21


Είχε ήδη βασιλέψει ο ήλιος. Οι δυο νέοι ήταν κουρασμένοι και πεινασμένοι. Αποφάσισαν να φάνε και να κοιμηθούν, ώστε να πάρουν δυνάμεις για την επόμενη μέρα.
Πήγαν στο εστιατόριο Λιγκούρια. Παρά το πολυτελές περιβάλλον, τις τοπικές σπεσιαλιτέ και το κόκκινο κρασί Σάντα Έλενα, η πεσμένη τους διάθεση δεν τους άφησε να απολαύσουν την εκλεκτή κουζίνα όπως θα ήθελαν.
Όταν μπήκαν στο δωμάτιό τους, η Τζέιν έκανε μια τελευταία προσπάθεια στο τηλέφωνο, πριν πέσει στο κρεβάτι.
Επιτέλους, το ακουστικό από την άλλη μεριά σηκώθηκε. Η Τζέιν φώναξε αμέσως τον Χουάν για να μιλήσει.
«Θα ήθελα τον Πασκουάλ Εσγριμιδόρ».
«Ποιος είναι στο τηλέφωνο;»
«Ονομάζομαι Χουάν Εσπαδέρο».
Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
«Δεν υπάρχει κανένας Εσγριμιδόρ εδώ. Λάθος κάνατε».
Το τηλέφωνο έκλεισε απότομα. Ο τρόπος με τον οποίο απάντησε η άλλη αντρική φωνή, η καθυστέρηση της τελευταίας απάντησης και το απότομο κλείσιμο του τηλεφώνου κίνησαν τις υποψίες τού Χουάν.
«Αυτό θα ήθελα να το πει μπροστά μου» είπε στην Τζέιν, κατεβάζοντας το ακουστικό.
«Πάρε ξανά τηλέφωνο. Μπορεί να έκανες πράγματι λάθος».
«Αν και δεν το νομίζω, θα κάνω ακόμα μια προσπάθεια. Θα δεις ότι δε θα το σηκώσει κανένας».
Η υποψία τού Χουάν επιβεβαιώθηκε. Έπεσαν να κοιμηθούν. Η κούραση πάλευε με τις σκέψεις τους. Τελικά παραδόθηκαν στον ύπνο. Ξύπνησαν πολύ αργότερα απ’ όσο ήθελαν, στις εννιά το πρωί. Δεν ήθελαν να χάσουν καθόλου χρόνο και ετοιμάστηκαν αμέσως για το Σαντιάγκο. Ήπιαν μόνο έναν καφέ και ενημέρωσαν τον ξενοδόχο ότι θα απουσίαζαν για δύο το πολύ μέρες, κρατώντας το δωμάτιο.

Από το προηγούμενο απόγευμα, όταν ο Χουάν και η Τζέιν βρίσκονταν στο Τσέρο Αλέγρε, ο ξενοδόχος είχε ενημερωθεί σχετικά από
τον Χοσελίτο, παίρνοντας κι ένα σημαντικό φιλοδώρημα, ώστε να έχει τα μάτια του διαρκώς ανοιχτά. Όταν είδε το ζευγάρι να φεύγει, του τηλεφώνησε. Ο μικρός βρισκόταν ήδη στη θέση του. Μόλις ειδοποιήθηκε, άρχισε να τους παρακολουθεί. Τους ακολούθησε μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό, αλλά ξαφνιάστηκε όταν τους είδε να κόβουν εισιτήριο και να επιβιβάζονται στο τρένο για το Σαντιάγκο. Μην ξέροντας τι να κάνει, τηλεφώνησε στον Μανοέλ.
«Καπετάνιε, οι δύο μυστήριοι μπήκαν στο τρένο και έφυγαν για το Σαντιάγκο. Τι να κάνω;»
«Είσαι σίγουρος ότι ήταν αυτοί;»
«Σίγουρος. Ο ξενοδόχος είπε ότι κανένας άλλος δε βγήκε την ώρα εκείνη».
«Πρόσεξες κάτι που σου φάνηκε παράξενο;»
«Τώρα που μου το λες, είδα ότι δεν κουβαλούσαν μαζί τους βαλίτσες. Μπορεί να μην τις πήραν από το ξενοδοχείο».
«Μπράβο Χοσελίτο! Είσαι έξυπνο παιδί. Έλα τώρα να σου πω τι θα κάνεις».
