44


Η Ανάντα προτίμησε να ταξιδέψει με το τρένο για  μεγαλύτερη οικονομία. Σ’ ένα βαγόνι τής τρίτης θέσης, συνταξίδευε με έναν παρσί, ντυμένο στα λευκά. Η πρώτη ώρα τού ταξιδιού τής φάνηκε ατέλειωτη, καθώς ο Ινδός πυρολάτρης ήταν κουραστικός. Προσπαθούσε με κάθε αφορμή να ανοίξει συζήτηση, αλλά η Ανάντα απαντούσε με ξερά μονοσύλλαβα, θέλοντας την ησυχία της ύστερα απ’ όσα είχε περάσει τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Οι θρησκευτικές της πεποιθήσεις, εξάλλου, την απομάκρυναν ακόμα περισσότερο από τον οπαδό τού Ζαρατούστρα. Ευτυχώς ο παρσί το πήρε γρήγορα απόφαση και έπαψε να την ενοχλεί.
Τις λίγες ώρες που δεν κοιμόταν στο πολύωρο ταξίδι της, έγερνε ζαλισμένη, στο άβολο κάθισμά της, επηρεασμένη ακόμη από τις ουσίες τής διονυσιακής τελετής. Κατέβηκε για πρώτη φορά από το τρένο κατά το μεσημέρι, στον σταθμό τού Αλαχαμπάντ, μόνο και μόνο για να ξεμουδιάσει, κάνοντας αργά κι ανόρεχτα βήματα.

Η εδώ και πολλούς αιώνες ιερή πόλη είναι χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Γάγγη, Γιαμούνα και του αόρατου Σαρασουάτι, καθένας από τους οποίους αντιπροσωπεύει τη δική του θεότητα.
Η Ανάντα είχε έρθει στο Αλαχαμπάντ τον περασμένο χρόνο για το Μαγκ Μέλα, το μεγαλύτερο θρησκευτικό προσκύνημα στον κόσμο. Εδώ συρρέουν περισσότερα από είκοσι εκατομμύρια πιστοί και λούζονται στα νερά των ποταμών μέχρι να φτάσουν στη μόκσα, την κάθαρση της ψυχής και την ένωση με το θεϊκό στοιχείο.
Το αμέτρητο πλήθος, που προστίθεται στο ένα εκατομμύριο μόνιμους κατοίκους, γεμίζει πρώτα κάθε ξενοδοχείο και στη συνέχεια σκηνές και καταυλισμούς. Ανάμεσά τους χιλιάδες ζητιάνοι, μικροπωλητές και εθελοντικό προσωπικό που μοιράζει δωρεάν φαγητό εκ μέρους τής θεάς τής τροφής Αναπούρνα.
Όλη αυτήν τη θρησκευτική ζέση, η Ινδή την είχε ζήσει τότε, όπως φέτος στο Βαρανάσι, με μεγάλη ένταση. Στην κατάσταση όμως που ήταν εκείνη τη στιγμή, δε θα μπορούσε να θυμηθεί τίποτε. Ούτε
καν προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν. Ξαναμπήκε λίγα λεπτά αργότερα στο τρένο, μηχανικά, για να συνεχίσει άλλο τόσο ταξίδι.
Σχεδόν με την ανατολή τού ήλιου, πριν το τρένο φτάσει στη Μουμπάι, επιτέλους ξύπνησε με καθαρό μυαλό. Ο παρσί την είδε να κοιτάζει με μεγάλη περιέργεια ένα επιβλητικό λευκό οικοδόμημα που πρόβαλλε στο ξερό, αχνορόδινο τοπίο. Έσπευσε διστακτικά να την ενημερώσει ότι πρόκειται για τον “Πύργο της Σιωπής”.
Για πρώτη φορά η Ανάντα πρόσεξε τα λόγια του. Ο παρσί ξαναβρήκε αμέσως την ομιλητικότητά του και συνέχισε, εξηγώντας της ότι πρόκειται για ένα ιερό μέρος όπου φέρνουν τους νεκρούς. Κάνουν την παραδοσιακή τελετή ναβτζότ και τους εγκαταλείπουν για να φύγουν οι ψυχές τους.
