κάθε χρόνο, την πρώτη πανσέληνο μετά το τέλος τής εποχής των βροχών, από μια φυλή Πυγμαίων. Θα τους βρείτε πέντε ώρες δρόμο από εδώ, βαθιά μέσα στο δάσος. Διαφέρουν από τους άλλους, γιατί είναι πιο απομονωμένοι και λιγότερο κοινωνικοί. Μια ακόμα ιδιαιτερότητά τους είναι ότι δε μετακινούνται όπως άλλες φυλές, μια και φυτεύουν καρποφόρα δέντρα για να πλουτίσουν την τροφή τους».
»Η τελετή αρχίζει μετά τη δύση τού ήλιου, την ώρα που ανατέλλει το φεγγάρι. Γίνεται πάνω σ’ ένα ύψωμα, από το οποίο έχουν κόψει όλα τα δέντρα, όπως και απ’ όλη τη γύρω περιοχή, ώστε να μπορούν όλοι να βλέπουν την αρχή τής καινούργιας εποχής που φέρνει η θεά τού φεγγαριού».
Ο Λισούμπα έβαλε το χέρι στο μέτωπο, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί. Στην πραγματικότητα ήθελε να διώξει παλιές μνήμες. Δικαιολόγησε τη διακοπή που έκανε: «Πέρασαν χρόνια από την τελευταία φορά που ήμουν μαζί τους. Τα περισσότερα δεν τα θυμάμαι καλά κι άλλα ίσως έχουν αλλάξει».
Η Τζέιν όμως τον παρότρυνε να συνεχίσει: «Είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά που ακούμε. Πείτε μας ό,τι θυμάστε. Ας είναι ακόμα και παραδόσεις».
«Στο ύψωμα εκείνο μαζεύεται όλος ο πληθυσμός τού χωριού, περίπου τετρακόσια άτομα, και σχηματίζουν έναν μεγάλο κύκλο. Ο καθένας τους έχει ένα μικρό δόρυ. Αφού πιουν ένα ιερό ποτό, όλοι σηκώνονται όρθιοι και κρατούν ψηλά τα δόρατα. Κάποια στιγμή αρχίζουν να τα ανεβοκατεβάζουν συνέχεια, ρυθμικά, κάτω από τους ήχους των τυμπάνων».
»Στο κέντρο τού κύκλου στέκεται ο μάγος τής φυλής και με τη βοήθεια πέντε ή έξι ανδρών βγάζει από τη γη και σηκώνει όρθιο ένα μεγάλο ξύλινο είδωλο. Έχει τα σώματα των θεών τού ήλιου και του φεγγαριού, ενωμένα στη ράχη, ώστε να έχουν στραμμένα τα πρόσωπά τους ταυτόχρονα στη δύση και στην ανατολή. Στο στήθος τής θεάς τού φεγγαριού λάμπει το ασημένιο της πρόσωπο».
»Η τελετή κορυφώνεται τα μεσάνυχτα με κυκλικούς χορούς γύρω από το όρθιο άγαλμα. Μια ώρα αργότερα όλοι είναι κουρασμένοι και έτοιμοι να κοιμηθούν. Το είδωλο ξανατοποθετείται το πρωί, με τη δύση τού φεγγαριού, μέσα στη γη, αφού έχουν ξυπνήσει όλοι».
Εδώ είμαστε, είπε μέσα του ο Χουάν κοιτάζοντας την Τζέιν, που κρεμόταν από τα χείλη τού Λισούμπα.
«Πώς θα μπορέσουμε να πάμε να δούμε αυτήν τη γιορτή;» ρώτησαν σχεδόν ταυτόχρονα.
«Γίνεται μόνο για τη δική τους φυλή. Κυκλοφορούν φήμες για πολλές επικίνδυνες παγίδες που στήνουν οι ίδιοι για να εμποδίσουν τους περίεργους να πλησιάσουν. Πολύ λίγοι από άλλες φυλές ντόπιων τόλμησαν να φτάσουν κοντά και να τη δουν μέχρι τώρα».
