37


Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά κέντρα τού αρχαίου κόσμου, έζησε ο Ήρωνας, τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Υπήρξε ένας διάσημος μαθηματικός και φυσικός και διευθυντής τής Ανώτατης Τεχνικής Σχολής τής Αλεξάνδρειας. Οι μαθηματικοί τύποι που διατύπωσε, οι προτάσεις για την εξήγηση φυσικών φαινομένων και οι εφευρέσεις του έθεσαν τα θεμέλια για την εξέλιξη της τεχνολογίας. Στις κατασκευές του αξιοποίησε ιδιαίτερα τη δύναμη του ατμού, όπως φαίνεται και από τα πολλά διαγράμματα που σώζονται στο έργο του “Πνευματικά”.
Πολλοί αρχιτέκτονες και κατασκευαστές έλαβαν υπόψη τους αυτές τις ιδέες και τις εφάρμοσαν σε δικά τους δημιουργήματα, με μικρότερες ή μεγαλύτερες παραλλαγές. Ωστόσο, οι αρχές τής Φυσικής είναι παντού και πάντοτε οι ίδιες. Δεν αποκλείεται, ανεξάρτητα από τον Ήρωνα, και άλλοι να σκέφτηκαν παρόμοιες εφαρμογές και να επινόησαν διατάξεις που λειτουργούσαν με παρόμοια λογική, όπως αυτές του αρχαίου σοφού.
Ένα από τα θαυμαστά δημιουργήματα του αλεξανδρινού μηχανικού ήταν εκείνο χάρη στο οποίο άνοιγαν αυτόματα οι βαριές θύρες ορισμένων αρχαίων ναών. Προϋπόθεση ήταν να γίνει μπροστά στον ναό μια θυσία, πάνω σε φωτιά. Με την αύξηση της θερμοκρασίας, το νερό που ήταν κρυμμένο από κάτω έβραζε, ο ατμός κυκλοφορούσε σε ένα δίκτυο σωλήνων και με ένα πολύπλοκο σύστημα εμβόλων, τροχαλιών, μοχλών και σχοινιών άνοιγαν οι θύρες. Με το σβήσιμο της φωτιάς το νερό κρύωνε και οι βαριές θύρες επανέρχονταν στην αρχική τους θέση.
Δεν είναι, βέβαια, δυνατό να γνωρίζει κανείς αν ο ταλαντούχος μηχανικός, που εφάρμοσε στην άλλη άκρη τού κόσμου αυτήν την ιδέα είχε διαβάσει τον Ήρωνα ή επινόησε ο ίδιος κάτι ανάλογο.

«Πρέπει να μπούμε εκεί μέσα» δήλωσε η Τζέιν. «Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι μπορούμε να ελέγχουμε το άνοιγμα με τη φωτιά, γιατί αλλιώς δε θα βγούμε ζωντανοί».
«Με τα ξύλα που έχουμε δε μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Τα περισσότερα έχουν υγρασία. Κι εκτός απ’ αυτό, ο αέρας τώρα έχει λιγότερο οξυγόνο. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να το επαναλάβουμε αύριο».
«Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τα πιο στεγνά για να κάνουμε τώρα ένα πείραμα;»
«Δεν έμειναν και πολλά για να ανάψει μια σωστή φωτιά. Κι εξάλλου είμαστε εξαντλημένοι. Ή όχι;»
«Δε χρειάζονται πολλά» επέμεινε η Τζέιν. «Όσο για να ξεκολλήσουν οι πέτρες. Θέλω να βεβαιωθώ για κάτι που μπορεί να είναι σημαντικό».
«Τι δηλαδή;»
«Έχω την αίσθηση ότι όσο έβλεπα το μαύρο κενό, οι φλόγες ήταν πιο ψηλές και ο καπνός ήταν λιγότερος».
«Αυτό είναι απόλυτα φυσικό. Οι φλόγες έκαναν αντίθεση στο μαύρο χρώμα και με την ίδια λογική ο καπνός εξαφανιζόταν σ’ αυτό».
