4


“Υψηλότατε,
        Η ικανοποίησή μας ήταν μεγάλη όταν πληροφορηθήκαμε ότι έχετε την καλή διάθεση και την προθυμία να μας βοηθήσετε.
        Όπως ενδεχομένως γνωρίζετε, η κατάσταση στη χώρα μας επιδεινώνεται συνεχώς και καθώς εμείς δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα προβλήματα, κρίναμε αναγκαίο να καταφύγουμε σε Σας.
        Όλος ο λαός είναι δυσαρεστημένος από τη σημερινή κυβέρνηση, όσο αφορά τους χειρισμούς της σε θέματα θρησκείας, ελευθερίας και ιδιοκτησίας, καθώς τα δικαιώματά του καταπατώνται καθημερινά.
        Μπορούμε να διαβεβαιώσουμε την Υψηλότητά Σας, ότι οι δεκαεννιά στους είκοσι πολίτες, σε όλο το Βασίλειο, επιθυμούν μια βαθιά αλλαγή και είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν ουσιαστικά γι’ αυτήν.
        Βέβαιο είναι επίσης ότι ανάλογη δυσαρέσκεια έχει επεκταθεί και σε κύκλους ευγενών, παρόλο που δεν είναι άμεσα αντιληπτή. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι θα Σας περιβάλουν και αυτοί με εμπιστοσύνη και θα διευκολύνουν το έργο Σας.
        Εξάλλου, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε για στρατιωτικές αντιδράσεις. Ο στρατός βρίσκεται μαζί με τον λαό και οι περισσότεροι αξιωματικοί θα βρεθούν στο πλευρό Σας, καθώς είναι φανερά δυσαρεστημένοι από την πολιτική τού Βατικανού.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω συνθήκες, αποφασίσαμε ότι η εποχή αυτή είναι η πιο κατάλληλη για να προβούμε, με τη βοήθεια της Υψηλότητάς Σας, σε μια ριζική αλλαγή.

        Βεβαίως, έχουμε λάβει υπόψη όλες τις δυσκολίες που θα συναντήσετε, καθώς θα χρειαστείτε αρκετά μεγάλο χρόνο προετοιμασίας. Αυτή θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνει με μυστικότητα, ώστε να υπάρξουν όσο το δυνατό λιγότερες επιπλοκές.
        Ελπίζουμε ότι η Υψηλότητά Σας, με την πείρα και την ικανότητα που διαθέτει, θα επιτύχει να βγάλει τη χώρα μας από αυτό το αδιέξοδο.
        Με τιμή,
        Τ. Τ.,  Γ. Κ.,  Τ. Ο.,  Ρ. Λ.,  Ε. Ρ.,  Χ. Σ.,  Χ. Κ.”


        Η επιστολή απευθυνόταν στον Γουλιέλμο Γ’ τής Οράγγης και την υπέγραφαν εφτά από τα σημαντικότερα πρόσωπα της αγγλικής πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας τού δέκατου έβδομου αιώνα.
        Έμειναν στην Ιστορία ως “Επτά Αθάνατοι” και την ομάδα τους αποτελούσαν ο Τσαρλς Τάλμποτ, Δούκας τού Σριούσμπερι, ο Γουίλιαμ Κάβεντις, Δούκας τού Ντέβονσαϊρ, ο Τόμας Όσμπορν, Δούκας τού Λιντς, ο Ρίτσαρντ Λάμλεϊ, Δούκας τού Σκάρμπροου, ο Έντουαρντ Ράσελ, Δούκας τού Όρφορντ, ο Χένρι Σίντνεϊ, Δούκας τού Ρόμνεϊ και ο Χένρι Κόμπτον, Επίσκοπος του Λονδίνου.

        Η πολιτική αστάθεια που χαρακτήριζε την Αγγλία κατά τα μέσα τού δέκατου έβδομου αιώνα υποχώρησε όταν επανήλθε στον θρόνο το 1660, μετά τον θάνατο του Κρόμγουελ, ο εξόριστος Κάρολος Β’. Αυτός είχε τη φήμη ατόμου που έρεπε προς την καλοζωία, αλλά αυτό δε φαινόταν να δυσαρεστεί καθόλου τον λαό, ο οποίος είχε υποστεί επί πολλά χρόνια καταπίεση από στρατιωτικούς και ζηλωτές. Εξάλλου, ο Κάρολος είχε υποσχεθεί να τηρεί τους όρους τού Κοινοβουλίου και τη “Μάγκνα Κάρτα”. Έτσι η Αγγλία εισήλθε σε μια νέα πολιτική περίοδο, που ονομάστηκε “Παλινόρθωση”. Ακολούθησε την ίδια χρονιά ο γάμος τού Ιακώβου, αδελφού τού Καρόλου, με την Άννα Χάιντ, με την οποία απέκτησε οχτώ παιδιά. Από αυτά ενηλικιώθηκαν μόνο η Μαρία Β’ και η νεότερη αδελφή της Άννα, που αργότερα ανέβηκαν στον θρόνο. Οι δύο αδελφές έλαβαν προτεσταντική ανατροφή, σύμφωνα με την επιθυμία τού θείου τους και πρώτου συζύγου τής μητέρας τους, Καρόλου Β’. Όταν όμως το 1670 η Άννα Χάιντ έγινε μυστικά καθολική, ο λαός άρχισε να ανησυχεί ότι θα έπρεπε και πάλι να ακολουθεί τις εντολές τού Βατικανού.

        Αμέσως μετά τον θάνατο του Καρόλου, το 1685, ανέβηκε στον θρόνο ο αδελφός του, Ιάκωβος Β’. Δύο χρόνια αργότερα, η δεκαπεντάχρονη Μαρία αρραβωνιάστηκε τον πρώτο της εξάδελφο Γουλιέλμο, γιο τού Γουλιέλμου Β’ τού Νασάου και της Μαρίας, πριγκίπισσας της Οράγγης. Τον ακολούθησε στις Κάτω Χώρες και του στάθηκε αφοσιωμένη σύζυγος. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσε να κάνει παιδιά, καθώς όλες οι εγκυμοσύνες της κατέληξαν σε αποβολές ή σε ετοιμοθάνατα βρέφη.

      Η ασταθής πολιτική τού Ιακώβου σε θέματα θρησκείας και οι άστοχες επεμβάσεις του στη νομοθεσία τού Κοινοβουλίου προκάλεσαν μεγάλη δυσφορία στον λαό, ακόμα και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτή κορυφώθηκε όταν ο βασιλιάς απέκτησε έναν γιο με τη δεύτερη σύζυγό του, Μαρία τής Μοδένα, καθώς θεώρησαν πολύ πιθανό ο μέλλων διάδοχος να ασπαστεί κι εκείνος τον ρωμαιοκαθολικισμό. Κάποιοι μάλιστα αμφισβήτησαν ανοιχτά τη νομιμότητα του παιδιού, μεταξύ των οποίων και η προγονή τής βασίλισσας, Μαρία Β’.

