16


Ο ενθουσιασμός τής επιτυχίας διαδέχθηκε επιτέλους την αυξανόμενη αγωνία και τις αμφιβολίες. Όταν όλη η ένταση υποχώρησε, τότε ένιωσαν πόσο είχαν παραμελήσει τον εαυτό τους. Η πολύωρη συνεχής προσπάθεια, χωρίς να βάλουν τίποτε στο στόμα τους, τους είχε καταβάλει. Αν και ξεκούραστοι το γεύμα θα το απολάμβαναν περισσότερο, έφαγαν με μεγάλη όρεξη. Ανέβηκαν στα δωμάτια και κοιμήθηκαν βαθιά.
Όλες οι συγκυρίες, αλλά κυρίως το κατόρθωμα για την εύρεση αυτού του μικρού θησαυρού, ύστερα από τόσο κόπο, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη σχέση τους. Συνδεμένοι και οι δύο με το ίδιο μετάλλιο, ο καθένας με τον τρόπο του, επιθύμησαν να το θεωρήσουν ως τον οιωνό που έδειχνε ότι στο εξής θα είναι ενωμένοι και παράλληλα θα μπορούν να  αποκτήσουν ό,τι επιθυμούν.
Η πρώτη πτήση που θα τους πήγαινε στη Χιλή θα γινόταν το επόμενο πρωί. Ο χρόνος προετοιμασίας τούς φάνηκε ατέλειωτος, καθώς και οι δύο βιάζονταν να φτάσουν μια ώρα νωρίτερα στην πόλη όπου κατά πάσα πιθανότητα είχε παραμείνει, άγνωστο για πόσο, ο Αντόνιο Εσγριμιδόρ μαζί με το δικό του μετάλλιο. Το ερώτημα ήταν σε τίνος χέρια είχε περάσει μετά από αυτόν και πού είχε καταλήξει.
Σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, η Τζέιν και ο Χουάν αντάλλαξαν πολύ λίγα λόγια. Ήταν κουρασμένοι και βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο καθένας κατέστρωνε τα πρώτα σχέδια για τις επόμενες κινήσεις, κρατώντας όμως προς το παρόν τη γνώμη του για τον εαυτό του. Οι έρευνες για τον εντοπισμό αυτού του μεταλλίου προβλέπονταν ιδιαίτερα δύσκολες, τουλάχιστο για την αρχή.
Σύμφωνα με όσα είχαν συμπεράνει από το ημερολόγιο του Χιμένεθ Λιναρές, το μετάλλιο έφτασε στην παραθαλάσσια πόλη Βαλπαραΐζο, μαζί με τον πλοίαρχο της καραβέλας Σάντα Έλενα Αντόνιο Εσγριμιδόρ, πριν από τρεις αιώνες. Το πρώτο που έπρεπε να μάθουν ήταν αν το μετάλλιο βρισκόταν ακόμα σ’ εκείνη την περιοχή. Σε αντίθετη περίπτωση, που δυστυχώς ήταν και η πιο πιθανή, τα πράγματα θα δυσκόλευαν περισσότερο. Ίσως μπορούσαν να εντοπίσουν κάποιους μακρινούς του συγγενείς για να πάρουν έστω και λίγες πληροφορίες, χάρη στο όχι και τόσο συνηθισμένο επώνυμο του Αντόνιο. Εξάλλου, ένα ασημένιο αντικείμενο σημαντικής αξίας δε θα περνούσε απαρατήρητο από τους απογόνους τού πλοίαρχου.
Μόλις πήραν τις αποσκευές τους στο αεροδρόμιο, ο Χουάν πρότεινε:
«Άκουσε ποια είναι η γνώμη μου. Για να προχωρήσουμε, πρέπει να δούμε αν εκεί που σκοπεύουμε να πάμε υπάρχει κάποιος με το όνομα Εσγριμιδόρ και στη συνέχεια αν αυτός μπορεί να δώσει τις πρώτες πληροφορίες για τον θαλασσοπόρο που γνωρίζουμε. Υπάρχει το ενδεχόμενο να μην έχει καμιά σχέση με τον δικό μας Εσγριμιδόρ και να χάσουμε χρόνο».
«Έχεις δίκιο, Χουάν. Τι μπορούμε να κάνουμε όμως γι’ αυτό;»
«Στο αεροδρόμιο, στο τηλεφωνικό κέντρο, υπάρχουν τηλεφωνικοί κατάλογοι όλης της χώρας. Βλέπουμε πού υπάρχει περισσότερες φορές αυτό το όνομα και πηγαίνουμε».
