49


«Τζον! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω από κοντά! Δεν το περίμενα. Ακόμα κι όταν μου το είπες από το τηλέφωνο, δυσκολευόμουν να το πιστέψω!»
Αν δεν άκουγε τη φωνή του, ο Ο’ Σάλιβαν θα δυσκολευόταν πολύ να αναγνωρίσει τον φίλο του, ύστερα από τόσα χρόνια που είχε να τον δει. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει εντελώς, είχε βάλει καμιά δεκαριά κιλά κι ο χρόνος χάραξε έντονα σημάδια στο πρόσωπό του. Λίγες στιγμές αργότερα, μόλις βεβαιώθηκε ότι μιλάει στον σωστό άνθρωπο, ο Ο’ Σάλιβαν απάντησε με την ίδια εγκαρδιότητα:
«Και για μένα Μπιλ ήταν κάτι αναπάντεχο. Υπάρχει όμως ακόμα ένας λόγος για την επίσκεψή μου, που θα τον μάθεις αργότερα. Είναι μεγάλη ιστορία και μάλιστα έχει ενδιαφέρον και για σένα».
«Μου κίνησες την περιέργεια. Περί τίνος πρόκειται;»
«Αυτά δε λέγονται στο πόδι. Καλύτερα να πάμε μέσα, να καθίσουμε και να τα πούμε με την ησυχία μας. Πρώτα όμως θα ήθελα ένα ποτήρι νερό. Έχει στεγνώσει το στόμα μου».
«Αμέσως φίλε μου. Εσύ, στο μεταξύ, βολέψου όσο μπορείς καλύτερα».
Στα λίγα λεπτά που ο Γκλέιντ ήταν στην κουζίνα και ετοίμαζε δύο γαλλικούς καφέδες ―θυμόταν ακόμα πώς τον έπινε ο Τζον―, ο Ο’ Σάλιβαν είχε βγάλει από τη βαλίτσα του έναν φάκελο που περιείχε τη σύντομη εργασία του και τον ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα του. Στη συνέχεια τράβηξε από την τσέπη τού γιλέκου του ένα μαύρο βελούδινο σακουλάκι, όπου φύλαγε το ασημένιο μετάλλιο και το έβαλε κάτω από τον φάκελο.
Εκείνη τη στιγμή ο Γκλέιντ επέστρεψε στο σαλόνι και είπε με χαρούμενη διάθεση:
«Σου έφτιαξα τον αγαπημένο σου. Πιες για να ξαναβρείς τη φόρμα σου!»
«Σ’ ευχαριστώ, Μπιλ. Στάσου να πιω πρώτα λίγο νερό και άκουσε πώς έχουν τα πράγματα».
Ο Γκλέιντ ήπιε στο μεταξύ μια γουλιά καφέ και είπε ανυπόμονα:
«Είμαι όλος αφτιά».
«Πριν από δύο εβδομάδες βρέθηκα στη Μουμπάι μαζί μ’ έναν στενό μου φίλο και συνάδελφο από το Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου».
«Υπέροχα! Πολύ θα ήθελα να ήμουν κι εγώ εκεί».
«Σίγουρα. Επειδή ο φίλος μου ενδιαφέρεται για διάφορα συλλεκτικά έργα τέχνης, με πήρε μαζί του, σχεδόν με το ζόρι, σε μια δημοπρασία που γινόταν στο ξενοδοχείο Τατζ Μαχάλ Παλάς».
«Πολύ ενδιαφέρον!»
«Εκεί, καθώς έβλεπα, από περιέργεια περισσότερο, τα αντικείμενα που θα έβγαιναν στη δημοπρασία, έπεσε το μάτι μου σε ένα παράξενο νόμισμα. Έτσι τουλάχιστο μου φάνηκε όταν το πρωτοείδα. Ύστερα όμως από μια πιο προσεκτική εξέταση, έμεινα με το στόμα ανοιχτό!»
«Για ποιο λόγο;»
«Γνωρίζεις βέβαια για την ”Ένδοξη Επανάσταση” του 1688 και τους Επτά Αθανάτους».
