45


Με αγωνία περίμεναν μέχρι να έρθει η σειρά των λαχνών που τους ενδιέφεραν. Στο διάλειμμα, στις οχτώμισι, δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτε από την πλούσια ποικιλία τού μπουφέ που είχε παραθέσει το ξενοδοχείο για τους πλειοδότες. Προτίμησαν σ’ αυτόν τον χρόνο να δουν ακόμα μια φορά τα πιο ενδιαφέροντα αντικείμενα του καταλόγου και τους όρους τής δημοπρασίας. Παράλληλα, προσπαθούσαν διακριτικά να εντοπίσουν την Ανάντα Φέρμαν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Επιτέλους, κατά τις δέκα το βράδυ, έφτασε η σειρά των λαχνών που περίμεναν. Ο 378 περιγράφτηκε ως ένα αργυρό, προυφ μετάλλιο του Φέρμαν, σε άριστη κατάσταση, με χρονολογία 1957. Τρεις παρευρισκόμενοι έδειξαν ενδιαφέρον και τελικά αγοράστηκε για τέσσερις χιλιάδες ρουπίες1. Ο επόμενος, ο λαχνός 379, είχε αποσυρθεί.
Η Τζέιν και ο Χουάν αλληλοκοιτάχτηκαν πολύ παραξενεμένοι. Ήταν κάτι εντελώς απροσδόκητο. Μέχρι να συνέλθουν και να σχολιάσουν το γεγονός, είχαν ήδη αγοραστεί και οι επόμενοι δύο λαχνοί, τα χρυσά μετάλλια των δεκατεσσάρων καρατίων, από έναν Άγγλο έμπορο, που συμπτωματικά εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στη Μουμπάι.
«Λες να είναι το μετάλλιο που μας ενδιαφέρει και να έμαθε αυτή για την ιστορική του αξία;» αναρωτήθηκε ανήσυχος ο Χουάν.
«Το βρίσκω απίθανο. Θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά άτυχοι αν συνέβη κάτι τέτοιο. Μάλλον κάτι διαφορετικό συμβαίνει».
«Τι θα κάνουμε τώρα;»
«Τριάντα δύο χιλιάδες!» φώναξε η Τζέιν υψώνοντας την καρτέλα με τον αριθμό της. Ήταν αδύνατο εκείνη τη στιγμή να εξηγήσει στον Χουάν την ιδέα που της ήρθε ξαφνικά.
«Τριάντα δύο χιλιάδες από την κυρία… τριάντα τρεις χιλιάδες από τον κύριο…»
Η Τζέιν είχε συνεχώς υψωμένη την καρτέλα της.
«Τριάντα τέσσερις χιλιάδες από την κυρία… τριάντα πέντε χιλιάδες από τον κύριο…»
Το χτύπημα του χρυσού μεταλλίου διήρκεσε αρκετή ώρα. Η Τζέιν ήταν ξαναμμένη, ενώ ο Χουάν μάταια προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε κατεβάσει το μυαλό της. Τελικά ο κύριος στο βάθος, που δεν ήταν άλλος από τον έμπορο που αγόρασε και τα δύο προηγούμενα μετάλλια, υποχώρησε.
«Σαράντα πέντε χιλιάδες δύο… Σαράντα πέντε χιλιάδες τρεις. Ο λαχνός 382 κατακυρώθηκε στην κυρία!» είπε ο διευθυντής τής δημοπρασίας.
Το ποσό ήταν πολύ μεγάλο, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα δύο προηγούμενα μετάλλια πουλήθηκαν είκοσι οχτώ και τριάντα μία χιλιάδες ρουπίες.
«Τι έκανες εκεί;» ρώτησε κατάπληκτος ο Χουάν.
«Ήταν η τελευταία μας ευκαιρία. Θα σου εξηγήσω…»
«Δηλαδή δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτε άλλο;»
«Προς το παρόν, όχι. Το μετάλλιο μπορούμε να το παραλάβουμε αύριο, από τον οίκο που οργάνωσε τη δημοπρασία».
