3

 

        Το διαμέρισμα της Τζέιν απέχει περίπου χίλια πεντακόσια μέτρα από το κτίριο όπου εργάζεται. Κάθε μέρα πηγαινοέρχεται με τα πόδια ακολουθώντας την οδό Λιούις, γιατί αυτή η διαδρομή την ευχαριστεί πολύ και την αναζωογονεί.

        Η μικρή γκαρσονιέρα της είναι επιπλωμένη λιτά, αλλά ωραία διακοσμημένη. Μετακόμισε σ’ αυτήν πριν από έναν χρόνο. Έχει έναν μακρόστενο ενιαίο χώρο, όπου η κουζίνα χωρίζεται από το δωμάτιο με φυτά εσωτερικού χώρου. Σε μια γωνιά τού δωματίου βρίσκεται το γραφείο και η βιβλιοθήκη της. Δίπλα τους, ένας καναπές που το βράδυ γίνεται κρεβάτι. Στη μέση τής κουζίνας υπάρχει ένα κομψό στρογγυλό τραπέζι με τέσσερις καρέκλες. Πίσω από μια συνήθως κλειστή πόρτα, υπάρχει ένα ακόμα μικρό δωμάτιο. Εκεί είναι το ατελιέ της. Πινέλα, μπογιές, μία παλέτα, νέφτι και λάδι βρίσκονται πάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι. Μια μισοτελειωμένη ελαιογραφία στηρίζεται πάνω σ’ ένα καβαλέτο και πέντε έξι ακόμα στη σειρά, ακουμπισμένες στο πάτωμα και τον απέναντι τοίχο, στεγνώνουν πάνω σε εφημερίδες. Η Τζέιν, εκτός από το διάβασμα, λατρεύει τη ζωγραφική. Έργα της στολίζουν το σαλόνι, ενώ μερικά έχει χαρίσει και σε φίλες της. Όταν έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο πηγαίνει εκδρομές με την παρέα της. Είναι κάτι που επιδιώκει συχνά γιατί βρήκε σ’ αυτές τον καλύτερο τρόπο για να αντλεί ψυχικές δυνάμεις.

        Μόλις έφτασε στο σπίτι έκανε στα γρήγορα ένα ζεστό ντους. Έχοντας δίπλα της έναν διπλό καφέ, άνοιξε τον υπολογιστή και έβγαλε ανυπόμονα από τον σάκο το ημερολόγιο που βρήκε. Καθισμένη μπροστά στην οθόνη άρχισε να ψάχνει ανυπόμονα στο διαδίκτυο για να βρει πληροφορίες σχετικές μ’ εκείνα τα ιερογλυφικά που είδε στο ημερολόγιο. Η περιπλάνησή της δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Τα σύμβολα που είχε το ημερολόγιο δεν έμοιαζαν ούτε με τα κλασικά αιγυπτιακά ιερογλυφικά ούτε τις αρχαίες ελληνικές γραμμικές γραφές ούτε τα σφηνοειδή σύμβολα της Μεσοποταμίας. Κάθε τόσο σταματούσε και κοίταζε τις εικόνες τού χειρογράφου προσπαθώντας να συνδυάσει την άγνωστη γραφή με τα διάφορα σύμβολα που έβλεπε στην οθόνη της, αλλά μάταια. Ύστερα από τρεις ώρες αναζήτησης, τα βλέφαρά της βάρυναν και έπεσε κουρασμένη στο κρεβάτι της.

        Ξημέρωσε Κυριακή. Οι δημόσιες βιβλιοθήκες και το πανεπιστήμιο, όπου θα ήθελε να πάει και να συνεχίσει την έρευνά της, ήταν κλειστά. Εκείνη την ώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξαναπάει στο σπίτι τής Ντόροθι. Η βιβλιοθήκη τής θείας της μπορεί να αποτελούσε μια καλή πηγή πληροφοριών. Το επόμενο βήμα της θα ήταν να εντοπίσει τα σχετικά βιβλία, αν υπήρχαν, να τα βάλει δίπλα στα υπόλοιπα που είχε επιλέξει και να τα μεταφέρει. Ίσως η Κέιτ, μια στενή φίλη της που σπουδάζει φαρμακευτική, θα μπορούσε να της δώσει κάποια βοήθεια στη μετάφραση των γαλλικών. Εξάλλου, με τη σκέψη ότι από τα τόσα βιβλία σίγουρα κάποια η Κέιτ θα τα πρόσθετε ευχαρίστως στη βιβλιοθήκη της, της τηλεφώνησε αμέσως.