        Κάτω από όλες αυτές τις πιέσεις, ο λαός θέλησε να φύγει από τον θρόνο ο Ιάκωβος. Για τον σκοπό αυτό κλήθηκε μυστικά ο Γουλιέλμος Γ’ τής Οράγγης για  να συμβασιλεύσει μαζί με τη σύζυγό του Μαρία Β’. Ο Γουλιέλμος ήταν στην αρχή επιφυλακτικός, γιατί ανησυχούσε ότι η σύζυγός του θα διεκδικούσε στη συνέχεια το Αγγλικό Στέμμα και θα αποκτούσε την κύρια εξουσία. Η Μαρία όμως τον έπεισε ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε για να παραμείνει εκείνος ισόβιος βασιλιάς και ότι θα στεκόταν πάντα δίπλα του ως σύζυγος. Η βασίλισσα τήρησε τον λόγο της. Επιπλέον, κάθε φορά που το καλούσε η ανάγκη, όταν για παράδειγμα ο Γουλιέλμος πολεμούσε τους Ιακωβίτες στην Ιρλανδία ή έκανε άλλες εκστρατείες στο εξωτερικό, αναλάμβανε η ίδια με επιτυχία τα ηνία τής εξουσίας, αναδεικνύοντας έτσι τις ικανότητές της. Με την ίδια αποτελεσματικότητα υπηρέτησε και ως “Υπέρτατη Κυβερνήτρια” την Εκκλησία τής Αγγλίας.

        Ο Γουλιέλμος έφτασε τελικά από την Ολλανδία τον Νοέμβριο του 1688. Ανέτρεψε τον Ιάκωβο με τη γνωστή στην Ιστορία “Ένδοξη Επανάσταση”, που αρκετοί υποστήριξαν ότι ήταν εντελώς αναίμακτη. Παρόλο που έγινε εκθρόνιση του πατέρα της, η Μαρία συγκράτησε τα συναισθήματά της, κάτι για το οποίο πολλοί την κατηγόρησαν. Στέφθηκαν βασιλείς στο αβαείο τού Ουέστμινστερ, τον Απρίλιο του 1689, από τον επίσκοπο του Λονδίνου Χένρι Κόμπτον.

        Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, πέρασε από το Αγγλικό Κοινοβούλιο η “Διακήρυξη Δικαιωμάτων”, ένα από τα σημαντικότερα νομοθετήματα της αγγλικής ιστορίας. Εκεί επικυρώθηκαν ή καταργήθηκαν άρθρα τού προηγούμενου Συντάγματος, τέθηκαν περιορισμοί στη βασιλική εξουσία και καθορίστηκε το πρωτόκολλο διαδοχής τού θρόνου.
        Η Μαρία Β’ πέθανε από ευλογιά σε ηλικία μόλις τριάντα δύο ετών, στα τέλη τού 1694. Ο θάνατός της στοίχισε πολύ στον Γουλιέλμο, που χαρακτήριζε τον εαυτό του ως το “πιο δυστυχισμένο πλάσμα στη Γη”. Οχτώ χρόνια αργότερα πέθανε και ο ίδιος. Σύμφωνα με το θεσμοθετημένο καταστατικό, τον διαδέχτηκε η Άννα και στη συνέχεια ο Γεώργιος Α’, γιος τής Σοφίας τού Ανόβερου.
        Ο Γουλιέλμος είχε εκτιμήσει πολύ τις ενέργειες των Επτά Αθανάτων, τόσο για τη διατήρηση της πολιτικής ισορροπίας και της ειρήνης όσο και για την τιμή που του έγινε. Γι’ αυτό, θέλησε κι αυτός με τη σειρά του να τους αποδώσει τα εύσημα ύστερα από την άνοδό του στον θρόνο. Λίγους μήνες αργότερα πήγε ο ίδιος στο Άμστερνταμ και παράγγειλε μία ειδική σειρά ομοιόμορφων μεταλλίων στον Βαν Ράικ, έναν ικανότατο τεχνίτη, ο οποίος είχε φιλοτεχνήσει επίσης το στέμμα του και ήταν προσωπικός του φίλος. Κάθε μετάλλιο είχε στη μία όψη του ανάγλυφο το πορτρέτο ενός Αθανάτου με τα αρχικά τού ονόματός του και στην άλλη το οικόσημο του οίκου τής Οράγγης και το όνομα της Αυτού Μεγαλειότητας.
        Μόλις κόπηκαν, τα μετάλλια στάλθηκαν με το πλοίο Όσεαν και στρατιωτική συνοδεία από το Άμστερνταμ στο Λονδίνο. Στο ίδιο πλοίο επέβαινε και ο Βαν Ράικ. Το πλοίο όμως δεν έφτασε στο λιμάνι την αναμενόμενη ημερομηνία. Όταν πληροφορήθηκε την καθυστέρηση, ο βασιλιάς Γουλιέλμος ανησύχησε και στη συνέχεια διέταξε να γίνει εξονυχιστική έρευνα για να μάθει τι συνέβη στο πλοίο με τα μετάλλια και στον φίλο του Βαν Ράικ.
        Παρόλο που οι κινήσεις ήθελε να γίνουν με άκρα μυστικότητα, το θέμα διέρρευσε σύντομα στην Αυλή και λίγο αργότερα έγινε γνωστό και σε άλλα εξέχοντα πρόσωπα, ακόμα και έξω από την Αγγλία. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν έδειξαν ότι το πλοίο που μετέφερε την όλη αποστολή δεν έφτασε ποτέ στην Αγγλία ούτε σε άλλη χώρα. Ο τελευταίος που το είδε ήταν ο πλοίαρχος Όλαφσον του νορβηγικού πλοίου Γκρέτα, εκατόν είκοσι μίλια βορειοανατολικά του Λονδίνου, λίγες μέρες μετά την αναχώρηση του Όσεαν από το λιμάνι τού Άμστερνταμ. Περιγράφοντας τα γεγονότα παραδέχτηκε ότι, παρόλο που τα πλοία είχαν πλησιάσει μεταξύ τους, δεν μπορούσε να είναι απόλυτα βέβαιος για την ταυτότητα του σκάφους, γιατί οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ δυσμενείς, καθώς φυσούσε, έβρεχε δυνατά και η ορατότητα ήταν χαμηλή.
        Πέρασαν αρκετές ακόμα μέρες και δεν έφτασαν οι αναμενόμενες ειδήσεις. Οι ελπίδες έσβησαν και θεώρησαν ότι το πλοίο ναυάγησε εξαιτίας εκείνης της θαλασσοταραχής. Με την πάροδο του χρόνου, ο θόρυβος από το περιστατικό αυτό ολοένα και λιγόστευε.
Τέσσερις μήνες αργότερα ο Γουλιέλμος έκλεισε την υπόθεση. Φρόντισε στη συνέχεια να κοπούν εφτά παρόμοια μετάλλια, σε ένα χρυσοχοείο στο Λονδίνο. Οργάνωσε ειδική επίσημη τελετή όπου απένειμε στους Αθανάτους τα νέα μετάλλια και τους απέδωσε όλες τις τιμές που επιθυμούσε.