«Πάμε, τότε. Η δημοπρασία θα αργήσει να τελειώσει. Ανυπομονώ τώρα να μου εξηγήσεις τι στο καλό σκέφτηκες».
«Είχαμε υποθέσει ότι η Φέρμαν δεν είχε ιδέα για την ιστορική αξία τού μεταλλίου πριν το βγάλει στη δημοπρασία, γιατί αλλιώς θα ζητούσε πολύ περισσότερα».
«Πολύ σωστά».
«Στοιχηματίζω ότι και τώρα εξακολουθεί να μην ξέρει τίποτε παραπάνω!»
«Τότε γιατί απέσυρε το λαχνό;»
«Δεν είμαι απόλυτα βέβαιη, αλλά πιστεύω ότι το έκανε για συναισθηματικούς λόγους».
«Δηλαδή;»
«Θέλει να έχει κάτι αναμνηστικό από τον άντρα της».
«Και τι σχέση έχει αυτό με την αγορά που έκανες εσύ;»
«Περίμενα να έχεις περισσότερη φαντασία, Χουάν» είπε χαμογελώντας η Τζέιν. «Μ’ αυτό εδώ θα εξαγοράσουμε το μετάλλιο που μας ενδιαφέρει. Θα το προτείνουμε για ανταλλαγή».
«Δε θα υποψιαστεί τότε η Φέρμαν ότι το μετάλλιο που κρατάει έχει μεγαλύτερη αξία;»
«Μπορεί να φανταστεί ότι αξίζει κάτι περισσότερο από αυτό που νόμιζε, αλλά όχι τόσο, όσο το χρυσό που θα της προτείνουμε. Εξάλλου, για να το αποχωριστεί θα θέλει πάλι κάτι που να της θυμίζει τον άντρα της. Αλλιώς δε θα το πουλήσει. Ήδη πήρε ένα σημαντικό ποσό από τα χρυσά που μόλις αγοράστηκαν. Τώρα γι’ αυτήν η αξία και των δύο μεταλλίων είναι ίδια: Συναισθηματική!»
«Καλύτερα πάντως να επιστρατεύσουμε όλη τη διπλωματία μας. Πιστεύω ότι εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για να το χάσουμε».
«Είναι μάλλον απίθανο, καθώς ο χρυσός είναι πάντα χρυσός και θα προτιμήσει να έχει τη σιγουριά του. Ακόμα όμως και γι’ αυτήν την ακραία περίπτωση, άκουσε το σχέδιό μου».
«Απορώ πότε κιόλας πρόλαβες να το καταστρώσεις, Τζέιν! Είμαι όλος αφτιά!»
«Θα γίνει κάτι ανάλογο με όσα επιδιώκαμε από την αρχή. Πρώτα θα πρέπει να την πλησιάσουμε, να της εκφράσουμε τον θαυμασμό μας για το έργο τέχνης που αποκτήσαμε και να ζητήσουμε περισσότερες πληροφορίες για το χρυσό μας μετάλλιο. Αυτό θα ήταν προτιμότερο να το ζητήσουμε να γίνει στο σπίτι της, ώστε να δούμε από κοντά και το άλλο μετάλλιο, του Κάβεντις, και να μάθουμε τι γνωρίζει γι’ αυτό».
»Σε περίπτωση που δεν έμαθε τίποτε που θα αποτελούσε την αιτία της απόσυρσης και το θεωρεί μόνο ως κάτι αναμνηστικό, μπορούμε να κάνουμε την αντιπροσφορά μας. Εκείνο που δε σκέφτηκα ακόμα, είναι, όπως πολύ σωστά παρατήρησες, πώς μπορεί να γίνει αυτό χωρίς να υποψιαστεί ότι πίσω του κρύβεται κάτι πολύ περισσότερο».
«Γι’ αυτό, την παρουσία μας εδώ θα πρέπει να την κάνουμε να φανεί συμπτωματική. Να δείχνει περισσότερο σαν μια επίσκεψη από περιέργεια».
