30


«Η αύρα σταματάει στα πρώτα δέντρα τού τροπικού δάσους, δυο χιλιόμετρα πέρα από το ποτάμι. Από κει το τοπίο αλλάζει. Το μάτι δεν μπορεί να δει μακριά, καθώς η ομίχλη πυκνώνει και η αναπνοή γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Βρέχει ασταμάτητα, οι δρόμοι χάνονται και κάθε τόσο το έδαφος γίνεται βάλτος. Η λάσπη κουράζει τα βήματα και οι βροντές σκεπάζουν τον ήχο της βροχής…»
Ο μπάρμαν μιλούσε χαμηλόφωνα, λες και μονολογούσε. Τα γαλλικά του ήταν ανακατωμένα με λέξεις από την τοπική διάλεκτο και ο Χουάν τον παρακολουθούσε με δυσκολία. Ακουγόταν περισσότερο σαν να διηγείται μια ιστορία παρά να απαντάει μια ερώτηση. Φαινόταν να έχει πικρές εμπειρίες από τον τόπο και να προσπαθεί να αποθαρρύνει τους νέους περιηγητές. Στο κάτω κάτω η δύσκολη εποχή των βροχών τελείωνε και δεν είχε κανένα λόγο να κάνει τόσο δραματικές περιγραφές.
«Θα θέλαμε να μάθουμε μόνο για το πώς θα πάμε στα χωριά ανατολικά τού Λαμπαρενέ» τον διέκοψε ο Χουάν. «Γνωρίζουμε αρκετά την περιοχή και ξέρουμε πώς είναι ο καιρός. Αυτό που ψάχνουμε είναι κάποιον έμπειρο οδηγό για να μας οδηγήσει προς τα χωριά τού ποταμού Νγκουνιέ».
«Κανένας δε θα δεχτεί αυτήν την εποχή, γιατί κανένας δε θέλει να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του. Σας συμβουλεύω να το ξεχάσετε».
«Ωστόσο, κάθε μέρα έρχονται κάτοικοι από τα γύρω χωριά στο Λαμπαρενέ» παρατήρησε η Τζέιν.
«Όχι από τις περιοχές που θέλετε να πάτε. Αυτήν την εποχή κανένας δεν έρχεται από τα χωριά τού Νγκουνιέ».

Όσο κι αν ο μπάρμαν φαινόταν κατηγορηματικός, αυτό δε στάθηκε ικανό να πτοήσει τον Χουάν και την Τζέιν. Είχαν φροντίσει να ενημερωθούν με κάθε λεπτομέρεια γι’ αυτά που θα συναντήσουν, περίμεναν τόσους μήνες μέχρι να έρθει η κατάλληλη εποχή και ήταν βέβαιοι ότι σύντομα οι καιρικές συνθήκες δε θα αποτελούσαν εμπόδιο.
Εκείνο που δεν είχαν προβλέψει και εύρισκαν αρκετά ενοχλητικό, ήταν η μεγάλη υγρασία, που δυσκόλευε πότε πότε την αναπνοή τους. Δύο μέρες αργότερα η κακοκαιρία σταμάτησε. Το πρωί ο ήλιος φαινόταν κάθε τόσο πίσω από αραιά σύννεφα και κύματα ομίχλης.
Περίμεναν ακόμα τρεις μέρες με αγωνία προτού ξεκινήσουν, μέχρι να τραβήξει η γη το περισσότερο νερό. Σε μερικά σημεία είχε ακόμα πολλή λάσπη, αλλά το έδαφος είχε γενικά στεγνώσει και σκληρύνει αρκετά. Δεν είχαν να περιμένουν κάτι καλύτερο και έπρεπε να κινηθούν σύντομα. Το κλίμα στην περιοχή εκείνη είναι ιδιόμορφο και ο καιρός θα μπορούσε να αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Όσο κι αν ήταν αποφασισμένοι, δε θα τολμούσαν να εισχωρήσουν μέσα στο τροπικό δάσος χωρίς να έχουν μαζί τους κάποιον που να μπορεί να τους οδηγήσει, γιατί οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Θα έπρεπε να ήταν πεπειραμένος για να δίνει λύσεις στα προβλήματα που θα προέκυπταν, να γνωρίζει καλά ποιοι έμεναν μέσα σ’ εκείνες τις μικρές κατοικημένες περιοχές και το κυριότερο να μπορεί να συνεννοείται μαζί τους.
