40


Αν και ολιγοήμερες, οι διακοπές στη Ρόδο τούς άφησαν υπέροχες εντυπώσεις. Θέλοντας να ξαναζούν την κάθε τους στιγμή, με την παραμικρή αφορμή οδηγούσαν εκεί τις συζητήσεις που είχαν με συγγενείς και φίλους. Οι περισσότερες όμως ερωτήσεις που άκουγαν ήταν φυσικό να σχετίζονται με τα προηγούμενα, πολύ πιο εξωτικά ταξίδια τους. Κανένας βέβαια δε φανταζόταν την πραγματική αιτία για την οποία είχαν ζήσει εκείνες τις περιπέτειες. Και οι τελευταίες αυτές ερωτήσεις, όσο περνούσαν οι μέρες, φούντωναν μέσα τους ολοένα και περισσότερο την επιθυμία να ολοκληρώσουν την προσπάθεια που είχαν αρχίσει.
Ένα ήσυχο απόγευμα, η Τζέιν παρακολουθούσε τον Χουάν να γυρίζει μηχανικά τα φύλλα ενός περιοδικού. Καθώς καταλάβαινε πια κάθε σκέψη του, θεώρησε ότι θα ήταν μια καλή ευκαιρία να ανοίξει μια συζήτηση γι’ αυτό που τελευταία είχε αρχίσει πια να βασανίζει το μυαλό τους.
«Ωραία περάσαμε στη Ρόδο. Αν και πέρασαν πολλές μέρες, τις θυμάμαι με μεγάλη ευχαρίστηση. Καλά που πήγαμε μερικές μέρες διακοπές και έφυγαν οι σκοτούρες σου» είπε δοκιμαστικά.
«Ποιες σκοτούρες εννοείς Τζέιν; Μια χαρά είμαι. Δε με απασχολεί τίποτε».
«Απολύτως;»
«Κάτι μικροπράγματα, όπως όλους μας».
«Αυτά τα “μικροπράγματα” που απασχολούν κι εμένα;»
Ο Χουάν κατάλαβε και χαμογέλασε.
«Ξέρεις πόσο ανυπομονούσα να συζητήσουμε γι’ αυτό, αλλά δεν τολμούσα να ξεκινήσω. Ήθελα να κάνεις εσύ το πρώτο βήμα για να μη θεωρήσεις ότι θέλω να σε πιέσω. Σκεφτόμουν ότι καλό θα ήταν να ξεκουραστούμε ακόμα λίγο από αυτές τις περιπέτειες».
«Αφού ξέρεις ότι είναι κάτι που το θέλω όσο κι εσύ. Εξάλλου, τέτοιες περιπέτειες δεν κουράζουν όταν έχεις δίπλα σου εκείνον που λατρεύεις» είπε τρυφερά η Τζέιν. «Πέρασε άλλωστε αρκετός καιρός από τότε που επιστρέψαμε από το Ναν Μαντόλ. Στο κάτω κάτω δε θα ξεκινήσουμε αυτήν τη στιγμή για κάποιο ταξίδι. Θα μελετήσουμε στην
αρχή όσα δεδομένα έχουμε και μπορεί να διαπιστώσουμε ότι το μετάλλιο μπορεί να βρίσκεται πολύ πιο κοντά απ’ όσο φανταζόμαστε».
«Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό θα είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι τής τελευταίας μας αποστολής, Τζέιν. Τα στοιχεία που έχουμε είναι μηδαμινά και μόνο με υποθέσεις μπορούμε να κινηθούμε».
«Πιστεύω ότι αν τα εξετάσουμε πολύ προσεκτικά, μπορεί να συγκεντρώσουμε πληροφορίες για μερικές πρώτες κινήσεις. Γι’ αυτό, θα πρέπει να συνεργαστούμε όσο πιο μεθοδικά μπορούμε. Δε θα πρέπει να μας διαφύγει απολύτως τίποτε».