Τη στιγμή εκείνη περνούσε από δίπλα τους η Ανάντα Φέρμαν.
«Χαίρομαι που σας άρεσε τόσο κάτι το οποίο δε θα ήθελα να αποχωριστώ» είπε απευθυνόμενη στην Τζέιν, που εξακολουθούσε να κρατάει την καρτέλα της.
«Μας άρεσε ιδιαίτερα, κυρία…»
«…Ανάντα Φέρμαν».
«Χαρήκαμε πολύ για τη γνωριμία» είπε η Τζέιν σφίγγοντας το χέρι της και συστήνοντας ταυτόχρονα τον Χουάν. «Θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες για την ιστορία του» συνέχισε. «Θα σας ήταν εύκολο να συναντηθούμε κάποια στιγμή και να συζητήσουμε γι’ αυτό;»
«Δεν μένω στη Μουμπάι. Αν κάποτε επισκεφθείτε το Ράντσι… Αλήθεια ξέρετε που βρίσκεται;»
«Νομίζω αρκετά πιο ανατολικά από εδώ» πήρε τον λόγο ο Χουάν. «Εμείς βρισκόμαστε στην Ινδία για διακοπές. Δε θα μας έβγαζε από το πρόγραμμά μας μια εκδρομή σε μια άλλη πόλη. Ίσως σε μερικές μέρες να βρεθούμε και να τα πούμε από κοντά. Μπορούμε να έχουμε το τηλέφωνό σας;»
«Ασφαλώς» είπε η Ανάντα. «Θα χαρώ πολύ να σας ξαναδώ. Επιτρέψτε μου τώρα, αλλά είμαι βιαστική».

«Ήμασταν πολύ τυχεροί, Χουάν. Συναντηθήκαμε μαζί της την πιο κατάλληλη στιγμή».
«Πραγματικά, Τζέιν. Λες όμως να άκουσε τι λέγαμε μεταξύ μας εκείνη την ώρα;»
«Αμφιβάλλω. Περνούσε βιαστικά και μας είδε συμπτωματικά. Εξάλλου, δε μιλούσαμε δυνατά».
«Πότε λες να την επισκεφθούμε;»
«Ας πάμε πρώτα στο ξενοδοχείο μας, στο Ράντσι και βλέπουμε. Αλήθεια, πού θα μείνουμε απόψε το βράδυ;»
«Ίσως υπάρχει δωμάτιο σ’ αυτό το ξενοδοχείο. Αξίζει να δώσουμε κάτι παραπάνω για να απολαύσουμε και τη νυχτερινή θέα τής πόλης».
«Εγώ είμαι πτώμα. Πάμε να κοιμηθούμε όσο το δυνατό συντομότερα. Αύριο, μόλις πάρουμε το μετάλλιο, θα ξεκινήσουμε αμέσως για το Ράντσι. Εκείνο το ξενοδοχείο, παρόλο που δεν είναι πολυτελές, είναι άνετο και το συνήθισα σαν το σπίτι μας!»
«Όπως θέλεις. Πάμε να δούμε τώρα αν υπάρχει δωμάτιο».

Ένας από τους λόγους που το Τατζ Μαχάλ Παλάς ήταν πλήρες ήταν και αυτή η δημοπρασία, που δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Αναγκάστηκαν, επομένως, να πάνε στο μικρότερο ξενοδοχείο Ρέτζενσι, σ’ έναν πιο ήσυχο δρόμο, δύο τετράγωνα παρακάτω.
Το επόμενο πρωί έκαναν έναν μικρό περίπατο στην παραλία και συνέχισαν μέχρι τον οίκο δημοπρασιών όπου πλήρωσαν για την παραλαβή τού χρυσού μεταλλίου τού Φέρμαν. Ξεκίνησαν αμέσως για το αεροδρόμιο. Σε τρεις ώρες είχε απευθείας πτήση για το Ράντσι. Έφαγαν ένα πρόχειρο γεύμα στο αεροδρόμιο της Μουμπάι, όπου τριγύριζαν για αρκετή ώρα. Στις εφτά το απόγευμα βρίσκονταν στο Γιουβράι Πάλας.


