53


«Οφείλω να παραδεχτώ, Τζον, ότι χάρη σ’ εκείνη την αδέξιά σου παρέμβαση, κατάφερα τελικά να πείσω εκείνους τους νέους να μου πουλήσουν τα μετάλλια!»
«Μη βιάζεσαι! Ακόμα δεν πήρες τίποτε».
«Νομίζεις! Δεν είδες πώς έφυγαν; Αυτή έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι, σαν βρεγμένη γάτα. Όσο για τον άλλο, δεν το συζητώ. Μόνο ευχαριστώ που δεν είπε!»
«Υπερβολές! Αυτή έφυγε πολύ θυμωμένη. Την έθιξες και όταν είπε “Ποτέ!”, το εννοούσε. Όσο για τον άντρα της, μην ελπίζεις. Αυτή του επιβάλλεται. Δεν είδες; Όλο κι όλο δυο κουβέντες είπε».
«Δεν είναι όπως τα λες. Θα δεις ότι όχι μόνο θα γυρίσουν πίσω, αλλά θα ταξιδεύουν συνέχεια μέχρι να βρουν και τα υπόλοιπα. Αστείο πράγμα! Γι’ αυτό κι εγώ έκανα τόσο δελεαστική προσφορά. Με τριακόσιες χιλιάδες δολάρια θα πάρω σίγουρα τα τρία πρώτα και μετά ένα ή δύο το πολύ. Αυτά είναι αρκετά. Ποιος ξέρει σε ποιες γωνιές τού πλανήτη είναι χαμένα και σε τι κατάσταση βρίσκονται, αν βέβαια υπάρχουν και αναγνωρίζονται! Ήδη με τετρακόσιες χιλιάδες έχω στο χέρι τα περισσότερα! Έναν ανεκτίμητο θησαυρό!»
«Είσαι πολύ σίγουρος για τον εαυτό σου. Σε τριάντα μέρες μπορεί να αλλάξουν πολλά».
«Αν αλλάξουν, αυτό θα ευνοήσει εμένα. Δε βλέπεις σε τι οικονομική κρίση βρίσκεται όλος ο κόσμος; Αυτοί θα κάνουν τότε πώς και πώς γι’ αυτές τις εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια!»
«Δε σου είπα πως αυτή κληρονόμησε μια μεγάλη περιουσία;»
«Δεν της φαίνεται! Όπως κατάλαβα, μάλλον το είπε για να δείξει ότι δε λογαριάζει τα λεφτά μας. Θα δεις πώς θα τα λογαριάζει σε έναν μήνα!»
«Εύχομαι να έχεις δίκιο. Όχι τόσο για να πλουτίσεις τη συλλογή σου, όσο για να αποκτήσω κι εγώ τα αντίγραφα από τα μετάλλια και τα ναυτικά ημερολόγια!»

«Ο ψηλομύτης! Ο θρασύτατος! Ο… Ο…»
«Ηρέμησε, αγάπη μου. Δεν ωφελεί σε τίποτε να εκνευρίζεσαι».
«Το ξέρω, Χουάν. Η ψωροπερηφάνια του όμως μ’ έχει φέρει μέχρι εδώ! Που νομίζει ότι ο άλλος είναι ένα μηδενικό μπροστά στα λεφτά του. Καθηγητής σού λέει! Επιστήμονας!»
«Αν το δεις πιο ψύχραιμα, θα δεις ότι τα μεγαλοποιείς τα πράγματα. Ήταν ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να μας πλησιάσει για να αποκτήσει αυτό που θέλει. Κι εσύ στη θέση του το ίδιο θα έκανες».
«Εγώ;! Ποτέ!» φώναξε αγανακτισμένη.
«Το λες, γιατί έχεις τα νεύρα σου. Μέχρι αύριο, θα καταλάβεις ότι έχω κι εγώ λίγο δίκιο».
Η Τζέιν σταμάτησε για λίγο. Μέσα της έβραζε. Γύρισε στον Χουάν και είπε προκλητικά.
«Δηλαδή, εσύ έχεις αποφασίσει να τα πουλήσεις;»
«Όχι, γιατί δε θα κάνω τίποτε που δεν το θέλεις κι εσύ» απάντησε ήρεμα ο Χουάν. «Γι’ αυτό, να μην ανησυχείς».