        Εντυπωσιασμένη από τα πρώτα ιστορικά στοιχεία που βρήκε, η Τζέιν ανέτρεξε σε παρόμοιες διευθύνσεις τού διαδικτύου για περισσότερες πληροφορίες. Παρατήρησε ξανά το μετάλλιο. Ρ.Λ…. ο Ρίτσαρντ Λάμλεϊ! Χωρίς αμφιβολία γι’ αυτόν προοριζόταν!... Τα άλλα; Εφτά ονόματα!... Σίγουρα θα υπάρχουν τόσα μετάλλια όσα και οι Αθάνατοι!

        Οπωσδήποτε δε θα μπορούσε να εξηγήσει πώς έφτασε το μετάλλιο μέχρι τη σοφίτα τής θείας της. Είχε όμως αρκετή λογική για να υποθέσει τις κινήσεις τού Γουλιέλμου και να συνδέσει το όνομά του με τους Αθανάτους και το μετάλλιο που κρατούσε.

        Οι σκέψεις της την έκαναν να ονειροπολήσει για αρκετή ώρα. Φανταζόταν ότι, αρχίζοντας από εκείνο, θα μπορούσε να αποκτήσει όλα τα μετάλλια και τα έβλεπε ήδη σε μια σειρά. Μπροστά της ζωντάνευαν αυτές οι εξέχουσες προσωπικότητες του δέκατου έβδομου αιώνα!

        Όταν επέστρεψε στην πραγματικότητα, διάβασε αρκετές ακόμα σελίδες Ιστορίας, απορροφημένη από την καινούργια πτυχή μυστηρίου που ξεδίπλωσε η εμφάνιση του μεταλλίου. Ένιωσε ότι εκείνο τη συνέδεε κατά κάποιο τρόπο με την Αυλή τής Αγγλίας και με κάθε λέξη που διάβαζε αισθανόταν μια σταγόνα βασιλικού αίματος στις φλέβες της…

        Αν η έρευνα που επιθυμούσε η θεία της συνδυαζόταν με τέτοια περιστατικά, σίγουρα τα πράγματα περιπλέκονταν, αφού θα έπρεπε να συσχετίσει αυτά τα ιστορικά γεγονότα με τα πρώτα στοιχεία που είχε ανακαλύψει και για τα οποία δεν ήξερε σχεδόν τίποτε. Αναγκάστηκε όμως να παραδεχτεί ότι αυτά συνδέονταν υποχρεωτικά μεταξύ τους και γι’ αυτό, το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει ήταν να μεταφράσει και να αποκρυπτογραφήσει το ημερολόγιο που είχε στα χέρια της, αφού εκείνο πίστευε ότι αποτελούσε το κλειδί τής υπόθεσης.

        Βρήκε πολλές ακόμα πληροφορίες σχετικές με τους Αθανάτους. Χωρίς αμφιβολία, το μετάλλιο που κρατούσε αντιστοιχούσε στον δούκα τού Σκάρμπροου Ρίτσαρντ Λάμλεϊ, για τον οποίο έμαθε επίσης ότι γεννήθηκε το 1650, πέθανε το 1721, παντρεύτηκε τη Φράνσις Τζόουν και έκανε μαζί της έξι παιδιά. Καθώς υπολείπονταν έξι ακόμα μετάλλια, έψαξε για να βρει πού θα ήταν το πιο πιθανό να είχαν καταλήξει αυτά με την πάροδο του χρόνου, περνώντας από γενιά σε γενιά. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε καθώς, ο ένας μετά τον άλλο, οι Αθάνατοι έδειχναν ότι δεν είχαν αφήσει απογόνους ή τα ίχνη των απογόνων τους εξαφανίζονταν λίγα ή περισσότερα χρόνια αργότερα.Σήκωσε το κεφάλι και έτριψε τα μάτια της. Σίγουρα θα ήθελε να αφιερώσει πολύ περισσότερο χρόνο μπροστά στον υπολογιστή, αλλά οι δυνάμεις της δεν το επέτρεπαν. Πήγε για ύπνο, αφήνοντας για την επόμενη μέρα μια πιο διεξοδική έρευνα.

        Το απόγευμα της Δευτέρας η Τζέιν ζήτησε από τον Μαρκ να της επιτρέψει να φύγει από το γραφείο δυο ώρες νωρίτερα. Φανερά ταραγμένη μετά το νέο της εύρημα, από το πρωί δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί όπως ήθελε στη δουλειά της. Κάθε τόσο προσπαθούσε να οργανώσει τις σκέψεις της για το πώς θα αντιμετωπίσει το νέο, απροσδόκητο αδιέξοδο.

        Όταν έφτασε στο σπίτι δεν έκανε τίποτε άλλο από το να εξετάζει τα υπέρ και τα κατά του κάθε σχεδίου που της ερχόταν στο μυαλό. Αποφάσισε τελικά να κινηθεί μόνη της και να μην αποκαλύψει στη φίλη της τις νέες εξελίξεις, προτού μάθει περισσότερα γι’ αυτό το μετάλλιο και την ιστορία του. Η Κέιτ θα τη βοηθούσε κυρίως για να πάρει τις πληροφορίες που θα χρησίμευαν για το πρώτο μέρος των σχεδίων της.

        Πολύ νωρίτερα απ’ όσο περίμενε, η Κέιτ χτύπησε την πόρτα της, καθώς ανυπομονούσε όσο και η ίδια να φωτιστεί το μυστήριο. Η Κέιτ παρατήρησε την κάπως νευρική συμπεριφορά τής φίλης της, αλλά βρήκε την ταραχή της μάλλον αναμενόμενη, ύστερα απ’ όλα όσα είχαν προηγηθεί. Η ίδια ήξερε τα γαλλικά πολύ καλά. Εξετάζοντας ό,τι ήταν γραμμένο στο ημερολόγιο του άγνωστου εξερευνητή, συμπέρανε ότι αυτός είχε ταξιδέψει σε μια εξωτική χώρα, πιθανότατα σε κάποιο νησί. Ίσως ήταν ένα από τα αμέτρητα εκείνα του Ειρηνικού ή κάποιο στην Καραϊβική. Ανέφερε μέσα επίσης για έναν πλοίαρχο και το ναυάγιο του σκάφους του, που είχε γίνει σ’ εκείνες τις ακτές πολύ νωρίτερα. Φαινόταν ότι τις περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτό το συμβάν, τις είχε μάθει ένα ή δύο χρόνια μετά την άφιξή του στο νησί.

