10


Τον Αύγουστο του 1691, ύστερα από ένα μακροχρόνιο και περιπετειώδες ταξίδι στους ωκεανούς, ο Ισπανός θαλασσοπόρος Ραφαέλ Μαχάδο πάτησε ξανά το χώμα τής πατρίδας του. Ο πλοίαρχος είχε παράξενη συμπεριφορά από τη μέρα που επέστρεψε στο σπίτι του. Ήταν εξαιρετικά λιγόλογος και τις περισσότερες ώρες κλεινόταν σε ένα μικρό δωμάτιο. Το είχε διαρρυθμίσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του ή με τις ιδιοτροπίες του, όπως σχολίαζαν μερικοί. Όποιος θα έμπαινε εκεί, θα έβλεπε στον έναν τοίχο μια στενή, αλλά ψηλή βιβλιοθήκη γεμάτη από παλιά βιβλία, απέναντι έναν σαρακοφαγωμένο καναπέ και στη μέση ένα τραπέζι, όπου υπήρχε σχεδόν πάντα ένας απλωμένος χάρτης. Τον κρατούσαν ανοιχτό δυο τρία βιβλία, συχνά κι ένα μισογεμάτο μπουκάλι. Σε μια γωνιά, πάνω σ’ ένα μικρότερο, χαμηλό τραπέζι, υπήρχαν η πυξίδα τού τελευταίου του πλοίου, μια άδεια λάμπα πετρελαίου κι ένα μικρό τηλεσκόπιο. Πρώτα η μαγείρισσα κι αμέσως ύστερα όλοι οι άλλοι, είπαν ότι εκεί βρίσκεται η “καμπίνα τού καπετάνιου”.
Ένα απόγευμα, η εννιάχρονη ανεψιά του Ελβίρα είδε φως από μια χαραμάδα τής παλιάς ξύλινης πόρτας αυτού του μικρού δωματίου. Περίεργη, έβαλε το μάτι της και είδε τον καπετάνιο να παίρνει από τη βιβλιοθήκη ένα τεράστιο βιβλίο και να το ανοίγει στο τραπέζι. Στη συνέχεια, από τις κινήσεις του συμπέρανε ότι έβγαλε κάτι από εκεί μέσα. Έδειχνε να το κρατάει και να το παρατηρεί για λίγα λεπτά μονολογώντας. Για μια στιγμή νόμισε ότι είδε στο χέρι του κάτι που έλαμψε στο φως. Η περιέργεια της μικρής δεν ικανοποιήθηκε, καθώς η χαραμάδα ήταν στενή και την περισσότερη ώρα το μόνο που έβλεπε ήταν η πλάτη τού θείου της.  Τέλος, ο καπετάνιος τοποθέτησε πάλι αυτό που κρατούσε εκεί απ’ όπου φάνηκε ότι το πήρε και ξανάβαλε τον βαρύ τόμο στη θέση του.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό τού 1695, βρήκαν τον πλοίαρχο Ραφαέλ σκυμμένο πάνω στο τραπέζι του σαν να κοιμόταν. Είχε αφήσει την τελευταία του πνοή πάνω σε έναν από τους χάρτες που χάραζε τις πορείες του όταν ταξίδευε. Τίποτε σ’ εκείνο το δωμάτιο δεν είχε αλλάξει. Η Ελβίρα εξακολουθούσε να είναι το
μοναδικό πρόσωπο που είχε δει εκείνο που έκρυβε ο πλοίαρχος στο ογκώδες βιβλίο και που η φευγαλέα εικόνα του είχε χαραχτεί στο μυαλό της.