Ο Λάμι Αντούλα, έδειξε προθυμία να εξυπηρετήσει το νεαρό ζευγάρι, καθώς είχε γνωριμίες τόσο με κατοίκους τής πόλης όσο και με αρκετούς διερχομένους. Από το κατάστημά του και από ένα ιατρείο που βρισκόταν λίγο πιο πέρα οι δύο νέοι προμηθεύτηκαν τον κατάλληλο εξοπλισμό, όπως τα ρούχα για την πορεία στο τροπικό δάσος, δύο κυνηγετικά μαχαίρια, αντιοφικούς ορούς και ό,τι ακόμα χρειαζόταν το φορητό φαρμακείο τους.
Ο Κιμπαρέλα ήταν ένας από τους ιθαγενείς που μπαινόβγαιναν συχνά στο κατάστημα του Αντούλα. Εγκαταστημένος σ’ έναν κοντινό οικισμό, ισχυριζόταν ότι κατάγεται από μια φιλοπόλεμη φυλή που έμενε βαθιά μέσα στο δάσος, πέρα από το χωριό Λικίλα. Ήταν γύρω στα σαράντα, ρωμαλέος και έξυπνος.
Με τον ιδιοκτήτη είχε πολύ καλές σχέσεις, καθώς μαζί με έναν φίλο του τον είχε βοηθήσει να χτίσει το μικρό ξενοδοχείο όπου τώρα έμεναν η Τζέιν και ο Χουάν. Το νεαρό ζευγάρι εκείνη την ώρα έτυχε να βρίσκεται στο μίνι μάρκετ τού Αντούλα. Ύστερα από τις συστάσεις, συζήτησαν μαζί του για την ξενάγηση στην περιοχή. Ο Κιμπαρέλα δέχτηκε με ευχαρίστηση να την αναλάβει και να τους οδηγήσει κατά μήκος των ακτών τού ποταμού, όσο αυτοί θα επιθυμούσαν. Του έδειξαν εμπιστοσύνη και συμφώνησαν να ξεκινήσουν με το δικό του τζιπ το επόμενο πρωί.
Στο Παγκά, ένα από τα πρώτα χωριά που συνάντησαν, υπήρχαν τριάντα ή σαράντα μικρά ξύλινα σπίτια, χτισμένα δέκα χιλιόμετρα μετά την αρχή τού δάσους. Ο χωματόδρομος που οδηγούσε εκεί ήταν στενός και το τζιπ προχωρούσε δύσκολα. Στο Παγκά οι ιθαγενείς φιλοτεχνούσαν μικρά αγάλματα, όπως εκείνα που είδαν στο κατάστημα του Αντούλα. Αυτό το θεώρησαν μια καλή ένδειξη για το ότι βρίσκονταν στον σωστό δρόμο.
Ξαφνιάστηκαν όταν στο χωριό συνάντησαν έναν λευκό. Ήταν ο Σάντρο, Ιταλός ερευνητής σε ένα πρόγραμμα για την προστασία και τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας στο τροπικό δάσος. Χάρηκαν που συνάντησαν έναν Ευρωπαίο, ο οποίος θα είχε πιθανότατα χρήσιμες γι’ αυτούς γνώσεις. Ο Σάντρο δεν ένιωσε μικρότερη έκπληξη. Ενθουσιάστηκε όταν έμαθε ότι ο Χουάν είναι συνάδελφός του και προσφέρθηκε να τους εξυπηρετήσει όσο μπορούσε.
«Η χλωρίδα της περιοχής παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον» σχολίασε ο Χουάν. «Εξίσου όμως με εντυπωσιάζει η κοινωνική δομή των φυλών που κάθε τόσο συναντώ. Εξάλλου, οι ίδιοι έχουν τόσες εμπειρίες πάνω στη φύση, που αν γίνει μια συστηματική καταγραφή και αξιοποίησή τους θα αποτελέσουν πολύτιμα στοιχεία για την επιστήμη».
