14


Ξεκίνησαν μόλις ξημέρωσε για να αποφύγουν όσο το δυνατό περισσότερα αδιάκριτα βλέμματα. Από το προηγούμενο απόγευμα, ο Χουάν φρόντισε να νοικιάσει ένα δίκυκλο πεντακοσίων κυβικών και να κάνει κάποιες ακόμα προμήθειες που έκρινε ότι θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες: Έξι μέτρα σχοινί, ένα μικρό φτυάρι, δύο ισχυρούς φακούς και τα κράνη για τη μοτοσικλέτα, που τα αγόρασε πιο ακριβά απ’ όσο υπολόγιζε.
Στο μεγαλύτερο μέρος της η δυτική ακτή, όπου ανακαλύφτηκαν οι σπηλιές, ήταν απότομη. Η πορεία κατά μήκος της θα ήταν αδύνατη, καθώς σε μερικά σημεία οι βράχοι έπεφταν κάθετα μέσα στο νερό. Από τη διάβρωση είχαν γίνει απάτητοι. Η μοναδική λύση ήταν να βρουν μια διαδρομή παράλληλη με την ακτογραμμή και να κατηφορίσουν προς την παραλία, μόλις θα εντόπιζαν εκείνη την αμμουδιά. Όμως ακόμα κι αυτός ο χωματόδρομος που υποχρεωτικά θα ακολουθούσαν, είκοσι με τριάντα μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, ήταν δύσβατος στο μεγαλύτερο μέρος του.
Δεν άργησαν να φανούν νέες δυσκολίες. Πεντακόσια μέτρα πριν φτάσουν, ο δρόμος είχε φραχτεί από μια πρόσφατη κατολίσθηση. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το δίκυκλο στο κοίλωμα ενός βράχου και να συνεχίσουν περπατώντας με δυσκολία πάνω στον μικρό χωμάτινο λόφο που είχε σκεπάσει τον δρόμο. Μικρές και μεγάλες πέτρες έφευγαν με σκόνη κάτω από τα πόδια τους και κατρακυλούσαν στο κενό.  Ο Χουάν ανέλαβε να κρατήσει το μεγαλύτερο μέρος τού εξοπλισμού κι έδωσε μόνο το ένα κράνος τής μοτοσικλέτας στην Τζέιν λέγοντας:
«Αυτό θα χρειαστεί περισσότερο από τα σχοινιά και τους φακούς. Δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί εκεί που θα μπούμε».

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν, πλησίαζαν στο σημείο όπου είχε αράξει η βάρκα των ψαράδων. Έλπιζαν να εντοπίσουν σύντομα την είσοδο της σπηλιάς, κυρίως όμως να υπήρχε αρκετός χώρος για να περάσει το σώμα τους. Από την υπερένταση δεν αισθάνονταν την κούραση. Όση ώρα περπατούσαν, δεν άλλαξαν κουβέντα. Το τοπίο γύρω ήταν γυμνό.
Επιτέλους, φάνηκε ο μικρός όρμος. Ήταν ο μοναδικός στην περιοχή, με μια αμμουδιά γύρω στα δέκα μέτρα μήκος και τρία στο μεγαλύτερο πλάτος. Όλη η νότια πλαγιά, διαβρωμένη από τον άνεμο και τη βροχή, είχε πάρει τη μορφή ασυνήθιστου έργου τέχνης. Ο κατηφορικός δρόμος, υγρός από τις ψεκάδες των κυμάτων που έσκαζαν συνεχώς στην ακτή, σε μερικά σημεία ήταν στενός και γλιστρούσε επικίνδυνα. Κατεβαίνοντας με μικρά, προσεκτικά βήματα έφτασαν ανακουφισμένοι στην παραλία. Δεκάδες θαλασσοπούλια, που ξεκουράζονταν στα γύρω βράχια, παρακολουθούσαν εκείνες τις άτολμες κινήσεις σαν ένα παράξενο θέαμα.
