2

 

        Το πρωί, από την ώρα που μπήκε στο σχεδιαστήριο, η Τζέιν δεν κατάφερνε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της. Κάθε τόσο σταματούσε και κοίταζε αφηρημένα έξω από το παράθυρο. Μύριες σκέψεις γύριζαν στο μυαλό της. Ανυπομονούσε να ξαναεπισκεφθεί το σπίτι τής θείας της, για να κάνει μια πιο συστηματική έρευνα. Ήθελε να ξαναψάξει για βιβλία που την ενδιέφεραν. Στη συνέχεια θα εξερευνούσε τη σκονισμένη σοφίτα. Από την πρώτη στιγμή που την είδε, της είχε κινήσει την περιέργεια. Ήταν σχεδόν βέβαιη ότι εκεί, ανάμεσα στα τόσα ξεχασμένα πράγματα, θα ξεχώριζε κάτι πολύτιμο ή τουλάχιστο χρήσιμο. Ο νους της μετά πήγε στον δικηγόρο Σίμπσον. Πότε θα της τηλεφωνούσε; Τι περιουσία να είχε άραγε η θεία της; Υπήρχαν και άλλοι κληρονόμοι;

        Ο Σίμπσον τηλεφώνησε το ίδιο απόγευμα στο σπίτι της, από το συμβολαιογραφείο τού Γκρέις.

        «Κυρία Μπράουν, υπάρχει μια διαθήκη στην οποία αναφέρεται το όνομά σας. Πότε μπορείτε να περάσετε από το συμβολαιογραφείο τού κυρίου Γκρέις;»

        «Μπορώ και τώρα» είπε ανυπόμονα. «Θα είστε εκεί;»

        «Ασφαλώς. Ξέρετε πού βρίσκεται;»

        «Πείτε μου, παρακαλώ».

        «Στο τέλος τής οδού Λόρενς, απέναντι από την τράπεζα».

        «Ξεκινώ αμέσως». Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.

        Στη σύντομη διαθήκη τής Ντόροθι υπήρχε μόνο το όνομα της Τζέιν. Αυτή ήταν εξάλλου και η στενότερη συγγενής της. Εκτός από το σπίτι και το περιεχόμενό του, υπήρχαν καταθέσεις σε δύο τράπεζες, που μαζί με τους τόκους έφταναν συνολικά τις 483.000 λίρες Αγγλίας. Το ποσό ήταν αξιοσέβαστο, ειδικά για την Τζέιν, που εκείνη την εποχή ήταν αναγκασμένη να εργάζεται εντατικά για να έχει όλα όσα επιθυμούσε. Η διαθήκη αναφερόταν επίσης, αινιγματικά, σε μια έρευνα που η ίδια δεν είχε ολοκληρώσει και για την οποία επιθυμούσε η ανιψιά της να διαθέσει όσα χρήματα χρειάζονταν, μαζί με την ευχή να καταφέρει ό,τι δεν είχε κατορθώσει αυτή και οι πρόγονοί της.

        Στα μάτια τής Τζέιν το ποσό φάνηκε υπέρογκο, καθώς ήταν κάτι το αναπάντεχο εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο δεν έδειξε να προβληματίζεται ούτε για το πώς κατάφερε η θεία της να το συγκεντρώσει ούτε γιατί δεν το είχε χρησιμοποιήσει διαφορετικά. Μ’ αυτό θα μπορούσε τώρα να λύσει όλα τα οικονομικά της προβλήματα. Εκείνο όμως που ερέθιζε τη φαντασία της ήταν η έρευνα στην οποία αναφερόταν η θεία στη διαθήκη της. Σύμφωνα με τη λογική και τη διαίσθησή της η απάντηση βρισκόταν μέσα στο σπίτι τής Ντόροθι. Αποφάσισε να ξαναπάει την επόμενη μέρα, καθώς ήταν Σάββατο και είχε όλο τον χρόνο στη διάθεσή της.

       

        Προτού ακόμα ανατείλει ο ήλιος, η Τζέιν ξύπνησε. Δεν μπορούσε να μείνει ούτε στιγμή στο κρεβάτι της. Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε τον καθαρό ουρανό. Ο βραδινός βοριάς είχε διώξει όλα τα σύννεφα. Μερικά αστέρια ακόμα έλαμπαν. Έφαγε πρόχειρα, έβαλε άνετα ρούχα και πήρε μαζί της έναν μεγάλο εκδρομικό σάκο. Μέσα είχε βάλει από το προηγούμενο βράδυ μόνο μία μπλε φόρμα. Τώρα πήγαινε με την ψυχολογική άνεση του ότι θα βρισκόταν σε έναν χώρο που της ανήκε αποκλειστικά.