«Το διαπίστωσα κι εγώ αυτό» είπε ο Σάντρο. «Όσο μαθαίνω τη γλώσσα τους προσπαθώ να αποκτήσω και να αξιοποιήσω κάθε γνώση τους. Είναι πολύ χρήσιμο να ξέρεις τι βρίσκεται δίπλα σου σε έναν τόπο που μέχρι πριν από λίγο τον γνώριζες μόνο από τα ντοκιμαντέρ».
«Αυτό είναι απόλυτα σωστό. Η Τζέιν ενθουσιάζεται από τις καινούργιες παραστάσεις, παρόλο που ταλαιπωρείται από την υγρασία και τα ενοχλητικά έντομα. Το καθετί έχει το τίμημά του. Αλήθεια, παρατηρήσατε σ’ αυτές οι φυλές κάποια ιδιαιτερότητα;»
«Όχι κάτι που να το θεωρήσω παράδοξο. Ο τρόπος ζωής, τα ήθη και τα έθιμά τους είναι λίγο πολύ γνωστά και παρόμοια. Δεν έχω βέβαια γνωρίσει τις φυλές πιο βαθιά στο δάσους. Εξάλλου εδώ ήλθα πριν από λίγους μήνες. Αν πάντως θελήσετε να προχωρήσετε αντίθετα με το ρεύμα τού Ογκοουέ, θα συναντήσετε διάφορες ομάδες Πυγμαίων, όπως τους Μπόφι».
«Είναι εχθρικοί;»
«Κάθε άλλο! Αυτούς που σας λέω τους γνώρισα πολύ πρόσφατα και τους συμπάθησα. Είναι φιλόξενοι και θα κερδίσετε γρήγορα την εμπιστοσύνη τους. Τότε θα σας βοηθήσουν πρόθυμα. Μοιάζουν με μεγάλα παιδιά. Σε μια εβδομάδα έμαθα γι’ αυτούς ένα σωρό πράγματα. Μου έδειξαν σχεδόν τα πάντα».
«Ακούσαμε ωστόσο ότι υπάρχουν ιθαγενείς που δεν είναι τόσο φιλικοί. Μας είπαν ότι μπορεί να κινδυνέψει ακόμα και η ζωή μας.»
«Η αλήθεια είναι ότι κυκλοφορούν διάφορες φήμες. Πιστεύω ότι πολλές τις διαδίδουν και οι ίδιοι, γιατί δε θέλουν να ενοχλούνται από τους περίεργους εξερευνητές, που τελευταία γίνονται ολοένα και περισσότεροι»
«Έχετε δει γιορτές τους; Κάποιες εκδηλώσεις τους;»
«Όχι κάτι σπουδαίο, αλλά ελπίζω να παρακολουθήσω σύντομα κάποια περισσότερο εντυπωσιακή. Έμαθα ότι συνηθίζονται αυτήν την εποχή και θα το ήθελα πολύ».
«Ευχαριστούμε πολύ, Σάντρο. Ελπίζω να τα ξαναπούμε».

Συνεχίζοντας τον δρόμο τους, αμέσως μετά το Κομαντεκέ το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά σ’ έναν μεγάλο κορμό δέντρου, πεσμένο κάθετα στο δρόμο. Τώρα ήταν υποχρεωμένοι να επιστρέψουν στη μικρή πόλη που προσπέρασαν πριν από λίγο, να αφήσουν το τζιπ εκεί και να συνεχίσουν πεζοί μέχρι τη Λικίλα.
Βλέποντας τις νέες συνθήκες, ο Κιμπαρέλα αρνήθηκε να τους συνοδέψει περισσότερο. Δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι ο δρόμος κρύβει ένα σωρό παγίδες και οι φυλές πέρα από τους ποταμούς που περιβάλλουν τη Λικίλα, είναι εχθρικές και κινδυνεύουν. Ο Χουάν και η Τζέιν όμως δεν επηρεάστηκαν από τους δισταγμούς και τις προφάσεις τού οδηγού. Ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν. Πλήρωσαν τον Κιμπαρέλα που επέστρεψε στο Λαμπαρενέ και συνέχισαν τα λίγα χιλιόμετρα που απέμειναν μόνοι τους.