«Πάλι καλά !»
«Ησύχασε τώρα, γιατί μας περιμένει μεγάλο ταξίδι. Όταν φτάσουμε στο σπίτι μας, θα συζητήσουμε το θέμα επί νέας βάσεως».
«Τι εννοείς; Ότι θα προσπαθήσεις να με πείσεις να αλλάξω γνώμη;»
«Δε λέω αυτό. Αλλά θα μπορούσαμε να κάνουμε δύο σειρές αντιγράφων, μια για τον κάθε καθηγητή, για να συμβιβαστούν μ’ αυτές. Επιτέλους, προκειμένου να μην έχουμε το έβδομο μετάλλιο, ας έχουμε ένα αντίγραφό του. Μετά, βλέπουμε».
«Ο Ο’ Σάλιβαν ήδη έχει συμβιβαστεί. Ο Γκλέιντ δε θα μπορούσε ποτέ!»
«Μην είσαι τόσο κατηγορηματική. Τόσο εσύ όσο κι εκείνος βρισκόσασταν σε μια έντονη αντιπαράθεση. Κανένας δεν ήθελε να υποχωρήσει. Όταν το σκεφτεί κι εκείνος πιο ήρεμα, θα καταλάβει ότι μπορεί να υπάρξει μια μέση λύση. Εξάλλου η προσφορά που έκανε ήταν τόσο μεγάλη που αμφιβάλλω αν την εννοούσε. Μάλλον την έκανε “εν βρασμώ ψυχής”. Θα δεις ότι όταν θα πάμε για την τελική συμφωνία θα αναθεωρήσει τη στάση του. Κυρίως όταν δει τα πρώτα αντίγραφα στη σειρά!»
«Σ’ εμένα πέρασε από το μυαλό μου μια άλλη ιδέα, αλλά την έπνιξα την ίδια τη στιγμή γιατί τη θεώρησα ιεροσυλία!»
«Σαν τι ιδέα πέρασε δηλαδή από το μυαλό σου;»
«Θα σου πω όταν ξεμπερδέψουμε οριστικά απ’ αυτήν την υπόθεση».
«Αφού ξέρω ότι δεν μπορείς να κρατήσεις μυστικά από μένα πάνω από πέντε λεπτά!».
Την αγανάκτηση της Τζέιν διαδέχτηκε τώρα ένα συναίσθημα ενοχής. Χαμήλωσε τη φωνή της, μιλώντας σχεδόν συνωμοτικά.
«Να, όταν αυτός είχε κάνει την πρόταση να αυξάνει τις προσφορές με γεωμετρική πρόοδο, σκέφτηκα: “Ο φαντασμένος! Το λέει γιατί δε θα μπορούσε ποτέ να περάσει από το μυαλό του ότι εμείς θα κατορθώναμε να βρούμε όλα τα υπόλοιπα”. Τότε φαντάστηκα τον εαυτό μου να αραδιάζει μπροστά του όλη τη σειρά κι εκείνος να μην ξέρει πού να βρει τα λεφτά που είχε τάξει. Θα ήταν για μένα μια πολύ γλυκιά εκδίκηση. Αχ! Να μπορούσα να το κάνω! Ευτυχώς όμως συνήλθα γρήγορα. Να θυσίαζα όλους αυτούς τους άθλους για μερικά δολάρια; Τι εφιάλτης!»
«Μερικά;!»
«Τρόπος του λέγειν. Ύστερα είδα πώς με κοίταζε ο Ο’ Σάλιβαν. Αυτός ξέρει ότι βρήκαμε μόνο τρία. Θα ένιωθα εκτεθειμένη όταν μάθαινε ότι έχουμε και τα υπόλοιπα. Και το σπουδαιότερο απ’ όλα: έχω ορκιστεί στη μνήμη τής θείας μου να κάνω το παν για να φτάσω εκεί που εκείνη δεν κατόρθωσε!».
«Αυτό το τελευταίο ομολογώ ότι δεν είχε περάσει από το μυαλό μου! Ξέχασέ τα όμως τώρα αυτά και κάνε θετικές σκέψεις».
«Ξέρεις καλά ότι αυτό είναι το μόνο που δεν μπορούμε να αφήσουμε ούτε για μια στιγμή».
