27


«Τζέιν! Δεν το πιστεύω!»
Ούτε βέβαια η Τζέιν πίστευε στα μάτια της, όταν είδε να την χαιρετάει τόσο εγκάρδια μια άγνωστη κοπέλα, πλησιάζοντας με ανοιχτή την αγκαλιά. Τη φωνή εκείνη την είχε ξανακούσει. Προσπάθησε να διακρίνει πίσω από τα μεγάλα γυαλιά ηλίου τα χαρακτηριστικά της, αλλά το μόνο που είδε ήταν το δικό της πρόσωπο να καθρεφτίζεται πάνω τους.
Από τη δύσκολη θέση βγήκε γρήγορα, καθώς η άγνωστη νέα κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν δυνατόν η Τζέιν να τη γνωρίσει. Όχι τόσο γιατί πέρασαν χρόνια από τότε που συναντήθηκαν για τελευταία φορά, όσο γιατί δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα την έβλεπε έξω από τα καταστήματα και τις καφετερίες της πλατείας Καταλονίας. Φανερώνοντας το πρόσωπό της, η Τζέιν δοκίμασε μια ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη.
«Έλεν! Πώς βρέθηκες εδώ;!»
«Εδώ μένω. Άσε, έχω πολλά να σου πω και σίγουρα θα έχεις κι εσύ. Έχεις τώρα κάποιο ραντεβού;»
«Όχι, βγήκα για να χαζέψω λίγο στην αγορά. Εσύ; Για ψώνια;»
«Ναι, αλλά τελείωσα. Μια κι έχεις ώρα, δεν πάμε μέχρι την καφετερία, εδώ δίπλα, να τα πούμε;»
«Και το ρωτάς;» Πόσα χρόνια… συλλογίστηκε η Τζέιν.

Για μια ακόμα φορά αποδείχτηκε ότι ο κόσμος είναι μικρός. Η Έλεν, παλιά συμμαθήτρια της Τζέιν, είχε φύγει με την οικογένειά της από την Αγγλία πριν από λίγα χρόνια και εγκαταστάθηκε στην Ισπανία, όπου ήρθε να εργαστεί ο πατέρας της. Έναν χρόνο πριν φύγει από την Αγγλία, είχε παντρευτεί τον Τζον Φέρμαν, έναν νέο πιλότο από το Κάρντιφ, αλλά δυστυχώς αυτός σκοτώθηκε τέσσερις μήνες μετά τον γάμο τους. Η Έλεν ήταν απαρηγόρητη. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που ο πατέρας της προτίμησε να εργαστεί στην αντιπροσωπεία της επιχείρησης στην Ισπανία, παρόλο που δεν το είχε αναφέρει ποτέ καθαρά. Η αλλαγή παραστάσεων αποδείχτηκε σωτήρια. Πιο σύντομα απ’ όσο έλπιζε, η Έλεν παρηγορήθηκε και ξαναβρήκε
τη χαρά τής ζωής. Γνώρισε και παντρεύτηκε έναν Ισπανό, υπάλληλο στο τελωνείο τής Βαρκελώνης. Έμενε στο τέλος τής οδού Γκράθια, που αρχίζει από την πλατεία Καταλονίας, απ’ όπου ξεκινούν και άλλοι πολυσύχναστοι δρόμοι.
Η Τζέιν διηγήθηκε κι αυτή με τη σειρά της τα πιο σημαντικά γεγονότα από τις εξελίξεις στη ζωή της. Δεν μπορούσε βέβαια μέσα σ’ αυτήν τη λίγη ώρα να αναφερθεί σε λεπτομέρειες και να εξιστορήσει όλες τις περιπέτειές της, πράγμα που τόσο θα ήθελε. Τέτοιες ευκαιρίες τής δόθηκαν όμως σύντομα. Δυο μέρες αργότερα, η Έλεν την επισκέφτηκε για να γνωρίσει την καινούργια της οικογένεια. Και οι δυο αισθάνονταν μια ιδιαίτερη χαρά που ύστερα από τόσο καιρό συνάντησαν μια παλιά, καλή φίλη. Από τότε βλέπονταν συχνά, μιλούσαν ολοένα και περισσότερο για την προσωπική τους ζωή και οι σχέσεις τους συσφίχτηκαν. Εξάλλου, χάρη στην Έλεν και τις γνωριμίες της, ο κοινωνικός κύκλος τής Τζέιν έγινε ακόμα μεγαλύτερος.