Τα μάτια τής Ανάντα είχαν ανοίξει ολότελα. Καθώς της κινήθηκε περισσότερο η περιέργεια, ρώτησε:
«Πώς είναι κατασκευασμένος αυτός ο πύργος;»
«Είναι ένα κυκλικό πέτρινο οικοδόμημα. Στο κέντρο υπάρχει ένα κοίλωμα όπου εναποθέτουν το σώμα τού νεκρού. Γύρω του είναι τρεις ομόκεντροι κύκλοι που συμβολίζουν αντίστοιχα τις αγαθές πράξεις, τα λόγια και τις σκέψεις του. Η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους ιερείς. Όλοι πρέπει να φορούν λευκά ρούχα, που συμβολίζουν την αγνότητα».
Ο παρσί έδειχνε φανερά ικανοποιημένος που κατόρθωσε να αποσπάσει την προσοχή τής συνταξιδιώτισσάς του. Η Ανάντα άκουγε με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το τρένο τώρα περνούσε τόσο κοντά, που διακρίνονταν λεπτομέρειες. Ρώτησε:
«Εκείνα τα μαύρα πουλιά που πετούν κυκλικά από πάνω; Έχουν κάποια σχέση;»
«Έχουν. Είναι εκείνα που λέγεται ότι παίρνουν την ψυχή τού νεκρού μαζί με τη σάρκα του. Κάποτε υπήρχαν πολύ περισσότερα. Πρόκειται για τους γύπες τής Βεγγάλης, που βρίσκονται μόνο στην Ινδία. Τώρα κινδυνεύουν να εξαφανιστούν γιατί δηλητηριάζονται από φάρμακα που δίνουν στις άρρωστες αγελάδες».
Τον παρσί διέκοψε το σφύριγμα του τρένου, που εκείνη τη στιγμή πλησίαζε τον σιδηροδρομικό σταθμό τής πόλης.

Η Μουμπάι είναι, με δεκατέσσερα εκατομμύρια περίπου πληθυσμό, η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη τού κόσμου. Αν συμπεριληφθούν και οι γειτονικές κατοικημένες περιοχές της Νέας Μουμπάι και Θάνε, συγκεντρώνει πάνω από δεκαεννιά εκατομμύρια κατοίκους και αποτελεί την πέμπτη μητροπολιτική σε πληθυσμό περιοχή τού πλανήτη. Αποτελεί την οικονομική πρωτεύουσα της Ινδίας και ένα από τα δέκα μεγαλύτερα κέντρα οικονομίας τού κόσμου. Είναι το μέρος που υπόσχεται ποικίλες επαγγελματικές ευκαιρίες στον εργαζόμενο. Γι’ αυτό, έρχονται καθημερινά πολλοί Ινδοί, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Καθώς επηρεάζει με την ανάπτυξή της τις διεθνείς σχέσεις όλου του πλανήτη, την χαρακτήρισαν “Παγκόσμια Πόλη”.


«Τι κάνουμε τώρα Χουάν;»
«Θα το σκεφτούμε στο δρόμο».
«Ποιο δρόμο; Τι εννοείς;»
«Σίγουρα αν μείνουμε εδώ δεν πρόκειται να κερδίσουμε τίποτε. Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να πάμε πίσω από την Ανάντα».
«Θέλεις να πεις ότι θα την ακολουθήσουμε στην Μουμπάι;»
«Η λέξη “ακολουθήσουμε” είναι βέβαια σχετική. Το πρώτο που  θα κάνουμε είναι να πάμε στην πόλη που πήγε κι εκείνη»
«Και μετά;»
«Μετά, δεν ξέρω. Γι’ αυτό σου είπα ότι πρέπει να εκμεταλλευτούμε τον χρόνο τού ταξιδιού για να βρούμε μια λύση. Ήδη θα έπρεπε να κινούμαστε προς το αεροδρόμιο του Ράντσι. Ο χρόνος μάς κυνηγάει, γιατί δεν ξέρουμε όχι μόνο πού γίνεται, αλλά και πότε αρχίζει αυτή η καταραμένη δημοπρασία…»
«Αυτή βρίσκεται στο δρόμο;»
«Έτσι φαντάζομαι απ’ ό,τι μου είπε χθες».