        «Κέιτ! Τι γίνεσαι;»

        «Γεια σου Τζέιν! Όπως τα ξέρεις. Τα δικά σου νέα».

        «Θα τα πούμε από κοντά. Τι κάνεις το μεσημέρι;»

        «Δεν έχω προγραμματίσει κάτι. Εσύ τι σκέφτεσαι;»

        «Έχεις διάθεση για μια μικρή εκδρομή εδώ κοντά; Μέχρι το Ντίτσλινγκ. Βρήκα κάτι ενδιαφέρον».

        «Ακούγεσαι κάπως παράξενα».

        «Λοιπόν; Θα έρθεις;»

        «Σίγουρα. Μου κίνησες την περιέργεια. Στις δώδεκα θα περάσω να σε πάρω».

        «Εντάξει, θα σε περιμένω. Α! παραλίγο να το ξεχάσω. Μήπως σου περισσεύει καμιά λάμπα;»

        «Θα δω αν έχω. Τι τη θέλεις;»

        «Φέρ’ την και θα δεις. Και ντύσου πρόχειρα, γιατί τα ρούχα σου θα γίνουν χάλια».

        Η περιέργεια έκανε την Κέιτ να φτάσει μισή ώρα νωρίτερα. Η Τζέιν είχε ήδη ετοιμαστεί.

        «Τι τρέχει Τζέιν;»

        «Θα σ’ τα πω στο αυτοκίνητο».

        «Φαίνεσαι πολύ βιαστική. Θα πάρεις κι αυτόν τον σάκο; Τι κουβαλάς μαζί σου;»

        «Τώρα, τίποτε. Καθώς θα πηγαίνουμε, θα μάθεις περισσότερα».

        Η Τζέιν διηγήθηκε με λίγα λόγια στην Κέιτ αυτά που συνέβησαν τις προηγούμενες ημέρες και τόνισε ιδιαίτερα την εντύπωση που της έκαναν όσα είδε στο ημερολόγιο. Καθώς πλησίαζαν στο Ντίτσλινγκ, είπε:

        «Προτείνω να τσιμπήσουμε κάτι, γιατί αν αρχίσουμε να ασχολούμαστε μ’ αυτά που μας περιμένουν, η ώρα θα περάσει χωρίς να το καταλάβουμε και θα πεινάσουμε».

        «Συμφωνώ. Να με την ευκαιρία ένα μικρό εστιατόριο, εκεί στη γωνία».

        «Τέλεια. Πάμε».

        Το φαγητό όμως δεν κατέβαινε, καθώς την όρεξη παραμέριζαν η ανυπομονησία, η περιέργεια και οι συνεχείς ερωτήσεις τής Κέιτ. Ύστερα από μισή ώρα οι δύο φίλες βρίσκονταν μπροστά στην κασέλα τής σοφίτας.

        Η στενόχωρη σκονισμένη σοφίτα, παρόλο που τώρα είχε φως, δεν τους άφηνε περιθώρια για άνετες κινήσεις και την επί τόπου εξέταση των διάφορων ντοκουμέντων. Η Τζέιν, καθώς έβαζε στον σάκο της τα έγγραφα και ανάμεσά τους πολύ προσεκτικά τα ξερά φύλλα, είπε στην Κέιτ χωρίς να γυρίσει το κεφάλι.

        «Ρίξε μια ματιά γύρω σου, μήπως βρεις κάτι για σένα. Εγώ δε θα πάρω τίποτε άλλο από εδώ πάνω».

        Η Κέιτ περιέφερε το βλέμμα της για αρκετή ώρα. Στο τέλος είπε:

        «Θα πάρω εκείνο το αρχαίο ραδιόφωνο που βλέπω πίσω σου. Ο αδελφός μου ασχολείται με τα ηλεκτρονικά και αν το επιδιορθώσει θα αποκτήσω μια αντίκα με αξία».

        «Εντάξει. Περίμενε λίγο να σε βοηθήσω, γιατί φαίνεται βαρύ».

        Αφού κατέβασαν όλα όσα ήθελαν από τη σοφίτα στο ισόγειο, στη συνέχεια επισκέφτηκαν το δωμάτιο με τις βιβλιοθήκες.