«Κι αν υπάρχει σε πολλές πόλεις;»
«Θα αρχίσουμε από τις πιο κοντινές περιοχές και θα συνεχίσουμε μέχρι να εξαντλήσουμε όλες τις πιθανότητες».
«Κι αν δεν υπάρχει πουθενά;»
«Θα ξεκινήσουμε από το Βαλπαραΐζο με ονόματα που τον θυμίζουν κι ο Θεός βοηθός».
Ο τηλεφωνικός κατάλογος του Βαλπαραΐζο βοήθησε πολύ λίγο. Δύο άτομα είχαν ένα επώνυμο που μόνο άρχιζε από “Εσγρ…”.
Στον κατάλογο του Σαντιάγκο το όνομα υπήρχε τρεις φορές. Ο πρώτος αριθμός είχε πάψει να ανήκει σε κάποιο συνδρομητή, ενώ ο δεύτερος δεν απαντούσε παρά τις επανειλημμένες τους προσπάθειες. Ο τρίτος αντιστοιχούσε σε κάποιον Ραούλ Εσγριμιδόρ. Η γυναίκα που το σήκωσε, τους είπε ότι έχασε πρόσφατα τον Ραούλ. Παρ’ όλ’ αυτά έδειξε ενδιαφέρον ή, μάλλον,  περιέργεια, όταν άκουσε μια περίληψη της περιπέτειας του πλοίαρχου Αντόνιο. Η ίδια όμως δεν ήταν σε θέση να δώσει καμιά πληροφορία. Είπε, ωστόσο, ότι ο Ραούλ είχε μια συγγενή με το ίδιο επώνυμο, η οποία ίσως θα μπορούσε να ρίξει φως στην υπόθεση.
«Και πού θα βρούμε τη δόνα Χουανίτα;»
«Λίγα χιλιόμετρα έξω από το Βαλπαραΐζο υπάρχει η χασιέντα των αδελφών Ντελγκάντο. Η εξαδέλφη τού Ραούλ είναι παντρεμένη με τον Χερόνιμο».
«Ευχαριστώ πολύ».
«Πάμε!» φώναξε με αναπτερωμένες τις ελπίδες η Τζέιν, μόλις ο Χουάν τής μετέφερε τις πληροφορίες.
«Μη βιάζεσαι. Καλύτερα να συγκεντρώσουμε πρώτα όλους τους Εσγριμιδόρ της Χιλής σ’ αυτήν την ατζέντα. Καλό θα είναι να έχουμε πρόχειρα τα τηλέφωνά τους, όποτε τα χρειαζόμαστε, ώστε να αποφεύγουμε κάθε φορά το ψάξιμο».
«Θαυμάζω την οργανωτικότητά σου!»
«Θα το σκεφτόσουν κι εσύ, αν ήσουν λιγότερο ενθουσιώδης» χαμογέλασε ο Χουάν.
Μετά το κλείσιμο και του τελευταίου καταλόγου, ο Χουάν σήκωσε το κεφάλι του για να πει στην Τζέιν ότι η οργανωτικότητά του αποδείχτηκε περιττή, καθώς το όνομα Εσγριμιδόρ δεν υπήρχε σε καμιά άλλη πόλη τής χώρας, τουλάχιστο όπως φαινόταν στους τόμους που το αναζήτησε. Παραξενεύτηκε που είδε το πρόσωπό της να μην έχει τον προηγούμενο ενθουσιασμό και φαινόταν μάλλον συννεφιασμένο.
«Γιατί είσαι έτσι, Τζέιν; Σε απασχολεί κάτι;»
«Σκέφτομαι ότι τα πράγματα τώρα έχουν άλλες δυσκολίες».
«Τι εννοείς;»
«Όταν ήμασταν στο Νησί τού Πάσχα, δεν υπήρχε άλλος που να ήξερε ή να ενδιαφερόταν γι’ αυτό που ψάχναμε και, παρόλο που ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε το μετάλλιο, δε βρέθηκε κανένας για να μας εμποδίσει να το πάρουμε».
«Κατάλαβα τι εννοείς. Ενώ τώρα, αν το κρατάει κάποιος, δε θα μπορέσουμε να το αποκτήσουμε χωρίς τη συγκατάθεσή του».
«Και όχι μόνο αυτό. Για να εκμαιεύουμε τις πληροφορίες θα πρέπει να ακολουθήσουμε διαφορετική στρατηγική».