«Άρα έφτασε ή θα φτάσει σήμερα στη Μουμπάι».
«Μπορεί και να έφτασε… Γι’ αυτό, δεν πρέπει να χάνουμε λεπτό».

Το πρώτο αεροπορικό δρομολόγιο από το Ράντσι για τη Μουμπάι περνούσε από το Δελχί και διαρκούσε, μαζί με την ανταπόκριση, συνολικά έξι ώρες. Η πτήση ξεκινούσε στις οχτώ το πρωί. Η επόμενη ήταν απευθείας, διαρκούσε δύο ώρες αλλά ξεκινούσε στις τέσσερις το απόγευμα. Βρέθηκαν σε δίλημμα. Έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα σε μια ταλαιπωρία και το ενδεχόμενο η οποιαδήποτε καθυστέρηση της απογευματινής πτήσης να είναι γι’ αυτούς μοιραία.
Τελικά αποφάσισαν να πάνε με την πρώτη  πτήση, καθώς αν και θα ήταν κουρασμένοι, έπρεπε να εκμεταλλευτούν όσο περισσότερο χρόνο μπορούσαν στη Μουμπάι για  να φτάσουν έγκαιρα στην αίθουσα του πλειστηριασμού. Πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι μέχρι την άφιξή τους θα είχαν βρει τον τρόπο με τον οποίο θα έφταναν στο σωστό μέρος.

Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, ύστερα από μισή ώρα καθυστέρηση στην αναχώρηση και μιάμιση ώρα περισσότερη αναμονή στο Δελχί, προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο Τσατραπατί Σιβατζί της Μουμπάι, το μεγαλύτερο της νότιας Ασίας, με έκταση γύρω στα έξι τετραγωνικά χιλιόμετρα, πέντε τερματικούς σταθμούς και πάνω από τριάντα εκατομμύρια διερχόμενους επιβάτες τον χρόνο.
Όση ώρα η Τζέιν φυλλομετρούσε διαφημιστικά περιοδικά στη θέση τού αεροπλάνου, το μάτι της συνέχεια σταματούσε στα κοσμήματα και τα άλλα προϊόντα που διέθεταν καταστήματα αφορολόγητων ειδών στα αεροδρόμια αλλά και στους εμπορικούς δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων της Ινδίας. Άνοιγε κι έκλεινε συνέχεια το φυλλάδιο, προσπαθώντας να συλλάβει την οποιαδήποτε σκέψη θα μπορούσε να βοηθήσει.
Ο Χουάν παρατήρησε την ανησυχία της.
«Σε βλέπω πολύ αγχωμένη. Δε λέω ότι εγώ είμαι καλύτερα, αλλά δε χρειάζεται να στενοχωριόμαστε πια και τόσο πολύ.».
«Έχεις δίκιο. Τόση ώρα όμως στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό μου μια ιδέα, που δεν ξέρω αν μπορεί να μας βοηθήσει καθόλου».
«Να την ακούσω;»
«Έβλεπα τα χρυσαφικά εδώ μέσα. Έλεγα μήπως κανένας από  αυτούς που τα πουλάνε μπορεί να μας φωτίσει».
«Υποψιάζομαι πού θέλεις να καταλήξεις, αλλά συνέχισε».
«Σε πολλές δημοπρασίες πωλούνται κοσμήματα και παρόμοια κομμάτια. Συχνά οι χρυσοχόοι τα αγοράζουν σε χαμηλές σχετικά τιμές, και τα αξιοποιούν σύμφωνα με τον τρόπο που κρίνουν καλύτερο. Προσθέτουν ή αφαιρούν πέτρες, λιώνουν το χρυσάφι και παρόμοια. Λέω ότι κάποιος απ’ αυτούς θα μπορούσε να ξέρει πού συνήθως γίνονται τέτοιες δημοπρασίες. Γιατί όχι κι αυτήν που μας ενδιαφέρει».