«Εσείς πώς το ξέρετε;»
«Η καταγωγή μου είναι, από το μέρος τής μητέρας μου, από τη δική τους φυλή».
«Δηλαδή τι θα συμβεί αν κάποιος ξεπεράσει τα εμπόδια που είπατε ότι βάζουν για να τους δει από κοντά;»
«Είναι μια γιορτή θρησκευτική που κατά τη διάρκειά της βρίσκονται κάτω από την επήρεια ποτών και, λόγω τού τελετουργικού, είναι οπλισμένοι. Αν αντιληφθούν ξένους, σίγουρα θα αντιδράσουν βίαια. Πολλοί πήγαν, αλλά ελάχιστοι γύρισαν πίσω».
«Αν ερχόσασταν κι εσείς μαζί μας; Δεν είπατε ότι τους γνωρίζετε;»
«Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που βρισκόμουν μαζί τους. Οι περισσότεροι δε θα με θυμούνται και, όπως καταλαβαίνετε, δε θα ήθελα να το διακινδυνέψω. Πολύ περισσότερο αν είστε κι εσείς δίπλα μου».
«Μην επιμένεις, Χουάν» ψιθύρισε η Τζέιν.
«Ας το αφήσουμε τότε» είπε ο Χουάν στον Λισούμπα. «Ίσως στο μέλλον σταθούμε πιο τυχεροί. Μπορεί τότε να είναι περισσότερο φιλόξενοι».


Επέστρεψαν στη Λικίλα, στο σπίτι τού Μιλόνγκο, με τον νου τους στο σχέδιο που θα κατέστρωναν για να πλησιάσουν στο ύψωμα όπου θα γινόταν η θρησκευτική τελετή. Είχαν μπροστά τους μόνο ένα εικοσιτετράωρο και έπρεπε να οργανωθούν όσο το δυνατό καλύτερα μέσα σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα. Πολλά πράγματα που θα ήθελαν δε βρίσκονταν στο χωριό, ενώ το Λαμπαρενέ απείχε πολύ για να μπορέσουν να επιστρέψουν εγκαίρως.
Η μόνη τους επιλογή ήταν να το διακινδυνέψουν έχοντας μαζί τους το GPS, έναν δυνατό φακό, τα αδιάβροχα ρούχα τους, το φορητό φαρμακείο και το υπόλοιπο περιεχόμενο του σακιδίου τού Χουάν. Τον δρόμο τον ήξεραν μόνο από τις περιγραφές τού Λισούμπα. Δεν ήταν μακρύς, αλλά μέσα στη νύχτα, στο πυκνό τροπικό δάσος τής Αφρικής, θα ήταν κατόρθωμα να φτάσουν στην ώρα τους και, το κυριότερο, να επιστρέψουν χωρίς να πάθουν τίποτε.
Την επόμενη μετακίνησή τους στο Ομπεγιέ έπρεπε να την κάνουν μόνοι τους. Δε δυσκολεύτηκαν, με τη βοήθεια ενός μικρού ποσού, να πείσουν τον Μιλόνγκο να τους παραχωρήσει το αυτοκίνητό του για τις επόμενες ώρες. Έφτασαν στο χωριό νωρίς το απόγευμα, όπου έφαγαν πρόχειρα. Αργότερα, θα ξεκινούσαν για το κρισιμότερο μέρος τής αποστολής τους, που ήθελαν να πιστεύουν ότι θα ήταν και το τελευταίο.
Ο τόπος δε χωρούσε τον Χουάν. Άφησε την Τζέιν να ξεκουραστεί και στη συνέχεια να προετοιμάσει τον εξοπλισμό τους. Ο ίδιος πήγε να ζητήσει πληροφορίες από τους ιθαγενείς, κυρίως για τα βότανα της περιοχής. Το ενδιαφέρον του, εκτός από το επιστημονικό κέρδος, θα είχε και σαν αποτέλεσμα να κάνει λιγότερο περίεργα τα μάτια των ιθαγενών όταν θα τους έβλεπαν να πλησιάζουν αργά το απόγευμα προς το δάσος και να χάνονται μέσα σ’ αυτό.