Παρά την ταλαιπωρία τους, η υπερένταση δεν τους άφηνε να νιώσουν την κούραση. Μήτε ο τόπος τούς χωρούσε. Περπάτησαν μέχρι αργά το βράδυ στους δρόμους γύρω από την ήσυχη λίμνη, την περισσότερη ώρα σιωπηλοί. Ο καθένας τους σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα ήταν καλύτερο να το συζητήσουν με την Ανάντα, χωρίς να της κινήσουν υποψίες. Έπρεπε να το κάνουν να φανεί ένα είδος φυσικής εξέλιξης της γνωριμίας τους, σαν μια χειρονομία καλής θέλησης. Για τον σκοπό αυτό ίσως δεν αρκούσε μόνο μία επίσκεψη. Θα έπρεπε το αρχικό τους σχέδιο να τροποποιηθεί, αξιοποιώντας παράλληλα όλες τις επιπλέον πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει.
Άφησαν να περάσουν ακόμα δυο μέρες μέχρι να ωριμάσει στο μυαλό τους η νέα τακτική που θα ακολουθούσαν για την προσέγγιση της Φέρμαν. Προτίμησαν να την επισκεφθούν ένα απόγευμα, μετά την επιστροφή της από τον ναό τού Σίβα. Ήταν αναμενόμενο ότι η διάθεσή της εκείνη την ώρα θα ήταν καλύτερη.
Το πρώτο πράγμα που τους έκανε εντύπωση ήταν ο τρόπος με τον οποίο ήταν διακοσμημένο το εσωτερικό τού σπιτιού. Φαινόταν η αντίθεση της ακριβής διακόσμησης με την απέριττη γραμμή τής επίπλωσης. Η Ανάντα τούς υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα και τους πέρασε σ’ ένα ευρύχωρο δωμάτιο.
«Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω. Για να πω την αλήθεια, δε σας περίμενα σήμερα».
«Μας συγχωρείτε που σας ειδοποιήσαμε την τελευταία στιγμή» είπε απολογητικά ο Χουάν. «Σε λίγες μέρες θα φύγουμε από το Ράντσι. Σκεφτήκαμε να σας δούμε τώρα, γιατί κάθε τόσο εμφανίζεται κι ένας λόγος που μας αναγκάζει να τροποποιήσουμε το πρόγραμμα των διακοπών μας. Αυτή όμως τη συνάντηση δε θα θέλαμε να τη χάσουμε με τίποτε».
«Είναι τιμή για μένα. Αν θυμάμαι καλά, είχατε πει ότι σας ενδιαφέρει η ιστορία τού μεταλλίου που αγοράσατε».
«Πράγματι» συνέχισε η Τζέιν. «Ο Χουάν μού έκανε ένα τόσο όμορφο δώρο και θα ήθελα να μάθω περισσότερα γι’ αυτό. Επιπλέον, είμαι περίεργη πώς αποφασίσατε να αποχωριστείτε ένα τόσο κομψό κόσμημα».
«Δε θα το έλεγα “κόσμημα”. Αυτό, όπως και τα υπόλοιπα μετάλλια, ήταν του συζύγου μου και του πατέρα του. Την ιστορία τους δεν τη γνωρίζω ακριβώς. Τα δύο χρυσά και το ασημένιο, που αγόρασαν οι άλλοι πλειοδότες, είχαν το όνομα του πατέρα του. Το χρυσό που έχετε εσείς, δεν αναγράφει το μικρό του όνομα, αλλά προφανώς είναι δικό του, όπως μπορείτε να καταλάβετε από την ημερομηνία».
