29


Το πιο σημαντικό κατοικημένο μέρος προς τα ενδότερα της χώρας, πάνω στη ροή τού ποταμού, είναι το Λαμπαρενέ, μια πόλη των είκοσι πέντε χιλιάδων κατοίκων, πέντε χιλιόμετρα νότια του ισημερινού. Χτισμένο σε μια διακλάδωση του ποταμού, έχει αξιοσημείωτη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Ύστερα από αρκετή σκέψη αποφάσισαν να μείνουν εκεί, εκτιμώντας ότι η πόλη αυτή θα έπρεπε να είναι το ορμητήριό τους για όλες τις επόμενες μετακινήσεις τους.
Οι παραπόταμοι του Ογκοουέ, τα έλη και οι λίμνες που σχηματίζονται από το Λαμπαρενέ μέχρι το Πορτ Ζεντίλ κάνουν γενικά δύσκολη την συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο πόλεις. Το χειρότερο ήταν ότι, καθώς τις προηγούμενες ημέρες είχε βρέξει πολύ, ο ποταμός είχε πλημμυρίσει και το οδόστρωμα υποχώρησε δίπλα στο χωριό Σεν Πολ. Γίνονταν επισκευές και ο δρόμος θα έμενε κλειστός, άγνωστο για πόσο. Συζητώντας το πρόβλημα με τον ξενοδόχο, εκείνος τους σύστησε τον πιλότο ενός μικρού αεροπλάνου που μαζί με το ταχυδρομείο μετέφερε και επιβάτες σε έκτακτες περιστάσεις. Πλήρωσαν αρκετά, αλλά το καλό ήταν ότι εξυπηρετήθηκαν πολύ γρήγορα.
Έφτασαν στο Λαμπαρενέ, όπου εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό ξενοδοχείο, κοντά σε μια από τις σιδερένιες γέφυρες του ποταμού. Ο ηλικιωμένος ξενοδόχος είχε χαρακτηριστική φυσιογνωμία, καθώς τα άσπρα του μαλλιά έκαναν αντίθεση με το κατάμαυρο δέρμα του. Τα ελαφρά ρούχα που φορούσε είχαν γεωμετρικά σχέδια με έντονα χρώματα.
Η αίθουσα υποδοχής ήταν μάλλον μικρή, με ένα χαμηλό τετράγωνο τραπέζι, έξι κοντές καρέκλες και άλλα τόσα σκαμπό, όλα χειροποίητα από μπαμπού. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με ξύλινα ειδώλια και κυνηγετικά τρόπαια, όπως δυο ταριχευμένα κεφάλια ειδών αντιλόπης. Δύο μεγάλοι χαυλιόδοντες στηρίζονταν όρθιοι στις γωνίες. Πάνω από τη ρεσεψιόν, ανάμεσα σε δύο δόρατα, κρεμόταν μια ασπίδα ιθαγενών ζωγραφισμένη με παραδοσιακή τεχνοτροπία.
Όσο ο Χουάν συζητούσε με τον ξενοδόχο για το δωμάτιο και τον χρόνο που θα έμεναν στον νέο τόπο, η Τζέιν καθόταν και περιέφερε το βλέμμα της στην εντυπωσιακή αφρικανική διακόσμηση. Περισσότερο θαύμαζε τη λεπτή τέχνη στα πολυάριθμα εβένινα αγαλματίδια, που βρίσκονταν σε σειρές πάνω στις μακρόστενες εταζέρες των τοίχων. Σηκώθηκε και πλησίασε να τα περιεργαστεί από κοντά. Πήρε από την τσάντα τη μικρή της κάμερα και έβγαλε αρκετές φωτογραφίες. Αργότερα θα έκανε μια επιλογή και θα τύπωνε τις καλύτερες.
Ανέβηκαν στον πρώτο από τους δύο ορόφους τού ξενοδοχείου και άνοιξαν τις βαλίτσες τους. Αφού η Τζέιν έβγαλε και τακτοποίησε γρήγορα τα πράγματά της, ξεκίνησε μια πρώτη διαλογή από τις φωτογραφίες που είχε βγάλει. Ξαφνικά φώναξε:
«Αυτό είναι!»
«Τι έπαθες;»
«Το βρήκα!»
«Τι πράγμα βρήκες;» απόρησε ο Χουάν.
«Θα σου πω! Κάτω στη ρεσεψιόν είδα μια συλλογή από πολλά μικρά ξυλόγλυπτα ειδώλια και τα φωτογράφισα. Τώρα που τα παρατηρώ, βλέπω ότι ανάμεσά τους υπάρχει ένα που μοιάζει με το ιχνογράφημα του πλοίαρχου Μαχάδο!»
«Αυτό δεν είναι παράξενο. Λίγο πολύ, όλα αυτά τα χειροτεχνήματα είναι παρόμοια».