Για να εντοπίσει κανείς ένα μικρό σπίτι σ’ ένα σύνολο χιλιάδων παρόμοιων, χρειάζεται να έχει πολλή ώρα σκυμμένο το κεφάλι του πάνω από τον λεπτομερή οδικό χάρτη τής ευρύτερης περιοχής μιας πόλης των εφτά εκατομμυρίων. Εξίσου δύσκολο είναι να βρει τον τρόπο για να φτάσει μέχρι εκεί, καθώς λίγα ταξί διαθέτουν συστήματα εντοπισμού οποιουδήποτε προορισμού, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για περιφερειακές περιοχές που απέχουν πάνω από είκοσι χιλιόμετρα από το κέντρο τής πόλης. Παρ’ όλα αυτά, ο Χουάν ήταν αποφασισμένος να το κάνει, καθώς διαρκώς μεγάλωνε μέσα του η πεποίθηση ότι μόνον εκεί μπορούσαν να μάθουν περισσότερα. Στον σταθμό τού Σαντιάγκο αγόρασε δύο οδηγούς τής πόλης. Η Τζέιν μοιραζόταν τις προσπάθειες και τα συναισθήματά του. Χάρη στο πείσμα και την υπομονή τους, ύστερα από δυο ώρες εντόπισαν την οδό Αλκάινο, στην άκρη τής πόλης.
Εκείνη την ώρα η κυκλοφορία στους δρόμους τής χιλιανής πρωτεύουσας ήταν πολύ αυξημένη και με δυσκολία βρήκαν άδειο ταξί. Ευτυχώς ο οδηγός, παρόλο που ήταν νέος, ήταν αρκετά έμπειρος και απέφυγε τους δρόμους με τη μεγαλύτερη κίνηση. Σε λιγότερο από μισή ώρα βρίσκονταν στη γειτονιά τού Πασκουάλ.
Στις περισσότερες παρόδους τής περιοχής δεν υπήρχαν πινακίδες με το όνομα ή τον αριθμό τους. Τα σπίτια, συμμαζεμένα και συμπαθητικά, ήταν κι αυτά χωρίς καμιά ένδειξη. Έτσι το έργο τής ανεύρεσης της κατοικίας τού Πασκουάλ αποδείχτηκε δυσκολότερο απ’ όσο το φαντάστηκαν στην αρχή. Αναγκάστηκαν να ρωτήσουν πολλούς περαστικούς και να χτυπήσουν πολλές πόρτες μέχρι να πάρουν τις απαραίτητες πληροφορίες. Όταν επιτέλους έφτασαν στο σωστό σπίτι, απογοητεύτηκαν. Κανένας δεν άνοιξε. Ήταν όμως αποφασισμένοι να μη φύγουν, αν δεν πετύχαιναν τον στόχο τους.
Έκαναν έναν περίπατο στη λεωφόρο Τοκορνάλ, μέχρι το κέντρο τού Πουέντε Άλτο, όπου βρήκαν ένα μικρό εστιατόριο δίπλα στο μετρό. Ξεκουράστηκαν, έφαγαν πρόχειρα και μια ώρα αργότερα ξαναχτύπησαν την πόρτα. Δυστυχώς, η νέα τους προσπάθεια ήταν κι αυτή άκαρπη. Η γειτόνισσα, που έτυχε να παρακολουθήσει τις κινήσεις τους, προθυμοποιήθηκε να τους ενημερώσει ότι ο κύριος Εσγριμιδόρ συνήθως επιστρέφει στο σπίτι του αφού νυχτώσει. Η πληροφορία είχε και τη θετική της πλευρά. Βεβαιώθηκαν ότι μένει εκεί και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να τον δουν, έστω και αργά. Επέμειναν, μέχρι που η τύχη τούς χαμογέλασε στις εννιά το βράδυ.
Ο Πασκουάλ, δεύτερος εξάδελφος του Νίνο, αιφνιδιάστηκε όταν είδε τους δύο άγνωστους έξω από την πόρτα του.
«Τι θέλετε;» ρώτησε καχύποπτα.
«Καλησπέρα κύριε Εσγριμιδόρ. Αναζητούμε έναν συγγενή σας με το όνομα Αντόνιο Εσγριμιδόρ».
«Δεν ξέρω κανέναν Αντόνιο. Σίγουρα πρόκειται για συνωνυμία».