«Χωρίς αμφιβολία. Από πού σκέφτεσαι να αρχίσουμε;»
«Έχουμε τα δύο ημερολόγια. Του Χιμένεθ και του Ραφαέλ. Νομίζω ότι εκείνο του Χιμένεθ αναφέρει περισσότερα. Τι θα έλεγες να ρίχναμε ακόμα μια ματιά;»
«Δεν είναι μόνο τα δύο ημερολόγια» παρατήρησε ο Χουάν. «Υπάρχουν και άλλα έγγραφα μέσα στο κουτί. Ίσως κάποια παράπεσαν».
«Εννοείς τους χάρτες και τα σχεδιαγράμματα; Μα όλα αυτά τα αξιοποιήσαμε για το ταξίδι μας στην Αφρική. Δε θυμάσαι;»
«Μπορεί να υπάρχει και κάτι ακόμα, που τότε δεν του δώσαμε σημασία γιατί το θεωρήσαμε άσχετο».
«Δεν το νομίζω. Αλήθεια, όμως, γιατί δε ρωτάς τον πατέρα σου μήπως έχει βάλει μερικά έγγραφα και σε άλλα μέρη; Το κιβώτιο που μας είχε δώσει ήταν γεμάτο μέχρι επάνω».
«Καλά λες. Δεν αποκλείεται να υπάρχουν κι άλλα. Θα πάμε να τον ρωτήσουμε, απόψε κιόλας».
Το ίδιο βράδυ επισκέφτηκαν το πατρικό σπίτι τού Χουάν. Όπως είχε σωστά υποθέσει η Τζέιν, ο Ρομπέρτο είχε φυλαγμένα στην αποθήκη, μαζί με εργαλεία και ένα σωρό άλλα πράγματα, δύο ακόμη χαρτοκιβώτια γεμάτα βιβλία, ξεχασμένα περιοδικά και φακέλους.
«Ψάξτε ευχαρίστως, αρκεί να έχετε την υπομονή».
«Εδώ θα σας ενοχλήσουμε, καθώς μάλλον θα χρειαστούμε ώρες μέχρι να βρούμε κάτι ενδιαφέρον. Μπορούμε να πάρουμε μαζί μας το υλικό;»
«Ασφαλώς».
Ο Χουάν ανέβασε τα χαρτοκιβώτια με τη βοήθεια του πατέρα του και της Τζέιν στο διαμέρισμά τους. Μόλις έκλεισαν την πόρτα, τα άνοιξαν ανυπόμονα. Σχημάτισαν τέσσερις σωρούς επάνω στο τραπέζι που ήδη είχε αδειάσει η Τζέιν. Ο Χουάν πήγε να ανοίξει τον πρώτο φάκελο, αλλά η Τζέιν τον εμπόδισε.
«Ξέρεις τι λέω; Μπορεί να μην είναι πολύ αργά, αλλά εγώ νιώθω κουρασμένη. Ίσως μας διαφύγει κάτι σημαντικό. Καλύτερα να ασχοληθούμε μ’ όλ’ αυτά αύριο, για να ψάξουμε με την ησυχία μας».
«Έχεις δίκιο. Κι εγώ, παρόλο που ανυπομονώ, δεν αμφιβάλλω ότι ξεκούραστοι θα μπορέσουμε να  εργαστούμε πιο συστηματικά».

Την επόμενη μέρα, ύστερα από τρεις ώρες ταξινόμησης και άκαρπης αναζήτησης, ξεχώρισαν έναν γκρίζο, χοντρό φάκελο. Μέσα του βρήκαν ένα πακέτο από μικρότερους φακέλους αλληλογραφίας χωρίς γραμματόσημα, προφανώς μιας πολύ περασμένης εποχής. Κάποτε είχαν ροζ χρώμα. Φάνηκε μια ελπίδα ότι θα μπορούσαν να ξεκινήσουν από εκεί.