«Αυτό δεν είναι! Έλα να δεις κι εσύ».
Ο Χουάν πλησίασε και κοίταξε προσεκτικά.
«Λες;…»
«Θέλω να το ξαναδώ και να το δεις κι εσύ από κοντά. Θα το συγκρίνουμε προσεκτικά με την περιγραφή και θα δεις ότι έχω δίκιο. Και επιπλέον, αν παρατηρήσεις και τα άλλα ειδώλια, οι διαφορές τους είναι σημαντικές. Αυτή η μορφή έχει κάτι το ξεχωριστό πάνω της!»
«Πιθανόν να έχεις δίκιο, Τζέιν. Μια στιγμή να πάρω τη φωτοτυπία τής σελίδας και κατεβαίνουμε».
Η παρατήρηση της Τζέιν ήταν σωστή. Το ειδώλιο απεικόνιζε δύο ενωμένα ανθρώπινα σώματα, δύσκολο να καταλάβει κανείς αν ήταν ανδρικά ή γυναικεία, πάντως διαφορετικά μεταξύ τους. Ήταν φυσικά πολύ μικρό για να απεικονιστούν λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να συνδυαστούν με την περιγραφή τού ημερολογίου ή με το ιχνογράφημα του περιθωρίου του. Εκείνο που παρατήρησε ο Χουάν, όταν το είδε από κοντά, ήταν η παλαιότητά του, καθώς ο χρόνος είχε αφήσει αρκετά σημάδια πάνω του.
«Θα ρωτήσω τον ξενοδόχο πώς βρέθηκε στα χέρια του. Αν έχει κάτι το ξεχωριστό, τότε μπορεί να βρισκόμαστε σε καλό δρόμο».

Ο Λάμι Αντούλα, ο ιδιοκτήτης τού ξενοδοχείου, ήταν πολύ ομιλητικός και προθυμότατος να δώσει πληροφορίες για ό,τι υπήρχε σ’ εκείνη την αίθουσα και σ’ όλη την Αφρική, αν μπορούσε. Ακριβώς δίπλα στο ξενοδοχείο είχε ένα δικό του μίνι μάρκετ. Απέναντι ήταν χτισμένο το σπίτι του.
Κάθε τόσο στο χωριό έρχονταν ιθαγενείς από τους γύρω οικισμούς, που βρίσκονται κοντά στις όχθες τού ποταμού. Όσοι επισκέπτονταν την πόλη για να προμηθευτούν ρούχα, καύσιμα και όποια άλλα αγαθά δεν υπήρχαν στο δάσος, ήταν λίγο πολύ γνωστοί. Όλα σχεδόν τα καταστήματα, εκτός από τα κύρια εμπορεύματα, πουλούσαν και χειροτεχνήματα των ιθαγενών, σε όποιον ξένο τύχαινε να περάσει από εκεί.
Ο Αντούλα τούς εξήγησε ότι τα διακοσμητικά αγαλματίδια κατασκευάζονταν στα γύρω χωριά και αποτελούσαν έναν σημαντικό οικονομικό πόρο των φτωχών ιθαγενών. Τα περισσότερα όμως κατέληγαν στις μεγαλύτερες πόλεις, όπου αγοράζονταν από τους τουρίστες σε δεκαπλάσιες τιμές.
«Ωστόσο, αυτό φαίνεται διαφορετικό» σχολίασε ο Χουάν, δείχνοντας το διπλό ειδώλιο. «Το βλέπω χτυπημένο και ταλαιπωρημένο».
«Αυτό το είδα κρεμασμένο στον τοίχο τού παλιότερου σπιτιού ενός κοντινού χωριού. Το αγόρασα επειδή μου έκανε εντύπωση το πρωτότυπο σχήμα του».
«Πρώτη φορά βλέπατε κάτι τέτοιο; Δεν κυκλοφορούν παρόμοια στο εμπόριο;»
«Δεν είχε τύχει να ξαναδώ με τέτοια μορφή. Εξάλλου, παλιότερα δεν τα κατασκεύαζαν για να τα πουλήσουν, αλλά για θρησκευτικούς λόγους και τα κρατούσαν για τον εαυτό τους. Αυτό φαίνεται ότι ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία».
«Τώρα πια δεν κατασκευάζουν αγαλματάκια για τέτοιο σκοπό;»
«Θα έλεγα σπάνια, γιατί με τον καιρό ατόνησε η θρησκευτική τους σημασία. Αυτό, όπως φαίνεται, βρισκόταν πολλά χρόνια εκεί και κατέληξε στα χέρια μου από καθαρή τύχη».
«Αλήθεια σε ποιο χωριό το βρήκατε αυτό;» ρώτησε ανυπόμονα η Τζέιν.