«Το έχω σκεφτεί αυτό που είπες, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Γι’ αυτό, θέλω να το ξανακάνουμε. Να το δεις κι εσύ. Πριν δεν ξέραμε τι να πρωτοπαρατηρήσουμε».
«Αν ισχύει αυτό που λες, τότε είναι πράγματι σημαντικό. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
«Τώρα δεν πάει το μυαλό μου. Θα προσπαθούσα να το εξηγήσω αφού το έβλεπα».
«Καθώς ανοίγει ο χώρος από πίσω, ο καπνός μπορεί να βρίσκει μια διέξοδο και ο περισσότερος αέρας να βοηθάει σε καλύτερη καύση. Το πείραμα πρέπει να γίνει πολύ προσεκτικά. Κι αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο αύριο».
«Μάλλον έχεις δίκιο. Αύριο θα είμαστε ξεκούραστοι, θα έχουμε όλο τον χρόνο στη διάθεσή μας και στο μεταξύ μπορεί να σκεφτούμε τι άλλο θα μας ήταν χρήσιμο».
«Μόνο μια τελευταία προσπάθεια προτείνω να κάνουμε τώρα. Να βγάλουμε λίγα ξύλα έξω. Ελπίζω ο καιρός να είναι καλός και να τα στεγνώσει αρκετά ο ήλιος, ώστε να ανάψουν ευκολότερα».
«Αν και είμαι πτώμα, θα κάνω ένα δυο δρομολόγια. Φρόντισε όμως να μη με παραφορτώσεις».


Η μεθοδική επανάληψη του πειράματος δεν επιβεβαίωσε όλες τις προηγούμενες υποθέσεις τους. Ανανέωση του αέρα γινόταν πράγματι, ήταν όμως αρκετή μόνο για να συντηρεί μια μέτρια φωτιά. Ταυτόχρονα, χρονομετρώντας το διάστημα που μεσολαβούσε ανάμεσα σε κάθε φάση τού φαινομένου, διαπίστωσαν ότι η πύλη παρέμενε ανοιχτή περίπου για είκοσι λεπτά. Αν ήθελαν να βγουν από μέσα σώοι, έπρεπε να είναι αρκετά γρήγοροι. Κατάλαβαν ότι κάθε απροσεξία θα μπορούσε να τους στοιχίσει τη ζωή, όπως συνέβη πιθανότατα και μ’ εκείνους που προηγήθηκαν και είχαν ανακαλύψει συμπτωματικά τον τρόπο με τον οποίο θα έμπαιναν στον υπόγειο τάφο.
Τελικά αποφάσισαν ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να μείνει ένας από τους δύο έξω για να ξανανάψει τη φωτιά, στην περίπτωση που θα έσβηνε. Ο Χουάν δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αφήσει την Τζέιν να διακινδυνέψει. Έτσι, η Τζέιν έμεινε έξω και υποσχέθηκε στον Χουάν ότι θα φροντίσει να βγει από μέσα ζωντανός.

Ο Χουάν προχώρησε με τόλμη στο σκοτεινό χάσμα. Σχεδόν αμέσως το έδαφος έγινε κατηφορικό. Κάθε τόσο συναντούσε σκαλοπάτια στενά και απότομα που γλιστρούσαν από την υγρασία, ενώ σε μερικά σημεία είχαν φθαρεί από τον χρόνο. Έπρεπε να κατεβαίνει με μεγάλη προσοχή, γιατί μετέφερε μαζί του τη λάμπα κηροζίνης. Την πήρε παρόλο που το φως της ήταν αδύνατο και ήδη κρατούσε τον μεγαλύτερο φακό. Η Τζέιν είχε παραξενευτεί, αλλά δεν το σχολίασε.