Ο Χουάν ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια απάντηση. Από τότε που είχε εκείνη τη συνομιλία στο τηλέφωνο, έψαχνε να βρει έναν τρόπο για να αντιμετωπίσει την αρνητική στάση τού Πασκουάλ και παράλληλα να τον κάνει να παραδεχτεί ότι είχε σχέση με τον Νίνο. Είπε δοκιμαστικά:
«Τότε δε θα γνωρίζετε και για το δυστύχημα που συνέβη στην κυρία Εσγριμιδόρ, στη χασιέντα των Ντελγκάντο».
Ο Πασκουάλ τινάχτηκε.
«Τι έπαθε η Χουανίτα;» ρώτησε ανήσυχος.
«Ησυχάστε. Η εξαδέλφη σας είναι μια χαρά. Ήθελα μόνο να βεβαιωθώ ότι έχετε σχέση με την οικογένειά της».
Ο Πασκουάλ έσκυψε το κεφάλι.
«Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε» συνέχισε ο Χουάν. «Δεν διατρέχετε κίνδυνο ούτε είμαστε αστυνομικοί. Έχουμε πληροφορίες που σας ενδιαφέρουν και πιθανότατα θα έχετε και κάποιο οικονομικό όφελος».
Ακούγοντας τις τελευταίες λέξεις, ο Πασκουάλ άνοιξε εντελώς την πόρτα.
«Περάστε».
Στις ερωτήσεις που ακολούθησαν στη συνέχεια, όμως, ήταν πολύ επιφυλακτικός και απαντούσε με πολύ μετρημένα λόγια. Από αυτά που άκουσαν συμπέραναν ότι δεν είχε πολλές σχέσεις με την οικογένεια, αλλά συμπαθούσε τον Νίνο, με τον οποίο έκανε στο παρελθόν πολλή παρέα στο Σαντιάγκο. Η τελευταία φορά που είπε ότι τον είχε δει ήταν πριν από οχτώ χρόνια, όταν τον είχε επισκεφθεί στις φυλακές τής πρωτεύουσας.
Ακούγοντας τα τελευταία του λόγια, ο Χουάν και η Τζέιν δοκίμασαν μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις. Ποτέ δεν περίμεναν ότι ο Νίνο θα είχε βρεθεί στη φυλακή. Με αφορμή αυτήν την πληροφορία, έμαθαν αρκετά πράγματα και για την περιπέτεια που είχε με τον Μανοέλ, καθώς και το κίνητρο της εγκληματικής επίθεσης. Σιγουρεύτηκαν τότε ότι ήταν ο τελευταίος που κράτησε το μετάλλιο. Απέμενε να τον βρουν και, το σπουδαιότερο, να επινοήσουν ένα αποτελεσματικό σχέδιο για να το αποκτήσουν.
Ο Πασκουάλ συνέχισε λέγοντας ότι είχε ενεργήσει τότε για να μειωθεί η ποινή τού εξαδέλφου του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όσο μιλούσε, το βλέμμα τής Τζέιν πλανιόταν μέσα στο δωμάτιο. Παρατήρησε διάφορα αντικείμενα που της κίνησαν την περιέργεια, μεταξύ των οποίων και ένα γεμάτο στρατιωτικό σακίδιο. Εκείνη τη στιγμή, στο διπλανό δωμάτιο χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Πασκουάλ, παρόλο που δε θα ήθελε να αφήσει μόνους τούς συνομιλητές του, αναγκάστηκε να σηκωθεί.
«Έφτασα σε μισό λεπτό».
«Κοίταξε εκείνο το σακίδιο», είπε η Τζέιν χαμηλόφωνα στον Χουάν, όταν απομακρύνθηκε ο Πασκουάλ. «Λες να είναι δικό του;»
«Δε μου φαίνεται. Δε δένει με το περιβάλλον».
«Πρόσεξε κι εκείνα τα παλιά κρεμασμένα ρούχα. Κι εκείνα τα δύο ξεχασμένα φλιτζάνια καφέ. Φαίνεται ότι μένει και κάποιος άλλος εδώ μέσα».
«Λες να…»
Ο Χουάν σηκώθηκε αθόρυβα από τη θέση του και πλησίασε ένα τραπέζι στην άκρη τού δωματίου. Προσπαθούσε να εντοπίσει οτιδήποτε θα ήταν χρήσιμο ανάμεσα στην ακαταστασία του.
«Αν είναι δυνατόν!»