«Όπως κι εκείνο που αποσύρατε; Είναι δικό του;»
«Εκείνο το απέσυρα την τελευταία στιγμή γιατί θα ήθελα να κρατήσω κάτι, έστω και μικρής αξίας, που να μου τον θυμίζει. Κάτι συμβολικό. Η αλήθεια είναι ότι δε γνωρίζω λεπτομέρειες γι’ αυτό. Μάλλον όμως δεν είναι δικό του. Ίσως είναι κάποιου πρόγονου ή συγγενή του, καθώς δείχνει πιο ταλαιπωρημένο και δε φαίνονται καθαρά τα ονόματα και οι παραστάσεις επάνω του. Δεν αποκλείεται να είναι ένα νόμισμα. Ίσως ασχοληθώ περισσότερο μ’ αυτό αργότερα, όταν θα έχω τον χρόνο και τη διάθεση. Πάντως, είναι το μόνο που με συνδέει πια μ’ αυτόν και το τελευταίο που θα αποχωριστώ».
«Πώς και δεν κρατήσατε το δικό του; Αυτό που αγοράσαμε;» ρώτησε η Τζέιν, προσπαθώντας να μη δείχνει ταραγμένη.
«Είχα άμεση ανάγκη από χρήματα. Οι ενεχυροδανειστές εδώ τα παίρνουν για λίγες ρουπίες και είναι πολύ σκληροί στις προθεσμίες».
«Έχετε, ωστόσο, ένα σωρό έργα τέχνης, που η αξία τους δεν είναι ευκαταφρόνητη» παρατήρησε ο Χουάν. «Βλέπω για παράδειγμα φιλντισένια αγαλματίδια, ασημένια κηροπήγια και πολλά ακόμα που θα μπορούσατε να αξιοποιήσετε».
«Εκτός του ότι βιαζόμουν, δεν είχα τη δυνατότητα να μεταφέρω μαζί μου ογκώδη αντικείμενα. Εξάλλου, το ενδιαφέρον των ντόπιων για τέτοια πράγματα είναι μικρό, καθώς αυτά βρίσκονται εδώ εύκολα. Ύστερα, δεν προσφέρονται για επενδύσεις, όπως νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα ή κάτι ανάλογο συλλεκτικής αξίας».
Επειδή ο Χουάν έδειχνε να αμφιβάλλει, η Ανάντα έσπευσε να συνεχίσει:
«Το διαπίστωσα στο παρελθόν, όταν είχα βγάλει σ’ έναν πλειστηριασμό παρόμοια μικροαντικείμενα. Τότε δεν πήρα τα ποσά που περίμενα. Από τον προηγούμενο αναγκάστηκα να αρχίσω να δίνω και τα κοσμήματα που δε θα ήθελα να αποχωριστώ».
Ο Χουάν με την Τζέιν αλληλοκοιτάχτηκαν με μια έκφραση ανησυχίας. Η Ανάντα πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε μια χειρονομία σαν να ήθελε να διώξει από το μυαλό της κάποιες ενοχλητικές σκέψεις. Άλλαξε θέμα.
«Αλήθεια, με όλη αυτήν τη συζήτηση ξεχάστηκα. Τι να σας προσφέρω; Ένα τσάι;»
«Θα το πίναμε ευχαρίστως» είπε η Τζέιν.
Ύστερα από δύο λεπτά, η Τζέιν είπε χαμηλόφωνα στον Χουάν που είχε πλησιάσει προς το παράθυρο και εξέταζε από κοντά έναν περίτεχνα σκαλισμένο χαυλιόδοντα.
«Λες να το πούλησε σε προηγούμενη δημοπρασία;»
«Δεν πιστεύω. Εκτός αν το θεώρησε “κόσμημα”, πράγμα που δε συμβαίνει όπως μας διευκρίνισε προηγουμένως».
«Τότε τα πράγματα είναι ευκολότερα απ’ όσο περίμενα».
«Τι εννοείς;»
Τα βήματα της Ανάντα διέκοψαν την Τζέιν.