Σχεδόν, αμέσως, εντόπισαν την πρώτη σπηλιά στην άκρη τής μικρής παραλίας. Κρίνοντας από το στόμιό της, όπου μπορούσαν να σταθούν άνετα όρθιοι, ήταν χωρίς αμφιβολία η μεγαλύτερη. Την ίδια στιγμή, παρατήρησαν ότι το νερό τής θάλασσας κάλυπτε ολοένα και περισσότερο την ψιλή άμμο. Η ατυχία να φτάσουν την ώρα τής πλημμυρίδας έγινε αιτία για μια αυθόρμητη κίνηση δυσαρέσκειας από την Τζέιν. Δεν είχε καμιά διάθεση να περπατάει στην κρύα θάλασσα κρατώντας τα παπούτσια στο χέρι. Παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι η μικρότερη σπηλιά θα βρισκόταν αρκετά ψηλότερα, ώστε να μην υποστεί και αυτή τη δοκιμασία. Ανυπομονώντας περισσότερο, συνέχισε την αναζήτηση της εισόδου της μαζί με τον Χουάν.
Απελπίστηκε γρήγορα, καθώς η ώρα περνούσε και δεν είχε ακόμα δει το παραμικρό κενό στους λιγοστούς βράχους. Ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, όταν επιτέλους ο Χουάν ανακάλυψε, περισσότερο με τη διαίσθησή του, την αόρατη είσοδο, ενάμισι μέτρα πάνω από το νερό. Τα κύματα και οι δυνατοί άνεμοι, που φυσούν εκεί αδιάκοπα, είχαν παρασύρει τόσα φύκια και άμμο, που την είχαν φράξει. Παραμέρισαν με αρκετή προσπάθεια ό,τι είχε συσσωρευτεί μπροστά της. Κατάφεραν να περάσουν με δυσκολία. Φόρεσαν τα κράνη τους όπως οι σπηλαιολόγοι και με τους φακούς στο χέρι άρχισαν να προχωρούν ένας ένας, ελπίζοντας να βρουν το μονοπάτι που θα τους οδηγούσε στο λατομείο.
«Αφού βρήκαμε την αρχή, θα βρούμε και το τέλος» σχολίασε η Τζέιν.
«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω αισιόδοξη».
Λίγο αργότερα η σήραγγα φάρδαινε απότομα, σχηματίζοντας ένα άνοιγμα. Η οροφή, ωστόσο, ήταν πολύ χαμηλή για να σταθούν όρθιοι. Παρόλο που ήταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό που θα συναντούσαν, ένοιωσαν έκπληξη μόλις αντίκρισαν τον υπόγειο λαβύρινθο. Οι ελικοειδείς διάδρομοί του διασταυρώνονταν συνεχώς, οδηγώντας σε διάφορες κρύπτες και μερικές φορές σε αδιέξοδα. Ήταν αδύνατο να προσδιορίσει κάποιος την έκταση εκείνου του δικτύου. Μια ολόκληρη πολιτεία κάτω από την επιφάνεια της γης. Ήταν τα καταφύγια που είχε οργανώσει η καταδιωγμένη φυλή για  να αποφύγει τους πολεμοχαρείς “ανθρώπους με τα μακριά αφτιά”, όπως τους είχε αποκαλέσει ο Ατούα.
Προχωρούσαν προσεκτικά στο ανώμαλο έδαφος, πάντα σκυφτοί, με τους φακούς αναμμένους. Σε μερικά μέρη ο αέρας γινόταν ξαφνικά δροσερός. Κάποιες σχεδόν αόρατες σχισμές, ανάμεσα στα βράχια, τον έφερναν από τον επάνω κόσμο. Καμιά φορά, μαζί με τον αέρα, γλιστρούσε και μια φωτεινή αχτίδα. Περπάτησαν έτσι αρκετή ώρα. Ίσως και να πέρασαν περισσότερες φορές από κάποια σημεία, αλλά, όπως σωστά είχε προβλέψει η Άκα Χούα, βρήκαν τελικά έναν διάδρομο που οδηγούσε στο πίσω μέρος ενός μικρότερου λατομείου.