«Ήταν ένας μικρός οικισμός, δίπλα στο Ντζολέ. Αν ψάχνετε για κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα χειροτεχνήματα, σ’ εκείνα τα μέρη ίσως βρείτε κάποιο που σας ενδιαφέρει».

Ανεβαίνοντας τον Ογκοουέ, από το Λαμπαρενέ προς τις πηγές του, η κοίτη τού ποταμού βαθαίνει και τα παραποτάμια νερά λιγοστεύουν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι πλημμύρες εκεί να είναι σπάνιες. Έτσι, το οδόστρωμα του δρόμου παράλληλα στον ποταμό βελτιώνεται πολύ. Τη σταθερότητα του εδάφους την αξιοποίησαν κατασκευάζοντας μια σιδηροδρομική γραμμή που φτάνει στα ενδότερα της περιοχής, ακολουθώντας τις όχθες τού Ογκοουέ για πολλά χιλιόμετρα. Το τρένο φτάνει στο Ντζολέ σε μια περίπου ώρα και περνάει από πολλούς οικισμούς, όπου υπάρχουν ιθαγενείς που γνωρίζουν πολλές παραδόσεις και θρύλους των προγόνων τους.
Ο Χουάν και η Τζέιν πήραν αυτό το τρένο και έφτασαν στο Ντζολέ, ένα χωριό με πέντε χιλιάδες κατοίκους, απ’ όπου ο ποταμός γίνεται πλωτός μέχρι τις εκβολές. Έμειναν μέχρι αργά το απόγευμα, προσπαθώντας να συλλέξουν όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες για την ιστορία τού τόπου. Εκτός από τους μύθους που άκουσαν, έμαθαν ότι οι παλιές φυλές είχαν μαζευτεί κοντά στις όχθες των μεγάλων λιμνών, όχι πολύ μακριά από την πόλη Λαμπαρενέ, ενώ άλλες ακολούθησαν αργότερα ένα ανατολικό παρακλάδι τού ποταμού, τον παραπόταμο Νγκουνιέ.
Επιβιβάστηκαν στο βραδινό τρένο τής επιστροφής για το Λαμπαρενέ με ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μια ένιωθαν ότι ξεκινούσαν πάλι από την αρχή. Από την άλλη, οι τελευταίες, έστω και λίγες πληροφορίες που πήραν από τους ιθαγενείς, φάνηκαν να δίνουν έναν νέο προσανατολισμό στην εξερεύνησή τους.
Καθώς το τρένο επέστρεφε τρέχοντας παράλληλα με τον ποταμό, έβλεπαν κάθε τόσο μικρά ψαροχώρια, με είκοσι ως τριάντα φτωχικά σπίτια το καθένα. Μερικές βάρκες με λάμπες ψάρευαν. Οι ντόπιοι ζουν κυρίως από τον πλούτο τού ποταμού.
Επέστρεψαν στο Λαμπαρενέ κατάκοποι. Κοιμήθηκαν με το συμπέρασμα ότι θα έπρεπε στο εξής να εξετάζουν διεξοδικά οτιδήποτε έπεφτε στην αντίληψή τους, αν ήθελαν να ελπίζουν σε επιτυχία.
Το επόμενο πρωί ο ουρανός ήταν σχεδόν κρυμμένος από τα χαμηλά ομιχλώδη σύννεφα της τροπικής υγρασίας. Άρχισαν τη συστηματική έρευνα ρωτώντας κάθε τόσο οποιονδήποτε νόμιζαν ότι θα μπορούσε να τους βοηθήσει.
Πέρασαν τη μεγάλη γέφυρα που ενώνει τις όχθες τού Ογκοουέ και τα δύο κομμάτια τής πόλης. Απομακρύνθηκαν χωρίς να το καταλάβουν, φτάνοντας στα τελευταία σπίτια. Τα σύννεφα είχαν στο μεταξύ πυκνώσει και άρχισε να ψιχαλίζει. Η βροχή δυνάμωνε ολοένα. Το πιο κοντινό υπόστεγο ήταν του διπλανού μεγάλου νοσοκομείου, στο οποίο κατέφυγαν. Στους διαδρόμους του η κίνηση ήταν έντονη. Στον απέναντι τοίχο τής κεντρικής αίθουσας, υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία τού ιδρυτή τού ιατρικού συγκροτήματος. Από κάτω, μια σύντομη βιογραφία του, μαζί με την ιστορία τού νοσοκομείου. Η Τζέιν και ο Χουάν διάβασαν εκείνες τις πληροφορίες με μεγάλο ενδιαφέρον.


Το 1905, ένας χαρισματικός επιστήμονας έφτασε και εγκαταστάθηκε στην Αφρική, προκειμένου να αφιερώσει τη ζωή του στους συνανθρώπους του, που πέθαιναν κατά χιλιάδες από τις ενδημικές αρρώστιες στη Μαύρη Ήπειρο.
