18

 

        Η Ροζίτα Χερέδια είναι μια εξηνταπεντάχρονη γυναίκα που δε δείχνει παραπάνω από πενήντα. Αν την προσέξει κανείς από κοντά, θα υποψιαστεί ότι επισκέπτεται συχνά ινστιτούτα αισθητικής. Είναι πολύ φιλάρεσκη. Ντύνεται άψογα και τα χέρια της είναι γεμάτα κοσμήματα. Η φωνή της είναι βαριά, κάθε βράδυ πίνει ένα ποτήρι ουίσκι αραιωμένο με αρκετή σόδα και καπνίζει ένα σιγκαρίλο. Σπάνια κυκλοφορεί στην πόλη. Τα καλοκαιρινά βράδια συχνά βγαίνει στη βεράντα και ρεμβάζει αγναντεύοντας τον ωκεανό. Εκείνο που τη φθείρει, περισσότερο ψυχικά, είναι ότι δεν μπορεί να περπατήσει εύκολα, εξαιτίας τής αρθρίτιδας που την ταλαιπωρεί τα τελευταία χρόνια.

        Η Ροζίτα έχασε τον άντρα της πριν από δέκα χρόνια και δεν έκανε παιδιά. Δε φαίνεται να τη στενοχωρεί κανένα από τα δύο. Όταν ήταν είκοσι χρονών είχε ερωτευθεί τρελά έναν συνομήλικό της ναύτη. Οι γονείς της δεν ήθελαν ούτε να τον δουν. Η Ροζίτα δεν μπορούσε τότε να κάνει σπουδαία πράγματα για να αλλάξει την τύχη της και συμβιβάστηκε να συνεχίσει τη ζωή της με έναν πλούσιο έμπορο υφασμάτων. Ο πατέρας της, ο Λεόν Εσγριμιδόρ, είχε φροντίσει να γίνει πολύ γρήγορα εκείνος ο γάμος για  να φύγει από τον νου της η προηγούμενή της αγάπη. Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του άντρα της, ο Λεόν θέλησε να μείνει κοντά στη χήρα κόρη του, καθώς είχε απομείνει κι εκείνος μόνος στον κόσμο. Η Ροζίτα τού παραχώρησε πρόθυμα το κάτω διαμέρισμα, παρόλο που στο βάθος τής ψυχής της είχε μείνει μια πικρία από το παρελθόν.
        Το διώροφο σπίτι της είναι ευρύχωρο και βλέπει τον κόλπο από ψηλά. Μπροστά υπάρχει ένα μεγάλο συγκρότημα αθλητικών εγκαταστάσεων, ενώ λίγους δρόμους πιο πέρα, στην πλατεία Βίνια ντελ Μαρ, διακρίνεται το Δημοτικό Θέατρο.

         Η Ροζίτα υποδέχτηκε τους επισκέπτες της με εγκαρδιότητα και φαινομενική αταραξία. Μέσα της όμως η καρδιά χτυπούσε δυνατά. Οι σκέψεις της ζωντάνευαν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Προθυμοποιήθηκε να εξιστορήσει ό,τι θυμόταν από εκείνα τα περιστατικά, αλλά οι διηγήσεις της δεν πρόσθεσαν κάτι περισσότερο σε όσα γνώριζαν. Τελικά, ήταν εκείνη που έκανε τις περισσότερες ερωτήσεις, σαν να ήθελε να μάθει από τον Χουάν όλα όσα ήξερε.

        Ο Χουάν δυσανασχέτησε με το ανακριτικό ύφος της και έβλεπε ότι η συζήτηση οδηγείται σε αδιέξοδο. Τόση ώρα δεν είχε πάρει καμιά ουσιαστική πληροφορία ούτε άκουσε κάποιο όνομα που θα μπορούσε να βοηθήσει. Η κυρία Χερέδια απέφευγε να μιλήσει και γνώριζε ότι η ιστορία τού μεταλλίου είναι κάτι περισσότερο από θρύλος. Είχε σχεδόν πειστεί γι’ αυτό, εδώ και πολύ ώρα. Μην έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισε, με τη συγκατάθεση της Τζέιν, να αναφερθεί στα πρώτα στοιχεία που τεκμηρίωναν την ύπαρξή του.

        Η Ροζίτα τον άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον, χωρίς να τον διακόπτει. Η αλλαγή τού ύφους της φανέρωνε την ικανοποίηση της περιέργειάς της. Κοίταξε επίσης με προσοχή και για αρκετή ώρα μια φωτογραφία τού μεταλλίου τής Τζέιν. Αρνήθηκε όμως ότι είχε δει κάτι παρόμοιο.
        Σύντομα ο τόνος τής φωνής της έγινε περισσότερο οικείος. Προθυμοποιήθηκε να πει τη γνώμη της ότι το όνομα δεν ήταν ίσως το κλειδί για τον εντοπισμό τού κατόχου τού μεταλλίου, καθώς αυτό πέρασε κι από γυναίκες, που το επώνυμό τους είχε αλλάξει. Βρήκαν την παρατήρησή της εύστοχη. Κατάλαβαν όμως αμέσως ότι αυτό, παρόλο που τους άνοιγε νέους δρόμους αναζήτησης, θα πρόσθετε δυσκολίες.