Όταν έφτασε στο τέλος της στοάς, ο Χουάν βρέθηκε σ’ ένα ευρύχωρο δωμάτιο. Η οροφή ήταν μερικά δάχτυλά πιο πάνω από το κεφάλι του και στο λιγοστό φως της λάμπας σχεδόν δε φαίνονταν οι τοίχοι γύρω του. Ακούμπησε τη λάμπα στο έδαφος. Το φως της όμως αδυνάτισε ακόμα περισσότερο και λίγες στιγμές αργότερα έσβησε.
«Να πάρει!» έκανε απογοητευμένος ο Χουάν. Η φωνή του αντήχησε και έφτασε στα αφτιά τής Τζέιν.
«Τι έπαθες Χουάν;» ρώτησε με αγωνία.
«Μην ανησυχείς. Συνέβη κάτι που υποψιαζόμουν. Θα σου εξηγήσω αργότερα».
Με αργές κινήσεις ο Χουάν άναψε τον αναπτήρα του και τον πλησίασε αργά προς το έδαφος. Λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος ο αναπτήρας έσβησε. Ο Χουάν έδειξε ότι επιβεβαιώθηκε η υπόθεση που είχε κάνει, σήκωσε ψηλά τη λάμπα και την ξανάναψε. Παράλληλα άναψε και τον φακό. Αν έχουμε τις σωστές πληροφορίες και είμαστε τυχεροί, ο πλοίαρχος θα πρέπει να βρίσκεται θαμμένος κάπου εδώ μέσα.
Δεν έβλεπε όμως τίποτε γύρω του που να θυμίζει κάτι σχετικό. Στην απέναντι μεριά τού δωματίου είδε το φως τού φακού να χάνεται σ’ έναν άλλο στενό διάδρομο. Με την ελπίδα ότι θα εύρισκε κάτι στο τέλος εκείνης της σήραγγας, προχώρησε.
Λίγο μετά τα πρώτα μέτρα, το έδαφος έγινε ξαφνικά πολύ ανώμαλο. Μικρές και μεγάλες πέτρες δυσκόλευαν ολοένα και περισσότερο το βάδισμα. Ίσως κάποιος σεισμός να προκάλεσε εκεί μια μερική κατάρρευση της οροφής. Καθώς προσπαθούσε να τις αποφύγει έχασε την ισορροπία του, παραπάτησε και το πόδι του βυθίστηκε μέχρι το γόνατο σε ένα ρήγμα πλάτους μερικών εκατοστών και άγνωστου βάθους. Με δυσκολία κατάφερε να το απελευθερώσει.
Με μια πιο προσεκτική εξέταση, θα συμπέραινε κανείς ότι η μορφή και η θέση αυτών των εμποδίων δεν ήταν φυσική και τυχαία. Χωρίς αμφιβολία, η είσοδος σ’ εκείνον τον χώρο δεν ήταν επιθυμητή.
Προς το τέλος η σήραγγα στένευε πολύ, πριν καταλήξει σε ένα δεύτερο, μεγαλύτερο δωμάτιο. Ο Χουάν χώρεσε με δυσκολία από την είσοδο. Στη μέση είδε να υψώνονται δύο μεγάλοι ορθογώνιοι βράχοι από βασάλτη. Η λάμπα κόντευε να σβήσει.

Ο χρόνος για την Τζέιν κυλούσε πολύ αργά. Εδώ και αρκετή ώρα δεν άκουγε τίποτε και άρχισε να ανησυχεί. Είχαν περάσει πάνω από δεκαπέντε λεπτά και ο Χουάν δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Δεν τολμούσε, ασφαλώς, να κατεβεί και να τον αναζητήσει. Φώναξε μόνο δυνατά.
«Χουάν, γύρνα πίσω! Η ώρα πέρασε!»
Πέρασαν ακόμα δύο λεπτά αγωνίας. Επιτέλους, ο Χουάν φάνηκε στο βάθος τής στοάς. Ανέβηκε ιδρωμένος και κάθισε δίπλα της. Λίγες στιγμές αργότερα, άρχισε να κλείνει η πύλη.