«Είμαι πολύ περίεργη να δω ποιος τα έστειλε σε ποιον και τι γράφουν. Στο κάτω κάτω, ύστερα από τρεις αιώνες, δε θα το έλεγα αδιακρισία…»
«Δεν είναι βέβαιο ότι είναι τόσο παλιά. Μην ξεχνάς ότι εδώ υπάρχει ένας σωρός από άσχετα έγγραφα, κάθε εποχής».
«Είναι φανερό. Αλλά διαισθάνομαι ότι εδώ μέσα κρύβεται κάτι ξεχωριστό!»
Οι έντεκα ομοιόμορφοι φάκελοι που περιείχαν τα γράμματα αποτελούσαν ένα μικρό πακέτο, προσεκτικά δεμένο με λεπτό σπάγκο. Ήταν ορατή η επίδραση του χρόνου και της υγρασίας, καθώς όλοι ήταν κολλημένοι μεταξύ τους. Ο Χουάν ανέλαβε να τους ξεχωρίσει έναν έναν με πολύ μεγάλη προσοχή για  να μη διαλυθούν. Με μεγαλύτερη δυσκολία έβγαζε από μέσα τους τις επιστολές και τις έδινε στην Τζέιν. Στα περισσότερα σημεία ήταν ευανάγνωστες, έτσι ώστε μελετώντας όλη αυτήν την αλληλογραφία, θα μπορούσαν να μάθουν αρκετά πράγματα για την προσωπική ζωή κάποιου, που ανέλπιστα ίσως μπορούσαν να αποδειχτούν χρήσιμα στο μέλλον.
«Φαίνεται ότι όλα τα γράμματα γράφτηκαν από το ίδιο πρόσωπο» παρατήρησε η Τζέιν.
«Και πιθανότατα μια γυναίκα, αν κρίνω από τον γραφικό χαρακτήρα και το χρώμα των φακέλων».
«Σε ποιον λες να απευθύνονται;»
«Αντί να κάνουμε υποθέσεις, προτείνω να τα διαβάσουμε και μετά να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας».
Αποχωρίζοντας τους δύο τελευταίους φακέλους από το μικρό πακέτο, ένα διπλωμένο χαρτί ξεγλίστρησε ανάμεσά τους και έπεσε στο πάτωμα. Ο Χουάν έσκυψε, το πήρε και το άνοιξε για να δει τι έγραφε. Το χαρτί ήταν πολύ πιο ταλαιπωρημένο από τον χρόνο και την υγρασία. Το κείμενο ήταν στα αγγλικά και σχεδόν σβησμένο. Ο Χουάν το έδωσε στην Τζέιν λέγοντας:
«Μάλλον εσύ είσαι πιο αρμόδια να διαβάσεις αυτό το γράμμα. Είναι τόσο δυσανάγνωστο και ξεθωριασμένο, που εγώ δεν μπορώ να βγάλω άκρη».
«Έχεις δίκιο. Ευτυχώς ο γραφικός χαρακτήρας είναι συνηθισμένος. Με λίγη υπομονή, ίσως μπορέσω να διαβάσω κάτι».
Όση ώρα η Τζέιν προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει το μισοκατεστραμμένο κείμενο, ο Χουάν είχε ανοίξει όλους τους φακέλους, έβγαλε τα γράμματα και τα άπλωσε στη σειρά. Από τα ίχνη του μελανιού που διέκριναν στο μπροστινό μέρος κάθε φακέλου κατάλαβαν ότι σε όλους έγραφε “για τον Ρικ”. Το περιεχόμενό τους αποτελούσε ένα μέρος από την αλληλογραφία που είχε στείλει κάποια Μάρθα Μπράουν στον Ρικ Γουόλ, τον πλοίαρχο που κυβερνούσε το πλοίο Σάντοου.


