19


Ο Λεόν δεν είπε όλη την αλήθεια. Ο ίδιος είχε πάει τότε στην εκκλησία, δέκα μέρες μετά το δυστύχημα, και πήρε ακόμα μερικά αντικείμενα αξίας, με την πρόφαση ότι ήταν των συγγενών του. Τα πέσος που πρόσφερε “για την ενορία” έκαναν πιο πειστικά τα λόγια του στον αγαθό ιερέα. Συμπτωματικά, ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και το μετάλλιο, που κατά κάποιο τρόπο τού ανήκε, καθώς ο πατέρας και ο θείος του το είχαν αποσπάσει με εγγύηση από τον μεγαλύτερο αδελφό τους, τον Αντόνιο.
Ο πατέρας τους είχε προτιμήσει να αφήσει το μετάλλιο στον Αντόνιο, τόσο γιατί ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους, όσο και γιατί έφερε το όνομα του πλοίαρχου της καραβέλας Σάντα Έλενα. Παρόλο που το μετάλλιο είχε περισσότερο ιστορική και συναισθηματική αξία, τα δύο μικρότερα αδέλφια τον φθονούσαν γι’ αυτόν τον λόγο. Κάποτε έμαθαν ότι η αδιάκοπη πτώση των κερδών τής κονσερβοποιίας που διατηρούσε ο Αντόνιο, τον έφερε στο χείλος τής καταστροφής. Προσφέρθηκαν τότε να του δανείσουν ένα σημαντικό ποσό, με μοναδική εγγύηση το μετάλλιο και τη γραπτή συμφωνία να του το επιστρέψουν, όταν θα τους εξοφλούσε το δάνειο.
Λίγο πριν αυτοκτονήσει ο Αντόνιο εξαιτίας τής χρεοκοπίας που ήταν αποτέλεσμα των αδέξιων οικονομικών χειρισμών του, άφησε το συμφωνητικό στον γιο του Νταβίντ. Είχε την ελπίδα να ξαναπάρει εκείνος το μετάλλιο από τους θείους του και ταυτόχρονα όλη την παράδοση της ιστορίας των Εσγριμιδόρ που περιείχε αυτό.
Ο Νταβίντ ήταν πολύ δραστήριος και κατάφερε μέσα σε μια δεκαετία να ανορθώσει οικονομικά την επιχείρηση του πατέρα του. Καθώς όμως δεν έβλεπε να μεγαλώνει περισσότερο το κεφάλαιό του, πριν συγκεντρώσει το συνολικό ποσό που χρειαζόταν θέλησε να συναντηθεί με τους θείους του για να κάνει έναν συμβιβασμό. Πληροφορήθηκε από τον εξάδελφό του Λεόν ότι και οι δύο είχαν σκοτωθεί πριν από πολλά χρόνια. Του έδειξε τότε το συμφωνητικό και ζήτησε το μετάλλιο.
Ήταν η στιγμή που ο Λεόν έμαθε ότι το μετάλλιο, που πριν από μια εικοσαετία είχε σχεδόν κλέψει από την εκκλησία, του ανήκε
πραγματικά. Τήρησε όμως πολύ σκληρή στάση και αρνήθηκε να του το επιστρέψει, απαιτώντας όλο το ποσό. Λίγους μήνες αργότερα ο Νταβίντ σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ωστόσο, προβλέποντας ότι δε θα ήταν εύκολο να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση, αμέσως μετά την επαφή του με τον Λεόν φρόντισε, μαζί με την επιχείρηση, να περάσει την ίδια παράδοση και το συμφωνητικό στον δικό του γιο, έναν επίσης Αντόνιο Εσγριμιδόρ, που βρισκόταν στην ίδια περίπου ηλικία με τη Ροζίτα.
Ο Νίνο, όπως τον φώναζαν στην οικογένειά του, δεν είχε τις ίδιες επιχειρηματικές ικανότητες με τον πατέρα του. Κατόρθωσε όμως ύστερα από μεγάλη προσπάθεια και πολλές θυσίες να μαζέψει στα επόμενα χρόνια περισσότερα χρήματα. Πούλησε την επιχείρησή του, που τελευταία δεν απέδιδε και ήλθε να εγκατασταθεί σε μια φτηνή συνοικία τού Βαλπαραΐζο για  να πληρώνει μικρό ενοίκιο. Παράλληλα, αναζήτησε μια καινούργια δουλειά. Σύντομα κατάφερε να βρει με τη βοήθεια ενός παλιού πελάτη του μια θέση στην ιχθυόσκαλα του Βαλπαραΐζο. Ύστερα από έναν χρόνο, έχοντας συμπληρώσει πια το απαιτούμενο ποσό, πήγε να επισκεφθεί τον Λεόν για να πάρει το μετάλλιο. Αυτά συνέβαιναν πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Ο Λεόν είχε δηλώσει τότε στον Νίνο ότι το μετάλλιο είχε κλαπεί εδώ και πολύ καιρό. Έλεγε την αλήθεια, αν και ήταν σχεδόν βέβαιος ποιος ή, μάλλον, ποια το είχε πάρει, αλλά δεν είχε αποδείξεις. Άφησε, πάντως, αρκετά υπονοούμενα, από τα οποία ο Νίνο κατάλαβε ότι το μετάλλιο έφτασε στα χέρια κάποιου ναυτικού, με το όνομα Μανοέλ. Σύντομα πληροφορήθηκε ποιος ήταν και πήγε να τον βρει στο πλοίο, όπου έμαθε ότι βρισκόταν συνήθως. Ήταν αποφασισμένος να το πάρει πίσω με τίμιο τρόπο, δείχνοντας το συμφωνητικό και δίνοντας τα χρήματα.