        Όσο όμως κι αν προσπάθησε η Κέιτ, δεν μπόρεσε να βγάλει κανένα συμπέρασμα από τα ιερογλυφικά που είδε στις τελευταίες σελίδες. Ήταν αυτό που τη στενοχώρησε περισσότερο, γιατί, καθώς συμπέρανε από όσα διάβασε προηγουμένως, εκεί κρύβονταν πολύ σημαντικές πληροφορίες. Η Τζέιν απογοητεύτηκε. Φαίνεται ότι ο συγγραφέας είχε κωδικοποιήσει ένα κείμενο που θα μπορούσε να διαβάσει μόνο εκείνος για τον οποίο προοριζόταν το ημερολόγιο και γνώριζε το κλειδί τού κώδικα. Έφτασε να αμφιβάλλει για το αν πρόκειται για μία πραγματική γραφή ή ένα σύνολο επινοημένων συμβόλων. Οι λίγες και δυσανάγνωστες σελίδες που έδειχναν ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αποκωδικοποίηση, στην πραγματικότητα έκαναν το πρόβλημα ακόμα πιο σύνθετο. Γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να ζητήσουν τη γνώμη κάποιου ειδικού.

        «Έχω έναν φίλο στο πανεπιστήμιο, τον Σαμ, που σπουδάζει φιλολογία. Απ’ ό,τι θυμάμαι κάνει φέτος και μαθήματα γλωσσολογίας. Ίσως αυτός μπορέσει να μας διαφωτίσει» πρότεινε η Κέιτ.

        «Έχεις το τηλέφωνό του;»

        «Ναι. Ελπίζω μόνο να τον βρω στο σπίτι, γιατί αυτός βγαίνει τα απογεύματα».

        Η Κέιτ σχημάτισε τον αριθμό τού Σαμ στο τηλέφωνο.

        «Σαμ! Είμαι τυχερή που σε βρίσκω στο σπίτι!»

        «Κέιτ! Πώς και με θυμήθηκες;»

        «Πήρα να δω πώς είσαι. Τι κάνεις τώρα; Έχεις καμιά δουλειά;»

        «Η αλήθεια είναι ότι ετοιμάζομαι να βγω, αλλά δεν έχω προγραμματίσει κάτι το ιδιαίτερο».

        «Βρίσκομαι σε μια φίλη μου, την Τζέιν. Θέλεις να περάσεις από ’δώ; Υπάρχει κάτι που είμαι βέβαιη ότι θα σ’ ενδιαφέρει».

        «Τι δηλαδή;»

                «Πρέπει να το δεις από κοντά. Δεν μπορώ να σου το περιγράψω από το τηλέφωνο».

Μισή ώρα αργότερα ο Σαμ βρισκόταν στο σπίτι τής Τζέιν και μελετούσε τα ιδεογράμματα. Κοίταζε έντονα το χαρτί προσπαθώντας να θυμηθεί πού είχε ξαναδεί ανάλογα ιερογλυφικά. Ύστερα από λίγα λεπτά, σήκωσε το κεφάλι του. Η Τζέιν και η Κέιτ κρέμονταν από τα χείλη του.

        «Έχω δει μια παρόμοια γραφή στο Λονδίνο, σε εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου. Απ’ ό,τι θυμάμαι, προέρχονται από μια περιοχή τής Ωκεανίας, δεν μπορώ όμως να θυμηθώ από πού ακριβώς και δεν ξέρω τι γλώσσα είναι. Μπορώ όμως να πεταχτώ μέχρι το σπίτι, να φέρω ένα βιβλίο που αγόρασα από το μουσείο και όπου νομίζω ότι υπάρχει ένα κεφάλαιο γι’ αυτά». Τις τελευταίες του λέξεις τις είπε περνώντας το κατώφλι τής πόρτας.

        Το βιβλίο που έφερε ο Σαμ περιέγραφε, μεταξύ άλλων, ευρήματα από πολιτισμούς τής Ωκεανίας και των νησιών τού Ειρηνικού. Εκεί είδαν και φωτογραφίες που έδειχναν πινακίδες με παρόμοια ιδεογράμματα.

        «Πρόκειται για ένα είδος γραφής μοναδικής στο είδος της, που συναντιόταν μόνο στο Νησί τού Πάσχα, τη γραφή ρονγκορόνγκο» σχολίασε ο Σαμ. «Περισσότερα θα μπορούσαμε να μάθουμε αργότερα, αν κάνουμε μια πιο συστηματική έρευνα. Δεν μπορώ να ξέρω τι σημαίνουν, αλλά σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον να μάθουμε. Αλήθεια, Τζέιν, πώς βρέθηκε στα χέρια σου αυτό το ημερολόγιο;»

        «Το βρήκα στο σπίτι τής θείας μου. Ζήτησα από την Κέιτ να με βοηθήσει για να μάθω λεπτομέρειες».

        «Μάθατε ποιος το έγραψε;»

        «Η Κέιτ, που το μελέτησε, θα σου τα πει καλύτερα».

        «Είχαμε λίγα στοιχεία και δεν μπορέσαμε να βγάλουμε άκρη. Απ’ όσα κατάλαβα ανήκε σε κάποιον ιεραπόστολο. Κάποια γράμματα από το όνομά του διακρίνονται στο εξώφυλλο. Αν λάβουμε τώρα υπόψη μας ότι αυτός έζησε στο νησί που ανέφερες, πιστεύω ότι με λίγη προσπάθεια θα μάθουμε ποιος είναι. Η χρονολογία, που φαίνεται αρκετά καθαρά, θα μας βοηθήσει πολύ».

        Καθώς δεν ήταν πολλοί οι επισκέπτες αυτού του εξωτικού νησιού τον προπερασμένο αιώνα, σε λίγη ώρα διαπίστωσαν ότι οι σημειώσεις ανήκαν στον Ευγένιο Εϊρό1, μοναχό τού Τάγματος του Πίκπου, που πέρασε τα τελευταία χρόνια τής ζωής του στο Νησί τού Πάσχα.