«Τουλάχιστο προσπάθησε να το κρατήσεις μέσα σου, όπως κι εγώ. Να το ξανασυζητήσουμε όταν θα φτάσουμε στην πατρίδα μας».
«Εντάξει. Θα σου κάνω το χατίρι, αν και δεν υπόσχομαι τίποτε».


Την επόμενη μέρα τής επιστροφής τους από την Αμερική, είχαν ξεκουραστεί αρκετά ώστε να κατεβούν για μια επίσκεψη στους γονείς τού Χουάν. Ο Ρομπέρτο Βερόν τους υποδέχτηκε με πολύ μεγάλη χαρά, καθώς ήταν εκείνος που ανυπομονούσε περισσότερο να μάθει τα νεότερα για το περιπετειώδες ταξίδι τους. Κάθε τόσο τους κοιτούσε με ένα ερωτηματικό βλέμμα, ιδίως την Τζέιν. Γρήγορα όμως θυμήθηκε εκείνο το σύντομο τηλεφώνημα, στο οποίο ο Χουάν τού είχε αναφέρει επιγραμματικά όσα οδήγησαν τη γυναίκα του σ’ αυτήν την άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Έτσι, με προσποιητή αδιαφορία, οδήγησε τη συζήτηση στις εξωτερικές πολιτικές εξελίξεις, περιμένοντας να θίξει εκείνη πρώτη το φλέγον θέμα.
Η Τζέιν δεν περίμενε αυτήν τη στάση αναμονής από τον πεθερό της. Της φάνηκε ανεξήγητη, γιατί είχε συνηθίσει σε συζητήσεις χωρίς περιστροφές και υπονοούμενα. Δεν άργησε όμως να συμπεράνει ότι εκείνος ήδη γνώριζε τι περίπου είχε συμβεί, κι αυτό εξαιτίας τού Χουάν. Εκτίμησε τότε τη διακριτικότητά του, αλλά παράλληλα ενοχλήθηκε που ο άντρας της δεν της είπε ούτε λέξη γι’ αυτό. Όπως όμως και αν είχε το πράγμα, το να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση ήταν αναπόφευκτο. Όταν έμειναν στο σαλόνι οι τρεις τους, μίλησε πρώτη:
«Τι ατυχία κι αυτή! Τόση ταλαιπωρία και να μην πετύχουμε τίποτε!»
«Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε ο Ρομπέρτο.
«Λίγο πολύ τα ξέρετε. Το μετάλλιο το έχει τώρα ένας Αμερικανός καθηγητής, που όχι μόνο δεν το δίνει, αλλά θέλει να αγοράσει και τα δικά μας μετάλλια».
«Όχι δα!»
Η Τζέιν στενοχωρήθηκε ακούγοντας αυτό το υποκριτικό επιφώνημα. Ρώτησε με πικρία:
«Δεν το μάθατε;»
«Η αλήθεια είναι ότι ο Χουάν μού είπε πως φοβόταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εύρισκα όμως υπερβολικές τις ανησυχίες του. Δεν έμαθα τίποτε περισσότερο από τότε. Ειλικρινά, δεν περίμενα ποτέ ότι κάποιος θα προσδοκούσε να ανταλλάξει αυτά τα μετάλλια με οτιδήποτε!»
«Επειδή έχει μερικά εκατομμύρια, νομίζει ότι μπορεί να έχει τα πάντα» συμφώνησε ο Χουάν.
«Και όχι μόνο αυτό, αλλά μας έκανε και μια προσφορά, σαν να μας κορόιδευε. “Θα πάρετε” μας είπε “δυο εκατομμύρια μόλις τα φέρετε”. Μέσα του έλεγε “Σιγά μην μπορέσετε!”»
«Έτσι σας είπε;»
«Περίπου. Μας έταξε οχτακόσιες χιλιάδες δολάρια μόνο για το τελευταίο μετάλλιο! Ο άλλος καθηγητής, που του πούλησε το δικό του, είπε ότι πήρε εκατό χιλιάδες!»
«Σεβαστό ποσό!» θαύμασε ο Ρομπέρτο. «Έχει τόσα λεφτά για να δώσει;»
«Έτσι λέει. Και για να πούμε την αλήθεια κι έτσι δείχνει. Έχει τρεις μεγάλες εξοχικές κατοικίες, τη μια δίπλα στην άλλη, σε καταπληκτική τοποθεσία. Παρόλο που πέρασε τα εξήντα, δείχνει μια χαρά. Πανέξυπνος, αλλά πιστεύει ότι με το χρήμα αγοράζονται όλα! Στην αρχή τον συμπάθησα, αλλά τώρα τον μισώ!»