«Θα μου πεις τι συνέβη;» ρώτησε με αγωνία η Τζέιν. «Τι έκανες τόση ώρα εκεί μέσα; Τι έπαθες; Τι είδες;»
«Στάσου να πάρω μια ανάσα. Και καλά που σκέφτηκα εκτός από τον φακό να πάρω μαζί μου και τη λάμπα. Ίσως ήταν πολύ επικίνδυνο».
«Γιατί; Αυτό ήθελα να σ’ το ρωτήσω και προηγουμένως».
«Δεν είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο» είπε ο Χουάν. «Στη σπηλιά αυτή, όπως και σε άλλα σπήλαια, ο αέρας δεν ανανεώνεται. Εδώ μέσα φαίνεται ότι ζουν αρκετοί οργανισμοί ή, μάλλον,  μικροοργανισμοί, που με την αναπνοή τους έχουν καταναλώσει ένα μεγάλο μέρος τού οξυγόνου και τη θέση του πήρε το διοξείδιο του άνθρακα. Καθώς το διοξείδιο είναι βαρύτερο, μένει κοντά στο έδαφος. Έτσι όταν ακούμπησα τη λάμπα κάτω έσβησε. Γι’ αυτό άκουσες την απογοήτευσή μου».
«Αυτό εξηγεί και γιατί η λάμπα δε φωτίζει δυνατά εδώ πάνω; Υπάρχει κι εδώ διοξείδιο;»
«Ναι αλλά σε πολύ μικρότερο ποσοστό. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Δυστυχώς υπάρχει και σε ένα δεύτερο ας πούμε “δωμάτιο”, που βρίσκεται μετά από αυτό. Εκεί πιστεύω ότι υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος. Χρειάζεται προσοχή γιατί είναι αέριο άοσμο».
«Γιατί άργησες τόσο πολύ; Δε βρήκες τίποτε;»
«Αντίθετα, στο δεύτερο δωμάτιο, που ανοίγεται μετά από μια μικρότερη σήραγγα, υπάρχουν δύο μεγάλοι τάφοι. Τουλάχιστον έτσι κατάλαβα. Πολύ πιθανό ο ένας να είναι του Φερνάρντο».
«Είναι συλημένοι;»
«Αυτό δεν το ξέρω, γιατί είναι καλυμμένοι με πέτρινες πλάκες που μου έδωσαν την εντύπωση ότι είναι ασήκωτες. Δε θέλησα να προσπαθήσω, γιατί στο μεταξύ το φως τής λάμπας αδυνάτισε πολύ και λίγο μετά ξαναέσβησε».
«Τώρα τι θα κάνουμε;»
«Δεν έχω ιδέα».
«Τι θα έλεγες αν ερχόμουν να βοηθήσω εγώ;»
«Αυτό αποκλείεται!»
«Γιατί όχι;»
«Δεν μπορούμε να ρισκάρουμε τη ζωή μας γι’ αυτό το μετάλλιο!»
«Σκέψου το. Τώρα που γνωρίζεις τα κατατόπια, θα κερδίσουμε πολύ χρόνο. Θα ανάψουμε όσο πιο μεγάλη φωτιά γίνεται, η κρύπτη θα μείνει πιο πολλή ώρα ανοιχτή κι εμείς θα τελειώσουμε γρήγορα. Θα πάρουμε και το φτυάρι και την αξίνα που θα βοηθήσουν. Δεν είναι ανάγκη να τα ξαναπάρουμε μαζί μας. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι το μετάλλιο!»
«Δεν μπορούμε να πάμε έτσι. Έχει πολύ λίγο οξυγόνο. Αν ζαλιστούμε και πέσουμε κάτω, είμαστε χαμένοι. Εξάλλου, ο διάδρομος που οδηγεί εκεί είναι πολύ δύσβατος. Πρέπει να βρούμε άλλη λύση».
Ο Χουάν έμεινε σκεφτικός. Μέσα του ποθούσε πολύ να βρει και να κρατήσει στα χέρια του εκείνον τον μικρό θησαυρό, από την άλλη όμως δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του, ούτε βέβαια και της αγαπημένης του.