«Άφησέ το επάνω μου» πρόλαβε να πει.


«Βλέπετε τη διακόσμηση;» ρώτησε η Ανάντα χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της, ενώ ακουμπούσε τον ασημένιο δίσκο με το σερβίτσιο στο τραπέζι.
«Τη θαυμάζω» είπε ο Χουάν.
«Είπατε προηγουμένως» διέκοψε η Τζέιν «ότι δε βγάλατε στη δημοπρασία τέτοια αντικείμενα γιατί είναι δυσμετακόμιστα και το ενδιαφέρον των Ινδών είναι σχετικά μικρό».
«Ακριβώς».
«Αν δηλαδή παρουσιαζόταν κάποιος και σας πρότεινε να αγοράσει, για παράδειγμα, αυτό το αγαλματάκι που βλέπω επάνω στο μπαρ, πόσο θα το πουλούσατε;»
«Ειδικά αυτό δε θα το πουλούσα, γιατί είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Αντιπροσωπεύει τη θρησκεία μου».
Ο Χουάν κατάλαβε στο μεταξύ πού ήθελε να καταλήξει η Τζέιν. Πήρε τον λόγο για να διευκολύνει τη συζήτηση.
«Ίσως όμως πουλούσατε αυτό» είπε αγγίζοντας τον χαυλιόδοντα που εξακολουθούσε να θαυμάζει.
«Βλέπω σας έκανε μεγάλη εντύπωση» χαμογέλασε η Ανάντα αποφεύγοντας να απαντήσει. Ήθελε μάλλον να κερδίσει χρόνο, ώστε να μπορέσει να αξιοποιήσει όσο το δυνατό καλύτερα το ενδιαφέρον των επισκεπτών της. Η Τζέιν αδημονούσε. Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής.
«Δεν μπορεί να βρει σήμερα στην αγορά τέτοια έργα τέχνης» συμπλήρωσε. «Ας αφήσουμε την αξία που έχει χάρη στην παλαιότητά του…»
«Εξαρτάται, βέβαια, από το πόσα θα έδινε κανείς» είπε ο Χουάν.
«Στο κάτω κάτω για όλα υπάρχει μια τιμή» πρόσθεσε η Τζέιν.
«Δε θα τον έδινα ούτε για εκατό χιλιάδες ρουπίες!»
Το ποσό ήταν πραγματικά υπερβολικό, καθώς στην αγορά είχαν δει παρόμοια κομμάτια, ίσως όμως όχι τόσο καλοδουλεμένα, με είκοσι χιλιάδες ως πενήντα χιλιάδες ρουπίες, ανάλογα με το μέγεθος. Παρ’ όλα αυτά, ήταν η μοναδική ευκαιρία.
«Πόσα χρήματα έχεις επάνω σου, Χουάν;»
Ο Χουάν άνοιξε το πορτοφόλι του και προσποιήθηκε ότι ψάχνει με προσοχή.
«Εξήντα πέντε χιλιάδες και κάτι ψιλά».
Η Τζέιν κοίταξε κι αυτή στο δικό της πορτοφόλι και άρχισε να λέει:
«Ίσως αν συμπληρώναμε τη διαφορά με το χρυσό μετάλλιο…»
«Το μετάλλιο που σου χάρισα;! Γι’ αυτό που δώσαμε σαράντα πέντε χιλιάδες;!»
«Άφησέ με να ολοκληρώσω, Χουάν. Το σκέφτηκα κι αυτό. Το μετάλλιο μπορεί να το αντικαταστήσει η κυρία Ανάντα με το ασημένιο που δεν την ενδιαφέρει τόσο, όσο αυτό του συζύγου της. Εξάλλου ένα δώρο είναι πάντα συμβολικό και η αξία του σχετική».
Στράφηκε προς την Ανάντα.
«Δεν είναι έτσι κυρία Φέρμαν; Θα έχετε και κέρδος…»
Η Ανάντα κοιτούσε τους δύο νέους με απληστία. Θεώρησε την ευκαιρία σπουδαία, αλλά έκανε ακόμα μια προσπάθεια για να την εκμεταλλευτεί περισσότερο.