Η πορεία ήταν περισσότερο ευχάριστη απ’ όσο είχαν υποθέσει. Ο ελαφρός αέρας μετρίαζε τη ζέστη και την ενοχλητική υγρασία. Περπατούσαν συνέχεια κάτω από τη σκιά των ψηλών δέντρων, που στα πυκνά φυλλώματά τους κελαηδούσαν άπειρα τροπικά πουλιά. Ένα μικρό σύννεφο από έντομα στριφογύριζε συνεχώς μπροστά τους. Μιάμιση ώρα αργότερα έφτασαν στη Λικίλα.
«Κοίτα, Χουάν!»
«Τι πράγμα;»
«Να, αυτό που σκαλίζει εκείνος ο μικρός, έξω από την παράγκα».
«Έχεις δίκιο» είπε ο Χουάν, χαμηλώνοντας αθέλητα τη φωνή του. Ταυτόχρονα, πλησίασε με αργά, προσεκτικά βήματα, μη θέλοντας να αποσπάσει την προσοχή τού ιθαγενή. Ο καλλιτέχνης, που δε θα ήταν περισσότερο από δεκαπέντε χρονών, ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στο μικρό εβένινο κομμάτι και το λάξευε με μεγάλη επιτηδειότητα.
Το μαύρο ξύλο, που προκάλεσε την έκπληξη της Τζέιν, σιγά σιγά έπαιρνε μορφή. Ήταν ένα μικροσκοπικό αγαλματίδιο που το κεφάλι του είχε διπλό πρόσωπο, άνδρα και γυναίκας. Ήταν τυχεροί, γιατί αν δεν είχαν χάσει χρόνο στο δρόμο, το έργο δε θα είχε προλάβει να πάρει αυτήν την αναγνωρίσιμη εικόνα. Ήταν γι’ αυτούς μια νέα ένδειξη ότι ακολουθούσαν έναν σωστό δρόμο.
Δεν ήταν δυνατό να βρουν άλλο όχημα και οδηγό στο μικρό χωριό που έφτασαν. Οι περισσότεροι που ρώτησαν, δεν καταλάβαιναν σχεδόν τίποτε και τους κοίταζαν με καχυποψία, μη έχοντας τη διάθεση να εξυπηρετήσουν δύο λευκούς ξένους. Εξάλλου, τα αυτοκίνητά τους, παλιά και κακοσυντηρημένα, ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσαν να προχωρήσουν για πολύ στους κακοτράχαλους χωματόδρομους.
Η ώρα είχε περάσει και το μόνο που μπορούσαν πια να κάνουν ήταν να ψάξουν για ένα μέρος ώστε να περάσουν τη νύχτα. Την προσοχή τους απέσπασαν ξαφνικά τα φώτα ενός αυτοκινήτου που έμπαινε εκείνη τη στιγμή στο χωριό και σταμάτησε πολύ κοντά τους. Γυρίζοντας, συνάντησαν έναν ιθαγενή, που εκείνη τη στιγμή έβγαινε από το σχετικά καινούργιο ημιφορτηγό. Μόλις είχε επιστρέψει από το Λαμπαρενέ.
Ο Μιλόνγκο, ένας γεροδεμένος άντρας ως πενήντα χρονών, ήταν πολύ κουρασμένος. Καθυστέρησε περισσότερο από δύο ώρες στην επιστροφή προσπαθώντας, μαζί με καμιά δεκαριά ακόμα άτομα, να απομακρύνει ένα εμπόδιο από τον δρόμο. Σίγουρα ήταν εκείνο το πεσμένο δέντρο.
Όταν έμαθε ότι δεν μπορούσαν να βρουν τρόπο για να πάνε στα διπλανά χωριά, παρόλο που ήταν διατεθειμένοι να δώσουν γι’ αυτό ένα σημαντικό ποσό, δέχτηκε ο ίδιος να τους οδηγήσει εκεί με το αυτοκίνητό του. Παίρνοντας μάλιστα στο χέρι μια αξιοσέβαστη προκαταβολή, προσφέρθηκε και να τους φιλοξενήσει μέχρι το επόμενο πρωί.
