42


Το Ράντσι είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Τζαρκχάντ, στην ανατολική Ινδία. Απλώνεται γύρω από μια μικρή ομώνυμη λίμνη. Λίγο βορειότερα, βρίσκεται η μεγαλύτερη λίμνη Κάνκε Νταμ, από την οποία υδροδοτείται η πόλη. Η ευρύτερη περιοχή καλύπτεται σε μεγάλο ποσοστό από δάση, έχει υποτροπικό, αλλά ευχάριστο κλίμα και άφθονες βροχές το καλοκαίρι.
Στην πόλη μένουν σήμερα περίπου ενάμισι εκατομμύριο κάτοικοι, που γίνονται ολοένα και περισσότεροι, εξαιτίας τής προσέλευσης μεταναστών από πολλές γειτονικές επαρχίες τής Ινδίας. Αυτό οφείλεται στο ότι εκεί η προσφορά εργασίας αυξήθηκε θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, άνοιξαν τράπεζες και αλυσίδες εμπορικών καταστημάτων.
Μια ιδιομορφία τής πόλης είναι ότι δε διαθέτει αστική συγκοινωνία. Για να κυκλοφορήσει κανείς πρέπει να χρησιμοποιήσει ταξί ή να νοικιάσει αυτοκίνητο. Πολλοί προτιμούν ένα δίκυκλο ή τρίκυκλο ποδήλατο. Συχνά επικρατεί ένα κυκλοφοριακό χάος. Για να ανακουφιστεί η κατάσταση σχεδιάστηκε η επέκταση του περιφερειακού οδικού δικτύου, έργο όμως που δεν προχωρεί όσο γρήγορα θα έπρεπε.
Το τοπικό αεροδρόμιο Μπίρσα Μούντα βρίσκεται στην περιοχή Χίνο, εφτά χιλιόμετρα νότια του κέντρου τής πόλης. Παρόλο που δεν είναι μεγάλο, έχει από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στη χώρα και προστέθηκε στους καταλόγους διαδρομών πολλών αεροπορικών εταιριών.

Οι δυο νέοι αναζήτησαν ένα ξενοδοχείο που να προσφέρει τις ανέσεις που θα χρειάζονταν για περάσουν ευχάριστα όσο χρόνο θα έμεναν και που, σύμφωνα με τη διαίσθηση της Τζέιν, δε θα ήταν λίγος. Τελικά κατέλυσαν σε ένα από τα είκοσι πέντε δωμάτια του ξενοδοχείου Γιουβράι Πάλας, δίπλα στο κτίριο της Αστυνομίας και της Σχολής Καλών Τεχνών.
Βρήκαν χωρίς δυσκολία το σπίτι τού Σάιρους Φέρμαν με τη βοήθεια του τηλεφωνικού καταλόγου. Κλασικής αρχιτεκτονικής γραμμής,
θα ήταν τουλάχιστο εκατό ετών. Ήταν κλειστό και φαινόταν ακατοίκητο.
Από τις πρώτες πληροφορίες που ζήτησαν διακριτικά από τους γείτονες, έμαθαν ότι ο Σάιρους Φέρμαν είχε πεθάνει πριν από οχτώ μήνες, σε ηλικία εξήντα ετών, από καρδιακό επεισόδιο. Στο σπίτι τώρα δεν έμενε κανένας. Η γυναίκα του είχε μετακομίσει, αλλά κανένας δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει πού.
Συμπέραναν ότι το μετάλλιο θα έπρεπε τώρα να βρίσκεται στα χέρια τής σαραντάχρονης Ινδής συζύγου του. Εξάλλου, το ότι ο Σάιρους Φέρμαν δε ζούσε ίσως να διευκόλυνε τις εξελίξεις, καθώς η σύζυγός του, η Ανάντα Φέρμαν, ήταν λογικό να μην ενδιαφέρεται τόσο για το συγκεκριμένο μετάλλιο όσο εκείνος. Δεν είχαν βέβαια ιδέα για το αν η Ινδή γνώριζε λεπτομέρειες για την ιστορία του και πόση συλλεκτική ή συναισθηματική αξία είχε γι’ αυτή. Θα μπορούσαν ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση, να το διαπραγματευτούν ευκολότερα. Όπως και να είχε το πράγμα, έπρεπε να την πλησιάσουν με μεγάλη διακριτικότητα, αν ήθελαν να πετύχουν αυτό που επιδίωκαν.