 

___________________________

1 Eugène Eyraud

Όπως ενδεχομένως γνωρίζετε, η κατάσταση στη χώρα μας επι-
δεινώνεται συνεχώς και καθώς εμείς δεν μπορούμε να αντιμετωπί-
σουμε αποτελεσματικά τα προβλήματα, κρίναμε αναγκαίο να καταφύ-
γουμε σε Σας.
Όλος ο λαός είναι δυσαρεστημένος από τη σημερινή κυβέρνηση,
όσο αφορά τους χειρισμούς της σε θέματα θρησκείας, ελευθερίας και
ιδιοκτησίας, καθώς τα δικαιώματά του καταπατώνται καθημερινά.
Μπορούμε να διαβεβαιώσουμε την Υψηλότητά Σας, ότι οι δεκαεν-
νιά στους είκοσι πολίτες, σε όλο το Βασίλειο, επιθυμούν μια βαθιά
αλλαγή και είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν ουσιαστικά γι’ αυτήν.
Βέβαιο είναι επίσης ότι ανάλογη δυσαρέσκεια έχει επεκταθεί και
σε κύκλους ευγενών, παρόλο που δεν είναι άμεσα αντιληπτή. Δεν
υπάρχει αμφιβολία, ότι θα Σας περιβάλουν και αυτοί με εμπιστοσύνη
και θα διευκολύνουν το έργο Σας.
Εξάλλου, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε για στρατιωτικές α-
ντιδράσεις. Ο στρατός βρίσκεται μαζί με τον λαό και οι περισσότεροι
αξιωματικοί θα βρεθούν στο πλευρό Σας, καθώς είναι φανερά δυσα-
ρεστημένοι από την πολιτική τού Βατικανού.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω συνθήκες, αποφασίσαμε ότι η
εποχή αυτή είναι η πιο κατάλληλη για να προβούμε, με τη βοήθεια
της Υψηλότητάς Σας, σε μια ριζική αλλαγή.
Βεβαίως, έχουμε λάβει υπόψη όλες τις δυσκολίες που θα συνα-
ντήσετε, καθώς θα χρειαστείτε αρκετά μεγάλο χρόνο προετοιμασίας.
Αυτή θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνει με μυστικότητα, ώστε να υπάρ-
ξουν όσο το δυνατό λιγότερες επιπλοκές.
Ελπίζουμε ότι η Υψηλότητά Σας, με την πείρα και την ικανότητα
που διαθέτει, θα επιτύχει να βγάλει τη χώρα μας από αυτό το αδιέξο-
δο.
Με τιμή,
Τ. Τ., Γ. Κ., Τ. Ο., Ρ. Λ., Ε. Ρ., Χ. Σ., Χ. Κ.”
“Υ
ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ
27
Η επιστολή απευθυνόταν στον Γουλιέλμο Γ’ τής Οράγγης και την
υπέγραφαν εφτά από τα σημαντικότερα πρόσωπα της αγγλικής πολι-
τικής και θρησκευτικής εξουσίας τού δέκατου έβδομου αιώνα.
Έμειναν στην Ιστορία ως “Επτά Αθάνατοι” και την ομάδα τους
αποτελούσαν ο Τσαρλς Τάλμποτ, Δούκας τού Σριούσμπερι, ο Γουίλιαμ
Κάβεντις, Δούκας τού Ντέβονσαϊρ, ο Τόμας Όσμπορν, Δούκας τού
Λιντς, ο Ρίτσαρντ Λάμλεϊ, Δούκας τού Σκάρμπροου, ο Έντουαρντ Ρά-
σελ, Δούκας τού Όρφορντ, ο Χένρι Σίντνεϊ, Δούκας τού Ρόμνεϊ και ο
Χένρι Κόμπτον, Επίσκοπος του Λονδίνου.
Η πολιτική αστάθεια που χαρακτήριζε την Αγγλία κατά τα μέσα
τού δέκατου έβδομου αιώνα υποχώρησε όταν επανήλθε στον θρόνο
το 1660, μετά τον θάνατο του Κρόμγουελ, ο εξόριστος Κάρολος Β’.
Αυτός είχε τη φήμη ατόμου που έρεπε προς την καλοζωία, αλλά αυτό
δε φαινόταν να δυσαρεστεί καθόλου τον λαό, ο οποίος είχε υποστεί
επί πολλά χρόνια καταπίεση από στρατιωτικούς και ζηλωτές. Εξάλλου,
ο Κάρολος είχε υποσχεθεί να τηρεί τους όρους τού Κοινοβουλίου και
τη “Μάγκνα Κάρτα”. Έτσι η Αγγλία εισήλθε σε μια νέα πολιτική περίο-
δο, που ονομάστηκε “Παλινόρθωση”. Ακολούθησε την ίδια χρονιά ο
γάμος τού Ιακώβου, αδελφού τού Καρόλου, με την Άννα Χάιντ, με
την οποία απέκτησε οχτώ παιδιά. Από αυτά ενηλικιώθηκαν μόνο η
Μαρία Β’ και η νεότερη αδελφή της Άννα, που αργότερα ανέβηκαν
στον θρόνο. Οι δύο αδελφές έλαβαν προτεσταντική ανατροφή, σύμ-
φωνα με την επιθυμία τού θείου τους και πρώτου συζύγου τής μητέ-
ρας τους, Καρόλου Β’. Όταν όμως το 1670 η Άννα Χάιντ έγινε μυστι-
κά καθολική, ο λαός άρχισε να ανησυχεί ότι θα έπρεπε και πάλι να
ακολουθεί τις εντολές τού Βατικανού.
Αμέσως μετά τον θάνατο του Καρόλου, το 1685, ανέβηκε στον
θρόνο ο αδελφός του, Ιάκωβος Β’. Δύο χρόνια αργότερα, η δεκαπε-
ντάχρονη Μαρία αρραβωνιάστηκε τον πρώτο της εξάδελφο Γουλιέλ-
μο, γιο τού Γουλιέλμου Β’ τού Νασάου και της Μαρίας, πριγκίπισσας
της Οράγγης. Τον ακολούθησε στις Κάτω Χώρες και του στάθηκε α-
φοσιωμένη σύζυγος. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσε να κάνει παιδιά,
καθώς όλες οι εγκυμοσύνες της κατέληξαν σε αποβολές ή σε ετοιμο-
θάνατα βρέφη.
Η ασταθής πολιτική τού Ιακώβου σε θέματα θρησκείας και οι ά-
στοχες επεμβάσεις του στη νομοθεσία τού Κοινοβουλίου προκάλεσαν
μεγάλη δυσφορία στον λαό, ακόμα και στα ανώτερα κοινωνικά στρώ-
ματα. Αυτή κορυφώθηκε όταν ο βασιλιάς απέκτησε έναν γιο με τη
ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ
28
δεύτερη σύζυγό του, Μαρία τής Μοδένα, καθώς θεώρησαν πολύ πι-