Το σπίτι του ήταν αρκετά μεγάλο, καθώς είχε χτιστεί και επεκταθεί για να στεγάσει αυτόν και την πολυμελή οικογένειά του. Τα περισσότερα από τα εφτά παιδιά του είχαν μεγαλώσει και έφυγαν για να μείνουν στο Λαμπαρενέ και τη Λιμπρεβίλ, όπως εξάλλου και των περισσότερων κατοίκων τής περιοχής. Έτσι τώρα περίσσευαν δύο δωμάτια με ξεχωριστή είσοδο το καθένα, που ο Μιλόνγκο τα χρησιμοποιούσε ως αποθήκες. Με τη μετακίνηση λίγων πραγμάτων, το ένα δωμάτιο έγινε αρκετά ευρύχωρο για να καταλύσει το νεαρό ζευγάρι.
Το πρωί ξεκίνησαν για τους πρώτους οικισμούς, ανεβαίνοντας προς τις πηγές τού Νγκουνιέ. Προχωρούσαν πολύ αργά σ’ έναν στενό δρόμο, που μόλις χωρούσε το ημιφορτηγό. Στριμωγμένοι και οι δύο στη μοναδική θέση τού συνοδηγού, τραντάζονταν κάθε τόσο πάνω στο ανώμαλο έδαφος, ζαλισμένοι από τη ζέστη και τη φασαρία που έκαναν τα φορτωμένα εργαλεία.
Σε πολλά σημεία διέκριναν ό,τι είχε απομείνει όρθιο από τα εγκαταλειμμένα σπίτια, σχεδόν καλυμμένα τώρα από την πυκνή βλάστηση. Ο οδηγός τούς πληροφόρησε ότι αυτά τα μέρη ήταν πριν από πολλά χρόνια κατοικημένα, αλλά με τον καιρό οι ιθαγενείς αποτραβιόντουσαν ολοένα και πιο βαθιά στο δάσος, γιατί έρχονταν οι λευκοί με τα όπλα και τους υποχρέωναν να τους ακολουθήσουν.
Πολλά πεσμένα κλαδιά συχνά έκαναν τον δρόμο αδιάβατο. Κάθε τόσο σταματούσαν κι έπαιρναν πίσω από την καρότσα τα μικρά τσεκούρια για να ανοίξουν διέξοδο. Επιτέλους, ύστερα από αρκετή ώρα πορείας, ο δρόμος άρχισε να καλυτερεύει.


Το μεσημέρι το αυτοκίνητο σταμάτησε λίγο μετά τα πρώτα σπίτια τού μικρού χωριού Ομπεγιέ, που βρίσκεται χτισμένο ανάμεσα στις πηγές δύο μικρών παραπόταμων του Νγκουνιέ. Κατέβηκαν όλοι. Ο Μιλόνγκο πλησίασε μια καλύβα κι έπιασε σχεδόν αμέσως κουβέντα με δυο τρεις ιθαγενείς, που ετοίμαζαν τα δολώματά τους για το βραδινό ψάρεμα. Ο Χουάν και η Τζέιν τον άφησαν, αφού πρώτα συμφώνησαν να ξανασυναντηθούν δυο ώρες πριν από τη δύση τού ήλιου, ώστε να επιστρέψουν εγκαίρως στη Λικίλα.
Οι ακτίνες τού ήλιου έπεφταν κάθετα. Η θερμοκρασία ήταν ψηλή και το έδαφος είχε αρχίσει να σκάζει εκεί απ’ όπου είχε εξαφανιστεί κάθε ίχνος υγρασίας. Σε μερικά σκιερά σημεία, ωστόσο, το νερό δεν είχε ακόμη απορροφηθεί εντελώς. Γύρω από τη μεγαλύτερη από εκείνες τις λακκούβες έπαιζαν ολόγυμνα καμιά δεκαριά μικρά παιδιά. Η Τζέιν έσπευσε να απαθανατίσει αυτήν τη γραφική εικόνα με τη φωτογραφική της μηχανή.