Ο Μανοέλ όμως δε δέχτηκε γιατί το μετάλλιο είχε και για τον ίδιο μεγάλη συναισθηματική αξία. Εξάλλου, καθώς είχε μεγάλη οικονομική άνεση, δε δελεάστηκε από το ποσό που του προσφέρθηκε. Ακολούθησε έντονη συζήτηση και κατά τη διάρκεια της λογομαχίας τους ο Νίνο άρπαξε ένα μαχαίρι από το τραπέζι που ήταν δίπλα του και τον τραυμάτισε στο μηρό. Ο Νίνο ακινητοποίησε τον αιφνιδιασμένο και τραυματισμένο Μανοέλ και τον έδεσε πρόχειρα στο πόδι τού τραπεζιού. Στη συνέχεια, έψαξε και βρήκε σ’ ένα συρτάρι το μετάλλιο, χωμένο ανάμεσα σε δεκάδες επιστολές. Το πήρε και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ο Μανοέλ κατάφερε λίγο αργότερα να λυθεί και να ζητήσει βοήθεια. Παρόλο που είχε χάσει πολύ αίμα, τελικά σώθηκε. Ο Νίνο, την επόμενη μέρα, βέβαιος ότι καταζητείται, έκρυψε σε ασφαλές σημείο το μετάλλιο και προσπάθησε να διαφύγει στο εξωτερικό. Τον συνέλαβαν στο αεροδρόμιο και κατηγορήθηκε για ληστεία και απόπειρα ανθρωποκτονίας. Καταδικάστηκε σε δεκαπέντε χρόνια κάθειρξη. Κατά την περίοδο αυτή, όλη η περιουσία του εξανεμίστηκε. Το μόνο που του απέμεινε ήταν εκείνο το μετάλλιο.
Από τη συζήτηση που είχε τότε με τον Νίνο, ο Λεόν πήρε περισσότερες πληροφορίες για την ιστορία τού μεταλλίου. Όταν αργότερα έμαθε για το επεισόδιο που ακολούθησε με τον Μανοέλ, συμπέρανε ότι το είχε ξαναπάρει ο μακρινός συγγενής του, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πού το είχε κρύψει. Εξαιτίας όλου αυτού του μεγάλου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε, η ιστορία σχεδόν ξεχάστηκε. Τώρα, με αφορμή την επίσκεψη της Τζέιν και του Χουάν, ξαναβγήκε στην επιφάνεια.

«Χάσαμε το νήμα» είπε απογοητευμένη η Τζέιν.
«Περίμενε μια στιγμή. Δε σου φάνηκε περίεργο που απέφευγαν να μιλήσουν γι’ αυτόν τον Αντόνιο; Έδιναν πολύ λακωνικές απαντήσεις και έδειχναν απόλυτοι».
«Δεν ήταν επίσης παράξενο που εμφανίστηκε ο Λεόν εκείνη τη στιγμή;»
«Ανέφερε μια πονεμένη ιστορία που έδειχνε να κλείνει το θέμα».
«Ωστόσο, μάθαμε λίγα ακόμα για την οικογένεια».
«Θα πρέπει όμως να είμαστε πολύ τυχεροί αν καταφέρουμε να κερδίσουμε κάτι από αυτά».
«Εμένα μου φάνηκε ότι η Ροζίτα δεν ήθελε να μιλήσει περισσότερο ο πατέρας της».
«Πράγματι. Ο Αντόνιο δεν είναι πιθανό να άφησε απογόνους;»
«Θυμάμαι ότι όταν ψάχναμε για τους Εσγριμιδόρ, υπήρχε και άλλο ένα όνομα στον τηλεφωνικό κατάλογο…»
«…που δεν απαντούσε».
«Λες να μπορέσουμε να βρούμε καμιά άκρη από εκεί;»
«Είναι το μόνο που μένει να κάνουμε αυτήν τη στιγμή».