θανό ο μέλλων διάδοχος να ασπαστεί κι εκείνος τον ρωμαιοκαθολικι-
σμό. Κάποιοι μάλιστα αμφισβήτησαν ανοιχτά τη νομιμότητα του παι-
διού, μεταξύ των οποίων και η προγονή τής βασίλισσας, Μαρία Β’.
Κάτω από όλες αυτές τις πιέσεις, ο λαός θέλησε να φύγει από τον
θρόνο ο Ιάκωβος. Για τον σκοπό αυτό κλήθηκε μυστικά ο Γουλιέλμος
Γ’ τής Οράγγης, για να συμβασιλεύσει μαζί με τη σύζυγό του Μαρία
Β’. Ο Γουλιέλμος ήταν στην αρχή επιφυλακτικός, γιατί ανησυχούσε
ότι η σύζυγός του θα διεκδικούσε στη συνέχεια το Αγγλικό Στέμμα και
θα αποκτούσε την κύρια εξουσία. Η Μαρία όμως τον έπεισε ότι θα
έκανε ό,τι μπορούσε για να παραμείνει εκείνος ισόβιος βασιλιάς και
ότι θα στεκόταν πάντα δίπλα του ως σύζυγος. Η βασίλισσα τήρησε
τον λόγο της. Επιπλέον, κάθε φορά που το καλούσε η ανάγκη, όταν
για παράδειγμα ο Γουλιέλμος πολεμούσε τους Ιακωβίτες στην Ιρλαν-
δία ή έκανε άλλες εκστρατείες στο εξωτερικό, αναλάμβανε η ίδια με
επιτυχία τα ηνία τής εξουσίας, αναδεικνύοντας έτσι τις ικανότητές
της. Με την ίδια αποτελεσματικότητα υπηρέτησε και ως “Υπέρτατη
Κυβερνήτρια” την Εκκλησία τής Αγγλίας.
Ο Γουλιέλμος έφτασε τελικά από την Ολλανδία τον Νοέμβριο του
1688. Ανέτρεψε τον Ιάκωβο με τη γνωστή στην Ιστορία “Ένδοξη Ε-
πανάσταση”, που αρκετοί υποστήριξαν ότι ήταν εντελώς αναίμακτη.
Παρόλο που έγινε εκθρόνιση του πατέρα της, η Μαρία συγκράτησε τα
συναισθήματά της, κάτι για το οποίο πολλοί την κατηγόρησαν. Στέφ-
θηκαν βασιλείς στο αβαείο τού Ουέστμινστερ, τον Απρίλιο του 1689,
από τον επίσκοπο του Λονδίνου Χένρι Κόμπτον.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, πέρασε από το Αγγλικό Κοινο-
βούλιο η “Διακήρυξη Δικαιωμάτων”, ένα από τα σημαντικότερα νομο-
θετήματα της αγγλικής ιστορίας. Εκεί επικυρώθηκαν ή καταργήθηκαν
άρθρα τού προηγούμενου Συντάγματος, τέθηκαν περιορισμοί στη
βασιλική εξουσία και καθορίστηκε το πρωτόκολλο διαδοχής τού θρό-
νου.
Η Μαρία Β’ πέθανε από ευλογιά σε ηλικία μόλις τριάντα δύο ετών,
στα τέλη τού 1694. Ο θάνατός της στοίχισε πολύ στον Γουλιέλμο,
που χαρακτήριζε τον εαυτό του ως το “πιο δυστυχισμένο πλάσμα στη
Γη”. Οχτώ χρόνια αργότερα πέθανε και ο ίδιος. Σύμφωνα με το θε-
σμοθετημένο καταστατικό, τον διαδέχτηκε η Άννα και στη συνέχεια ο
Γεώργιος Α’, γιος τής Σοφίας τού Ανόβερου.
ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ
29
Ο Γουλιέλμος είχε εκτιμήσει πολύ τις ενέργειες των Επτά Αθανά-
των, τόσο για τη διατήρηση της πολιτικής ισορροπίας και της ειρήνης
όσο και για την τιμή που του έγινε. Γι’ αυτό θέλησε κι αυτός με τη
σειρά του να τους αποδώσει τα εύσημα ύστερα από την άνοδό του
στον θρόνο. Λίγους μήνες αργότερα πήγε ο ίδιος στο Άμστερνταμ και
παράγγειλε μία ειδική σειρά ομοιόμορφων μεταλλίων στον Βαν Ράικ,
έναν ικανότατο τεχνίτη, ο οποίος είχε φιλοτεχνήσει επίσης το στέμμα
του και ήταν προσωπικός του φίλος. Κάθε μετάλλιο είχε στη μία όψη
του ανάγλυφο το πορτρέτο ενός Αθανάτου με τα αρχικά τού ονόμα-
τός του και στην άλλη το οικόσημο του οίκου τής Οράγγης και το ό-
νομα της Αυτού Μεγαλειότητας.
Μόλις κόπηκαν, τα μετάλλια στάλθηκαν με το πλοίο Όσεαν και
στρατιωτική συνοδεία από το Άμστερνταμ στο Λονδίνο. Στο ίδιο πλοίο
επέβαινε και ο Βαν Ράικ. Το πλοίο όμως δεν έφτασε στο λιμάνι την
αναμενόμενη ημερομηνία. Όταν πληροφορήθηκε την καθυστέρηση, ο
βασιλιάς Γουλιέλμος ανησύχησε και στη συνέχεια διέταξε να γίνει ε-
ξονυχιστική έρευνα για να μάθει τι συνέβη στο πλοίο με τα μετάλλια
και στον φίλο του Βαν Ράικ.
Παρόλο που οι κινήσεις ήθελε να γίνουν με άκρα μυστικότητα, το
θέμα διέρρευσε σύντομα στην Αυλή και λίγο αργότερα έγινε γνωστό
και σε άλλα εξέχοντα πρόσωπα, ακόμα και έξω από την Αγγλία. Οι
πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν έδειξαν ότι το πλοίο που μετέφερε
την όλη αποστολή δεν έφτασε ποτέ στην Αγγλία ούτε σε άλλη χώρα.
Ο τελευταίος που το είδε ήταν ο πλοίαρχος Όλαφσον του νορβηγικού
πλοίου Γκρέτα, εκατόν είκοσι μίλια βορειοανατολικά του Λονδίνου,
λίγες μέρες μετά την αναχώρηση του Όσεαν από το λιμάνι τού Άμ-
στερνταμ. Περιγράφοντας τα γεγονότα παραδέχτηκε ότι, παρόλο που
τα πλοία είχαν πλησιάσει μεταξύ τους, δεν μπορούσε να είναι απόλυ-
τα βέβαιος για την ταυτότητα του σκάφους, γιατί οι καιρικές συνθή-
κες ήταν πολύ δυσμενείς, καθώς φυσούσε, έβρεχε δυνατά και η ορα-
τότητα ήταν χαμηλή.
Πέρασαν αρκετές ακόμα μέρες και δεν έφτασαν οι αναμενόμενες
ειδήσεις. Οι ελπίδες έσβησαν και θεώρησαν ότι το πλοίο ναυάγησε