Το μέγεθός του δε φαινόταν να έχει καμιά σχέση μ’ εκείνο στο οποίο λαξεύονταν τα επιβλητικά μοάι. Από λίγα θραύσματα αγαλματιδίων που είδαν, συμπέραναν ότι εκεί θα υπήρχε κάποτε ένα εργαστήριο ομοιωμάτων των “καλών και κακών πνευμάτων” τού νησιού. Τα χρησιμοποιούσαν οι μάγοι τής φυλής για να θεραπεύουν ασθένειες ή να επηρεάζουν την έκβαση μιας μάχης, να μεταβάλλουν τον καιρό ή να προφυλάσσουν τις καλλιέργειες.
Μερικά μέτρα πιο μέσα σταμάτησαν. Τα ξύλα που συγκρατούσαν την οροφή είχαν υποχωρήσει στην αριστερή πλευρά τού διαδρόμου. Ο Χουάν για αρκετή ώρα εξέταζε τα τοιχώματα της στοάς. Φαινόταν να διστάζει να προχωρήσει. Η Τζέιν είδε τις κινήσεις του, αλλά απέφυγε να τις σχολιάσει. Η ανυπομονησία να φτάσουν στον προορισμό τους της έδωσε θάρρος. Τον προσπέρασε με μικρά, προσεκτικά βήματα, κοιτάζοντας κάθε τόσο πίσω της. Ο Χουάν σχεδόν αναγκάστηκε να την ακολουθήσει για να μη συνεχίσει μόνη της.
Λίγα μέτρα πιο μέσα, η στοά είχε αποκλειστεί από πέτρες και τα ξύλα τής οροφής, που είχε καταρρεύσει. Αιτία ήταν μια πρόσφατη, μικρή σεισμική δόνηση, που είχε ανησυχήσει τους κατοίκους, χωρίς όμως να σημειωθούν σοβαρές ζημίες. Ήταν κάτι που είχε παραλείψει να αναφέρει η Άκα Χούα και έτσι δεν ήταν προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο απρόοπτο εμπόδιο.
Η Τζέιν κοίταξε τον Χουάν με μια απολογητική έκφραση. Έδειχνε να περιμένει απ’ αυτόν την επιλογή για την επόμενη κίνηση. Έπρεπε ή να βρουν έναν άλλο δρόμο για να μπορέσουν να συνεχίσουν ή να διακινδυνεύσουν καθαρίζοντας τη στοά. Εξάλλου, δεν ήξεραν την έκταση της καταστροφής για να πάρουν τη σωστή απόφαση. Όχι μακριά από εκεί, ο Εϊρό είχε χτίσει πριν από εκατόν πενήντα περίπου χρόνια τον μικρό χριστιανικό ναό για τους ιθαγενείς.
«Προς το παρόν, το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να γυρίσουμε πίσω και να σκεφτούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτές τις δυσκολίες» πρότεινε η Τζέιν, που έβλεπε τον Χουάν αναποφάσιστο και δεν ήθελε να αισθάνεται ένοχη.
«Μην απελπίζεσαι. Υπάρχουν εναλλακτικές διαδρομές δίπλα μας. Αν βρούμε μία, θα κερδίσουμε πολύ χρόνο».
Στην πραγματικότητα ήταν και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, καθώς είχαν από πολλή ώρα χάσει τον προσανατολισμό τους και περιφέρονταν με οδηγό τη διαίσθηση και κάποια ορόσημα στους φιδωτούς διαδρόμους. Ωστόσο και οι δύο ήταν βέβαιοι ότι στον κύριο χώρο τού λατομείου οδηγούσαν και άλλα μονοπάτια. Αυτό το είχαν συμπεράνει τόσο από τις παρατηρήσεις τους, όσο και από τις γνώσεις που είχαν για τον σκοπό που εξυπηρετούσαν εκείνα τα υπόγεια δαιδαλώδη σπήλαια.