Δε φανταζόταν ότι μερικοί θα ήξεραν ιδιότητες για κάθε είδος δέντρου, θάμνου και λουλουδιού, που τις περισσότερες τις συνόδευαν με αντίστοιχες μεταφυσικές δοξασίες. Ο Χουάν άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον και μαγνητοφωνούσε τις περιγραφές τους. Αργότερα, όταν θα είχε την άνεση του χρόνου, θα ξεχώριζε τον μύθο από την πραγματικότητα. Από μόνοι τους, οι τόσοι μύθοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ολόκληρης διατριβής για κάποιο λαογράφο, ειδικό σε τέτοια θέματα. Παράλληλα, με τη βοήθεια του καλύτερου γνώστη τού δάσους, έκανε μια μικρή συλλογή με τα πιο αξιοπερίεργα φυτά.
Συχνά, παίρνοντας αφορμή από τους μύθους, οδηγούσε τη συζήτηση σε θέματα σχετικά με τις παραδόσεις και τη ζωή των γειτονικών φυλών. Προσπαθούσε να μάθει κάτι ακόμα που θα βοηθούσε στην συνέχεια, αλλά το μόνο που άκουσε ήταν αόριστες δοξασίες.
Τη συζήτηση διέκοψε η παρουσία τής Τζέιν, που ειδοποίησε τον Χουάν ότι ήρθε η ώρα για να ετοιμαστεί. Ο Χουάν θα ήθελε να μπορούσε να σταματήσει τον χρόνο για να ακούσει όσο το δυνατό περισσότερα. Ήξερε ότι θα ήταν αδύνατο να ξαναβρεθεί μαζί τους, αν όλα εξελίσσονταν σύμφωνα με το σχέδιό τους .
Ξεκίνησαν λίγο πριν δύσει ο ήλιος από το μικρό χωριό για  να φτάσουν έγκαιρα στον χώρο τής συνάντησης των πρωτόγονων ιθαγενών. Έκαναν μια μικρή στάση για να ξεκουραστούν και να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα στην όχθη, που έβαφε τα φαινομενικά ακίνητα νερά τού ποταμού. Ο κατακόκκινος ήλιος κατέβαινε γρήγορα πίσω από τις καλαμιές.
Το σκοτάδι έπεσε απότομα. Για οδηγό τους είχαν τώρα μόνο έναν μικρό παραπόταμο. Κάθε τόσο, αναγκάζονταν να βυθιστούν μέχρι τα γόνατα στο νερό, καθώς η πυκνή βλάστηση κάλυπτε τον δρόμο. Δυο ώρες αργότερα, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, πλησίασαν στο ξέφωτο που θα γινόταν η συγκέντρωση για την καθιερωμένη τελετή.
Ο απογυμνωμένος χώρος τούς ανάγκασε να μείνουν σε μια απόσταση ασφαλείας και καλυμμένοι, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί. Οι ιθαγενείς, που έφταναν από την αντίθετη μεριά, γίνονταν ολοένα και περισσότεροι. Κάθονταν στο έδαφος αμφιθεατρικά, δίπλα σ’ ένα μικρό ύψωμα, όπως τους έβλεπαν. Η Τζέιν και ο Χουάν βολεύτηκαν όσο μπορούσαν καλύτερα πάνω σ’ έναν πεσμένο κορμό, πίσω από το σύδεντρο και παρατηρούσαν σιωπηλοί.