Η Έλεν είχε πάθος με την ισπανική κουζίνα, ιδίως την καταλανική, που φημίζεται για τις μοναδικές γεύσεις της, τη φαντασία των σεφ και την ποικιλία των συστατικών που χρησιμοποιεί. Πήγαινε μαζί με την Τζέιν στα γνωστότερα εστιατόρια της πόλης, προτρέποντάς την να δοκιμάζει ολοένα και περισσότερο τις τοπικές σπεσιαλιτέ. Έμαθε πολλά γαστριμαργικά μυστικά στη φίλη της για  να ευχαριστεί ακόμα περισσότερο τον Χουάν και να έχει μια επιπλέον ευχάριστη απασχόληση στον ελεύθερο χρόνο της.


Η Τζέιν, ύστερα απ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα απουσίας από το Μπράιτον, αποφάσισε ότι ήρθε ο καιρός να επισκεφθεί για λίγες μέρες την πατρίδα της. Ένα πράγμα που είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτήν ήταν το μετάλλιο που βρισκόταν στο σπίτι της. Ήθελε να το πάρει, να το φέρει στη Βαρκελώνη κοντά της και να το προσθέσει στα υπόλοιπα. Αυτός ήταν και ο σημαντικότερος λόγος που προγραμμάτισε ένα σύντομο ταξίδι μαζί με τον Χουάν, που θα είχε παράλληλα την ευκαιρία να γνωρίσει τον τόπο της. Ο Χουάν μόλις είχε ολοκληρώσει από την πλευρά του την εργασία και περίμενε μόνο να προσθέσει τα τελικά συμπεράσματα από τους γεωλόγους συναδέλφους του για να τη δημοσιεύσει. Ήταν επομένως εκείνη την περίοδο μια ιδανική ευκαιρία για να κάνει ένα ευχάριστο διάλειμμα.
Ο καιρός βοήθησε πολύ και ο καθαρός ουρανός τού Μπράιτον δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από τον μεσογειακό τής Ισπανίας. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά αυτόν πρόσεχαν οι δύο νέοι.
Το πρώτο πράγμα για το οποίο ενδιαφέρθηκε ο Χουάν μόλις πέρασε το κατώφλι τού σπιτιού τής Τζέιν, ήταν να αγγίξει με τα χέρια του το μετάλλιο του Ρίτσαρντ Λάμλεϊ, Δούκα τού Σκάρμπροου. Το κρατούσε και το περιεργαζόταν αρκετή ώρα, με φανερή συγκίνηση. Ακόμα ένα! Στράφηκε ύστερα προς την Τζέιν και της είπε με πεποίθηση:
«Είμαι βέβαιος ότι σύντομα θα τα έχουμε όλα!»
Ένα ακόμα πράγμα που τράβηξε την προσοχή του ήταν οι πάπυροι από τα φύλλα τού φοίνικα με τα ιερογλυφικά ρονγκορόνγκο, που είχε η Τζέιν.
«Τέτοια δέντρα δεν υπάρχουν πια στο νησί. Έχουν εξαφανιστεί εδώ και τουλάχιστο τριακόσια χρόνια. Ένα παρόμοιο είδος φοίνικα, το Jubaea chilensis, ευδοκιμεί στη Νότια Αμερική, αλλά ο πάπυρος που κρατάς μπορεί να είναι από άλλο είδος. Ίσως, αν κάνουμε κάποιες βιοχημικές και γενετικές αναλύσεις, μπορέσουμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Τώρα που βρήκαμε το μετάλλιο, ενδιαφέρομαι για το φυτό και ως βοτανολόγος».
«Ο ρώσος καθηγητής Βλαντιμίρ Ράστιν είχε πάρει κι αυτός ένα κομματάκι από τον πάπυρο για  διαφορετικούς λόγους, βέβαια. Έδειξε περισσότερο εντυπωσιασμένος παρά προβληματισμένος, αλλά παράλληλα και ικανοποιημένος, καθώς έδειξε να πείθεται για την αυθεντικότητα των χειρογράφων».