Ο Άλμπερτ Σβάιτσερ γεννήθηκε το 1875 στην Αλσατία και σπούδασε Θεολογία, Μουσική, Φυσική και Ιατρική. Απέκτησε μεγάλη φήμη όταν δημοσίευσε το θεολογικό βιβλίο Η Αναζήτηση του Χαμένου Ιησού. Έγραψε αρκετά ακόμα βιβλία με ιατρικό, θεολογικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο. Είδε τη ζωή από μια διαφορετική οπτική γωνία, επηρεαζόμενος ταυτόχρονα από τις ιδέες τού Νίτσε, του Τολστόι και του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης.
Η σημαντικότερη ανθρωπιστική αποστολή, στην καρδιά τής Αφρικής, του ανατέθηκε από την “Ένωση Ευαγγελικών Αποστολών”, όταν ήταν τριάντα ετών. Η αρχή ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς δεν μπορούσε να συνεννοηθεί στην τοπική γλώσσα. Χάρη στη βοήθεια του Ιωσήφ, ενός ντόπιου που ήξερε καλά τα γαλλικά, μπόρεσε να κάνει τα πρώτα βήματα και να πλησιάσει τους ιθαγενείς.
Οι πρώτες παροχές βοήθειας στους ασθενείς ήταν υποτυπώδεις και υπαίθριες. Το αρχικό ιατρείο ήταν ένα πρόχειρο οίκημα, που μετά βίας χωρούσε ένα ράντζο για τον ασθενή και ένα μικρό τραπέζι για τον στοιχειώδη φαρμακευτικό εξοπλισμό. Το κατασκεύασε με μεγάλες δυσκολίες, καθώς οι κάτοικοι ήταν απρόθυμοι να συνεργαστούν για κάτι που δεν καταλάβαιναν σε τι θα τους χρησίμευε.
Συχνά αναγκαζόταν να περιμένει πολλές ημέρες μέχρι να έρθει φαρμακευτικό υλικό από την Ευρώπη. Κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες τόσο για να καταλαβαίνει από τι πάσχουν οι ασθενείς, καθώς οι περιγραφές των συμπτωμάτων τους ήταν ασαφείς, όσο και για να τους πείθει να συμμορφώνονται με τις οδηγίες που τους έδινε.
Με την πάροδο του χρόνου οργάνωσε καλύτερα τις ιατρικές παροχές και κατόρθωσε να κατασκευάσει το 1913 το πρώτο νοσοκομείο στην πόλη. Πήγε για μερικά χρόνια στην Ευρώπη και το 1924 επέστρεψε στο Λαμπαρενέ, όπου αναβάθμισε το νοσοκομείο χτίζοντας και άλλα ιατρεία. Για την προσφορά του τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης τού 1952, τα χρήματα του οποίου διέθεσε για την κατασκευή μιας νέας νοσοκομειακής μονάδας.
Στο Λαμπαρενέ πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κι εκεί άφησε, το 1965, την τελευταία του πνοή. Ο απέριττος τάφος του βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα ανατολικά τού νοσοκομείου που κατέφυγαν ο Χουάν με την Τζέιν. Η ξαφνική καταιγίδα ξεσπούσε στο μεταξύ εκείνη την ώρα με όλη της την ένταση.
Όση ώρα βρίσκονταν μέσα προσπαθούσαν να πλησιάσουν διακριτικά οποιονδήποτε φαινόταν ότι θα μπορούσε να γνωρίζει κάτι που να συνδέεται με την υπόθεσή τους. Σίγουρα όμως εκείνη την ώρα θα είχε συμβεί κάποιο σημαντικό περιστατικό, καθώς νοσοκόμοι και γιατροί πηγαινοέρχονταν βιαστικά στους διαδρόμους και κανένας δεν τους έδινε προσοχή. Απ’ όσους πάντως πέτυχαν να έρθουν σε μια σύντομη επαφή, δεν κατόρθωσαν να μάθουν τίποτε περισσότερο.
Η βροχή επιτέλους σταμάτησε και ο ήλιος φάνηκε πίσω από τα σύννεφα. Οι φρεσκοπλυμένες στέγες γυάλιζαν τώρα στις ακτίνες του. Οι περισσότεροι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε μικρά λασπερά ποτάμια, που έπεφταν σαν μικροί καταρράκτες στα θολά νερά τού Ογκοουέ. Η Τζέιν και ο Χουάν, μετά από τέσσερις ώρες άκαρπες προσπάθειες, επέστρεψαν στο ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος απουσίαζε. Ρώτησαν τον μπάρμαν τού ξενοδοχείου, έναν μεσόκοπο ιθαγενή, για να τους πει πώς θα μπορούσαν να πάνε προς τα ανατολικά χωριά, όπου τώρα είχαν τη μόνη ελπίδα να βρουν αυτό που αναζητούσαν.