Δεν είχαν καλά καλά καθίσει, όταν ήρθε στην Τζέιν η ιδέα να ψάξει για το μονοπάτι που πήρε το μάτι της προηγουμένως, και φαινόταν να συνεχίζει μέχρι τους πρόποδες του λόφου.  Αν ήταν τυχεροί θα πλησίαζαν αρκετά ώστε να μπορούν να παρακολουθούν με μεγαλύτερη άνεση την τελετή, εξακολουθώντας παράλληλα να βρίσκονται καλυμμένοι. Ήταν βέβαιη ότι το προσπέρασαν λίγο πριν φτάσουν εκεί. Δεν τόλμησε να το συζητήσει με τον Χουάν, αλλά σηκώθηκε αθόρυβα, την ώρα που εκείνος έψαχνε το εντομοαπωθητικό στο σακίδιο. Πριν απομακρυνθεί περισσότερο από δέκα μέτρα, έβγαλε μια κραυγή και με πνιχτή φωνή ζητούσε βοήθεια.


Οι παγίδες “νταμπλιπά” που χρησιμοποιούν οι ιθαγενείς σ’ εκείνο το δάσος, κατασκευάζονται με μεγάλη δεξιοτεχνία από φυσικά υλικά, όπως ευλύγιστα κλαδιά δέντρων και σχοινιά από φυτικές ίνες. Πολλές φορές, επειδή τα σχοινιά κόβονται εύκολα, τα αντικαθιστούν με σύρμα. Έτσι, δεν μπορούν να ξεφύγουν απ’ αυτές ακόμα και τα πιο δυνατά ζώα. Οι παγίδες αυτές δεν είναι καθόλου επιλεκτικές. Αιχμαλωτίζουν όλα τα ζώα που πατούν επάνω τους και ξεπερνούν σε βάρος τα δύο κιλά.
Εκτός του ότι τοποθετούνται με μαεστρία από τους κυνηγούς, ώστε να γίνονται αόρατες, η ανθρώπινη μυρωδιά από το πέρασμα εξαφανίζεται μέσα σε λίγες μέρες και έτσι χάνεται και από εκεί η πιθανότητα να γίνει αντιληπτή από κάποιο θήραμα. Εξαιτίας τους έχουν λιγοστέψει οι πληθυσμοί πολλών ειδών του δάσους. Εκτός από την οικολογική διαταραχή, δε θα αργήσουν να ζημιωθούν και οι ίδιοι οι κάτοικοι, καθώς το κυνήγι αποτελεί μια από τις ελάχιστες πηγές τού εισοδήματός τους.
Η Τζέιν κρεμόταν από το δεξί της πόδι σε μια τέτοια θηλιά και το βάρος της έσφιγγε τον βρόχο. Τα μαλλιά της ήταν απλωμένα στο υγρό έδαφος. Για καλή της τύχη, οι μπότες που φορούσε ήταν αρκετά σκληρές και δεν πονούσε.
Ο Χουάν τινάχτηκε πάνω σαν ηλεκτρισμένος. Τόσο το γεγονός ότι έγινε θόρυβος από τη μεριά τους, όσο και το ότι κινδύνευε η Τζέιν, ανέβασαν αμέσως την αδρεναλίνη του. Κατευθύνθηκε όσο μπορούσε πιο γρήγορα προς το μέρος απ’ όπου ακούστηκε η κραυγή. Τρόμαξε από το θέαμα που είδε, αλλά ξαναβρήκε γρήγορα την ψυχραιμία του.
Μέσα στο σκοτάδι τού δάσους εξέτασε με τον φακό του την παγίδα και κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε να κόψει το σύρμα με τα μέσα που διέθετε εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε υποχρεωτικά να χαλαρώσει τη θηλιά και προϋπόθεση ήταν να μην κρέμεται από εκεί το σώμα τής Τζέιν.
Προσπαθώντας να μη σκοντάψει στο ανώμαλο έδαφος και τα πεσμένα κλαδιά, καθοδήγησε την Τζέιν να στηριχτεί στο σώμα του αφήνοντας όλο το βάρος της επάνω του και παράλληλα να μην εμποδίζει τις κινήσεις του. Χάρη στη δύναμη, την επιτηδειότητα και το κυνηγετικό του μαχαίρι, η Τζέιν απελευθερώθηκε πέντε λεπτά αργότερα, αφήνοντας πίσω της τη συρμάτινη θηλιά και τη μισή λαστιχένια μπότα της.