        Στο δρόμο ξανάφερνε διαρκώς στον νου της τι είχε προγραμματίσει να κάνει. Πρώτα πρώτα θα γέμιζε τον σάκο με όσα περισσότερα μπορούσε από τα βιβλία που είχε βάλει στην άκρη, δυο μέρες πριν. Αμέσως μετά θα ανέβαινε για να επισκεφθεί την ξεχασμένη σοφίτα. Από τη σύντομη ματιά που είχε ρίξει στα άλλα δωμάτια, είδε ότι εκεί δεν υπήρχε κάτι σπουδαίο, τουλάχιστο για την ώρα. Μπορεί όμως να έκανε ακόμα έναν κόπο, αν της περίσσευε χρόνος. Θεωρούσε επίσης εξίσου σημαντικό να ανακαλύψει τι είδους έρευνα ήταν εκείνη για την οποία γινόταν λόγος στη διαθήκη.

        Βυθισμένη στις σκέψεις της, σχεδόν δεν κατάλαβε πότε έφτασε στο Ντίτσλινγκ και πώς βρέθηκε από τη στάση στο σπίτι. Κατευθύνθηκε αμέσως στο δωμάτιο με τις βιβλιοθήκες. Τώρα έμπαινε περισσότερο φως και το περιβάλλον έδειχνε πιο ζεστό. Η πρώτη της κίνηση ήταν να βάλει μέσα στον σάκο της τα βιβλία και τα συλλεκτικής πια αξίας περιοδικά, που είχε ξεχωρίσει. Στη συνέχεια ξανακοίταξε πιο προσεκτικά το μικρό τραπέζι. Είχε ένα συρτάρι που ήταν κλειδωμένο. Ανάμεσα στα κλειδιά τού σπιτιού που της είχε δώσει ο Σίμπσον, υπήρχε ένα μικρό που ταίριαζε. Μόλις το άνοιξε, είδε μέσα σε ακαταστασία μολύβια, στιλό, παλιούς λογαριασμούς, χαρτί αλληλογραφίας, δύο άδεια τετράδια, πολλές ευχετήριες κάρτες —οι περισσότερες ήταν δικές της— και μερικές επιστολές. Η Τζέιν όμως εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να χάσει περισσότερο χρόνο μ’ όλα αυτά. Την τελευταία στιγμή, στο βάθος τού συρταριού διέκρινε ένα μικρό τενεκεδένιο κουτί. Μέσα βρήκε ένα σιδερένιο κλειδάκι με ασυνήθιστο σχήμα που το πήρε και το πρόσθεσε στα υπόλοιπα.

        Τώρα που τα πάντα ήταν δικά της, αισθάνθηκε μια αμηχανία αντικρίζοντας ξανά τα πολυάριθμα βιβλία. Δεν ήξερε τι άλλο να πάρει μαζί μ’ αυτά που είχε πρωτοδιαλέξει. Πέρασε πολλή ώρα ψάχνοντας και ξεφυλλίζοντας. Ξεχώρισε τελικά περισσότερα από σαράντα, μικρά και μεγάλα, με ποικίλα θέματα και τα τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι σε τρεις στοίβες. Θα τα έπαιρνε την επόμενη φορά που θα ερχόταν και θα υπήρχε η δυνατότητα να τα μεταφέρει, καθώς δεν είχε ακόμα δικό της αυτοκίνητο.

        Κατάλαβε ότι το μεσημέρι είχε περάσει προ πολλού, όταν άρχισε να πεινάει. Στο ψυγείο τού σπιτιού είχαν μείνει μόνο λίγα ώριμα φρούτα. Βγήκε στο Ντίτσλινγκ ψάχνοντας να βρει κάτι για φαγητό. Εκείνη όμως την ώρα ήταν όλα κλειστά. Επιτέλους, βρήκε ένα μίνι μάρκετ απ’ όπου αγόρασε ένα πακέτο φρυγανιές, λίγο μπέικον, δύο αβγά και ένα εμφιαλωμένο νερό. Τελικά το πρόχειρο γεύμα της έγινε πιο χορταστικό απ’ όσο περίμενε. Στο ντουλάπι τής κουζίνας βρήκε ζάχαρη, τσάι και καφέ. Ύστερα από αυτό το διάλειμμα, φόρεσε τη φόρμα της και ανέβηκε στη μικρή σοφίτα.