Όλα τα σπίτια ήταν φτωχικά. Τα μισά ξύλινα και τα υπόλοιπα χτισμένα με άχυρο και πηλό. Πού και πού συναντούσαν πιο έντονα σημάδια σύγχρονου πολιτισμού σ’ εκείνον τον τόπο, βλέποντας έναν τσιμεντένιο τοίχο ή μια κεραία τηλεόρασης. Ένα μεγαλύτερο, πλινθόκτιστο σπίτι είχε πάνω στην πόρτα του ζωγραφισμένο έναν σταυρό. Πάνω στη στέγη του διακρίνονταν δυο πρόχειρα καρφωμένα ξύλα. Ίσως χρησίμευε για εκκλησία. Ήταν φανερό πως είχαν περάσει κι από εδώ ιεραπόστολοι. Είχαν αλλάξει όνομα στη θρησκεία, αλλά αυτή εξακολουθούσε να είναι αναμιγμένη με τα πρωτόγονα έθιμά τους.
Ξαφνικά, πλησιάζοντας σ’ ένα σπίτι ταράχτηκαν. Παρατήρησαν ότι ένα από τα ξύλινα δοκάρια που αποτελούσαν τον σκελετό τής πόρτας και δυο τρία από εκείνα που στήριζαν τη στέγη του ήταν λαξευμένα. Σ’ αυτά νόμισαν ότι διέκριναν την εικόνα ανθρωπόμορφου ειδώλου.
Αργότερα διαπίστωσαν ότι το ίδιο συνέβαινε σε αρκετά ακόμα σπίτια. Στα παλιότερα, οι μορφές ήταν εξαιρετικά δυσδιάκριτες. Έπρεπε να πλησιάσουν πολύ κοντά για να τα ξεχωρίσουν από έναν κοινό πάσαλο. Στα πιο καλοδιατηρημένα, εκτός από μια διπλή όψη που συχνά διαγραφόταν, διέκριναν σκαλισμένα στο στήθος τους κυκλικά και συμμετρικά σχέδια.
Οι περισσότεροι ιθαγενείς είχαν τα κουφώματα και τα στηρίγματα των σπιτιών τους περιποιημένα. Τα έβαφαν παραδοσιακά κάθε φθινόπωρο με φυσικά χρώματα, που έβγαζαν από ειδικά φυτά.
Σύμφωνα με τα όσα γνώριζαν και είχαν συμπεράνει, αν τα είδωλα είχαν διατηρηθεί εδώ και πολλές γενιές, σε κάποιο ανάμεσά τους θα μπορούσε να βρίσκεται ενσωματωμένο το πέμπτο μετάλλιο. Όμως ακόμα και για τη μικρή αυτήν πιθανότητα, τώρα προέκυπταν άλλες δυσκολίες, η πρώτη από τις οποίες ήταν ο εντοπισμός τού συγκεκριμένου ειδώλου. Αυτό ήταν όμως αδύνατο, καθώς όλα ήταν περασμένα με πολλά στρώματα χρωμάτων, που το συνολικό πάχος τους είχε αμβλύνει υπερβολικά τις λεπτομέρειες. Σε ένα ομοίωμα τριακοσίων ετών θα είχε εξαφανιστεί κάθε ίχνος.
Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που το εύρισκαν, θα έπρεπε στη συνέχεια να το αποσπάσουν από επάνω του. Εκείνο το βήμα δε θα ήταν λιγότερο δύσκολο. Θα έπρεπε να επιστρατεύσουν όλη τη διπλωματία τους και να προσφέρουν σημαντικά ανταλλάγματα, ιδίως αν αυτό επρόκειτο να γίνει μπροστά στα μάτια των ιθαγενών.
Καθώς ακολουθούσαν τον μοναδικό δρόμο που διέσχιζε το χωριό, ένιωθαν επάνω τους τα περίεργα βλέμματα των κατοίκων. Τα μικρά παιδιά τούς παρακολουθούσαν από μακριά με κάποιο φόβο. Οι περισσότεροι είχαν ξαναδεί λευκούς, σίγουρα όμως μια τέτοια επίσκεψη δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο.