«Ασφαλώς».
«Ίσως όμως δε θα γνωρίζεις ότι γι’ αυτούς τους Αθανάτους κόπηκαν εφτά ασημένια μετάλλια».
«Τι;! Εσύ πώς το γνωρίζεις αυτό;»
«Αυτό το “νόμισμα” που είδα, είχε στη μια όψη του το οικόσημο της Οράγγης και το όνομα του Γουλιέλμου Γ’. Στην άλλη όψη είχε ένα προφίλ με τα αρχικά Γ.Κ. Το μόνο πρόσωπο με το οποίο μπόρεσα να συνδέσω αυτά τα γράμματα ήταν ο Γουίλιαμ Κάβεντις.
«Τι κάθεσαι και μου λες εκεί!»
«Κι αν δεν πιστεύεις, μπορείς να το δεις με τα μάτια σου!»
Ο καθηγητής Γκλέιντ σηκώθηκε και πλησίασε γεμάτος περιέργεια. Ο Ο’ Σάλιβαν ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτήν την αντίδραση. Παραμέρισε τον φάκελο και έβγαλε μέσα από τη βελούδινη θήκη το ασημένιο μετάλλιο. Το έβαλε στο χέρι τού Γκλέιντ, που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό θα ήταν αλήθεια. Είχε μείνει άναυδος.
Το κοίταξε και από τις δύο όψεις. Έκανε μεταβολή και πήγε στο γραφείο του για να το εξετάσει καλύτερα. Άναψε τη λάμπα και στερέωσε έναν ειδικό φακό στο μάτι του. Το παρατηρούσε για αρκετή ώρα. Δύο φορές ο φακός κόντεψε να πέσει από το μάτι του, καθώς γλιστρούσε από τον ιδρώτα που έσταζε. Ο Ο’ Σάλιβαν έδειχνε να διασκεδάζει παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του. Τέλος, ο Γκλέιντ σηκώθηκε, έβγαλε τον φακό από το μάτι του, σκούπισε τον ιδρώτα με το μαντίλι του και είπε με ύφος επίσημο:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι γνήσιο και μάλιστα, όπως σωστά υπέθεσες, κομμένο γι’ αυτόν. Τολμώ μάλιστα, με βάση αυτό, να υποθέσω και άλλα γεγονότα».
«Αυτές τις υποθέσεις τις έχω ήδη τολμήσει κι εγώ. Έλα να ρίξεις μια ματιά στην ανακοίνωση που έκανα με αφορμή αυτό το μετάλλιο».
«Έκανες τέτοια εργασία; Πώς και δεν έπεσε στα χέρια μου;»
«Είναι, όπως σου είπα, μια μικρή ανακοίνωση και έγινε πριν από λίγες μόνο μέρες. Προς το παρόν έγινε γνωστή στον στενό πανεπιστημιακό κύκλο μας. Φαίνεται όμως ότι τα νέα διαδίδονται γρήγορα. Αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω πώς έμαθαν κάποιοι γι’ αυτήν και από τότε άρχισαν να γίνονται ενοχλητικοί. Υποστηρίζουν ότι είναι μέχρι και συγγενείς του Κάβεντις! Η ειρωνεία είναι ότι μου έτυχε το μετάλλιο του μόνου που είχε αφήσει απογόνους. Έτσι δεν μπορώ να ξέρω αν κάποιος λέει την αλήθεια και τι σχέση θα μπορούσε να έχει μαζί του».
«Δηλαδή αν κάποιος αποδείξει ότι είναι πράγματι απόγονός του εσύ θα διαπραγματευτείς το μετάλλιο;»
«Θα βρεθώ σε πολύ δύσκολη θέση. Ειλικρινά δεν ξέρω πώς να χειριστώ μια τέτοια κατάσταση».
«Έχει γίνει κανένας ιδιαίτερα φορτικός; Κάποιος που να έχει παρουσιάσει πειστικά επιχειρήματα;»
«Μόνο κάποια Τερέζα Γκόρντον έδειξε ότι ξέρει περισσότερα από τον καθένα. Υποσχέθηκε ότι θα με ξαναεπισκεφθεί σε έναν μήνα».