Μετά από την κηδεία τού θείου της, όταν βράδιασε και στο σπίτι είχαν όλοι κοιμηθεί, πήγε στην “καμπίνα” του κρυφά για να βρει το παράξενο βιβλίο που την είχε αναστατώσει και είχε ταράξει ακόμα και τον ύπνο της. Πριν ακόμα μπει, αισθανόταν την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Δε δυσκολεύτηκε να το εντοπίσει, καθώς ήταν το μεγαλύτερο και ξεχώριζε ανάμεσα στα υπόλοιπα. Πολύ βαρύτερο απ’ όσο περίμενε, παρά λίγο να πέσει από τα χέρια της καθώς το κατέβαζε. Ένιωσε στην αρχή μια μικρή απογοήτευση, όταν είδε ότι έλειπε το μπροστινό εξώφυλλο και τα πρώτα φύλλα του. Μόλις το ακούμπησε στο τραπέζι και άρχισε να το εξετάζει, κατάλαβε ότι ήταν ένα ναυτικό ημερολόγιο, ένα από εκείνα που κρατούσε ο πλοίαρχος στα ταξίδια του. Σύντομα παρατήρησε ότι το πίσω εξώφυλλο είχε ασυνήθιστα μεγάλο πάχος και παράλληλα ήταν ειδικά διαμορφωμένο, ώστε να σχηματίζει μια μικρή κρύπτη. Μέσα υπήρχε κρυμμένο το μεγαλύτερο νόμισμα που είχε δει μέχρι τότε. Το περιεργάστηκε για αρκετή ώρα, αλλά καθώς δεν έμοιαζε με κανένα απ’ όσα ήξερε, δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα. Το έβαλε πάλι στη σχηματισμένη θήκη τού εξώφυλλου, πήρε τον τόμο και τον ανέβασε με μεγάλη προσπάθεια στο ψηλότερο ράφι τής βιβλιοθήκης. Παραμέρισε προσεκτικά τα άλλα βιβλία και τον τοποθέτησε από πίσω, κρύβοντάς τον με επιμέλεια.
Από εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να κάνει τα πάντα για να εξιχνιάσει το μυστήριο. Άρχισε να κρατά ένα είδος προσωπικού ημερολόγιου, όπου σημείωνε κάθε βήμα που έκανε για τον προσδιορισμό τού παράδοξου νομίσματος. Κάθε τόσο, φροντίζοντας να περνά απαρατήρητη, έμπαινε για λίγες στιγμές στο εγκαταλειμμένο πια μικρό δωμάτιο, για να συγκεντρώνει από εκεί όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε. Δυστυχώς όμως οι προσπάθειές της δεν είχαν τα αποτελέσματα που περίμενε. Στο μόνο που κατέληξε, διαβάζοντας το ημερολόγιο και μερικές αχνογραμμένες σειρές που κατόρθωσε να διακρίνει στα περιθώρια, ήταν ότι επρόκειτο για κάποιο ασημένιο μετάλλιο, ίσως αρκετά παλιό, καθώς η επιφάνειά του είχε μαυρίσει από τον καιρό. Απ’ όσα κατάλαβε, σίγουρα θα υπήρχε κάποτε ακόμα ένα, χαμένο κάπου στην Αφρική. Δεν μπορούσε όμως τότε να πάρει τη γνώμη κανενός ειδικού.
Δύο χρόνια αργότερα, όταν αναγκάστηκαν να μετακομίσουν, είχε την ευκαιρία να ψάξει διεξοδικά την “καμπίνα τού καπετάνιου”. Τότε, ανάμεσα στα βιβλία βρήκε και κάποιες σημειώσεις, με διαφορετικό όμως γραφικό χαρακτήρα από εκείνο που έβλεπε στο ημερολόγιο. Εκεί διάβασε για τις τελευταίες εβδομάδες τής πορείας τού σκάφους τού Μαχάδο, όπως και για ένα σημαντικό μέρος τής ιστορίας τού μεταλλίου. Από τα νεότερα αυτά στοιχεία που ήρθαν στην επιφάνεια, συμπέρανε ότι υπήρχαν περισσότερα παρόμοια μετάλλια, άγνωστο όμως πόσα και σε τίνος χέρια. Αυτό ξύπνησε το παλιό της ενδιαφέρον, αλλά τα δεδομένα εξακολουθούσαν να είναι λίγα και οι συνθήκες δεν τη βοηθούσαν να προχωρήσει περισσότερο.

Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε, όταν είδε τον μικρότερο εγγονό της, τον Μικαέλ, να δείχνει μια κλίση για τη ναυτική ζωή και δίψα για θαλασσινές περιπέτειες. Γνωρίζοντας ότι αυτή δεν μπορούσε να συνεχίσει την έρευνα που επιθυμούσε, θεώρησε ότι αυτός ήταν το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να κάνει πράξη το όνειρό της. Μόλις εκείνος επέστρεψε από ένα ταξίδι, του εμπιστεύτηκε όλες τις προσωπικές της σημειώσεις, μαζί με το ημερολόγιο και το ασημένιο μετάλλιο.