«Και η όλη ιστορία έμεινε εκεί; Το σχέδιο έχει ναυαγήσει;»
«Δεν ξέρω. Υπάρχουν μερικές ιδέες, αλλά βρίσκομαι σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση, που δε θέλω ούτε να τις σκέφτομαι».
«Μη στενοχωριέσαι. Σε λίγες μέρες θα σου περάσει όλη αυτή η αρνητική διάθεση. Στο μεταξύ, θα ξαναβρείς εδώ τους φίλους σου, θα διασκεδάζεις και αυτήν την υπόθεση θα τη σκέφτεσαι ολοένα και πιο ψύχραιμα και αντικειμενικά».
«Φοβάμαι ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ».
«Μην το λες αυτό. Ο χρόνος είναι μεγάλος γιατρός. Θα δεις πόσο αλλαγμένη θα είσαι ύστερα από μια δυο εβδομάδες».
«Μακάρι».

Όσο η Τζέιν προσπαθούσε να ξαναβρεί τον εαυτό της ―σ’ αυτό βοηθούσε όλο το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον της―, ο Χουάν συναντήθηκε πάλι με τον καλλιτέχνη χρυσοχόο, που λίγους μήνες πριν είχε φιλοτεχνήσει το αντίγραφο του Νίνο Εσγριμιδόρ. Η παραγγελία τώρα ήταν μεγαλύτερη και πιο επείγουσα. Ήθελαν δώδεκα πιστά αντίγραφα. Σε έναν μήνα ήταν κάτι εξαιρετικά δύσκολο και ίσως αυτό να ήταν σε βάρος τής επιθυμητής ποιότητας.
Προτιμότερο ήταν να γίνουν σε πρώτη φάση δύο φορές τα αντίγραφα των τριών μεταλλίων που είχαν δει οι καθηγητές και έπρεπε να διαπραγματευτούν σε λίγες εβδομάδες. Για τα υπόλοιπα δεν υπήρχε πίεση χρόνου. Ήταν το πρώτο βήμα που έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε, αν ήθελαν να προχωρήσει οποιοδήποτε σενάριο. Αυτό εξάλλου είχε προτείνει και ο Αμερικανός καθηγητής. Από την πρώτη στιγμή που συνήλθε η Τζέιν, παραδέχτηκε κι αυτή ότι ήταν η μόνη τους επιλογή.

Όπως σωστά είχε προβλέψει ο Ρομπέρτο, δεκαπέντε μέρες μετά την επιστροφή τους στην Ισπανία, η Τζέιν είχε ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό. Συζητούσε για το επίμαχο θέμα πολύ πιο άνετα, ιδίως με τις φίλες της. Ποτέ όμως δε θα μπορούσε να διανοηθεί ότι υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να αποχωριστεί τα πρωτότυπα μετάλλια.
Από την άλλη μεριά, ο πατέρας τού Χουάν είχε αρχίσει να σκέφτεται ολοένα και πιο σοβαρά το ενδεχόμενο της ανταλλαγής των μεταλλίων, μ’ εκείνο το προκλητικά μεγάλο ποσό που είχε προτείνει ο Αμερικανός καθηγητής. Ο Ρομπέρτο ήταν ένας επαγγελματίας που έπιανε τον καθημερινό σφυγμό τής αγοράς. Όσο κι αν ήταν συναισθηματικός, πρυτάνευε μέσα του η ψυχρή λογική. Ήταν μια αρχή που ήθελε να περάσει στον πιο ρομαντικό, αυθόρμητο, αλλά εξίσου ορθολογιστή Χουάν. Αν ο Γκλέιντ εννοούσε πραγματικά όσα είχε πει, θα ήταν μια ιδανική ευκαιρία. Με τόσα χρήματα θα μπορούσαν να κάνουν κατάλληλες επενδύσεις και με τη σωστή διαχείριση θα λύνονταν για πάντα τα οικονομικά προβλήματα όλης της οικογένειας.