«Το βρήκα!» φώναξε ξαφνικά η Τζέιν. «Θυμάσαι το κατάστημα απ’ όπου αγοράσαμε τον εξοπλισμό μας;»
«Το θυμάμαι».
«Πρόσεξα ότι είχε στολές για καταδύσεις και τα σχετικά. Υπάρχουν πολλοί λάτρεις αυτού του κοραλλιογενούς οικοσυστήματος, που περνούν ώρες κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Θα αγοράσουμε δύο φιάλες οξυγόνου και θα κατεβούμε μαζί».
«Πολύ έξυπνο! Με μια μικρή διαφορά. Εσύ δε θα διακινδυνεύσεις».
«Τώρα που βρήκα τον τρόπο, δεν το συζητώ, είπε πεισματικά. Θα έρθω κι εγώ».
«Δεν υπάρχει λόγος, αγάπη μου. Τώρα θα είναι πολύ πιο εύκολο για μένα. Όπως είπες κι εσύ, γνωρίζω καλά το μέρος, θα πάω αμέσως με τα εργαλεία και έχοντας το οξυγόνο θα τα καταφέρω μια χαρά».
«Τέλος πάντων» είπε μέσα από τα δόντια της η Τζέιν. «Σου θυμίζω πάντως ότι δεν πρέπει να κεντρίσουμε την περιέργεια κανενός. Καλύτερα να νοικιάσουμε τώρα το σκάφος από άλλον».
«Συμφωνώ. Είναι κάτι που το σκέφτηκα κι εγώ, εξάλλου. Αύριο, την ίδια ώρα, θα είμαστε πάλι εδώ».


Επάνω στα κάρβουνα και τις στάχτες τής προηγούμενης μέρας τοποθέτησαν έναν μεγάλο σωρό από ξύλα. Η φωτιά άναψε ευκολότερα. Λίγα λεπτά αργότερα, η είσοδος της κρύπτης εμφανίστηκε, ο Χουάν έβαλε το οξυγόνο και άρχισε να προχωρεί με τους σφυγμούς του ανεβασμένους. Λίγο αργότερα, έφτασε κρατώντας τον μεγάλο φακό, μπροστά στον πρώτο τάφο. Με φρίκη είδε αυτό που δεν είχε παρατηρήσει την πρώτη φορά. Ένας σκελετός με μια σκουριασμένη αξίνα βρισκόταν δίπλα του. Να το πρώτο θύμα τού θησαυρού.
Πήρε μια βαθιά αναπνοή και προσπάθησε να ανασηκώσει με την αξίνα το πέτρινο κάλυμμα. Η πλάκα ήταν πολύ βαριά και το μόνο που κατάφερε ήταν να την μετακινήσει λίγα εκατοστά. Απογοητευμένος, πήγε να δοκιμάσει στη διπλανή σαρκοφάγο, αλλά η πλάκα εκείνης ήταν ακόμα βαρύτερη και αμετακίνητη. Γύρισε πίσω απογοητευμένος.
«Δε γίνεται τίποτε».
«Γιατί Χουάν;»
«Οι πλάκες είναι ασήκωτες».
«Εντελώς;»
«Η μία μόλις και κουνήθηκε».
«Αν προσπαθούσαμε μαζί;»
«Αυτό αποκλείεται! Πρέπει να είναι κάποιος έξω για ασφάλεια».
«Αφού δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου!»
«Δε γίνεται να παίξουμε με τη ζωή μας!»
«Παρατήρησα ότι τώρα έκανες τον μισό χρόνο!»
Ο διάλογος συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Η Τζέιν μιλούσε με μεγάλο πάθος για τα επιχειρήματά της. Στο τέλος, ο Χουάν υποχώρησε.
«Έστω» είπε. «Πάμε κι ο Θεός βοηθός».

Περίμεναν να ξανακλείσει η πύλη και να ανάψουν νέα φωτιά, ώστε να έχουν τον περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους. Όταν αποτραβήχτηκαν πάλι οι πέτρες, μπήκαν με αγωνία, αλλά και αρκετές ελπίδες.