Ο χρόνος κυλούσε και οι δυνάμεις άρχισαν να εγκαταλείπουν την Τζέιν, μαζί με τις ελπίδες της. Ο Χουάν όμως ήταν τώρα αποφασισμένος να βρει τη λύση. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε πεισματικά να συγκεντρώσει τις σκέψεις του.
«Θαρρώ ότι τριάντα βήματα πίσω μας, είχαμε περάσει μπροστά από μια άλλη στενή είσοδο. Λες να αρχίζει από εκεί κάποια στοά, που να οδηγεί εκεί που θέλουμε; Μπορεί να είμαστε τυχεροί».
«Εγώ έχω χάσει εντελώς τον προσανατολισμό μου» ομολόγησε απελπισμένη η Τζέιν. «Θα μπορέσουμε άραγε να ξαναβγούμε από εδώ μέσα;»
«Όσο γι’ αυτό, μην ανησυχείς. Το κουβάρι με την κλωστή δεν έχει ακόμα τελειώσει» είπε αστειευόμενος ο Χουάν. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διώξει τις μαύρες σκέψεις από το μυαλό τής αγαπημένης του.
Χάρη στην παρατηρητικότητά του, η τύχη στάθηκε με το μέρος τους. Ύστερα από δέκα λεπτά, ακολουθώντας εκείνη την παρακαμπτήρια οδό οδηγήθηκαν σε μια αίθουσα που τους φάνηκε τεράστια σε σχέση με τα στενόχωρα καταφύγια που έβλεπαν μέχρι τότε. Επιτέλους σήκωσαν ανακουφισμένοι το κεφάλι τους. Πολύ θα ήθελαν να πάρουν και μια βαθιά αναπνοή, αλλά η δυσάρεστη μυρωδιά που πλανιόταν δεν τους άφησε.
Ήταν αξιοθαύμαστο το πώς ανασύρθηκαν τόσοι τόνοι γης από εκεί για να διαμορφωθεί με τέχνη και συμμετρία ο χώρος που έβλεπαν και που δε φαινόταν να έχει καμιά σχέση με λατομείο. Η οροφή έδειχνε να υποστηρίζεται από τέσσερις κολόνες, που αποτελούσαν μ’ αυτή φυσική συνέχεια του εδάφους. Λίγο πιο μέσα, περίπου στο κέντρο τής αίθουσας, στάθηκαν μπροστά σε έναν μακρόστενο, γρανιτένιο μονόλιθο. Ήταν κοίλος και σκεπασμένος με μια βαριά πλάκα, που στο κέντρο της διακρίνονταν δύο μικρές τρύπες.
Ο Χουάν άρχισε να την παραμερίζει με δυσκολία χρησιμοποιώντας το φτυάρι, ενώ η περίεργη Τζέιν έσκυβε από πάνω με τον φακό για  να δει τι θα μπορούσε να κρύβεται εκεί μέσα. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή τρόμου. Ο Χουάν άφησε αμέσως το φτυάρι κι έτρεξε δίπλα της. Της κράτησε το χέρι και πλησίασε για να δει τι ήταν εκείνο που τη φόβισε. Μέσα στη λάρνακα βρισκόταν ένας σκελετός. Σε μερικά οστά κρέμονταν απομεινάρια από μαύρο ύφασμα. Από κάτω διακρίνονταν ξεραμένα φύλλα με παράξενα σχέδια. Η Τζέιν είχε ξαναδεί παρόμοια φύλλα. Στο κιβώτιο της σοφίτας. Όταν άρχισε να συνέρχεται, ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή.
«Ο Ευγένιος Εϊρό… Ή, μάλλον, ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν…»
«Τι άλλο υπάρχει άραγε;»
«Ψάξε εσύ… Εγώ δεν μπορώ να βάλω το χέρι μου εδώ μέσα…»
Ο Χουάν έψαχνε με αργές κινήσεις, παραμερίζοντας με προσοχή τα ξεραμένα φύλλα. Δεν άργησε να βρει έναν ξύλινο σταυρό και ένα μακρύ κομποσκοίνι, που τα έδειξε στην Τζέιν.