«Και τι θα κάνεις τότε;»
«Πίστεψέ με, έχω κουραστεί μ’ αυτήν την ιστορία. Προφασίστηκα ότι θέλω να επιβεβαιώσω τη γνησιότητά του και να συμβουλευτώ έναν ειδικό. Αν κι εδώ που τα λέμε δεν είχα κανένα λόγο να αμφιβάλλω γι’ αυτή».
«Εγώ θα σε βοηθήσω» πρότεινε ο Γκλέιντ.
«Δεν μπορώ να φανταστώ πώς».
«Αυτό το μετάλλιο θα γίνει πλαστό».
«Δε σε καταλαβαίνω».
«Στα χέρια σου στο εξής θα κρατάς ένα αντίγραφο του μεταλλίου. Απόλυτα πιστό, αλλά αντίγραφο. Έχω κάποιο γνωστό στη Νέα Υόρκη, μοναδικό καλλιτέχνη».
«Να μια ιδέα! Και το γνήσιο;»
«Το γνήσιο θα μείνει εδώ».
«Πώς δηλαδή;»
«Θα το αγοράσω εγώ!»
Ο Ο’ Σάλιβαν έβαλε τα γέλια.
«Πάντα έλεγες ωραία αστεία!»
«Ποτέ δε μίλησα πιο σοβαρά».
«Δεν περιμένεις, βέβαια, να το αγοράσεις από εμένα».
«Και γιατί όχι;»
«Απλά, γιατί δεν πρόκειται να το πουλήσω!»
«Αγαπητέ μου, για όλα υπάρχει μια τιμή».
«Όχι όμως και γι’ αυτό το μετάλλιο».
«Δε θέλω να σε κουράσω περισσότερο. Διάλεξε έναν αριθμό».
Ο Ο’ Σάλιβαν τελικά συνειδητοποίησε ότι ο Γκλέιντ σοβαρολογούσε. Οι σκέψεις του τώρα θα έπρεπε να ακολουθήσουν καινούργια μονοπάτια, καθώς βρέθηκε απρόοπτα μπροστά σ’ ένα μεγάλο δίλημμα. Από τη μια ήταν η ανεκτίμητη ιστορική αξία και η μοναδικότητα του μεταλλίου που είχε αγοράσει ύστερα από ένα αξέχαστο ταξίδι και δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Από την άλλη ένα μεγάλο ποσό, που θα μπορούσε να γίνει πολύ δελεαστικό, καθώς τον είχε προκαλέσει να το ορίσει ο ίδιος. Επειδή όμως δεν είχε ιδέα μέχρι πόσα μπορούσε να διαθέσει ο φίλος του, βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία για να προχωρήσει στη δεύτερη επιλογή.
Ένας ακόμα λόγος που τον ωθούσε να κλίνει προς την πρόταση του Γκλέιντ ήταν ότι το αντίγραφο που θα κρατούσε στο εξής στα χέρια του θα τον διευκόλυνε σχετικά με τις ολοένα και συχνότερες επισκέψεις. Θα απαλλασσόταν από κάθε ενοχλητικό διεκδικητή, μια και οι εμπειρογνώμονες θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν την πλαστότητά του και τότε θα έπαυε κάθε ενδιαφέρον. 
Από το αδιέξοδο ήρθε να τον βγάλει ο ανυπόμονος Γκλέιντ, που τον έβλεπε τόση ώρα προβληματισμένο και αμίλητο. Διαισθανόταν ότι τώρα είχε το πάνω χέρι.
«Επειδή σε βλέπω σκεφτικό, θα σε βοηθήσω εγώ. Εκατό χιλιάδες δολάρια!»
Ο Ο’ Σάλιβαν τινάχτηκε απότομα, περισσότερο από τη δυνατή φωνή τού Γκλέιντ, παρά από το ποσό που άκουσε. Κοίταξε τον φίλο του κατάματα, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι αυτό που άκουγε ήταν αληθινό. Ο Γκλέιντ επανέλαβε πιο αργά και καθαρά:
«Εκατό χιλιάδες δολάρια! Αρχική τιμή!»