«Ίσως το ασημένιο μετάλλιο έχει μεγαλύτερη αξία που δεν την γνωρίζω ακόμα».
«Αυτή που μετράει περισσότερο για σας είναι η συναισθηματική αξία, γι’ αυτό και το αποσύρατε, όπως είπατε. Θα μπορούσατε να το ανταλλάξετε μ’ ένα χρυσό, που στην έσχατη περίπτωση θα σας έδινε σίγουρα περισσότερα χρήματα».
Η Ανάντα υποχώρησε. Στο κάτω κάτω για το άλλο, που ήταν και σε καλύτερη κατάσταση, μου έδωσαν λιγότερα από τα μισά …
«Έστω».
«Δεν είναι πάντως σωστό να πουλάς το δώρο μου, Τζέιν».
Η Ανάντα επενέβη.
«Δεν το πουλάει, κύριε Χουάν· το αντικαθιστά με ένα διαφορετικό, ίσως και μεγαλύτερης αξίας. Εξάλλου, είναι ευκαιρία να κάνει και σ’ εσάς ένα δώρο που τόσο αρέσατε».
«Δεν ήθελα κάτι τόσο ακριβό».
«Το αξίζεις Χουάν» είπε η Τζέιν που άρχισε να φοβάται μήπως η εξέλιξη της συζήτησης δημιουργήσει επιπλοκές. Στράφηκε προς την Ανάντα απλώνοντας βιαστικά το χέρι.
«Σύμφωνοι λοιπόν;»
«Σύμφωνοι» απάντησε εκείνη με κάποιο μικρό δισταγμό. «Μια στιγμή να σας το φέρω». Βαθιά μέσα της φοβόταν μήπως ήταν αδικημένη. Η Τζέιν ένιωθε περήφανη που κατάφερε να την πείσει με τα επιχειρήματά της.
Η έκπληξη που ένοιωσαν όταν είδαν το μετάλλιο ήταν απερίγραπτη. Ήταν ένα “μετάλλιο” εντελώς διαφορετικό από αυτό που περίμεναν. Ένα μεγάλου μεγέθους μαυρισμένο νόμισμα με ακαθόριστα σύμβολα, πιθανόν αραβικούς χαρακτήρες και σημαντική φθορά, πολύ αμφίβολης αξίας.
Δεν ήξεραν τι να πουν για αρκετή ώρα. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα διαπραγματεύονταν σκληρά ένα αντικείμενο θεωρώντας δεδομένο ότι επρόκειτο για το μετάλλιο που έψαχναν, ενώ στη θέση του βρέθηκε αυτό το οξειδωμένο κέρμα! Τι ολέθριο σφάλμα να μη ζητήσουν να το δουν προηγουμένως!... Η απρόβλεπτη πορεία τής συζήτησης και η ταχύτητα των διαπραγματεύσεων τους απομάκρυναν από την προγραμματισμένη σειρά συλλογισμών τους και στη βιασύνη τους παρέβλεψαν το πιο σημαντικό. Η αρχική τους υποψία αποδείχτηκε βάσιμη! Μέσα στα “κοσμήματα” της προηγούμενης δημοπρασίας, δίχως άλλο περιλαμβανόταν και το μετάλλιο!
Στο μεταξύ, η Ανάντα προθυμοποιήθηκε να τους εξυπηρετήσει.
«Έχετε δικό σας αυτοκίνητο ή να καλέσω ένα ταξί; Πώς θα μεταφέρετε αυτό εδώ;» ρώτησε δείχνοντας τον χαυλιόδοντα.
Όσο η Τζέιν κοίταζε εμβρόντητη τη σταχτιά επιφάνεια του νομίσματος, ο Χουάν κατόρθωσε να συγκεντρώσει όση ψυχραιμία τού είχε απομείνει και στράφηκε στην Ανάντα:
«Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι ακόμα».