Το τηλέφωνο του Πασκουάλ Εσγριμιδόρ χτύπησε αρκετές φορές χωρίς να το σηκώσει κανένας. Έκαναν κι άλλες προσπάθειες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το μόνο στοιχείο που είχαν ήταν η διεύθυνσή του στο Σαντιάγκο. Έμενε σε μια από τις εκατοντάδες ομοιόμορφες εργατικές κατοικίες τής βορειοανατολικής περιοχής τής πόλης, σε μια πάροδο της οδού Αλκάινο. Για να βρουν το σπίτι του στο πυκνό οδικό δίκτυο και να τον επισκεφθούν χρειαζόταν κόπος και χρόνος. Εκείνη τη στιγμή, ύστερα από την πρώτη απογοήτευση και την υπερένταση, δεν είχαν διάθεση για να ασχοληθούν περισσότερο μ’ αυτό. Προτίμησαν να κάνουν έναν περίπατο για να χαλαρώσουν.
«Τι θα έλεγες να πηγαίναμε μέχρι το Τσέρο Αλέγρε για  να δούμε αν υπάρχουν πράγματι αυτά που μας είπε ο Λεόν;» πρότεινε η Τζέιν.
«Καλή ιδέα. Είναι και μια ευκαιρία να αλλάξουμε παραστάσεις».

Ο Χουάν και η Τζέιν έφτασαν στην πλατεία Δικαιοσύνης, την αφετηρία τού ασενσόρ Ελ Περάλ, που οδηγούσε στην κορυφή τού λόφου. Μπήκαν στην παλιά, με έντονα χρώματα ζωγραφισμένη καμπίνα του. Καθώς ανέβαιναν είχαν τη αίσθηση ότι βρίσκονταν μέσα σε αεροπλάνο που απογειώθηκε και έβλεπαν όλη την πόλη πανοραμικά, από μια ιδανική οπτική γωνία. Η ομορφότερη στιγμή ήταν όταν το ασενσόρ περνούσε πάνω από τον Βοτανικό Κήπο. Στο λιμάνι ήταν αραγμένος ένας στόλος από ιδιωτικά σκάφη αναψυχής. Πολλοί κάθονταν στην προκυμαία και ψάρευαν, ενώ οι γλάροι πετούσαν κυκλικά από πάνω τους.
Σε δεκαπέντε λεπτά αποβιβάστηκαν κοντά σε μια μεγάλη πλατεία γεμάτη με καφετερίες, μικρά εστιατόρια και καταστήματα που πουλούσαν είδη τοπικής λαϊκής τέχνης και κάρτες στους τουρίστες. Οι ζωγράφοι προσφέρονταν να σχεδιάσουν για λίγα πέσος τα πορτρέτα των περαστικών, με φόντο το τοπίο.
Στην πλαγιά τού λόφου, λίγο πέρα από την εκκλησία Σαν Λούις ντε Γκονθάγα, άρχιζε ένα μικρό άλσος από κωνοφόρα. Οι αραουκάριες, οι “λαμπάδες τής κρύας γης”, όπως τις ύμνησε στην ωδή του ο Νερούντα, έφταναν σε ύψος τα σαράντα μέτρα. Ανάμεσά τους, σ’ ένα μικρό ξέφωτο, ήταν χτισμένο ένα μικρό παρεκκλήσι. Ακριβώς δίπλα του, σε μια μαρμάρινη στήλη αναγράφονταν κάποια ονόματα. Ήταν ο ομαδικός τάφος εκείνων που έχασαν τη ζωή τους στις 18 Μαρτίου τού 1937.
Ο Χουάν και η Τζέιν βρήκαν γρήγορα τον χώρο όπου αναπαύονταν οι νεκροί ή μάλλον η τέφρα τους. Πλησίασαν αναζητώντας με ανυπομονησία το όνομα “Εσγριμιδόρ”. Οι λέξεις είχαν σχεδόν σβηστεί ύστερα από τόσα χρόνια και ό,τι είχε απομείνει φαινόταν με δυσκολία στη σκιά, ανάμεσα στις λειχήνες που έτρεφε η υγρασία. Ήταν μια καλή σύμπτωση που τα γράμματα ήταν και ανάγλυφα. Έτσι, ο Χουάν γονάτισε και εξέτασε τη στήλη από κοντά, περισσότερο με την αφή παρά με την όραση. Ύστερα από μερικά λεπτά σηκώθηκε ικανοποιημένος.
«Εδώ είναι, Τζέιν» είπε σχεδόν θριαμβευτικά. «Και οι δύο!»
«Το θέμα είναι όμως να βρούμε το μετάλλιο κι όχι τη σκόνη τους» παρατήρησε η Τζέιν.
«Απ’ ό,τι είχε πει ο Λεόν, κάποια πράγματα είχαν ασφαλιστεί στο θησαυροφυλάκιο της διπλανής εκκλησίας».
«Δίκιο έχεις. Πρέπει όμως να έλθουμε μια άλλη ώρα. Τώρα δε θα βρίσκεται κανένας εκεί για να μας εξυπηρετήσει».