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Χουάν γνώρισε την Κέιτ, την πιο στενή φίλη τής Τζέιν. Η Κέιτ είχε προχωρήσει αρκετά στη σχέση της με τον Σαμ και σκεφτόταν, όπως εκμυστηρεύτηκε στην Τζέιν, να την επισημοποιήσει σύντομα. Η Τζέιν τής εξιστόρησε με τη σειρά της τις περισσότερες περιπέτειές της. Περιέγραψε λεπτομερώς πώς γνώρισε τον Χουάν, πόσο γρήγορα τον ερωτεύτηκε, καθώς και την απόφασή της να εγκατασταθεί στην Ισπανία, αφού είχε βρει εκεί τη θαλπωρή σ’ ένα ιδανικό οικογενειακό περιβάλλον.
Παρ’ όλ’ αυτά, απέφυγε να σχολιάσει οποιοδήποτε γεγονός είχε σχέση με την υπόθεση των μεταλλίων. Ανέφερε μόνο ότι βρήκε τη σαρκοφάγο τού Εϊρό και έμαθε ελάχιστα μόνο ακόμα πράγματα για τη ζωή του, αφού οι περισσότεροι ιθαγενείς δεν τον γνώριζαν και το όνομά του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Όταν θα είχε τον χρόνο, θα ξεκινούσε συστηματικά μαθήματα γαλλικών και με την πρώτη ευκαιρία θα ξαναπήγαινε στη Γαλλία για να κάνει μια πιο λεπτομερή έρευνα για τον ιεραπόστολο. Ένιωθε ότι τη δένει μ’ αυτόν κάτι περισσότερο.
Την επόμενη μέρα η Τζέιν πήγε στην εταιρεία που εργαζόταν και συνάντησε τον Μαρκ Σέλαρ. Καθώς οι σχέσεις της με τον εργοδότη της ήταν άριστες, ένιωσε ότι σχεδόν προδίδει αυτήν τη συνεργασία. Ο Μαρκ όμως έδειξε απόλυτη κατανόηση.
«Ήταν κάτι που αργά ή γρήγορα περίμενα να συμβεί, Τζέιν. Κάποτε θα παντρευόσουν ή θα εύρισκες μια καλύτερη ευκαιρία για την επαγγελματική σου σταδιοδρομία. Ήξερα ότι η πιθανότητα να φύγεις ήταν μεγάλη, ιδίως ύστερα από την περιουσία που απέκτησες. Δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριέσαι. Εκτός από συνεργάτες είμαστε και φίλοι, όπως και θα παραμείνουμε. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο».
«Σας ευχαριστώ πολύ. Πιστέψτε με, ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση για μένα. Πάντα θα σας σκέφτομαι» είπε συγκινημένη η Τζέιν.
Το σπίτι όπου έμενε δεν μπορούσε να το αφήσει για την ώρα. Εκτός από τα πρώτα πράγματα που διάλεξε για να πάρει μαζί της, μέσα είχε μια ολόκληρη, πνευματική κυρίως, περιουσία την οποία θα έφερνε στη νέα της εστία αργότερα, με τη βοήθεια του Χουάν. Χρειαζόταν εξάλλου και τον απαραίτητο χρόνο για να αποφασίσει τι θα έπαιρνε από εκεί.
Στη συνέχεια πήγε στον δικηγόρο Σίμπσον, τον οποίο εξουσιοδότησε να πουλήσει το σπίτι τής θείας της. Εκείνος υποσχέθηκε να φροντίσει την υπόθεση και να την ειδοποιήσει μόλις θα βρισκόταν ο ενδιαφερόμενος αγοραστής. Από την κινητή περιουσία τής θείας της, αποφάσισε να κρατήσει μόνο τα βιβλία που την ενδιέφεραν και μερικά αντικείμενα που είχαν συναισθηματική κυρίως αξία γι’ αυτή.

Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή τους από την Αγγλία, ήρθε η ώρα για να παρουσιάσει ο Χουάν την εργασία του. Η συνεργασία του με τους υπόλοιπους συναδέλφους του ήταν άψογη και άφησε στον επιστημονικό κύκλο άριστες εντυπώσεις. Ο καθηγητής τού είπε ότι το μακρινό ταξίδι που έκανε άξιζε τον κόπο. Ο Χουάν σκεφτόταν ότι η αξία αυτού του ταξιδιού ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη γι’ αυτόν απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί ο καθηγητής.


Η ημερομηνία για τη διευθέτηση της εκκρεμότητας που είχαν στο Βαλπαραΐζο, εξαιτίας εκείνης της δόλιας πλεκτάνης, πλησίαζε. Παρόλο που δεν ήταν ένοχοι και τους συνόδευε ένας άριστος δικηγόρος, γνωστός τού πρεσβευτή τής Χιλής στην Ισπανία, είχαν πολύ άγχος.