        Η πρώτη της φροντίδα ήταν να κατεβάσει δύο ογκώδη, αλλά ευτυχώς ελαφριά χαρτοκιβώτια με χριστουγεννιάτικα στολίδια, που σχεδόν έφραζαν τη στενή και χαμηλή είσοδο. Ύστερα πέρασε μέσα και προχώρησε σκυμμένη, παραμερίζοντας τις αράχνες μαζί με πολλά άδεια χάρτινα κουτιά, μικροέπιπλα σε αρκετά καλή κατάσταση και άλλα ξεχασμένα αντικείμενα. Προσπαθούσε να ελίσσεται ανάμεσά τους προσεκτικά, ώστε να σηκώνει όσο το δυνατό λιγότερη σκόνη. Λίγα βήματα παραπέρα θα αναγκαζόταν να γονατίσει, καθώς η απότομη κλίση τής στέγης δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια.

        Αναζήτησε με την αφή, πίσω από το ντουλάπι που κάλυπτε τον τοίχο, κάποιο διακόπτη. Όταν επιτέλους τον ανακάλυψε, είδε με απογοήτευση ότι η μοναδική λάμπα δεν άναβε.  Έτσι, το μόνο φως που θα μπορούσε να έχει εκείνη τη στιγμή ήταν εκείνο το λιγοστό που έμπαινε από τη σκάλα πίσω της και από τον θαμπό, σκονισμένο φεγγίτη απέναντί της. Προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε να τον ανοίξει. Πάντως, μ’ ένα κομμάτι πανί που βρήκε, καθάρισε, πάντα με αργές κινήσεις, την περισσότερη σκόνη από πάνω του κι έτσι ο χώρος φωτίστηκε περισσότερο.

        Το πρώτο πράγμα που ξεχώρισε τότε κοντά της ήταν μια μέτριου μεγέθους δρύινη κασέλα με μεταλλικό σκελετό. Απομάκρυνε ό,τι υπήρχε επάνω της και επιχείρησε να την ανοίξει. Το ότι ήταν κλειδωμένη, της κίνησε ακόμα περισσότερο την περιέργεια. Έψαξε ανυπόμονα για κάποιο κλειδί εκεί γύρω, βυθίζοντας αρκετές φορές τα δάχτυλα στη σκόνη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Θυμήθηκε ξαφνικά εκείνο που βρήκε προηγουμένως στο τενεκεδένιο κουτί. Το σιδερένιο κλειδάκι γύρισε τρίζοντας και η μυστηριώδης κασέλα άνοιξε.

        Ο “θησαυρός” που είχε πλάσει η φαντασία της ήταν εντελώς διαφορετικός από αυτόν που εμφανίστηκε μπροστά της. Απογοητεύτηκε βλέποντας την κασέλα γεμάτη μέχρι τη μέση με χαρτιά, φακέλους, και ένα δυο βιβλία. Με την πρώτη ματιά που έριξε υπέθεσε ότι ήταν κυρίως έγγραφα χωρίς καμιά ουσιαστική αξία. Ξεκίνησε την αναδίφηση, περισσότερο μηχανικά, έχοντας την κρυφή ελπίδα ότι τελικά ο κόπος της ίσως δεν πήγαινε εντελώς χαμένος.

        Μια δεύτερη σειρά από έγγραφα την κάλυπτε ένας μεγάλος κίτρινος φάκελος, που είχε σχεδόν τις διαστάσεις τού κιβωτίου. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξη όταν τον είδε γεμάτο με ξερά φύλλα από ένα είδος άγνωστου φυτού. Αν και τα περισσότερα ήταν θρυμματισμένα, σε μερικά από αυτά ήταν φανερό ότι κάποιος είχε προσπαθήσει να δώσει τετράγωνο σχήμα. Σίγουρα προέρχονταν από πολύ μεγαλύτερα φύλλα, καθώς σε μερικά η πλευρά τους ξεπερνούσε τα είκοσι εκατοστά. Παρατηρώντας τα πιο προσεκτικά, διέκρινε πάνω τους μισοσβησμένα σχέδια παρόμοια με ιερογλυφικά:

        Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί κι αυτό μεγάλωσε το ενδιαφέρον της για έρευνα. Κάτω από τον φάκελο υπήρχε ένα βιβλίο και δίπλα του ένα χοντρό μακρόστενο τετράδιο. Το φως εδώ και αρκετή ώρα λιγόστευε, αλλά το μάτι της είχε ήδη συνηθίσει εκεί μέσα. Εξετάζοντας το βιβλίο διαπίστωσε ότι ήταν ένα χειρόγραφο ημερολόγιο, ξεθωριασμένο από τον χρόνο, με αρκετές σελίδες γραμμένες στα γαλλικά και άλλες τόσες με εικόνες που μόλις διακρίνονταν. Στο εξώφυλλο διέκρινε με δυσκολία τα γράμματα “…ολό… του Ευγέν…”  και τη χρονολογία 1868.