«Παρακαλώ».
«Αυτά που είδαμε στη δημοπρασία ήταν όλα τα μετάλλια που είχατε από τον σύζυγό σας;»
«Όχι. Είχα ακόμα δύο, ασημένια. Τα πούλησα πριν από τρεις μήνες, σε μια παρόμοια δημοπρασία, στη Μουμπάι, μαζί με αρκετά κοσμήματα που είχα».
«Δύο;! Είπατε ότι είχατε εκποιήσει μόνο κοσμήματα».
«Μπροστά στα τόσα κοσμήματα που είχα δώσει, αυτά δεν ήταν σχεδόν τίποτε. Γι’ αυτό δεν τα ανέφερα».
«Άλλα μετάλλια δεν είχατε δώσει στο παρελθόν;»
«Όχι. Είμαι βέβαιη. Τότε είχα πουλήσει, σε δύο δημοπρασίες, τις ασημένιες εικόνες του άντρα μου. Ήταν από τη δική του θρησκεία».
«Μήπως θυμάστε ποιος είχε αγοράσει τότε τα μετάλλια;»
«Όχι. Γιατί όμως δείχνετε τόσο ενδιαφέρον;»
«Ο Χουάν είναι ιδιαίτερα περίεργος» επενέβη η Τζέιν για να κλείσει τη συζήτηση. Είχε στο μεταξύ ξεπεράσει το σοκ και προσπαθούσε να σκεφτεί καθαρά. Στράφηκε στον Χουάν.
«Τι σε νοιάζει; Μήπως θα τα αγόραζες εσύ; Πάμε τώρα να φύγουμε με τα ωραία δώρα μας». Στράφηκε στην Ανάντα: «Σας ευχαριστούμε πολύ κυρία Φέρμαν».
Η Ινδή έδειξε να μην υποψιάζεται πια τίποτε ύστερα από τις τόσες ερωτήσεις τού Χουάν, αν και δεν είχε πια καμιά σημασία. Η Τζέιν πέτυχε αυτό που ήθελε εκείνη τη στιγμή. Στη συνέχεια της υπενθύμισε.
«Είπατε προηγουμένως ότι θα μπορούσατε να καλέσετε ταξί; Θα μας υποχρεώνατε».
«Αμέσως».
«Σας ευχαριστούμε πολύ. Ελπίζουμε να τα ξαναπούμε σύντομα».
«Θα χαρώ πολύ να σας ξαναδώ».
Σε όλη τη διαδρομή ήταν αμίλητοι. Έφτασαν στο ξενοδοχείο. Η απογοήτευσή τους ήταν τόσο μεγάλη, που λίγο έλειψε να ξεχάσουν τον κυριολεκτικά χρυσοπληρωμένο, πολύτιμο χαυλιόδοντα μέσα στο ταξί. Ο Χουάν θα χάριζε ευχαρίστως το νόμισμα που αντάλλαξε ακριβά στον πρώτο που θα του το ζητούσε, για να μην του θυμίζει την αποτυχημένη συναλλαγή.
Έπραξε σοφά που δεν το έκανε. Αποδείχτηκε σημαντικής αξίας, καθώς ήταν ένα σπάνιο ασημένιο κομμάτι δύο ρουπιών του 1908. Ο εκτιμητής στη Βαρκελώνη διάβασε πάνω του “Ahmad Ali Khan…” και πρότεινε να το αγοράσει για οχτακόσια ευρώ. Ο Χουάν όταν άκουσε εκείνη την προσφορά άλλαξε γνώμη και δε δέχτηκε. Θεώρησε ότι η τύχη τότε μάλλον του είχε χαμογελάσει, έστω και πικρά, και αποφάσισε να το κρατήσει για να το προσθέσει μαζί με ό,τι του θύμιζε αυτές τις περιπέτειές του.

 

________________________________________

1 Ένα ευρώ ισοδυναμούσε με εβδομήντα περίπου ρουπίες.