Όταν επέστρεψαν καταϊδρωμένοι στη θέση τους, ήταν ήδη συγκεντρωμένοι περισσότεροι από διακόσιοι ιθαγενείς, άντρες και γυναίκες. Ο καθένας κρατούσε ένα δόρυ όσο περίπου το ύψος του και προσπαθούσε να καθίσει όσο πιο βολικά μπορούσε. Τα χέρια τους από τους αγκώνες μέχρι τα δάχτυλα και τα πόδια από τα γόνατα και κάτω ήταν βαμμένα με ώχρα. Με το ίδιο χρώμα είχαν ζωγραφίσει διάφορα σχέδια στο πρόσωπο και στο γυμνό σώμα τους. Συζητούσαν μεταξύ τους δυνατά και ακουγόταν μια οχλαγωγία.
Ξαφνικά, έγινε απόλυτη ησυχία. Είχε εμφανιστεί ένας ιθαγενής ντυμένος με ολόλευκα ρούχα. Φαινόταν ο αρχηγός και ταυτόχρονα ο ιερέας εκείνης της φυλής. Τον συνόδευαν πέντε άντρες, που κρατούσαν από ένα δοχείο με άγνωστο περιεχόμενο. Περνούσαν ανάμεσα από τους καθισμένους θεατές, που ο καθένας τους έπαιρνε το δοχείο και έπινε μια γουλιά. Στη συνέχεια βύθιζε τα δάχτυλα του αριστερού χεριού στο δοχείο και τα έφερνε στο μέτωπό του. Όλο αυτό το τελετουργικό κράτησε περίπου δέκα λεπτά. Στο μεταξύ, ο ιερέας είχε ανάψει φωτιά στα συγκεντρωμένα ξύλα μπροστά από το ύψωμα.
Οι πέντε βοηθοί άφησαν τα άδεια δοχεία κοντά στη φωτιά, πήραν μικρές σιδερένιες αξίνες και άρχισαν να σκάβουν τη γη στα σημεία που υπέδειξε ο αρχηγός τους.
Η περιέργειά τους έφτασε στο κατακόρυφο. Από τη μια ανυπομονούσαν να δουν πού θα κατέληγε όλη αυτή η ιεροτελεστία κι από την άλλη ήταν σε μεγάλη απόσταση για να μπορούν να βλέπουν τις λεπτομέρειες που τόσο θα ήθελαν.
Οι πέντε ιθαγενείς άφησαν ύστερα από λίγη ώρα τις αξίνες και τράβηξαν με κόπο ένα πολύ βαρύ σανίδι, που είχε πάνω από δυο μέτρα μήκος και μισό πλάτος. Το έβαλαν λίγο πιο δίπλα. Ήταν προφανές ότι σκέπαζε κάτι, γιατί στη συνέχεια έσκυψαν πάνω από το ίδιο σημείο και από τις κινήσεις που έκαναν φάνηκε ότι έδεναν με σκοινιά ένα εξίσου βαρύ αντικείμενο που έφεραν στην επιφάνεια, αλλά από τόσο μακριά, ο Χουάν και η Τζέιν δεν μπορούσαν να το διακρίνουν. Μέσα τους όμως είχαν βεβαιωθεί ότι σε λίγο θα έβλεπαν καθαρά αυτό που αναζητούσαν.
Πέρασαν αρκετές στιγμές αγωνίας. Ξαφνικά, το πλήθος σηκώθηκε μονομιάς πάλλοντας τα δόρατα. Ταυτόχρονα, από τη σκαμμένη γη ξεπρόβαλε ένα επιβλητικό είδωλο. Κάθε του γραμμή ταίριαζε με το σχέδιο στο περιθώριο της σελίδας από το ημερολόγιο του πλοίαρχου Μαχάδο. Με τη διαφορά ότι αυτό ήταν ολόλευκο και θύμιζε ένα φάντασμα μέσα στη φεγγαρόλουστη βραδιά.