Παρ’ όλες όμως τις συζητήσεις με τον πατέρα του, ο Χουάν δεν είχε πειστεί ότι η καλύτερη λύση ήταν να αποδεχτούν την προσφορά τού Αμερικανού, ακόμα κι αν αυτή έπαιρνε νομικό χαρακτήρα. Πολύ πιο δύσκολο, βέβαια, θα ήταν αυτό να το περάσει στο μυαλό τής Τζέιν. Και όταν ο Ρομπέρτο έμαθε από τον Χουάν τον κυριότερο λόγο για τον οποίο η Τζέιν ήταν κάθετη, δεν αναφέρθηκε ξανά σ’ αυτό το ζήτημα.

Η Τζέιν σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό.
«Έλεν! Πόσο καιρό έχουμε να τα πούμε!»
«Πραγματικά, Τζέιν. Χάθηκες!»
«Δε σου τηλεφώνησα μόλις ήρθα, γιατί δεν ήμουν και στα καλύτερά μου».
«Δεν πειράζει. Πάντως ακούγεσαι μια χαρά».
«Η αλήθεια είναι ότι τώρα αισθάνομαι πολύ καλύτερα».
«Θέλεις να μου πεις τα νέα σου;»
«Ήταν ένας δύσκολος μήνας, Έλεν. Κάποιες μέρες είχα τόσο κακή διάθεση, που δεν ήξερα τι να κάνω. Καλά που ήταν δίπλα μου ο Χουάν και με στήριζε».
«Τι ήταν αυτό που σου τη χάλασε τόσο;»
«Θυμάσαι τότε που γυρίσαμε από την Ινδία με άδεια χέρια;»
«Ναι. Νομίζω όμως ότι είχατε βρει μια άκρη. Δε συνεχίσατε μ’ ένα ταξίδι στην Ιρλανδία;»
«Έτσι έγινε. Δε βρήκαμε όμως το μετάλλιο που ψάχναμε. Ο καθηγητής που το αγόρασε είχε φύγει για την Αμερική, μόλις πέντε μέρες πριν».
«Γιατί τόσο ξαφνικά;»
«Όταν τον συναντήσαμε, μας είπε ότι αναγκάστηκε να μείνει μακριά από την έδρα του για να αποφεύγει όσους τον ενοχλούσαν γι’ αυτά που ανακάλυψε και έγραψε. Περιττό να σου πω ότι όλα σχετίζονται με το μετάλλιο».
«Γιατί; Ποιος άλλος ήξερε γι’ αυτό;»
«Είναι μπερδεμένη ιστορία. Θα σου πω τις λεπτομέρειες μια άλλη φορά, από κοντά. Η ουσία είναι ότι, όταν τον επισκεφτήκαμε κοντά στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, μας είπε ότι το μετάλλιο το είχε ήδη πουλήσει σε έναν εκατομμυριούχο συλλέκτη συνάδελφό του. Όπως καταλαβαίνεις, τώρα δεν υπάρχουν ελπίδες».
«Και η υπόθεση έκλεισε οριστικά; Σίγουρα δεν μπορεί να βρεθεί κάποια συμβιβαστική λύση;»
«Μια σκέψη ήταν να του δώσουμε αντίγραφα από τα υπόλοιπα και να μας δώσει το πρωτότυπο».
«Να μια καλή ιδέα! Τι είπε γι’ αυτό;»
«Όχι μόνο δε δέχτηκε, αλλά αντιπρότεινε να αγοράσει εκείνος τα πρωτότυπα και να κρατήσουμε εμείς τα αντίγραφα!»
«Τι θράσος! Πώς μπόρεσε να φανταστεί ότι θα μπορούσατε να δεχτείτε κάτι τέτοιο;»
«Αν άκουγες την προσφορά του, θα δικαιολογούσες και τη φαντασία του. Πες έναν αριθμό».
«Δεν ξέρω από τέτοια πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι κατά καιρούς άκουσα να πουλιούνται συλλεκτικά κομμάτια σε εξωφρενικές τιμές. Τι να σου πω; Δέκα, είκοσι, τριάντα χιλιάδες το καθένα;»
«Είσαι πολύ μακριά. Είπε ότι αν τα βρίσκαμε όλα, θα μας έδινε κοντά δύο εκατομμύρια δολάρια!»