        «Κοίταξε, Κέιτ! Εδώ υπάρχει ένας μικρός θησαυρός και για σένα. Διάλεξε όσα βιβλία θέλεις και άφησέ τα πάνω στην καρέκλα και στο πάτωμα. Θα πάρω κι εγώ αυτά που ξεχώρισα και μετά θα τα πάμε στο σπίτι. Αύριο το απόγευμα, κατά τις έξι, θα σε περιμένω, για να προσπαθήσουμε να βγάλουμε μαζί καμιά άκρη. Στο μεταξύ θα δω αν μπορέσω να βρω κάτι περισσότερο σ’ αυτά που παίρνω σήμερα».

        Ύστερα από δύο ώρες αναζήτησης, τόσο η Τζέιν όσο και η Κέιτ είχαν κατεβάσει βιβλία, αρκετά για να γεμίσουν μια μικρή βιβλιοθήκη. Η Τζέιν έκανε καμιά δεκαριά δρομολόγια με τον σάκο της μέχρι το αυτοκίνητο. Λίγο αργότερα ήταν έτοιμες για τον δρόμο τής επιστροφής.

        «Έτοιμη; Πάμε και τα ξαναλέμε αύριο με την ησυχία μας», είπε η Κέιτ που καθόταν ήδη στο τιμόνι.

        «Πάμε», απάντησε μηχανικά η Τζέιν. Φανερό, ότι η σκέψη της ήταν αλλού. Πριν κλείσει την πόρτα τού αυτοκινήτου, ξαφνικά της ήρθε η ιδέα ότι άφησε πίσω της κάτι σημαντικό.

        «Στάσου! Μια στιγμή να σβήσω το φως τής σκάλας που ξέχασα κι έφτασα!»

       

        Η Τζέιν δεν είχε ξεχάσει κανένα φως. Ξαναμπήκε στη σοφίτα. Όση ώρα άδειαζε πριν την κασέλα, σχημάτιζε την πεποίθηση ότι το εσωτερικό της ήταν δυσανάλογα μικρό για το μέγεθός της. Η παρατηρητικότητά της την οδήγησε σ’ έναν συλλογισμό που αποδείχτηκε σωστός. Ο πάτος τής κασέλας ήταν διπλός και μάλιστα ανασηκωνόταν αρκετά εύκολα. Ψηλαφώντας βιαστικά ανάμεσα στα πολλά, τριμμένα ξερά φύλλα, βρήκε δύο μικρά δέματα τυλιγμένα με χοντρό λινό πανί. Ασφαλώς εκείνη τη στιγμή δεν ήταν η ώρα για να τα ξετυλίξει. Τα έβαλε γρήγορα στις στενές τσέπες της, το ένα με αρκετή προσπάθεια, κατέβηκε βιαστικά από τη σοφίτα και μπήκε στο αυτοκίνητο χωρίς να πει λέξη στην Κέιτ γι’ αυτά τα νέα ευρήματα.

        Είχε νυχτώσει όταν επέστρεψαν στο Μπράιτον. Η Τζέιν μετέφερε με τη βοήθεια της φίλης της τα βιβλία μέχρι την εξώπορτα, της υπενθύμισε το ραντεβού τής επομένης και άνοιξε την πόρτα. Μόλις έβαλε και τα τελευταία βιβλία μέσα, έτρεξε στο δωμάτιό της, έβγαλε ανυπόμονα τα μικρά δέματα από τις τσέπες και τα έβαλε πάνω στο γραφείο.

        Ανοίγοντας το πρώτο δοκίμασε μια ευχάριστη έκπληξη. Μέσα είχε τυλιγμένες είκοσι οχτώ χρυσές λίρες. Ώστε εκεί βρισκόταν το θησαυροφυλάκιο της θείας! Το δεύτερο, αν και μικρότερο, το άνοιξε με μεγαλύτερη ανυπομονησία. Το χέρι της σχεδόν έτρεμε. Τυλιγμένο στο χοντρό πανί βρήκε ένα μεγάλο νόμισμα. Ήταν ένα μετάλλιο μαυρισμένο από τον καιρό. Δεν αποκλείεται να είναι ασημένιο σκέφτηκε, καθώς το ζύγισε στο χέρι της.

        Πλησιάζοντάς το περισσότερο στο φως τού γραφείου, παρατήρησε ότι στη μία όψη υπήρχε μία ανάγλυφη απεικόνιση προσώπου και από κάτω, σκαλισμένα καλλιγραφικά, τα αρχικά Ρ.Λ. Στην πίσω όψη είχε χαραγμένο ένα οικόσημο και γύρω του, φαίνονταν μερικά δυσανάγνωστα γράμματα από το όνομα “Γουλιέλμος ΙΙΙ”.