Όταν έφτασαν στη μέση τού χωριού, ένας ηλικιωμένος ιθαγενής πρόβαλε από τη σκιά μιας ακακίας, τους πλησίασε και τους ρώτησε σε σπασμένα γαλλικά ποιοι ήταν. Φαινόταν ανήσυχος. Ο Χουάν πήρε τον λόγο και του έδωσε να καταλάβει ότι ήταν εξερευνητές και ασχολούνταν με τη Βοτανική. Για να γίνει πιστευτός έδειξε φωτογραφίες, σκίτσα και δείγματα της έρευνάς του.
Ο ιθαγενής έδειξε να πείθεται. Συστήθηκε με το όνομα Μακάνγκα και είπε ότι είναι ο γηραιότερος κάτοικος στον οικισμό. Είχαν περάσει και άλλοι εξερευνητές στο παρελθόν, οι οποίοι τους άφησαν καλές αλλά και κακές εμπειρίες. Γνώριζε μάλιστα και λίγα αγγλικά που τα έμαθε από αυτούς. Αυτό θα έκανε τη συνεννόηση πιο εύκολη.
Η Τζέιν πήρε τον λόγο, αρχίζοντας με γενικές και ουδέτερες ερωτήσεις, ώστε να αποκτήσει οικειότητα με τον Μακάνγκα και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Ζήτησε πληροφορίες για τον πληθυσμό τού χωριού για  το πόσο συχνά έρχονταν λευκοί και για τις συνήθειές τους. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη θρησκεία τους, προσέχοντας να οδηγήσει διακριτικά τη συζήτηση στα ξύλινα αγάλματα που είχαν παρατηρήσει.
Όταν η Τζέιν άγγιξε αυτό το θέμα, ο Μακάνγκα την κοίταξε λίγο περίεργα, σαν να μην περίμενε αυτήν την ερώτηση. Της είπε ότι αυτά παίζουν τώρα διακοσμητικό ρόλο. Οι παλιότεροι τα κατασκεύαζαν για τις θρησκευτικές τελετές τους. Η Τζέιν είπε ότι την ενδιαφέρουν από καλλιτεχνική άποψη και ότι θα ήθελε να τα φωτογραφίσει. Ο Μακάνγκα τότε προθυμοποιήθηκε να την εξυπηρετήσει.
Κάλεσε ένα παιδί δεκατεσσάρων χρονών, τον Νμπάντι, για να την οδηγήσει κοντά στα σπίτια τού χωριού. Το παιδί πήγαινε μερικά βήματα μπροστά και μιλούσε αδιάκοπα στον έναν και στον άλλο, ίσως για να μην ανησυχούν βλέποντας δύο λευκούς με παράξενη εμφάνιση και φωτογραφικές μηχανές. Η Τζέιν και ο Χουάν δεν καταλάβαιναν λέξη. Φωτογράφιζαν μόνο τα είδωλα, αφού πρώτα τα πλησίαζαν και τα εξέταζαν όσο τους επέτρεπε ο περιορισμένος χρόνος, μήπως κατά τύχη εντοπίσουν κάποιο ίχνος.
Οι ώρες κύλισαν χωρίς αποτέλεσμα. Επέστρεψαν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν, με μια απογοήτευση στο πρόσωπο. Βρήκαν τον Μακάνγκα να συζητάει με τον Μιλόνγκο, δίπλα στο αυτοκίνητο.
«Είναι η μόνη κατοικημένη περιοχή εδώ γύρω;» ρώτησε η Τζέιν τον Μακάνγκα. «Πόσα χρόνια κατοικείται αυτός ο τόπος;»
«Οι γονείς μου και οι γονείς των γονιών μου γεννήθηκαν εδώ, αλλά μέσα στο δάσος υπάρχουν πολλές ομάδες ιθαγενών. Σπάνια περνούν από τα μέρη μας και δε μας ενοχλούν. Εγώ στα τόσα χρόνια άκουσα πολλές ιστορίες γι’ αυτούς».
«Τι λένε αυτές οι ιστορίες;»
«Περισσότερο για τις παραδόσεις και τα έθιμά τους, που σιγά σιγά όμως με τον καιρό σβήνουν».