        Παρόλο που θυμόταν λίγα γαλλικά από το σχολείο, δεν μπόρεσε να καταλάβει αρκετά για να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Στις τελευταίες σελίδες του, πρόσεξε κάτι στήλες με παράξενα σχέδια, παρόμοια με τα ιερογλυφικά που είχε δει μόλις πριν στα ξερά φύλλα. Απέναντι από κάθε σχέδιο είχε συχνά μια ή δυο γαλλικές λέξεις. Υπέθεσε ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελεί ένα είδος κώδικα, ώστε να γίνεται κατανοητή αυτή η ιδιόμορφη γλώσσα.

        Μετά το ημερολόγιο άνοιξε το μακρόστενο τετράδιο, με τα σκληρά, φθαρμένα εξώφυλλα. Στις κιτρινισμένες του σελίδες παρέμεναν κολλημένα μερικά απομεινάρια από φύλλα και άνθη φυτών. Το αυτοσχέδιο φυτολόγιο θα ήταν φτιαγμένο πριν από τουλάχιστο διακόσια χρόνια. Στο μπροστινό εξώφυλλο υπήρχε κολλημένη μια ετικέτα και πάνω της διακρινόταν με ξασπρισμένο μελάνι το όνομα “Μαριάν”.

        Στα περισσότερα από τα υπόλοιπα σκόρπια χαρτιά που ήταν από κάτω, υπήρχαν ιχνογραφίες με φυτά που έβλεπε για πρώτη φορά. Τα περισσότερα συνοδεύονταν από άγνωστες λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες, που υπέθεσε ότι θα ήταν οι ονομασίες τους. Στα λίγα μικροπράγματα που ήταν χωμένα ανάμεσά τους, όπως ένα μαύρο κομποσκοίνι, ένας μικρός σαρακοφαγωμένος σταυρός και μια απροσδιόριστη εικόνα σκαλισμένη σε ξύλο, δεν έδωσε μεγάλη σημασία και τα άφησε εκεί.  Όλο αυτό το παράξενο περιεχόμενο της κασέλας ήταν χωρίς αμφιβολία συνδεμένο με την έρευνα που εννοούσε η Ντόροθι στη διαθήκη της. Τα πρώτα στοιχεία που θα τη βοηθούσαν να ξεκινήσει, θεώρησε ότι θα τα εύρισκε μέσα στο ημερολόγιο. Παρόλο που ήταν γραμμένο στα γαλλικά, ήταν η μοναδική μέχρι εκείνη τη στιγμή πηγή απ’ όπου θα μπορούσε να αντλήσει κάποιες πληροφορίες.

        Με όλη την περιπλάνηση στο σπίτι, την επιλογή των βιβλίων και την έρευνα στο κιβώτιο, η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Η Τζέιν το αντιλήφθηκε όταν είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και δεν μπορούσε πια να διαβάσει μέσα στη σοφίτα. Πέρασε για μια στιγμή από το μυαλό της η ιδέα να ψάξει στο σπίτι για κάποιο φακό. Ακόμα και να αλλάξει τη λάμπα με μια από άλλο δωμάτιο. Όσο ενδιαφέροντα όμως κι αν ήταν αυτά που είχε δει, δεν είχε καμιά διάθεση να ξενυχτήσει στο Ντίτσλινγκ. Με δυσκολία κατάφερε να βγει, σχεδόν πισωπατώντας, από εκείνον τον στενό, χαμηλοτάβανο χώρο, καθώς είχε πιαστεί τόσες ώρες σκυφτή και γονατιστή σε ένα σωρό άβολες στάσεις. Κατέβασε από εκεί μόνο το χειρόγραφο ημερολόγιο, το έβαλε στον σάκο μαζί με όσα βιβλία και περιοδικά μπορούσε να σηκώσει, κλείδωσε το σπίτι και κατευθύνθηκε στη στάση λεωφορείου. Θα επιστρέψω σύντομα, όταν θα βρω έναν τρόπο για να μεταφέρω όλα αυτά που θέλω.

        Διάφορες σκέψεις την τριγύριζαν και τη συνόδευαν μέχρι το Μπράιτον. Εκείνο που δεν ξεκολλούσε από το μυαλό της, σε όλη τη διάρκεια της μικρής διαδρομής, ήταν το παράδοξο περιεχόμενο της κασέλας τής σοφίτας και οι σελίδες τού ημερολογίου, όπως και η αίσθηση ότι κάτι της είχε διαφύγει, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν αυτό.

Η οδός Λιούις στο Μπράιτον. Στο βάθος, ο ναός τού Αγίου Πέτρου.