«Η πρώτη μας κίνηση είναι να μάθουμε πού μένει τώρα. Στη συνέχεια, να τη γνωρίσουμε και μάλιστα πολύ καλά» είπε ο Χουάν. «Να μάθουμε γι’ αυτήν όσα περισσότερα μπορούμε. Ποιους βλέπει, πού πηγαίνει, όλες τις συνήθειές της. Ύστερα να δημιουργήσουμε σχέσεις μαζί της και να ακολουθήσουμε την κατάλληλη πολιτική, ώστε να μας θεωρήσει φίλους της και να αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη της. Χρειάζεται να καταστρώσουμε το τέλειο σχέδιο. Μπορεί να έχει μεγάλο βάθος χρόνου, πιστεύω όμως ότι θα αξίζει τον κόπο, ύστερα απ’ όσα έχουμε κάνει μέχρι τώρα».
«Όλες αυτές οι σκέψεις σου είναι πολύ σωστές. Για να μπορέσουμε να βρεθούμε κοντά της πρέπει αρχικά να διερευνήσουμε το ευρύτερο περιβάλλον της οικογένειας Φέρμαν. Να βρούμε κάποιους συγγενείς ή φίλους. Από εκείνους θα επιδιώξουμε να πάρουμε πληροφορίες και να κινηθούμε πιο αποτελεσματικά».
Στον τηλεφωνικό κατάλογο βρήκαν το όνομα της Μάρτζι Φέρμαν, της κόρης τού Σάιρους Φέρμαν από τον πρώτο γάμο του. Ζούσε μόνη της, σε δικό της σπίτι στα βόρεια προάστια, κοντά στις όχθες τής λίμνης Κάνκε. Θεώρησαν πολύ πιθανό να είναι κάποια συγγενής, ίσως και η μοναδική από την πλευρά του Σάιρους, καθώς δεν υπήρχε το ίδιο επώνυμο τρίτη φορά στον κατάλογο.
«Αν είναι κόρη του, όπως πιστεύω, σίγουρα θα μπορέσουμε να μάθουμε κάτι» είπε η Τζέιν.
«Το θέμα είναι πώς θα την προσεγγίσουμε. Με ποια δικαιολογία θα ζητήσουμε να μας δώσει τόσο προσωπικές πληροφορίες;»
Η Τζέιν δε φάνηκε να δείχνει προσοχή στον προβληματισμό τού Χουάν, καθώς έδειχνε να την απασχολεί κάτι άλλο. Ξανάνοιξε τον κατάλογο και, κοιτάζοντας τη διεύθυνση της Φέρμαν, είπε δυνατά τον συλλογισμό της:
«Οι γείτονες όμως δεν είχαν αναφέρει τίποτε για μια κόρη. Όπως φαίνεται, μένει σε διαφορετικό σπίτι από την Ανάντα. Γιατί όμως;»
«Αυτό θα το μάθουμε αργότερα. Προς το παρόν ας σκεφτούμε πώς θα ενεργήσουμε».
«Μπορούμε να βρούμε πού εργάζεται;»
«Τι έχεις στον νου σου;»
«Αν μάθουμε με τι ασχολείται, θα μπορούσαμε να τη γνωρίσουμε από κοντά ακολουθώντας κάποια τακτική».
«Πώς δηλαδή;»
«Αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να έχω κανένα σχέδιο γιατί δεν ξέρω ακόμα τίποτε, αλλά όλο και κάτι θα σκεφτούμε. Ιδίως εσύ, που διαρκώς κατεβάζεις ιδέες».
«Εγώ έχω μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο δικό σου μυαλό, Τζέιν» είπε χαμογελώντας ο Χουάν. «Όπως φαίνεται πάντως, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αρχίσουμε από αύριο μια πρώτη κατασκοπεία».


Η Μάρτζι εργαζόταν ως βοηθός μιας μικροβιολόγου σε ένα ιατρείο κοντά στο σπίτι της. Παρακολουθώντας προσεκτικά τις κινήσεις της διαπίστωσαν ότι το άνοιγε πάντα η ίδια, στις οχτώ το πρωί, ενώ η μικροβιολόγος ερχόταν συνήθως κατά το μεσημέρι. Μετά από ένα δίωρο μεσημεριανό διάλειμμα, η Μάρτζι επέστρεφε στο εργαστήριο για τέσσερις ή πέντε ώρες.
Την περισσότερη δουλειά την έκανε μόνη της. Σχεδόν πάντα, το απόγευμα έφευγαν μαζί και πολλές φορές έμπαινε στο αυτοκίνητο της γιατρού. Εκείνες τις φορές επέστρεφε στο σπίτι της αργά το βράδυ, μόνη της, πεζή. Ήταν μια συμπεριφορά μάλλον ασυνήθιστη, που τους κίνησε την περιέργεια.