Αυτός προθυμοποιήθηκε να ικανοποιήσει την επιθυμία τής γιαγιάς του. Έβαλε προσωρινά μέσα σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο το μετάλλιο και τα διάφορα έγγραφα και το άφησε σε μια άκρη του δωματίου του. Σκόπευε να τα αξιοποιήσει αργότερα, όταν θα ταξίδευε προς εκείνες τις θάλασσες που νόμιζε ότι θα εύρισκε τη λύση τού μυστηρίου. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ, καθώς οι υποχρεώσεις του στο Βασιλικό Ναυτικό και στη συνέχεια η καταβολή των δυνάμεών του εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού, στάθηκαν εμπόδια για την πραγματοποίηση αυτής της αποστολής. Απογοητευμένος από την επιδείνωση της υγείας του και θέλοντας να αφήσει για πάντα πίσω του αυτήν την εκκρεμότητα, σφράγισε το κιβώτιο και το εγκατέλειψε σε μια μικρή αποθήκη. Ελάχιστοι το είδαν από τότε, αλλά κανένας δεν είχε την περιέργεια να μάθει τι υπήρχε εκεί μέσα.
Όταν ύστερα από δυο αιώνες μαθεύτηκε ότι το παραδοσιακό σπίτι θα κατεδαφιζόταν, μερικοί συγγενείς πήγαν να το δουν για τελευταία φορά. Ένας από αυτούς μπήκε στην αποθήκη και παραξενεύτηκε βλέποντας εκείνο το κιβώτιο θαμμένο στη σκόνη. Το παραβίασε και έδειξε ενδιαφέρον για το περιεχόμενό του. Ήταν ο Ρομπέρτο Βερόν, ο πατέρας τού Χουάν.
Ο Χουάν ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών και παρακολούθησε αρκετές φορές τον πατέρα του να εξετάζει το ημερολόγιο, τις σημειώσεις και το μετάλλιο. Ο ίδιος μάλιστα το κράτησε αρκετές φορές στα χέρια του και το περιεργάστηκε. Όμως ο Ρομπέρτο είχε τότε πολλές επαγγελματικές υποχρεώσεις και ήταν αδύνατο να ξεκινήσει εξερευνήσεις. Αργότερα, αν και δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια, ένιωθε κουρασμένος, ενώ ο Χουάν είχε σημαντικότερες προτεραιότητες στη ζωή του, καθώς σπούδαζε και εργαζόταν. Στο μεταξύ είχαν μάθει και οι δυο αρκετά για τα ιστορικά γεγονότα που σχετίζονταν με το μετάλλιο, έκαναν διάφορες υποθέσεις, αλλά τελικά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι πιθανότητες για να βρουν κάτι περισσότερο ήταν πολύ μικρές. Εξάλλου, ο χρόνος και το χρήμα που θα απαιτούσε μια τέτοια έρευνα ήταν δυσανάλογα περισσότερα με το κέρδος που ενδεχομένως θα αποκόμιζαν. Έβαλαν το ιστορικής σημασίας εύρημα δίπλα στα κοσμήματα κι έκλεισαν το ημερολόγιο και τα υπόλοιπα έγγραφα σε χαρτοκιβώτια. Τα εγκατέλειψαν στο βάθος τής αποθήκης τους, μαζί με κάθε διάθεση για αναζήτηση. Με το πέρασμα του χρόνου, καθώς το ενδιαφέρον έπαψε να υπάρχει, οι εικόνες αυτές σιγά σιγά ξεθώριασαν.
Στο πίσω μέρος τού μυαλού τού Χουάν, ωστόσο, υπήρχε πάντα αυτή η εκκρεμότητα, την οποία ήθελε να τακτοποιήσει με την πρώτη ευκαιρία, καθώς του άρεζαν τα ταξίδια και οι περιπέτειες. Αυτή η απροσδόκητη εμφάνιση της φωτογραφίας που τον αιφνιδίασε, ξανάφερε μονομιάς όλες τις περασμένες εικόνες μπροστά του. Καθώς του φάνηκε ότι βλέπει και αγγίζει το δικό του μετάλλιο, το ενδιαφέρον του αναζωπυρώθηκε στη στιγμή.