«Σίγουρα αυτός είναι» επιβεβαίωσε. «Δε βλέπω όμως τίποτα περισσότερο».
Η Τζέιν γύρισε το κεφάλι και έψαξε με το βλέμμα της.
«Πάμε πιο μέσα. Μου φαίνεται ότι υπάρχει και άλλος χώρος».
Είχε δίκιο. Τα μάτια τους είχαν συνηθίσει στο μισοσκόταδο και με το λιγοστό φως των φακών έβλεπαν τώρα στο βάθος μια μικρή έξοδο. Ένας στενός διάδρομος οδηγούσε σε μια πολύ μεγαλύτερη αίθουσα, που, όπως και η προηγούμενη, κάθε άλλο παρά λατομείο θύμιζε. Εκτός από τις έξι φυσικές κολόνες που στήριζαν τον θόλο της, άλλες τόσες είχαν προστεθεί στη συνέχεια. Όλες ήταν λαξευμένες με τέχνη και είχαν σχεδόν διπλάσιο πάχος. Το μεγαλύτερο μέρος τής επιφάνειας των επιχρισμένων τοίχων ήταν σκεπασμένο με γεωμετρικά σχέδια, πετρόγλυφα και ιερογλυφικά. Ήταν ένας χώρος πιθανότατα διαμορφωμένος για τελετουργίες, ενώ ένας επισκέπτης θα τον παρομοίαζε με μουσείο. Κοντά στους τοίχους βρίσκονταν αγάλματα κάθε μεγέθους, από δέκα εκατοστά μέχρι ένα μέτρο, σε όλες τις στάσεις. Δεκάδες μοάι, Μέκε Μέκε, ζώα και φυτά κάθε είδους, κατασκευασμένα από βασάλτη, γρανίτη, άργιλο ή ξύλο.
Σε μια γωνιά τής ευρύχωρης αίθουσας βρισκόταν ένας παρόμοιος σε διαστάσεις κοίλος μονόλιθος, αλλά χωρίς σκέπασμα. Το φως των φακών τής Τζέιν και του Χουάν έπεσε πάνω σ’ αυτό που δε θα τολμούσαν να φανταστούν ότι θα είχαν την τύχη να έβλεπαν. Μέσα υπήρχε ό,τι είχε απομείνει από το ναυάγιο του 1691.
Η λάρνακα που σχηματιζόταν μέσα στον ογκώδη παραλληλεπίπεδο βράχο, υψωνόταν ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Τα διάφορα αντικείμενα προέρχονταν από ένα ή περισσότερα πλοία και κάλυπταν τα δύο τρίτα τής επιφάνειας. Όλα ήταν τοποθετημένα με αρκετή τάξη, σε σειρές, πάνω σε ένα φυτικό χειροποίητο πλέγμα, που κάλυπτε την τραχιά, γρανιτένια επιφάνεια. Ανάμεσά τους διακρίνονταν και μερικά θρυμματισμένα ξερά φύλλα με χαραγμένα σύμβολα, όπως και προηγουμένως.
Στην πρώτη σειρά υπήρχε μια πυξίδα, δύο ραγισμένοι φακοί, που προέρχονταν κατά πάσα πιθανότητα από κάποιο ναυτικό τηλεσκόπιο, ένας διαλυμένος τετράντας, ένα κομμάτι χάρτη, ένας μικρός χρυσός σταυρός κι ένα σκουριασμένο πιστόλι.
Η άλλη σειρά άρχιζε με ένα βαρύ δερματόδετο βιβλίο με σκληρά, μουχλιασμένα εξώφυλλα, που θα μπορούσε να είναι το ημερολόγιο κάποιου πλοίου. Συνέχιζε με ό,τι απέμεινε από μια στολή, ίσως και του κυβερνήτη τού σκάφους. Το καπέλο, σε άθλια κατάσταση, τα επίχρυσα κουμπιά τής στολής και η ζώνη του. Στην ίδια σειρά ένα μπουκάλι σφραγισμένο, με το περιεχόμενό του. Ο Χουάν τα εξέταζε όλα με προσοχή και έβγαζε φωτογραφίες με τη μηχανή τσέπης που είχε πάντα μαζί του.