Συνδυάζοντας όσες πληροφορίες είχαν από αυτές τις επιστολές τής Μάρθας, με ό,τι κατόρθωσαν να διαβάσουν στο μισοκατεστραμμένο γράμμα τού Ρικ, συμπέραναν ότι αυτός ήταν κάποτε ένας τίμιος και δραστήριος νέος, που εργαζόταν στα πλοία τού λόρδου Μπράουν. Ο Τζάκομπ Μπράουν ήταν εκείνη την εποχή ένας από τους επιφανέστερους ευγενείς τού Λονδίνου.
Ο Ρικ είχε κερδίσει με την πάροδο του χρόνου την απόλυτη εμπιστοσύνη τού λόρδου και απέκτησε αρκετή οικειότητα με την οικογένειά του. Επισκεπτόταν συχνά το σπίτι του για να παραδώσει ή να παραλάβει έγγραφα και σημαντικά χρηματικά ποσά που σχετίζονταν με τα ταξίδια και το εμπόριο.
Στις επισκέψεις αυτές είχε γνωρίσει και τη μοναχοκόρη τού λόρδου, τη μις Μάρθα, την οποία ερωτεύτηκε. Η Μάρθα ανταποκρίθηκε στα αισθήματα του Ρικ, παρόλο που ήξερε ότι ο πατέρας της δε θα ενέκρινε ποτέ μια τέτοια σχέση. Οι γονείς τής Μάρθας δεν υποψιάστηκαν τίποτε, καθώς οι συναντήσεις τους ήταν διακριτικές και σύντομες. Η Μάρθα, ωστόσο, δεν άντεχε μια τέτοιου είδους σχέση και έπεισε τον Ρικ να ζητήσει το χέρι της. Αφορμή για το γεγονός στάθηκε η προαγωγή τού Ρικ σε υποπλοίαρχο.
Ύστερα από μία εβδομάδα, πήρε το θάρρος και κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του, όταν θεώρησε ότι ο Μπράουν βρισκόταν στην καλύτερη ψυχολογική διάθεση, άφησε να εννοηθεί ότι εδώ και αρκετό καιρό συμπαθεί την Μάρθα και ότι θα κάνει το παν για να την κάνει ευτυχισμένη. Ο λόρδος δυσανασχέτησε με το θράσος τού “ναύτη” που ζήτησε το χέρι μιας “πριγκίπισσας”, όπως είπε αργότερα στην κόρη του. Εκείνη όμως τη στιγμή διατήρησε την ψυχραιμία του και είπε ότι “θα το σκεφτεί”.
Πριν περάσουν δυο μέρες, η Μάρθα δεν έμενε πια στο ίδιο σπίτι και κανένας από την περιοχή δεν ήξερε πού είχε πάει. Πολύ αργότερα, ο Ρικ έμαθε ότι ο πατέρας της είχε φροντίσει να μείνει στην έπαυλη του αδελφού τής μητέρας της, του Σάιμον Φέρμαν, απ’ όπου και λάμβανε αυτές τις επιστολές.
Από την ημέρα εκείνη οι σχέσεις του με την οικογένεια Μπράουν έγιναν ψυχρές. Δύο μήνες αργότερα, θέλοντας να αλλάξει παραστάσεις, αλλά κυρίως μην αντέχοντας να βρίσκεται κοντά στον υπερόπτη Μπράουν, πήγε στο Λίβερπουλ και μπαρκάρισε στη φρεγάτα Λίμπερτι. Όλο αυτό το διάστημα αγωνίστηκε, μάταια όμως, να εντοπίσει τη Μάρθα και να πάρει πληροφορίες γι’ αυτήν.
Η Μάρθα από την πλευρά της προσπαθούσε κι αυτή να μάθει νέα τού Ρικ. Στάθηκε πιο τυχερή, καθώς, όταν μια μέρα πήγε να δει μια φίλη της στο Κάρντιφ, συνάντησε έναν κοινό γνωστό τους, τον ναύκληρο Τζιμ, που της διηγήθηκε με λίγα λόγια τα γεγονότα που συνέβησαν τους τελευταίους μήνες στη ζωή τού Ρικ. Ο ίδιος ανέλαβε να διαβιβάσει τους χαιρετισμούς της στον αγαπημένο της και αργότερα τα γράμματά της. Της είπε να αφήνει την αλληλογραφία της στον Τζορτζ, τον μεγαλύτερο αδελφό του, στην εκκλησία τού Αγίου Ανδρέα, όπου εκείνος ήταν διάκονος.