«Αδύνατο! Δεν ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση σε πιο λογική τιμή; Έχει τόσα χρήματα να δώσει;»
«Πρώτα πρώτα, καθώς είναι καθηγητής τής Ιστορίας, γνωρίζει τη μοναδικότητά τους. Ύστερα έχει πολλά χρήματα. Και τέλος, η προσφορά του έγινε με έναν τέτοιο τρόπο, που έδειχνε ότι δεν πίστευε ότι θα τα έπαιρνε όλα».
«Πώς δηλαδή;»
«Θα έδινε εκατό χιλιάδες για το καθένα από τα πρώτα τρία, τα σίγουρα, και σε κάθε επόμενο θα διπλασίαζε το ποσό».
«Αν υπαναχωρήσει;»
«Τι εννοείς;»
«Όταν ας πούμε πάτε το τελευταίο θα σας δώσει τις οχτακόσιες χιλιάδες;»
«Έβαλες δηλαδή με το μυαλό σου ότι αν ήμασταν καλυμμένοι θα προχωρούσαμε;»
«Δεν είμαι βέβαια στη θέση σου, αλλά εγώ μάλλον θα υπέκυπτα στον πειρασμό. Το ποσό είναι μεγάλο».
«Το λες γιατί δεν ξέρεις τι αγώνες κάναμε. Ούτε τον κυριότερο λόγο για τον οποίο εγώ κόντεψα ακόμη και να πεθάνω».
«Νομίζω ότι καταλαβαίνω. Σίγουρα εννοείς τη διαθήκη τής θείας σου».
«Ακριβώς!»
«Ακόμα κι έτσι αν είναι, είπες ότι μπορείτε να κάνετε αντίγραφα. Θα έχετε εκείνα για να σας θυμίζουν τις περιπέτειές σας. Αλήθεια, ο Χουάν τι λέει για όλα αυτά;»
«Λυπάμαι που σ’ το λέω, αλλά τον περίμενα πιο δυναμικό. Δεν ξέρω αν κλονίστηκε καθόλου από το ποσό που άκουσε ή αν έχει σκεφτεί κάποια άλλη λύση. Δεν είμαι απόλυτα βέβαιη, αλλά νομίζω ότι επηρεάζεται κι από τον πατέρα του. Η αλήθεια είναι πάντως ότι ο πεθερός μου έχει καιρό να αναφερθεί σ’ αυτό το θέμα και ο άντρας μου τώρα δείχνει απόλυτη συμπαράσταση».
«Αν δεν είναι έτσι; Οι γονείς του τα βλέπουν κάτω από το πρίσμα τής ψυχρής λογικής και ο Χουάν δεν είναι τόσο συναισθηματικός όσο εσύ. Μήπως είσαι κάπως προκατειλημμένη;»
«Δεν ξέρω αν αυτό είναι προκατάληψη, πάντως εκείνον τον τύπο δε θέλω να τον ξαναδώ. Έπρεπε να έβλεπες πώς μας κοίταζε όταν έκανε εκείνη την καταραμένη πρόταση!»
«Σ’ αυτό μπορεί να έχεις δίκιο. Δε νομίζω όμως ότι θα έχετε ξανά μια τέτοια ευκαιρία. Σε μια δημοπρασία, για παράδειγμα, κανένας δεν θα μπορέσει να τα εκτιμήσει όπως αυτός. Εσύ είπες ότι είναι ο μοναδικός».
«Αυτό είναι που με εκνευρίζει περισσότερο! Να μην μπορεί να καταλάβει την αξία τους ο κόσμος! Εκτός από εμάς, μόνο δύο άτομα στον κόσμο γνωρίζουν την ύπαρξή τους και την πραγματική τους αξία!»
«Με συγχωρείς που σ’ το ξαναλέω, αλλά αξίζει να το ξανασκεφτείς. Όταν θα περάσει αυτή η ένταση. Ποτέ μην είσαι απόλυτη».
«Είπες ότι είχες καταλάβει» απάντησε η Τζέιν κάπως πικραμένη. «Θα τα ξαναπούμε όταν έχω νεότερα. Σ’ αφήνω τώρα, γιατί πρέπει να ανοίξω την πόρτα» είπε η Τζέιν κι έκλεισε το τηλέφωνο. Προτίμησε αυτήν την ψεύτικη δικαιολογία, θέλοντας να δώσει τέλος στη συζήτηση και να μη λογομαχήσει με τη φίλη της.