        Καθώς η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τους πιθανούς απογόνους και συγγενείς, εμφανίστηκε ξαφνικά στο σαλόνι ο Λεόν, ο πατέρας τής Ροζίτα, που έτυχε εκείνη την ώρα να βρίσκεται στο σπίτι της. Ήταν πολύ ηλικιωμένος, πάνω από ενενήντα χρονών, αλλά η πνευματική του διαύγεια ήταν άριστη, η μνήμη του θαυμάσια και θα μπορούσε ίσως να τους δώσει πολύτιμες πληροφορίες. Χαιρέτισε μάλλον ψυχρά τους επισκέπτες και πήρε τον λόγο. Ήταν φανερό ότι παρακολουθούσε εδώ και αρκετή ώρα, αθέατος, όλα όσα λέγονταν. Μιλούσε βιαστικά και απότομα.

        «Μετά τον θάνατο του παππού μου, πριν από εβδομήντα χρόνια, ο θείος μου είχε αλλάξει συμπεριφορά. Δεν ήταν στενοχώρια. Περισσότερο είχε ένα είδος εμμονής, που φαινόταν να προσπαθεί να μεταφέρει και στον πατέρα μου».

«Τι εννοείτε;»

        «Ερχόταν ολοένα και πιο συχνά στο σπίτι και συζητούσαν μαζί ιδιαιτέρως. Έναν χρόνο αργότερα, αποφάσισαν να πάνε μαζί “ένα μικρό ταξίδι”, όπως είπαν, για μια εβδομάδα. Άγνωστο για πού. Ανέφεραν αόριστα “για δουλειές”. Λίγο πριν από την επιστροφή τους, μάθαμε ότι ένα λεωφορείο από το Σαντιάγκο συγκρούστηκε μετωπικά μ’ ένα βυτιοφόρο και τα δύο αυτοκίνητα τυλίχτηκαν στις φλόγες. Ο νους μας πήγε αμέσως στο κακό. Τα περισσότερα πτώματα ήταν σχεδόν απανθρακωμένα και αγνώριστα. Καταλάβαμε ότι μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο πατέρας μας, καθώς μέσα στα διάφορα αντικείμενα που βρέθηκαν ήταν και ένα δαχτυλίδι που φορούσε, οικογενειακό κειμήλιο. Όσο για τον θείο μας, μόνο υποθέσεις μπορούσαμε να κάνουμε. Δεν καταφέραμε να τον εντοπίσουμε από κάτι χαρακτηριστικό, όπως μερικούς άλλους, από κοσμήματα, προσωπικά αντικείμενα ή οτιδήποτε άλλο που δεν είχε καταστρέψει η φωτιά».

        «Έχετε καμιά ιδέα για το πού μπορεί να είχαν πάει; Είχατε συγγενείς στο Σαντιάγκο;»
        «Στο Σαντιάγκο έμενε ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο Αντόνιο, με τον οποίο όμως δεν είχαν πολύ καλές σχέσεις, χωρίς ποτέ να αναφέρουν γιατί».
        «Είστε βέβαιος ότι ο θείος σας ταξίδεψε με το ίδιο λεωφορείο;»
        «Δεν έχουμε καμιά ένδειξη για το αντίθετο. Εξάλλου, από τότε δεν έδωσε σημεία ζωής».
        «Εκτός από το δαχτυλίδι δε βρήκατε κάτι άλλο που να συνδέεται με τους συγγενείς σας;»
        «Τίποτε απολύτως» πρόλαβε να απαντήσει η Ροζίτα.
        «Πού βρίσκονται τώρα θαμμένοι;»
        «Όπως σας είπα» συνέχισε ο Λεόν «τα πτώματα βρέθηκαν μισοκαμένα. Επειδή ήταν σε τέτοια κατάσταση, τα αποτέφρωσαν και τα τοποθέτησαν σ’ ένα μικρό κενοτάφιο, κοντά στην εκκλησία τού Σαν Λούις ντε Γκονθάγα, στον λόφο Τσέρο Αλέγρε».
        «Σίγουρα θα πήρατε το δαχτυλίδι τού πατέρα σας. Τι έγινε με τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρέθηκαν;»
        «Όσα είχαν αποδειγμένα σχέση με τους νεκρούς δόθηκαν στους συγγενείς που τους αναζήτησαν και τους αναγνώρισαν. Τα υπόλοιπα αντικείμενα αξίας πρέπει να βρίσκονται στο μικρό θησαυροφυλάκιο της εκκλησίας που ανέφερα προηγουμένως».
        «Ο Αντόνιο τι απέγινε;»
        «Δεν έχουμε ιδέα».
        «Είχε κάποιους άλλους συγγενείς;»
        «Όχι».
        Ο Χουάν και η Τζέιν έδειξαν απογοητευμένοι. Η Ροζίτα συνέχισε.
        «Βοήθησα όσο μπορούσα. Όποτε με χρειαστείτε, πάντα στη διάθεσή σας. Αλήθεια, σε ποιο ξενοδοχείο μένετε; Αν θυμηθώ κάτι, θα σας ενημερώσω».
        «Στο Ουλτραμάρ. Θα ζητήσετε το δωμάτιο δώδεκα».
        Η Ροζίτα τούς ξεπροβόδισε με ένα πλατύ, προσποιητό χαμόγελο. Παρόλο που δεν έμαθαν όσα έλπιζαν, αποχαιρέτισαν θερμά την ευγενική οικοδέσποινα. Η Ροζίτα προθυμοποιήθηκε να καλέσει γι’ αυτούς ένα ταξί. Μετά το κλείσιμο της εξώπορτας, βγήκε στο μπαλκόνι. Όταν είδε ότι ο Χουάν και η Τζέιν μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν, μπήκε μέσα, βεβαιώθηκε ότι δεν την άκουγε ο Λεόν και σχημάτισε στο τηλέφωνό της έναν αριθμό.