Η Τζέιν σήκωσε με δυσκολία τον τόμο, αλλά μόλις επιχείρησε να τον ανοίξει κατάλαβε ότι θα διαλυόταν στα χέρια της. Πραγματικά, η υγρασία και οι συνθήκες που επικρατούσαν εκεί μέσα είχαν διαβρώσει τα πάντα. Τον έκλεισε με προσοχή, τον έβαλε πάλι στη θέση του και τίναξε τη σκόνη από τα χέρια της. Οπωσδήποτε θα ήταν το πολυτιμότερο αντικείμενο μετά το μετάλλιο, γι’ αυτό θα τον έπαιρνε μαζί της ύστερα, με τη βοήθεια του Χουάν.
Κάτω από την τελευταία σειρά αντικειμένων παρατήρησε ότι τα φύλλα ήταν ομοιόμορφα κομμένα και σε μεγαλύτερο μέγεθος. Στη θέση όμως των κλασικών ιδεογραμμάτων ρονγκορόνγκο απεικονίζονταν αντικείμενα, σχεδιασμένα με αξιοπρόσεκτες λεπτομέρειες. Τα περισσότερα είχαν σχέση με πλοία, όπως για παράδειγμα ένα πηδάλιο, ένας φανός και μια ισπανική σημαία τού δέκατου έβδομου αιώνα. Κάποιο άλλο έδειχνε ένα μισοβυθισμένο σκάφος. Μάλλον οι ιθαγενείς είχαν σχεδιάσει, με μεγάλη καλλιτεχνική επιτηδειότητα, όσα δεν είχαν μπορέσει να μεταφέρουν μέσα σ’ εκείνο το ιδιότυπο μουσείο.
Την προσοχή τού Χουάν τράβηξε ξαφνικά το κυκλικό σχέδιο που παρατήρησε σ’ ένα φύλλο, κάτω από τον μεγαλύτερο ραγισμένο φακό. Η Τζέιν συμφώνησε αμέσως ότι της θύμιζε το μετάλλιο που αναζητούσαν. Βέβαια, ήταν πολύ πιθανό η επιθυμία τους για την απόκτησή του να πρόσθετε αρκετές ομοιότητες. Από τη στιγμή εκείνη πίστεψαν ότι βρίσκονταν πολύ κοντά, δεν μπορούσαν όμως να ξέρουν πόσο.
Ένας παραπάνω λόγος που ενίσχυε την εικασία τους για την ύπαρξη του μεταλλίου εκεί γύρω, ήταν ότι αν κάποιος είχε συλήσει εκείνον τον χώρο, θα τον είχε αναστατώσει αναζητώντας αντικείμενα αξίας.
Πιο πέρα το έδαφος ήταν ελαφρά υπερυψωμένο. Εκεί βρίσκονταν πεσμένα δύο ξύλα, που κάποτε σχημάτιζαν έναν σταυρό. Στο ένα διακρίνονταν τα γράμματα “Χ…ΜΕ…ΕΘ …ΙΝΑ… …69...”
«Κάποιος βρίσκεται θαμμένος εδώ! Όπως φαίνεται πέθανε ανάμεσα στο 1690 και το 1699. Και το μικρό του όνομα, προφανώς είναι “Χιμένεθ”» παρατήρησε ο Χουάν.
«Μπορεί να είναι ένας από εκείνους τους ναυαγούς! Η χρονολογία συμφωνεί με το ημερολόγιο του Εϊρό. Πρόσεξα ότι το έδαφος έχει και σ’ άλλα σημεία τέτοια μικρά υψώματα. Παρόμοια ξύλα θα δεις κι εκεί. Φαίνεται ότι αυτόν τον χώρο τον χρησιμοποιούσαν για νεκροταφείο!».