εξαιτίας εκείνης της θαλασσοταραχής. Με την πάροδο του χρόνου, ο
θόρυβος από το περιστατικό αυτό ολοένα και λιγόστευε.
Τέσσερις μήνες αργότερα ο Γουλιέλμος έκλεισε την υπόθεση.
Φρόντισε στη συνέχεια να κοπούν εφτά παρόμοια μετάλλια, σε ένα
χρυσοχοείο στο Λονδίνο. Οργάνωσε ειδική επίσημη τελετή όπου απέ-
ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ
30
νειμε στους Αθανάτους τα νέα μετάλλια και τους απέδωσε όλες τις
τιμές που επιθυμούσε.
Εντυπωσιασμένη από τα πρώτα ιστορικά στοιχεία που βρήκε, η
Τζέιν ανέτρεξε σε παρόμοιες διευθύνσεις τού διαδικτύου για περισσό-
τερες πληροφορίες. Παρατήρησε ξανά το μετάλλιο. Ρ.Λ…. ο Ρίτσαρντ
Λάμλεϊ! Χωρίς αμφιβολία γι’ αυτόν προοριζόταν!... Τα άλλα; Εφτά
ονόματα!... Σίγουρα θα υπάρχουν τόσα μετάλλια όσα και οι Αθάνατοι!
Οπωσδήποτε δε θα μπορούσε να εξηγήσει πώς έφτασε το μετάλ-
λιο μέχρι τη σοφίτα τής θείας της. Είχε όμως αρκετή λογική για να
υποθέσει τις κινήσεις τού Γουλιέλμου και να συνδέσει το όνομά του
με τους Αθανάτους και το μετάλλιο που κρατούσε.
Οι σκέψεις της την έκαναν να ονειροπολήσει για αρκετή ώρα.
Φανταζόταν ότι, αρχίζοντας από εκείνο, θα μπορούσε να αποκτήσει
όλα τα μετάλλια και τα έβλεπε ήδη σε μια σειρά. Μπροστά της ζωντά-
νευαν αυτές οι εξέχουσες προσωπικότητες του δέκατου έβδομου αιώ-
να!
Όταν επέστρεψε στην πραγματικότητα, διάβασε αρκετές ακόμα
σελίδες Ιστορίας, απορροφημένη από την καινούργια πτυχή μυστηρί-
ου που ξεδίπλωσε η εμφάνιση του μεταλλίου. Ένιωσε ότι εκείνο τη
συνέδεε κατά κάποιο τρόπο με την Αυλή τής Αγγλίας και με κάθε λέξη
που διάβαζε αισθανόταν μια σταγόνα βασιλικού αίματος στις φλέβες
της…
Αν η έρευνα που επιθυμούσε η θεία της συνδυαζόταν με τέτοια
περιστατικά, σίγουρα τα πράγματα περιπλέκονταν, αφού θα έπρεπε
να συσχετίσει αυτά τα ιστορικά γεγονότα με τα πρώτα στοιχεία που
είχε ανακαλύψει και για τα οποία δεν ήξερε σχεδόν τίποτε. Αναγκά-
στηκε όμως να παραδεχτεί ότι αυτά συνδέονταν υποχρεωτικά μεταξύ
τους και γι’ αυτό το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει ήταν να μεταφρά-
σει και να αποκρυπτογραφήσει το ημερολόγιο που είχε στα χέρια της,
αφού εκείνο πίστευε ότι αποτελούσε το κλειδί τής υπόθεσης.
Βρήκε πολλές ακόμα πληροφορίες σχετικές με τους Αθανάτους.
Χωρίς αμφιβολία, το μετάλλιο που κρατούσε αντιστοιχούσε στον δού-
κα τού Σκάρμπροου Ρίτσαρντ Λάμλεϊ, για τον οποίο έμαθε επίσης ότι
γεννήθηκε το 1650, πέθανε το 1721, παντρεύτηκε τη Φράνσις Τζό-
ουν και έκανε μαζί της έξι παιδιά. Καθώς υπολείπονταν έξι ακόμα με-
τάλλια, έψαξε για να βρει πού θα ήταν το πιο πιθανό να είχαν κατα-
λήξει αυτά με την πάροδο του χρόνου, περνώντας από γενιά σε γε-
νιά. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε καθώς, ο ένας μετά τον άλλο, οι
ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ
31
Αθάνατοι έδειχναν ότι δεν είχαν αφήσει απογόνους ή τα ίχνη των
απογόνων τους εξαφανίζονταν λίγα ή περισσότερα χρόνια αργότερα.
Σήκωσε το κεφάλι και έτριψε τα μάτια της. Σίγουρα θα ήθελε να
αφιερώσει πολύ περισσότερο χρόνο μπροστά στον υπολογιστή, αλλά
οι δυνάμεις της δεν το επέτρεπαν. Πήγε για ύπνο, αφήνοντας για την
επόμενη μέρα μια πιο διεξοδική έρευνα.
Το απόγευμα της Δευτέρας η Τζέιν ζήτησε από τον Μαρκ να της
επιτρέψει να φύγει από το γραφείο δυο ώρες νωρίτερα. Φανερά τα-
ραγμένη μετά το νέο της εύρημα, από το πρωί δεν μπορούσε να συ-
γκεντρωθεί όπως ήθελε στη δουλειά της. Κάθε τόσο προσπαθούσε να
οργανώσει τις σκέψεις της για το πώς θα αντιμετωπίσει το νέο, α-
προσδόκητο αδιέξοδο.
Όταν έφτασε στο σπίτι δεν έκανε τίποτε άλλο από το να εξετάζει
τα υπέρ και τα κατά του κάθε σχεδίου που της ερχόταν στο μυαλό.
Αποφάσισε τελικά να κινηθεί μόνη της και να μην αποκαλύψει στη
φίλη της τις νέες εξελίξεις, προτού μάθει περισσότερα γι’ αυτό το με-
τάλλιο και την ιστορία του. Η Κέιτ θα τη βοηθούσε κυρίως για να πά-
ρει τις πληροφορίες που θα χρησίμευαν για το πρώτο μέρος των σχε-
δίων της.
Πολύ νωρίτερα απ’ όσο περίμενε, η Κέιτ χτύπησε την πόρτα της,
καθώς ανυπομονούσε όσο και η ίδια να φωτιστεί το μυστήριο. Η Κέιτ
παρατήρησε την κάπως νευρική συμπεριφορά τής φίλης της, αλλά
βρήκε την ταραχή της μάλλον αναμενόμενη, ύστερα απ’ όλα όσα εί-
χαν προηγηθεί. Η ίδια ήξερε τα γαλλικά πολύ καλά. Εξετάζοντας ό,τι
ήταν γραμμένο στο ημερολόγιο του άγνωστου εξερευνητή, συμπέρα-
νε ότι αυτός είχε ταξιδέψει σε μια εξωτική χώρα, πιθανότατα σε κά-