«Απ’ όσο ξέρω συνήθως γίνονται σε ειδικούς χώρους, ή ακόμα και σε αίθουσες ξενοδοχείων, που διατίθενται για τέτοιο σκοπό».
«Αυτό ελπίζω να το μάθουμε. Χρειάζεται όμως να βρούμε γρήγορα τέτοια καταστήματα για να μη χάσουμε χρόνο».

Ο πολύ λογικός συλλογισμός τής Τζέιν τους οδήγησε σε μια σειρά χρυσοχοείων στο αεροδρόμιο της Μουμπάι. Όσοι γνώριζαν κάτι σχετικό, προσφέρθηκαν να τους εξυπηρετήσουν, δίνοντας διευθύνσεις ή τηλέφωνα ξενοδοχείων στα οποία κυρίως γίνονταν πλειστηριασμοί. Ο τελευταίος μάλιστα προσφέρθηκε να επικοινωνήσει με τον ιδιοκτήτη του κεντρικού καταστήματος, που παρακολουθούσε συστηματικά τέτοιες δημοπρασίες. Εκείνος τον πληροφόρησε ότι το ίδιο απόγευμα θα πήγαινε σε μία που θα γινόταν στο ξενοδοχείο Τατζ Μαχάλ Παλάς.
Επικοινωνώντας με τριάντα περίπου ξενοδοχεία, οι δυο νέοι εξάντλησαν όλες σχεδόν τις πιθανότητες να γίνεται την ίδια μέρα και κάπου αλλού κάτι αντίστοιχο. Στη συνέχεια, κατευθύνθηκαν στο μοναδικό που έλπιζαν βάσιμα ότι θα εύρισκαν την Ανάντα Φέρμαν.


Ακριβώς δίπλα στο πολυτελές Τατζ Μαχάλ Παλάς, πάνω στην παραλιακή λεωφόρο Ραμτσανταρί, ανεγέρθηκε εβδομήντα χρόνια αργότερα ο πύργος του ίδιου ξενοδοχείου. Απέναντι προβάλλει η “Πύλη της Ινδίας”, μια αψίδα από κίτρινο βασάλτη με είκοσι έξι μέτρα ύψος.
Η αίθουσα της δημοπρασίας βρισκόταν στον δέκατο ένατο όροφο του πύργου, που απέχει είκοσι χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο. Η κυκλοφορία εκείνη τη μέρα ήταν προβληματική, καθώς μια ραγδαία βροχή γέμισε τους δρόμους με νερά και τα αυτοκίνητα στο μεγαλύτερο μέρος τής διαδρομής προχωρούσαν με εξαιρετικά βραδύ ρυθμό. Αν ήξεραν τον δρόμο, ίσως και να κατέβαιναν από το ταξί. Έφτασαν στο ξενοδοχείο με την ψυχή στο στόμα.
Κατευθύνθηκαν γρήγορα στη γεμάτη αίθουσα, όπου γινόταν η δημοπρασία. Στην είσοδο προμηθεύτηκαν τους καταλόγους με τα αντικείμενα του πλειστηριασμού και καρτέλες με αριθμούς για τη συμμετοχή τους. Η δημοπρασία είχε αρχίσει εδώ και μία ώρα, αλλά δεν είχε φτάσει ακόμα στους λαχνούς που είχαν γι’ αυτούς ενδιαφέρον.
Γύρισαν ανυπόμονα τις σελίδες των καταλόγων, σαρώνοντας με το βλέμμα τις φωτογραφίες και τις περιγραφές για  να εντοπίσουν τα μετάλλια του Φέρμαν. Ευτυχώς οι λαχνοί είχαν ταξινομηθεί με μια σειρά που τους βοήθησε.
«Εδώ είναι!» φώναξε πρώτη η Τζέιν, γυρίζοντας απότομα προς τον Χουάν και δείχνοντάς του με το δάχτυλο τη φωτογραφία ενός μεταλλίου. Η φωνή της ήταν πιο δυνατή απ’ όσο θα ήθελε, καθώς μερικοί γύρισαν το κεφάλι προς το μέρος της.