«Δηλαδή;»
«Από τώρα και στο εξής, ο καθένας που θα μας δίνει στοιχεία θα είναι συνδεμένος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μ’ αυτό το μετάλλιο. Δεν αποκλείεται λοιπόν, μαθαίνοντας την ιστορία, να θελήσει κι αυτός να συμμετάσχει σ’ όλη αυτήν την περιπέτεια αναζήτησης. Έτσι, από δύο, οι ενδιαφερόμενοι μπορεί να γίνουμε ξαφνικά τρεις ή και περισσότεροι».
«Δυστυχώς αυτό μάλλον δε θα το αποφύγουμε. Βασάνισα κι εγώ το μυαλό μου για να βρω τρόπους προσέγγισης των προσώπων που μας ενδιαφέρουν. Θα προσέχουμε να μην αναφέρουμε τη λέξη “μετάλλιο”. Νομίζω ότι αν κάποιος ξέρει για τον Αντόνιο Εσγριμιδόρ, θα μας το πει και θα μας δώσει πληροφορίες γι’ αυτόν χωρίς να του πούμε τον τόσο ειδικό λόγο».
«Με ποιο πρόσχημα θα ζητούμε πληροφορίες;»
«Αυτό άσε να το χειριστώ εγώ. Έχω αρκετούς συγγενείς και μεγάλο οικογενειακό δέντρο. Θα πω ότι κάπου άκουσα αυτό το όνομα, βρέθηκα εδώ για δουλειές και με την ευκαιρία αναζητώ τις ρίζες μου».
«Μόνο, που κοντά σ’ αυτό το όνομα καλό θα είναι να μην αναφέρεις και το δικό σου. Μπορεί κάποιος που θα το μάθει, να γίνει ενοχλητικός στο μέλλον ανεξάρτητα από το αν θα αποκτήσουμε ή όχι το μετάλλιο».
«Έχω προνοήσει γι’ αυτό. Όσο βρισκόμαστε στη Χιλή, θα συστήνομαι ως “Εσπαδέρο”. Από το όνομα ίσως διαφαίνεται και κάποια συγγένεια με το πρόσωπο που αναζητούμε1. Όσο μπορώ, πάντως, θα το αποφεύγω και αυτό».
«Δεν είναι αρκετό. Καμιά φορά είναι κι επικίνδυνο να χρησιμοποιείς διαφορετικό όνομα. Γι’ αυτό, από ’δώ και πέρα, στα ξενοδοχεία που θα μένουμε θα δίνουμε το δικό μου. Θα προσθέσει δυσκολία σ’ αυτούς που θα θελήσουν να μας ακολουθήσουν».
«Καλή ιδέα. Επίσης δε θα πρέπει να κάνω το λάθος να δώσω σε κανέναν απ’ αυτούς την επαγγελματική μου κάρτα. Με την πρώτη ευκαιρία θα προμηθευτώ λευκές, όπου θα σημειώνουμε το τηλέφωνο του ξενοδοχείου, εφόσον θα χρειάζεται να επικοινωνεί κάποιος μαζί μας».
«Πολύ ωραία. Κάτι ακόμα. Η δική μου παρουσία πώς θα δικαιολογείται δίπλα σου;»
«Εσύ θα είσαι μια συνάδελφός μου που συνάντησα τυχαία στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο. Υποτίθεται ότι σε σύστησε ένας φίλος μου και ήρθες για έρευνες, παρόμοιες με τις δικές μου, σ’ αυτήν τη χώρα. Ήδη έχεις καταλάβει τι περίπου κάνω. Δε φαντάζομαι να σου κάνουν επιστημονικές ερωτήσεις σε ξένη γλώσσα για να πειστούν!»
«Καλό κι αυτό! Πες μου τώρα, πώς θα καταλαβαίνουμε αν αυτός που ρωτάμε γνωρίζει για το μετάλλιο που ψάχνουμε;»
«Εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες. Θα ξεκινώ με πιο αόριστες ερωτήσεις για να βολιδοσκοπώ κατά πόσο γνωρίζει το παρελθόν και παράλληλα θα προσπαθώ να μαθαίνω οτιδήποτε σχετικό. Αν δεν έχει ακούσει για το μετάλλιο, θα αναζητούμε το επόμενο μέλος τής οικογένειας. Που απ’ ό,τι κατάλαβα δεν είναι και μεγάλη. Είναι πιθανό μερικοί να μας οδηγήσουν και σε άλλους συγγενείς. Όσα ονόματα ακούω, θα τα σημειώνω, όπως σου είπα, ως κλάδους τού γενεαλογικού μου δέντρου. Αν δε μας βοηθήσει κανείς, καταλήγουμε σε αδιέξοδο, τουλάχιστο προς το παρόν».
«Μην είσαι απαισιόδοξος».
«Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Γιατί αν εκείνος που το έχει ξέρει πολλά, τα πράγματα γίνονται πάλι δύσκολα. Όχι μόνο είναι σχεδόν βέβαιο ότι δε θα το δώσει, αλλά θ’ αρχίσει τις ενοχλητικές ερωτήσεις. Αυτό όμως θα γίνει μόνο αν έχουμε μιλήσει πολύ. Αν το έχει και δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό γι’ αυτόν ή έχει οικονομική ανάγκη, μπορούμε να το διαπραγματευτούμε πιο εύκολα. Αν έχει φτάσει στα χέρια κάποιου άσχετου, οι δυσκολίες αλλάζουν μορφή. Πρέπει να ακολουθήσουμε μια καινούργια, τεθλασμένη οδό, άγνωστου μήκους, από την οποία πέρασε πρώτα το μετάλλιο».
«Πάντως όλα αυτά είναι σενάρια».
«Πρέπει όμως να τα έχουμε υπόψη μας, ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι για κάθε εκδοχή».
«Είμαι περίεργη να δω σε ποια περίπτωση υπάγεται αυτή η …Χουανίτα, είπες;»
«Ναι. Κι εγώ ανυπομονώ να μάθω».


Βγαίνοντας από το Σαντιάγκο, αν πάρει κανείς τον αυτοκινητόδρομο 68, σε μιάμιση ώρα θα φτάσει στο Βαλπαραΐζο. Δεκαπέντε λεπτά μετά την έξοδο από τη χιλιανή πρωτεύουσα, το αυτοκίνητο εισέρχεται στο μεγάλο τούνελ Λο Πράδο, που έχει μήκος χίλια τριακόσια μέτρα. Στη συνέχεια ο δρόμος διασχίζει τους αμπελώνες τής Καζαμπλάνκα, όπου παράγονται τα εκλεκτότερα κρασιά τής περιοχής. Είκοσι χιλιόμετρα πριν από το Βαλπαραΐζο, αγγίζει τις δυτικές όχθες τής τεχνητής λίμνης Πενιουέλας, μιας υδάτινης δεξαμενής που κατασκευάστηκε το 1900 και υδροδοτεί το μεγαλύτερο μέρος τού πολεοδομικού συγκροτήματος. Απλώνεται σε περισσότερα από εννιά χιλιάδες εκτάρια και έγινε ένας σημαντικός υδροβιότοπος, που περιβάλλεται από δάση με πλούσια χλωρίδα και πανίδα.
Τετρακόσια στρέμματα από τους απέραντους αμπελώνες τής κοιλάδας Μάιπο, ανάμεσα στις Άνδεις και τις ακτές τής Χιλής, ανήκουν στους αδελφούς Χερόνιμο και Νικολό Ντελγκάντο. Εκεί καλλιεργούνται τρεις κυρίως ποικιλίες σταφυλιών, από τα οποία τριακόσιους πενήντα τόνους αγοράζει η οινοποιία τού Πέδρο Χαβιέρ, παραγωγού με πενήντα χρόνια πείρα. Αυτός παράγει το Βίνο Ντιβίνο, που συναγωνίζεται τα διάσημα σ’ όλο τον κόσμο κρασιά Μερλό και Σοβινιόν, χάρη σε μυστικές συνταγές που επινόησε το μεράκι του. Οι αδελφοί Ντελγκάντο διατηρούν κι αυτοί μια σύγχρονη οινοποιία και παράγουν κάθε χρόνο διακόσια βαρέλια κρασί και άλλα ποτά. Ο Χερόνιμο είναι παντρεμένος με τη Χουανίτα Εσγριμιδόρ, μια εξυπνότατη κοπέλα με λαμπερά μάτια, λίγο χνουδωτά μάγουλα και κατάμαυρα μαλλιά.
Η Χουανίτα είχε ασχοληθεί κάποτε με το γενεαλογικό δέντρο τής οικογένειάς της. Ρωτούσε συνεχώς τους συγγενείς της για να γνωρίσει καλύτερα τις ρίζες της. Αυτή που της είχε δώσει τις περισσότερες πληροφορίες ήταν η θεία της, η Ροζίτα Χερέδια.

Υποδέχτηκε τον Χουάν και την Τζέιν με μεγάλη ευγένεια. Ύστερα από τις συστάσεις, ο Χουάν “Εσπαδέρο” τής είπε ότι βρήκε στο παλιό ημερολόγιο ενός συγγενή του το όνομα Εσγριμιδόρ. Από εκεί έμαθε για κάποιο πλοίαρχο Αντόνιο, που έφτασε στις δυτικές ακτές τής Λατινικής Αμερικής. Θα ήθελε να πάρει όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες για να συμπληρώσει το δικό του οικογενειακό, γενεαλογικό δέντρο. Ήταν κάτι που τον ενδιέφερε ιδιαίτερα.