ποιο νησί. Ίσως ήταν ένα από τα αμέτρητα εκείνα του Ειρηνικού, ή
κάποιο στην Καραϊβική. Ανέφερε μέσα επίσης για έναν πλοίαρχο και
το ναυάγιο του σκάφους του, που είχε γίνει σ’ εκείνες τις ακτές πολύ
νωρίτερα. Φαινόταν ότι τις περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτό το
συμβάν τις είχε μάθει ένα ή δύο χρόνια μετά την άφιξή του στο νησί.
Όσο όμως κι αν προσπάθησε η Κέιτ, δεν μπόρεσε να βγάλει κα-
νένα συμπέρασμα από τα ιερογλυφικά που είδε στις τελευταίες σελί-
δες. Ήταν αυτό που τη στενοχώρησε περισσότερο, γιατί, καθώς συ-
μπέρανε από όσα διάβασε προηγουμένως, εκεί κρύβονταν πολύ ση-
μαντικές πληροφορίες. Η Τζέιν απογοητεύτηκε. Φαίνεται ότι ο συγ-
γραφέας είχε κωδικοποιήσει ένα κείμενο που θα μπορούσε να διαβά-
σει μόνο εκείνος για τον οποίο προοριζόταν το ημερολόγιο και γνώρι-
ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ
32
ζε το κλειδί τού κώδικα. Έφτασε να αμφιβάλλει για το αν πρόκειται
για μία πραγματική γραφή ή ένα σύνολο επινοημένων συμβόλων. Οι
λίγες και δυσανάγνωστες σελίδες που έδειχναν ότι θα μπορούσαν να
βοηθήσουν στην αποκωδικοποίηση, στην πραγματικότητα έκαναν το
πρόβλημα ακόμα πιο σύνθετο. Γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να ζητή-
σουν τη γνώμη κάποιου ειδικού.
«Έχω έναν φίλο στο πανεπιστήμιο, τον Σαμ, που σπουδάζει φιλο-
λογία. Απ’ ό,τι θυμάμαι κάνει φέτος και μαθήματα γλωσσολογίας.
Ίσως αυτός μπορέσει να μας διαφωτίσει» πρότεινε η Κέιτ.
«Έχεις το τηλέφωνό του;»
«Ναι. Ελπίζω μόνο να τον βρω στο σπίτι, γιατί αυτός βγαίνει τα
απογεύματα».
Η Κέιτ σχημάτισε τον αριθμό τού Σαμ στο τηλέφωνο.
«Σαμ! Είμαι τυχερή που σε βρίσκω στο σπίτι!»
«Κέιτ! Πώς και με θυμήθηκες;»
«Πήρα να δω πώς είσαι. Τι κάνεις τώρα; Έχεις καμιά δουλειά;»
«Η αλήθεια είναι ότι ετοιμάζομαι να βγω, αλλά δεν έχω προγραμ-
ματίσει κάτι το ιδιαίτερο».
«Βρίσκομαι σε μια φίλη μου, την Τζέιν. Θέλεις να περάσεις από
’δώ; Υπάρχει κάτι που είμαι βέβαιη ότι θα σ’ ενδιαφέρει».
«Τι δηλαδή;»
«Πρέπει να το δεις από κοντά. Δεν μπορώ να σου το περιγράψω
από το τηλέφωνο».
Μισή ώρα αργότερα ο Σαμ βρισκόταν στο σπίτι τής Τζέιν και με-
λετούσε τα ιδεογράμματα. Κοίταζε έντονα το χαρτί προσπαθώντας να
θυμηθεί πού είχε ξαναδεί ανάλογα ιερογλυφικά. Ύστερα από λίγα λε-
πτά, σήκωσε το κεφάλι του. Η Τζέιν και η Κέιτ κρέμονταν από τα χεί-
λη του.
«Έχω δει μια παρόμοια γραφή στο Λονδίνο, σε εκθέματα του
Βρετανικού Μουσείου. Απ’ ό,τι θυμάμαι, προέρχονται από μια περιοχή
τής Ωκεανίας, δεν μπορώ όμως να θυμηθώ από πού ακριβώς και δεν
ξέρω τι γλώσσα είναι. Μπορώ όμως να πεταχτώ μέχρι το σπίτι, να
φέρω ένα βιβλίο που αγόρασα από το μουσείο και όπου νομίζω ότι
υπάρχει ένα κεφάλαιο γι’ αυτά». Τις τελευταίες του λέξεις τις είπε
περνώντας το κατώφλι τής πόρτας.
Το βιβλίο που έφερε ο Σαμ περιέγραφε, μεταξύ άλλων, ευρήματα
από πολιτισμούς τής Ωκεανίας και των νησιών τού Ειρηνικού. Εκεί
ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΑ
33
είδαν και φωτογραφίες που έδειχναν πινακίδες με παρόμοια ιδεο-
γράμματα.
«Πρόκειται για ένα είδος γραφής μοναδικής στο είδος της, που
συναντιόταν μόνο στο Νησί τού Πάσχα, τη γραφή ρονγκορόνγκο»
σχολίασε ο Σαμ. «Περισσότερα θα μπορούσαμε να μάθουμε αργότε-
ρα, αν κάνουμε μια πιο συστηματική έρευνα. Δεν μπορώ να ξέρω τι
σημαίνουν, αλλά σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον να μάθουμε. Αλήθεια,
Τζέιν, πώς βρέθηκε στα χέρια σου αυτό το ημερολόγιο;»
«Το βρήκα στο σπίτι τής θείας μου. Ζήτησα από την Κέιτ να με
βοηθήσει για να μάθω λεπτομέρειες».
«Μάθατε ποιος το έγραψε;»
«Η Κέιτ, που το μελέτησε, θα σου τα πει καλύτερα».
«Είχαμε λίγα στοιχεία και δεν μπορέσαμε να βγάλουμε άκρη. Απ’
όσα κατάλαβα ανήκε σε κάποιον ιεραπόστολο. Κάποια γράμματα από
το όνομά του διακρίνονται στο εξώφυλλο. Αν λάβουμε τώρα υπόψη
μας ότι αυτός έζησε στο νησί που ανέφερες, πιστεύω ότι με λίγη προ-
σπάθεια θα μάθουμε ποιος είναι. Η χρονολογία, που φαίνεται αρκετά
καθαρά, θα μας βοηθήσει πολύ».
Καθώς δεν ήταν πολλοί οι επισκέπτες αυτού του εξωτικού νησιού
τον προπερασμένο αιώνα, σε λίγη ώρα διαπίστωσαν ότι οι σημειώσεις
ανήκαν στον Ευγένιο Εϊρό1, μοναχό τού Τάγματος του Πίκπου, που
πέρασε τα τελευταία χρόνια τής ζωής του στο Νησί τού Πάσχα.
1 Eugène Eyraud
34
5
Ευγένιος Εϊρό γεννήθηκε το 1820 στο Σεν Μπονέ, στη νοτιοα-
νατολική Γαλλία. Σπούδασε μηχανικός. Επηρεασμένος από τον
αδελφό του, άφησε τον τόπο του και ανέλαβε το 1862 την ιεραπο-