Έχοντας συγκεντρώσει αρκετές πληροφορίες, σε συνδυασμό με τις παρατηρήσεις που έκαναν, το σχέδιο που πρότεινε η Τζέιν ήταν να τη συναντήσει με την πρόφαση ότι ήθελε να κάνει κάποιες εξετάσεις. Θα επιδίωκε να φανεί σαν σύμπτωση ότι κάτι της θύμιζε το όνομα “Φέρμαν”. Ο Χουάν θα περίμενε στην άκρη τού απέναντι πάρκου, κάτω από τη σκιά των τροπικών δέντρων.

Η Τζέιν ζήτησε να κάνει μια ανάλυση αίματος για συγκέντρωση σιδήρου. Η Μάρτζι, ευγενέστατη, την οδήγησε στο εργαστήριο και της πήρε αίμα. Παράλληλα της συστήθηκε. Όταν η Τζέιν είπε ότι το όνομα “Φέρμαν” δεν της ήταν άγνωστο, η Μάρτζι παραξενεύτηκε. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, αλλά τη νίκησε η περιέργεια.
«Τι σχέση θα μπορούσατε να έχετε εσείς με τον πατέρα μου;»
«Δεν ήξερα ότι είναι πατέρας σας» προσποιήθηκε την έκπληκτη η Τζέιν. «Αν θυμάμαι καλά, είχα πάει πριν από οχτώ μήνες στη Βρετανική Πρεσβεία στο Δελχί. Γινόταν τότε συζήτηση μεταξύ κάποιων υπαλλήλων και αναφέρθηκε αυτό το όνομα…»
Μέσα της η Τζέιν παρακαλούσε να μην έλθει σε δύσκολη θέση και να γίνεται πιστευτή σε όσα έλεγε. Σταμάτησε περιμένοντας να συνεχίσει η Μάρτζι. Εκείνη, όσα μόλις άκουσε της ξύπνησαν μελαγχολικές αναμνήσεις κι έτσι απάντησε άχρωμα:
«Είχε πεθάνει πρόσφατα. Ο θάνατός του πρέπει να είχε δώσει αφορμή για πολλά σχόλια».
«Πραγματικά. Όσο  περίμενα να εξυπηρετηθώ, άκουσα άθελά μου λίγα για τη ζωή του».
«Όπως;»
«Για παράδειγμα, ότι είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του…» έκανε αμήχανα η Τζέιν μη γνωρίζοντας τι να προσθέσει.
«Μόνο αυτό;» ρώτησε ερεθισμένη η Μάρτζι.
«Έλεγαν και κάποια άλλα, αλλά δε θυμάμαι…»
«…αλλά μάλλον διστάζετε να αναφέρετε» διόρθωσε η Μάρτζι. «Θα σας διευκολύνω».
Η συζήτηση εξελίχθηκε γοργά. Ήταν στην ουσία ένας μονόλογος της Μάρτζι, που είχε κρυμμένα πολλά μέσα στην ψυχή της και βρήκε την αφορμή για να ξεσπάσει. Η περιγραφή των γεγονότων γινόταν γρήγορα, χωρίς σειρά, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Η Τζέιν την άφηνε να συνεχίζει όπως ήθελε, χωρίς να προφέρει λέξη για να μη διακόψει τον ειρμό της. Το ενδιαφέρον της είχε κορυφωθεί.
Η Μάρτζι μιλούσε με υπερένταση και είπε πράγματα που ίσως δε θα έλεγε κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Ήταν όμως η πρώτη φορά που μίλησε τόσο ελεύθερα. Όταν τελείωσε, πήρε μια βαθιά αναπνοή ανακούφισης και κοίταξε κατάματα την Τζέιν με ερωτηματικό ύφος. Η Τζέιν περιορίστηκε να πει:
«Περάσατε πολλά…»
«Δεν είναι τόσο αυτά που πέρασα, όσο το ότι δεν εύρισκα κανένα να μοιραστώ τις σκέψεις μου. Τόσο καιρό προσπαθώ να ξεχάσω αυτές τις εικόνες. Είμαι τόσο μπερδεμένη... Δεν ξέρω. Ίσως θα πρέπει να σας ευχαριστήσω που μου δώσατε αυτήν την ευκαιρία να εκτονωθώ».
Το πρόσωπο της Μάρτζι είχε πάρει μια έκφραση απολογητική.
«Έχετε πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Θα χαρώ να ξανασυναντηθούμε, κάτω από καλύτερες συνθήκες».
«Κι εγώ το ίδιο. Περάστε μεθαύριο για τα αποτελέσματα».
«Ε… Ναι… Εντάξει» είπε αφηρημένη η Τζέιν, που είχε ξεχάσει με ποια πρόφαση πήγε στη μικροβιολόγο. Βγήκε από το εργαστήριο με την αίσθηση ότι η τύχη ήταν δίπλα της.