«Η ιστορία ξεκινάει πριν από τριακόσια περίπου χρόνια» άρχισε η Χουανίτα. «Οι πρώτοι Ισπανοί που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήταν λίγοι, αλλά είχαν μια πολύ δεμένη κοινότητα. Αυτοί βοήθησαν και τον μακρινό μου πρόγονο, τον πλοίαρχο Αντόνιο, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα ερωτεύτηκε την Κάρλα, κόρη τού ιερέα τής εκκλησίας τού Άγιου Δομίνικου. Η Κάρλα ανταποκρίθηκε στα αισθήματά του και δεν άργησαν να παντρευτούν. Έκαναν τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Όταν πέθανε ο Αντόνιο, άφησε την περιουσία του στα παιδιά του. Οι κόρες του δεν παντρεύτηκαν. Η συνέχεια της ιστορίας δεν είναι πολύ γνωστή. Από τους απογόνους τού γιου του φτάνουμε στον παππού τού θείου Λεόν. Είναι ο μακρινότερος πρόγονός μου, μετά από τον οποίο γνωρίζω όλους τους συγγενείς μου».
«Ποιους άλλους γνωρίζετε που ζουν σήμερα;»
«Μόνο κάτι εξαδέλφια που έχω, τον Νίνο και τον Πασκουάλ. Έχω πολύ καιρό να τους δω, ιδιαίτερα τον Νίνο. Με τον Πασκουάλ είχα συναντηθεί πριν από μερικούς μήνες, στον σιδηροδρομικό σταθμό τού Σαντιάγκο. Χάρηκε πάρα πολύ που με είδε. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Ήταν πολύ διαχυτικός. Δεν προλάβαμε όμως να πούμε πολλά πράγματα, καθώς βιαζόταν να προλάβει το τρένο».
«Τι άλλο ξέρετε για τον Πασκουάλ;»
«Όπως σας είπα, δεν έχουμε στενές σχέσεις. Ξέρω μόνο ότι μένει στο Σαντιάγκο, κάπου στα βόρεια προάστια. Δεν έχει οικονομική άνεση, αλλά είναι πολύ περήφανος. Όταν του είχα προτείνει να έρθει να μείνει μαζί μας στη χασιέντα, δε δέχτηκε».
«Αναφερθήκατε προηγουμένως στην περιουσία τού Αντόνιο. Ξέρετε μήπως αν σ’ αυτήν περιλαμβάνονταν κοσμήματα ιστορικής αξίας;»
«Υπάρχει μια σχετική ιστορία, που μοιάζει περισσότερο με θρύλο. Ένα μετάλλιο που πέρασε από γενιά σε γενιά, αλλά τελικά τα ίχνη του χάθηκαν».
«Εσείς πώς ακούσατε γι’ αυτό;»
«Είναι, όπως σας είπα, μάλλον ένας μύθος. Εγώ πιστεύω ότι όποτε οι παλιότεροι διηγούνταν ιστορίες τής οικογένειάς μας αναφέρονταν και σ’ αυτόν για  να τις κάνουν πιο εντυπωσιακές».
«Ποιος είπατε ότι είναι ο τελευταίος που είχε στα χέρια του αυτό το μετάλλιο;»
«Δεν ξέρω ποιος το είχε. Αν υπάρχει, ίσως κάτι για την τύχη του γνωρίζει η θεία Ροζίτα, που μας έλεγε συχνά αυτήν την ιστορία. Οπωσδήποτε ξέρει περισσότερα από μένα. Από εκεί θα πάρετε και περισσότερες πληροφορίες για την οικογένειά μας, ιδίως αν μιλήσετε και με τον θείο Λεόν».
«Πού θα βρούμε αυτήν τη θεία σας;»
«Λέγεται Ροζίτα Χερέδια. Μένει στο Βαλπαραΐζο, στο τέλος τής οδού Πορβονίρ, στα νότια προάστια της πόλης».
«Σας ευχαριστούμε πολύ. Αν θυμηθείτε κάτι περισσότερο, σας παρακαλώ τηλεφωνήστε μας εδώ» είπε ο Χουάν γράφοντας σε μια μικρή λευκή κάρτα τούς αριθμούς των κινητών τους.
«Πολύ ευχαρίστως».

 

_____________________________

1  Esgrimidor, Espadero: Λέξεις ισπανικές, που σημαίνουν “ξιφομάχος” και “κατασκευαστής σπαθιών” αντίστοιχα.