«Ναι, αγάπη μου κι ευτυχώς έχουμε άνεση χρόνου. Βρισκόμαστε ακόμα στον λαχνό 158 και αυτός που μας ενδιαφέρει είναι ο 378 ή ο 379. Οι λαχνοί από τον 380 μέχρι τον 382, που μόλις μου έδειξες, είναι κι αυτοί δικοί της, όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες και τις περιγραφές».
«Πράγματι, αλλά παρατήρησα ότι οι περιγραφές τους στο φυλλάδιο είναι πολύ λιτές. Απλά αναφέρουν ότι είναι παράσημα και σημειώνεται μόνο η περιεκτικότητά τους σε πολύτιμο μέταλλο. Δύο ασημένια, χωρίς να γράφει τίποτε άλλο και τρία χρυσά, δύο των δεκατεσσάρων και ένα των δεκαέξι καρατίων. Το δυσάρεστο είναι ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε αν κάποιο από τα δύο ασημένια είναι το μετάλλιο που μας ενδιαφέρει, καθώς δεν έχει τις φωτογραφίες τους».
«Πάντως, μόνο παράσημα δε θα τα έλεγα εγώ. Περισσότερο δείχνουν μετάλλια από κάποιους αγώνες».
«Ίσως τα χαρακτήρισε έτσι για να δελεάσει τους αγοραστές. Πώς θα το χειριστούμε σ’ αυτήν την περίπτωση;»
«Απ’ ό,τι βλέπω, οι τιμές έναρξης δεν είναι ψηλές ούτε πιστεύω να υπάρξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τότε τα πράγματα γίνονται πιο απλά. Αγοράζουμε και τα δύο, ελπίζοντας ότι θα πετύχουμε το ένα. Αλλιώς γυρίζουμε στο Ράντσι και συνεχίζουμε το αρχικό σχέδιο».
«Εγώ προβληματίζομαι με κάτι άλλο. Συνήθως οι ενδιαφερόμενοι βλέπουν τους λαχνούς και πριν από τη δημοπρασία. Αν υπάρχει εδώ μέσα κάποιος γνώστης εκείνης της ιστορικής περιόδου και έπεσε το μάτι του σ’ αυτό το μετάλλιο, δε θα είναι εύκολο να το αποκτήσουμε».
«Μην κακομελετάς. Εξάλλου για να το αγοράσει θα πρέπει να διαθέσει ένα μεγαλύτερο ποσό από το δικό μας. Κι έπειτα, δεν μπορεί να γνωρίζει τόσα όσα εμείς για να το εκτιμήσει ιδιαίτερα».
«Δηλαδή εσύ μέχρι πόσα θα έδινες;»
«Ειλικρινά δεν ξέρω, Τζέιν. Εδώ που φτάσαμε θα έδινα πολλά, αλλά δεν μπορώ κι εγώ να φανταστώ πόσα».
Η Τζέιν ξανακοίταξε την περιγραφή των μεταλλίων.
«Γιατί όμως δεν έχει γράψει σχεδόν τίποτε γι’ αυτά;»
«Αυτό δείχνει ότι δεν έχει ιδέα για την ιστορική του αξία» συμπέρανε ο Χουάν. «Ίσως και το άλλο να είναι ενδιαφέρον κομμάτι. Κοίτα, για παράδειγμα, παραπάνω τις λεπτομερείς περιγραφές των παρόμοιων λαχνών 376 και 377».
«Όπως επίσης ότι έχει ανάγκη από χρήματα και βιάζεται να τα δώσει» συμπλήρωσε η Τζέιν.
Μεσολάβησαν μερικά λεπτά σιωπής. Η Τζέιν παρακολουθούσε χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις περιγραφές και τα χτυπήματα των διάφορων λαχνών, ενώ ο Χουάν παρατηρούσε τις φωτογραφίες από το φυλλάδιο. Ξαφνικά, πριν από την κατακύρωση της αγοράς ενός λαχνού, όταν άκουσε τη φωνή τού τελευταίου πλειοδότη τινάχτηκε από τη θέση της.
«Αν είναι δυνατόν!» αναφώνησε.