Ξεκίνησαν από τη Βαρκελώνη στις 26 Μαρτίου, νωρίς το πρωί και έφτασαν στο Βαλπαραΐζο το απόγευμα. Η δίκη άρχισε στις δέκα το πρωί τής επόμενης μέρας και ήταν σύντομη. Δεν εμφανίστηκε κανένας μάρτυρας κατηγορίας και ο ξενοδόχος που κλήθηκε να καταθέσει παραδέχτηκε ότι πήρε χρήματα για να παρακολουθεί το ζευγάρι, ύστερα από τις πληροφορίες που του έδωσε κάποιος “Χοσελίτο” για εμπόριο ναρκωτικών. Ήταν το μόνο που θυμόταν, αλλά αυτό το τόσο κοινό όνομα ουσιαστικά δεν αποτελούσε στοιχείο. Εξάλλου, σύμφωνα με την περιγραφή, ο πληροφοριοδότης ήταν ανήλικος, πράγμα που θα τον έκανε λιγότερο αξιόπιστο.
Καθώς η κατάθεση του ξενοδόχου δεν επαρκούσε, το δικαστήριο δε βρήκε ενοχοποιητικά στοιχεία για τον Χουάν και την Τζέιν και τους απάλλαξε “λόγω αμφιβολιών”. Όσο κι αν το αποτέλεσμα της δίκης ήταν αναμενόμενο, δοκίμασαν μεγάλη ανακούφιση. Ύστερα απ’ αυτό, όλοι θέλησαν να γυρίσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στην πατρίδα τους, αφήνοντας πίσω τους εκείνη τη σκοτεινή ανάμνηση.
Μόνο ο Χουάν ζήτησε μια μικρή πίστωση χρόνου για  να τακτοποιήσει κάτι τελευταίο. Παρ’ όλες τις πιέσεις που είχε στη Βαρκελώνη, δεν είχε ξεχάσει τον Νίνο. Τήρησε την υπόσχεση που του είχε δώσει και τον επισκέφθηκε στη χασιέντα των αδελφών Ντελγκάντο.
Ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση όταν έμαθε ότι ο Νίνο Εσγριμιδόρ προσαρμόστηκε απόλυτα στο νέο του περιβάλλον. Τον χαιρέτισε θερμά και του έδωσε ένα πιστό αντίγραφο του μεταλλίου, που είχε παραγγείλει σε γνωστό του χρυσοχόο. Ο ίδιος δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο χρήσιμος θα ήταν ο ίδιος χρυσοχόος, μερικούς μήνες αργότερα.
Πέταξαν με την πρώτη πρωινή πτήση τής επόμενης ημέρας και έφτασαν στο σπίτι τους ανακουφισμένοι, ύστερα από τη σύντομη αυτήν περιπέτεια.
Η Τζέιν συναντήθηκε με την Έλεν το άλλο μεσημέρι, στην αρχή τής λεωφόρου Λα Ράμπλα, όπου είχαν δώσει ραντεβού για  να της πει τα νέα της από τη Χιλή. Από τότε που ξαναβρέθηκε με την παλιά συμμαθήτριά της, αλλά και με τις καινούργιες φίλες που αποκτά, περπατάει συχνά σ’ αυτήν τη λεωφόρο που διασχίζει τη Βαρκελώνη. Της αρέσει πιο πολύ η ιδιαιτερότητα που έχει, καθώς χωρίζεται σε πέντε τμήματα, καθένα από τα οποία έχει το δικό του χρώμα και αντιπροσωπεύει κι ένα διαφορετικό κομμάτι της καταλανικής πρωτεύουσας.
Η φίλη της γνώριζε με λεπτομέρειες το περιστατικό που είχε συμβεί πριν από δυο μήνες στο Βαλπαραΐζο. Κατά τη γνώμη της όλα θα εξελίσσονταν ομαλά και προσπαθούσε συνεχώς να πείσει την Τζέιν να μην ανησυχεί. Έτσι, χάρηκε πολύ όταν έμαθε ότι δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα και όλα τελείωσαν όπως είχε προβλέψει.
Είχαν ήδη περάσει πέντε μήνες από τότε που πέθανε η Ντόροθι Σμιθ. Η Τζέιν με όλα αυτά τα γεγονότα και τη νέα ζωή της, τη θυμόταν όλο και πιο αραιά.