Οι τάφοι ήταν παρόμοιοι. Δεν ήξεραν σε ποιον από τους δύο ήταν τοποθετημένος ο Φερνάρντο, αν βέβαια ήταν σωστές όλες οι υποθέσεις που είχαν κάνει μέχρι τώρα και βρισκόταν σ’ έναν από αυτούς.
Χάρη στη βοήθεια της Τζέιν, η πλάκα που σκέπαζε τον μικρότερο τάφο μετακινήθηκε σχετικά εύκολα. Την ικανοποίηση όμως της πρώτης επιτυχίας διαδέχτηκε μια απογοήτευση, καθώς το μόνο πράγμα που βρήκαν εκεί δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας μικροκαμωμένος σκελετός.
«Να πάρει!» φώναξε ο Χουάν.
«Μην απελπίζεσαι» έσπευσε να πει η Τζέιν. «Δε χάσαμε κάθε ελπίδα. Μπορεί να βρίσκεται ακριβώς δίπλα».
«Μπορεί, αν και δε μοιράζομαι πια την αισιοδοξία σου. Θα είναι η τελευταία προσπάθεια που θα κάνουμε».
«Θα δεις που θα είμαστε τυχεροί».
«Μακάρι, Τζέιν. Εξάλλου είμαι πολύ κουρασμένος».
Η κούραση και το μεγαλύτερο βάρος τής διπλανής πλάκας είχαν σαν αποτέλεσμα να καθυστερήσουν περισσότερο στην απομάκρυνσή της. Ένας ακόμα λόγος ήταν το βάρος από τις φιάλες οξυγόνου που είχαν στους ώμους τους. Ο χρόνος περνούσε χωρίς να το καταλάβουν. Τελικά, το περιεχόμενο του τάφου τούς αποζημίωσε. Στο θώρακα του σκελετού που βρισκόταν μέσα, ήταν σφηνωμένο, μαζί με υπολείμματα καραβόπανου, το ασημένιο μετάλλιο!
Με μια νευρική κίνηση ο Χουάν άπλωσε το χέρι του και το άρπαξε. Ανυπομονούσε να το δει και να βεβαιωθεί ότι πρόκειται για ένα από τα κομμάτια της σειράς. Πλησίασε τη λάμπα και είδε το γνωστό, χαρακτηριστικό οικόσημο. Το έβαλε στην τσέπη, παράτησε ό,τι άλλο κρατούσε εκτός από τον φακό και στράφηκε με την Τζέιν που στο μεταξύ το φως τού φακού και βλέμμα της είχαν σταματήσει σε δύο ακόμα σκελετούς σε μια γωνιά τού μαυσωλείου. Την ίδια στιγμή άρχισε να ακούγεται η καταχθόνια βοή.
Άρχισαν να κατευθύνονται όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς την έξοδο της σήραγγας, παρατώντας κάθε εργαλείο και απομακρύνοντας ταυτόχρονα από πάνω τους τις φιάλες οξυγόνου για  να απαλλαγούν από το βάρος τους. Αν και ο χρόνος ήταν αρκετός, το ανηφορικό και ανώμαλο έδαφος έκανε δύσκολη την προσπάθειά τους κι ακόμα περισσότερο ύστερα από την κούραση που δοκίμασαν.
Ο Χουάν έβγαινε από τη στοά, όταν οι ογκόλιθοι είχαν ήδη πλησιάσει πολύ μεταξύ τους. Εκείνη τη στιγμή η Τζέιν, στην ύστατη προσπάθεια να προλάβει την έξοδο, σκόνταψε, έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο υγρό έδαφος βγάζοντας μια κραυγή πόνου και αγωνίας.
Πριν στραφεί ο Χουάν για να δει τι συμβαίνει, η Τζέιν τού φώναξε:
«Μην έρχεσαι προς τα εδώ! Ανανέωσε μόνο τη φωτιά!»