«Καλά έλεγα εγώ ότι αστειεύεσαι!»
«Σου το ξαναλέω ότι δε μου αρέσει να παίζω με κάτι τέτοια. Αν νομίζεις ότι σου δίνω λίγα, πες μου εσύ πόσα θέλεις. Μην ανησυχείς. Η οικονομική μου κατάσταση είναι τέτοια που δεν πρόκειται να μου λείψουν αυτά τα χρήματα. Να είσαι βέβαιος».
«Το ποσό δεν είναι μικρό. Το θέμα είναι ότι είμαι τόσο απροετοίμαστος, που δεν μπορώ να απαντήσω μ’ ένα “ναι” ή μ’ ένα “όχι” αυτήν τη στιγμή».
«Αν το συζητήσουμε λίγο, θα σε βοηθήσει να αποφασίσεις. Ήδη μου έχεις αναφέρει ότι αντιμετωπίζεις διάφορα προβλήματα, εξαιτίας αυτού του μεταλλίου. Μην ξεχνάς ότι όλα αυτά θα λυθούν, ενώ στη θέση του θα βλέπεις ένα πιστότατο ασημένιο αντίγραφο που θα σου χαρίσω. Για σένα έχει περισσότερο σημασία η ιστορική αξία».
«Καλά, αν γίνει τόσο πιστό, όπως λες, δε θα συνεχίσουν να το διεκδικούν οι ενοχλητικοί;»
«Σ’ αυτό δεν έχεις άδικο…  Κάτσε, το βρήκα!»
«Σκέφτηκες κάτι;»
«Είναι προφανές! Είχες μιλήσει για μια ιδιαίτερα ενοχλητική…»
«Ναι, την Τερέζα Γκόρντον».
«Ακόμα κι αν δε σε πείσει για την καταγωγή της και δεν την πείσεις κι εσύ για την πλαστότητά του, θα μπορούσες να της το δώσεις! Είναι το μόνο εύκολο να ξανακάνουμε αντίγραφο. Όποιος σε ενοχλήσει μετά, θα τον παραπέμπεις σ’ εκείνη».
«Πάντως, είναι μια πολύ βιαστική απόφαση. Αν τυχόν αλλάξω γνώμη;»
«Δεν πρόκειται να αλλάξεις. Και αυτό αποδεικνύεται από το ότι ήδη το συζητάς. Πάντως, θα μου πεις την οριστική σου απόφαση σε έναν μήνα, όταν το αντίγραφο θα είναι έτοιμο για να το πάρεις. Στο μεταξύ, εγώ θα σου δώσω την επιταγή».
«Εντάξει, Μπιλ. Ελπίζω αυτό να μη γίνει αιτία για να χαλάσει η φιλία μας. Καλύτερα όμως να μη μου δώσεις από τώρα τα χρήματα. Δε θέλω να νιώθω δεσμευμένος».
«Όπως καταλαβαίνεις. Πάντως, ακόμα κι αν τύχει κάποτε να μετανιώσεις γι’ αυτήν την ανταλλαγή, εγώ θα σου επιστρέψω το γνήσιο, προκειμένου να σ’ έχω φίλο μου».
«Δε νομίζω να χρειαστεί. Εξάλλου, αν αλλάξω γνώμη αυτό θα γίνει πριν περάσει ένας μήνας».
Δε χρειάστηκε να περάσει παρά μόνο μια ώρα προκειμένου να οριστικοποιηθεί η απόφαση του Ιρλανδού καθηγητή. Μια ακόμα δικαιολογία που βρήκε για τον εαυτό του ήταν ότι δε θα ήθελε να δυσαρεστήσει τον φίλο του. Ο Γκλέιντ είχε δίκιο, τουλάχιστο σ’ αυτήν την περίπτωση, όταν είπε ότι για “όλα” υπάρχει μια τιμή.