Από αυτά που είπε η Μάρτζι και με κάποιες άλλες ενδείξεις που είχαν, η Τζέιν και ο Χουάν άρχισαν να σχηματίζουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα τόσο γι’ αυτήν, όσο και για την Ανάντα Βιντασαγκάρ Φέρμαν.
Όταν η Μάρτζι ήταν δεκατεσσάρων ετών είχε χάσει τη μητέρα της. Έξι χρόνια αργότερα ο Φέρμαν ξαναπαντρεύτηκε την κατά είκοσι χρόνια νεότερή του Ανάντα Βιντασαγκάρ. Ήταν η μικρότερη και ωραιότερη από τις τέσσερις αδελφές ενός κατώτερου υπαλλήλου τής υπηρεσίας όπου εργαζόταν. Την είχε γνωρίσει συμπτωματικά, όταν κάποτε είχε αναζητήσει τον αδελφό της στην πρεσβεία.
Ορφανή, δεν είχε προίκα, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία για τον Φέρμαν, που ήδη είχε μεγάλη περιουσία χάρη στη δουλειά του και την πρώτη γυναίκα του. Παρόλο που η Ανάντα δέχτηκε με αγάπη τη Μάρτζι, η προγονή της δεν είδε με καλό μάτι αυτόν τον γάμο. Αργότερα, όταν απέκτησε την οικονομική της ανεξαρτησία, η Μάρτζι έφυγε από το σπίτι.
Οι σχέσεις της με την Ανάντα παρέμειναν τυπικές και έγιναν ακόμα ψυχρότερες μετά τον θάνατο του πατέρα της, που κληροδότησε στην Ανάντα το διατηρητέο σπίτι τους, κοντά στη μικρή λίμνη, στο κέντρο τής πόλης. Για την ίδια απέμειναν μόνο μετοχές εταιρειών, που αργότερα έχασαν το μεγαλύτερο μέρος τής αξίας τους. Η υπόλοιπη περιουσία του είχε εξανεμιστεί, εξαιτίας των άστοχων επενδύσεων που έκανε, παίζοντας στο Χρηματιστήριο.
Από κάποιες λέξεις που ξέφυγαν από το στόμα τής Μάρτζι, η Τζέιν κατάλαβε ότι η εργοδότριά της συμπαραστάθηκε σ’ αυτή μέχρι να ολοκληρώσει τις σπουδές της για  να μπορέσει στη συνέχεια να εργαστεί. Φάνηκε ότι η γιατρός ήταν κάποτε ερωτευμένη με τον Σάιρους Φέρμαν, λίγο μετά τον θάνατο της γυναίκας του, αλλά εκείνος δεν είχε δεχτεί την αγάπη της. Η Τζέιν υπέθεσε ότι αυτός ήταν ο κύριος λόγος για την ψυχρότητα και την αρνητική στάση τής Μάρτζι απέναντι στην Ανάντα και στον πατέρα της.
Τα υπόλοιπα γεγονότα εξελίχτηκαν πρόσφατα. Η Ανάντα για να εξοικονομήσει χρήματα πούλησε σε τιμή ευκαιρίας το νεοκλασικό σπίτι μαζί με τη βαριά του επίπλωση σε μια εργολαβική εταιρεία. Μετακόμισε πριν από έξι μήνες σ’ ένα μικρότερο, στην οδό Σάτι Μαντίρ, στους πρόποδες του λόφου. βορειοδυτικά της λίμνης. Απέναντι απλώνεται ένα μεγάλο τετράγωνο πάρκο πενήντα στρεμμάτων.
Το καινούργιο της σπίτι το επίπλωσε πολύ πιο λιτά, φροντίζοντας όμως να διατηρήσει το παραδοσιακό ινδικό χρώμα. Μερικά από τα αντικείμενα που το διακοσμούσαν τα είχε αγοράσει ακριβά ο άντρας της. Την αξία τους, όμως, η Ανάντα δεν τη γνώριζε και είχε μεταφέρει ό,τι είχε γι’ αυτή συναισθηματική κυρίως αξία. Ανάμεσά τους και το μετάλλιο, που το θεωρούσε έπαθλο ή παράσημο του άντρα της. Το βρήκε μαζί με κάποια ανάλογα μετάλλια, ξεχασμένα ανάμεσα σ’ έναν μεγάλο όγκο εγγράφων, παλιών φωτογραφιών, αποκομμάτων εφημερίδων και εγγλέζικων περιοδικών. Ο Φέρμαν τα είχε φυλαγμένα μέσα σε δύο μεγάλες, δερμάτινες βαλίτσες.