«Τι συμβαίνει;»
«Αυτός που πήρε το λαχνό».
«Ποιος είναι;»
«Ο Βλαντιμίρ Ράστιν!»
«Τον γνωρίζεις;»
«Δε σου είχα πει για τότε που είχα πάει στη Ρωσία;»
«Δε νομίζω…»
«Είναι ένας γλωσσολόγος, που με παρότρυνε να συνεχίσω την έρευνά μου. Είμαι πολύ περίεργη να δω τι πήρε».
«Ποιος λαχνός ήταν;»
«Τώρα ποιος πλειοδοτείται;»
«Ο 221».
«Να δούμε επομένως τον 220».
Η Τζέιν ξεφύλλισε γρήγορα τον κατάλογο. Είπε έκπληκτη:
«Μια πήλινη πλάκα. Κοίτα τι έχει επάνω της!»
«Σύμβολα ρονγκορόνγκο!»
«Πώς βρέθηκαν εδώ;»
«Μόνο αυτός μπορεί να μας απαντήσει».


Κατά τα μέσα τής τρίτης χιλιετηρίδας προ Χριστού, στην κοιλάδα που εκτείνεται κατά μήκος τού Ινδού ποταμού αναπτύχθηκαν σημαντικοί πολιτισμοί. Η γόνιμη περιοχή εκτεινόταν από τη Μεσοποταμία μέχρι τα ανατολικά παράλια της Μεσογείου και ονομάστηκε “Εύφορη Ημισέληνος”.
Παρ’ όλα αυτά, η υπερεντατική καλλιέργεια και η αλόγιστη εκμετάλλευση φυσικών πόρων καταδίκασαν την περιοχή σε ερημοποίηση. Οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν προς τη δύση ή την ανατολή και να εξαπλωθούν σε νέα εδάφη. Έχοντας όμως σαν εφόδιο την τεχνογνωσία που αποκόμισαν όλα αυτά τα χρόνια, την εφάρμοσαν και ανέπτυξαν νέους πολιτισμούς.
Οι λαός των Χαραπάν αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πέρα από την αξιοποίηση της γης, στην κοιλάδα τού Ινδού ποταμού, προήγαγε την τεχνολογία και βελτίωσε τις εμπορικές σχέσεις με τα γειτονικά του έθνη. Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον που παρουσιάζει το πολιτισμικό του επίπεδο είναι ότι έχουν βρεθεί σύμβολα γραφής σε κεραμικές επιγραφές. Οι γλωσσολόγοι ωστόσο δυσκολεύονται για την αποκρυπτογράφησή τους.
Κάποιες θεωρίες τα συνδέουν με τις γραφές των λαών που συνέχισαν την πορεία τους προς την ανατολή κι έφτασαν μέχρι τα νησιά τού Ειρηνικού. Πιθανότατα αυτή να είναι και η αιτία που ο γνωστός καθηγητής ενδιαφέρθηκε για το συγκεκριμένο θραύσμα πηλού. Αυτό έκανε και την Τζέιν να ξεχάσει για μια στιγμή τον λόγο που βρισκόταν στην αίθουσα και της κίνησε την περιέργεια να μάθει περισσότερα.
«Μπορεί τώρα να μην έχει καμιά σημασία, αλλά αυτό μου ξύπνησε την επιθυμία να ξαναδώ με την ησυχία μου εκείνη την όμορφη πόλη τής Ρωσίας. Είχα μείνει τόσο λίγο, μέσα στην καρδιά τού χειμώνα και το σκοτάδι. Θα έρθεις οπωσδήποτε κι εσύ, να τη περπατήσουμε μαζί και με την ευκαιρία θα σου συστήσω τον καθηγητή Ράστιν. Θέλω πολύ να μάθω αν έχει βρει κάτι καινούργιο χάρη στα ιδεογράμματα που του έδειξα, όπως και τι συμπεράσματα θα βγάλει από το καινούργιο του απόκτημα».
«Κράτησε την όρεξή σου για ταξίδια και μην κάνεις τέτοια σχέδια. Περίμενε πρώτα να δούμε τι θα κάνουμε εδώ» την προσγείωσε ο Χουάν.