«Δεν το πιστεύω. Μην ξεχνάς ότι, όταν έγινε το ναυάγιο, αυτοί δεν είχαν καμιά σχέση με τη δικιά μας θρησκεία. Ό,τι έχει σχέση με τον Χριστό έγινε πολλά χρόνια αργότερα, με τη φροντίδα τού Εϊρό».
«Πρέπει να έχεις δίκιο. Γιατί όμως δεν έθαψαν και τον ίδιο;»
«Ίσως τον τίμησαν σύμφωνα και με τα δικά τους έθιμα. Ποιος ξέρει… Παρατήρησα ότι το έδαφος στη διπλανή αίθουσα είναι πιο ομαλό. Ο χώρος δείχνει ότι ανοίχτηκε αργότερα».
«Θαρρείς κι έγινε ειδικά γι’ αυτόν».
«Μου φαίνεται κάπως υπερβολικό. Εξάλλου βρίσκεται πριν από αυτήν την αίθουσα».
«Όπως ήρθαμε εμείς. Αν υπήρχε άλλη είσοδος για εδώ, θα μπορούσε να είχε γίνει ύστερα και στη συνέχεια να ενώθηκε με το υπόλοιπο δίκτυο των στοών».
«Είναι κι αυτή μια εκδοχή. Προτείνω όμως να την εξετάσουμε αργότερα. Ας δούμε πρώτα τι μπορούμε να βρούμε εδώ».
«Έχεις δίκιο. Εξάλλου, αν βρούμε αυτό που ζητούμε, δεν έχω ιδιαίτερη περιέργεια για τα υπόλοιπα».
Παρά την πρώτη τους απογοήτευση, καθώς δεν το είδαν ανάμεσα σ’ εκείνα τα πρώτα ευρήματα, δεν έχασαν τις ελπίδες τους. Υπήρχε αρκετός χώρος ακόμα για να ψάξουν. Ίσως να έβρισκαν πιο πέρα και μια τρίτη αίθουσα με εκθέματα. Εξάλλου, εικόνες σχετικές με πλοία και με θάλασσα είχαν δει προηγουμένως και σε άλλα σημεία τού λατομείου.
Μια ανατριχιαστική ιδέα πέρασε ξαφνικά από το μυαλό τής Τζέιν.
«Λες το μετάλλιο να βρίσκεται θαμμένο μαζί με κάποιον;» Είπε σχεδόν με φρίκη.
«Δε φαντάζομαι να θέλεις να ψάξουμε στους τάφους».
«Μια σκέψη έκανα».
«Προς το παρόν προτείνω να γυρίσουμε πίσω. Αρκετά για σήμερα. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Αύριο, αν βοηθήσει ο καιρός, θα κάνουμε ακόμα μια προσπάθεια, πιο συστηματική. Τώρα που εξοικειωθήκαμε με τον χώρο, θα φτάσουμε μέχρι εδώ με μεγαλύτερη ευκολία. Αν δε το βρούμε κι αύριο θα το αναζητήσουμε αλλού. Όλο και κάτι θα σκεφτούμε. Θα προσπαθήσουμε να εξαντλήσουμε όλες τις πιθανότητες».
«Χαίρομαι που είσαι δίπλα μου Χουάν. Καταφέρνεις πάντα να μου μεταφέρεις την αισιοδοξία σου».
Δεν μπορούσαν να παραμείνουν περισσότερο σ’ εκείνο το περιβάλλον, εξαιτίας τής ζέστης και της δυσοσμίας. Φεύγοντας, ο Χουάν σήκωσε με μεγάλη προσοχή το χοντρό ημερολόγιο που βρήκαν στο κοίλωμα του πέτρινου μονόλιθου και με τη βοήθεια της Τζέιν το έβαλε στο σακίδιό του.
Η διαδρομή τής επιστροφής που ακολούθησαν και τους οδήγησε στην έξοδο του λαβυρίνθου ήταν τώρα ευκολότερη και σύντομα δροσίστηκαν από τον καθαρό αέρα τού νησιού.