Από εκεί τα γράμματα έφταναν στον Ρικ, όποτε το πλοίο του αγκυροβολούσε στο λιμάνι τού Κάρντιφ. Με τη σειρά του άφηνε κι εκείνος τα δικά του γραπτά ή προφορικά μηνύματα στην αγαπημένη του. Όμως αυτή η νέα ζωή μακριά από τη Μάρθα, με την οποία ο Ρικ δεν μπορούσε να συμβιβαστεί, όπως και οι δυσμενείς συνθήκες στο νέο πλοίο, επηρέασαν πολύ τον χαρακτήρα του, κάνοντάς τον τραχύ και σκληρό.
Όταν άλλαξε ο πλοίαρχος της φρεγάτας, ο νέος κυβερνήτης δεν είχε τις αρετές τού πρώτου και δεν έγινε συμπαθής στο πλήρωμα κι ακόμα περισσότερο στον Ρικ. Ήταν οξύθυμος, πολλές φορές άδικος και κλεινόταν για ώρες στην καμπίνα του με συνηθισμένη του παρέα ένα μπουκάλι ρούμι.
Μια μέρα που ο πλοίαρχος ήταν σχεδόν μεθυσμένος, ο Ρικ βρήκε την ευκαιρία και ξεσήκωσε το πλήρωμα σε ανταρσία παίρνοντας την κυβέρνηση του πλοίου. Το πλήρωμα δέχτηκε τον καινούργιο κυβερνήτη με ικανοποίηση, εγκαταλείποντας τον προηγούμενο σ’ ένα μικρό νησί, βόρεια της Σκωτίας. Όταν όμως ο Ρικ συζήτησε με τους ναύτες για τα παράτολμα και παράνομα σχέδια που είχε για το μέλλον, οι περισσότεροι, παρόλο που ήξεραν τις ικανότητές του, δε θέλησαν να τον ακολουθήσουν.
Ωστόσο ο Ρικ ήταν αποφασισμένος. Κράτησε μόνο εκείνους που ήθελαν να ριψοκινδυνέψουν μαζί του και, με λίγες επισκέψεις σε λιμάνια, βρήκε χωρίς δυσκολία καμιά δεκαριά ακόμα ναύτες, σκοτεινές φυσιογνωμίες, συμπληρώνοντας το πλήρωμα. Μια από τις πρώτες πειρατείες του ήταν αυτή του πλοίου Όσεαν. Ανάμεσα στα λάφυρα του πλοίου ήταν και τα μετάλλια της Ένδοξης Επανάστασης.
Στο τελευταίο γράμμα τής Μάρθας φαινόταν καθαρά ότι αυτή πήρε πρόσφατα το αργυρό μετάλλιο ως αναμνηστικό δώρο, με την υπόσχεση ότι ο Ρικ θα επέστρεφε πλουσιότερος από τον πατέρα της και θα την έπαιρνε κοντά του, στην ανάγκη με τη βία. Ήταν φανερό το παράφορο πάθος που είχε ο Ρικ για την αγαπημένη του, αφού ριψοκινδύνεψε να πατήσει στη στεριά κάτω από τέτοιες συνθήκες για  να αφήσει εκείνο το τελευταίο μήνυμα μαζί με το μετάλλιο. Θα την έπαιρνε και θα πήγαιναν να ζήσουν σε μια άλλη χώρα, μακριά από τη βρετανική κυριαρχία. Όμως αυτό δεν ήταν γραφτό να γίνει, καθώς σαράντα μέρες αργότερα το Σάντοου κυριεύτηκε από τις ισπανικές καραβέλες.