«Υπάρχουν ακόμα φυλές που να κρατούν αυτά τα έθιμα;»
«Πιο πολύ στα μικρότερα χωριά. Ακόμα, μια δυο φυλές που έχουν τραβηχτεί πιο βαθιά στο δάσος, εδώ και πολλά χρόνια κρατούν τον δικό τους τρόπο ζωής. Όσοι λευκοί επιχείρησαν να τους βοηθήσουν για να προοδεύσουν δε γύρισαν. Κάποιοι από το χωριό μας πήγαν για να δουν πώς ζουν. Είναι πρωτόγονοι. Φαίνεται ότι μισούν όλο τον κόσμο γιατί διαφέρουν πολύ».
«Τι εννοείτε;»
«Είναι πολύ κοντοί, αλλά γενναίοι και επιθετικοί σ’ αυτούς που θα τους πλησιάσουν».
Άλλοι Πυγμαίοι! σκέφτηκε η Τζέιν. Φαίνεται ότι ο Σάντρο δεν έμαθε ακόμα τίποτε γι’ αυτούς.
«Δεν έρχονται ποτέ σ’ αυτό το χωριό;»
«Πολύ σπάνια, λίγοι από αυτούς έρχονται μέχρι το Ομπεγιέ ή, ακόμα πιο σπάνια, φτάνουν μέχρι τη Λικίλα ή το Λαμπαρενέ για να κάνουν αγορές».
«Πώς μπορεί να φτάσει κανείς μέχρι εκεί;»
«Δεν υπάρχει δρόμος ούτε για αυτοκίνητο ούτε για πεζούς, γιατί η περιοχή είναι γεμάτη από κινδύνους, όπως την κινούμενη άμμο, που υπάρχει σε πολλά μέρη. Μερικά μονοπάτια τα γνωρίζουν μόνο αυτοί και μερικοί από το χωριό μας».
«Πόσο μακριά είναι από ’δώ;»
«Όσοι έφτασαν μέχρι τα σπίτια τους, ξεκίνησαν πρωί και γύρισαν βράδυ. Κανένας βέβαια δεν τόλμησε να μείνει εκεί. Ανάλογα με το πόσο καλά ξέρει κάποιος τον δρόμο και τον καιρό».
«Εδώ δεν υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν τον δρόμο;»
«Αν θέλετε να πάτε δε θα βρείτε οδηγό γιατί όλοι φοβούνται».
«Κι αυτοί που πήγαν πριν από οχτώ μήνες;»
«Αυτοί βρέθηκαν κατά λάθος εκεί. Πήγαν για κυνήγι και πλησιάζοντας σε ένα ξέφωτο άκουσαν παράξενους ήχους και φωνές. Πλησιάζοντας προσεκτικά, τους είδαν εκεί να προετοιμάζονται για μια τελετή. Έμειναν, από περιέργεια, κρυμμένοι στο σύδεντρο για να δουν τι θα γίνει. Από εκείνους τα μάθαμε. Ήταν τυχεροί επειδή δεν πλησίασαν πολύ, κι ακόμα πιο τυχεροί που δε χάθηκαν μέσα στο δάσος».
Ο Χουάν και η Τζέιν αλληλοκοιτάχτηκαν με νόημα.
«Αυτό δείχνει μάλλον ότι βρίσκονται τώρα εκεί» είπε ο Χουάν. «Δεν μπορεί να αλλάζουν τόπο κάθε τόσο».
«Σίγουρα είναι οι μοναδικοί. Φαίνεται ότι βρήκαν τον κατάλληλο τόπο, γιατί εκείνη η περιοχή έχει πολλά ζώα και μανιόκα».
«Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω εκείνους που πήγαν εκεί, πριν από οχτώ μήνες. Εσείς που έχετε τόσες επαφές με τους κατοίκους, σίγουρα θα μπορέσετε να βρείτε κάποιον που να γνωρίζει τα μέρη» επέμεινε ο Χουάν.
Στον Μακάνγκα ήρθε ξαφνικά μια ιδέα.
«Δεν ξέρω αν ο Λισούμπα θα μπορούσε να σας δείξει κάποιο δρόμο. Δε νομίζω όμως ότι θα δείτε σπουδαία πράγματα».