«Τι είδες πάλι;»
«Δε φαντάζεσαι…»
«Έλα, έρχεται!» ψιθύρισε η Τζέιν.
Μόλις πρόλαβε να καθίσει ο Χουάν, όταν εκείνη τη στιγμή ξαναμπήκε στο δωμάτιο ο Πασκουάλ. Η στάση του τώρα είχε γίνει πιο ψυχρή, καθώς οι επισκέπτες του δεν είχαν πει μέχρι τότε κουβέντα για το οικονομικό όφελος, στο οποίο είχαν αναφερθεί πριν περάσουν το κατώφλι.
«Αλήθεια, δε θα επιχειρήσετε να κάνετε ξανά κάτι για τον Νίνο; Ρώτησε ο Χουάν».
«Δεν αξίζει τον κόπο. Τώρα η ποινή του θα έχει τελειώσει».
«Έχει μέρος για να μείνει;»
«Όλο και κάπου θα βρει».
«Δεν έχει δικό του σπίτι; Πού έμενε;»
«Νοίκιαζε ένα μικρό σπίτι στο Βαλπαραΐζο. Είχε μετακομίσει εκεί γιατί είχε δουλειές».
«Ξέρετε πού βρίσκεται εκείνο το σπίτι;»
«Είχε πει κάπου στα προάστια. Δεν πήγα ποτέ μου εκεί».
Ο Χουάν σημείωσε σε μια κάρτα τού ξενοδοχείου Ουλτραμάρ τον αριθμό τού δωματίου του.
«Αν τον δείτε, θα σας παρακαλούσα πολύ να μας ειδοποιήσετε. Γνωρίζουμε κάτι που θα τον ενδιαφέρει πολύ. Όσο πιο γρήγορα τον συναντήσουμε, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα να εισπράξει ένα σημαντικό ποσό. Τηλεφωνήστε στο ξενοδοχείο που μένω και πείτε να σας συνδέσουν με το δωμάτιό μου ή αφήστε μήνυμα».
«Περί τίνος πρόκειται; Εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω;»
«Δεν ξέρουμε κατά πόσο οι πηγές απ’ όπου πήραμε τις πληροφορίες που έχουμε είναι αξιόπιστες, ώστε να μιλήσουμε περισσότερο και να τον εκθέσουμε σε περίπτωση που δεν ισχύουν. Εσείς μπορείτε να βοηθήσετε με τον τρόπο που είπαμε προηγουμένως. Αν του μεταφέρετε όσα συζητήσαμε και επικοινωνήσουμε μαζί του, είναι βέβαιο ότι θα επωφεληθείτε κι εσείς».
«Καλά» είπε ξερά ο Πασκουάλ.
Μόλις βγήκαν από το σπίτι, ο Χουάν είπε στην Τζέιν τι ήταν εκείνο που τον ξάφνιασε προηγουμένως και δεν πρόλαβε να της το πει και πολύ περισσότερο να της το δείξει, όπως θα ήθελε. Επάνω στο τραπέζι υπήρχε μισοδιπλωμένο το αποφυλακιστήριο του Νίνο, με μια πρόσφατη φωτογραφία του. Προφανώς ο Πασκουάλ τον φιλοξενούσε και με την πρώτη ευκαιρία εκείνος θα επέστρεφε στην πόλη όπου έμενε τελευταία. Πιθανότατα να είχε πάει για να δανειστεί και χρήματα μέχρι να μπορέσει να ξαναβρεί δουλειά. Ελπίζοντας να μην προξένησαν πανικό και φόβο, σε περίπτωση που ο Νίνο κρυβόταν στο σπίτι τού Πασκουάλ, αλλά μάλλον να κίνησαν το ενδιαφέρον τους, κατευθύνθηκαν με το μετρό προς το κέντρο τής πόλης.
Η ώρα ήταν περασμένη, είχαν κουραστεί και δεν μπορούσαν να φύγουν εκείνη την ώρα από το Σαντιάγκο. Κοιμήθηκαν στο ξενοδοχείο Εσπάνια, κοντά στο κτίριο της παλιάς Βουλής. Το επόμενο πρωί πήγαν στον σταθμό για να πάρουν ξανά το τρένο τής επιστροφής για το Βαλπαραΐζο. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν εκείνη τη στιγμή ήταν να περιμένουν, μέχρι να έχουν νέα από τον Πασκουάλ.