48


Βλέποντας κάποιος τον Ο’ Σάλιβαν θα μπορούσε αμέσως να τον χαρακτηρίσει “καθηγητή”. Πενήντα πέντε χρονών, μάλλον κοντός, με λιγοστά γκρίζα μαλλιά, στρογγυλά διπλεστιακά γυαλιά σε χρυσό σκελετό και σκούρο κοστούμι, με τη γραβάτα άψογα δεμένη. Περπατάει κρατώντας συνήθως έναν καφέ δερμάτινο χαρτοφύλακα, πάντοτε με το ίδιο βήμα, τόσο όταν κάνει περίπατο όσο και όταν θέλει να προλάβει το τρένο.
Ο ενθουσιασμός του, όταν έβγαλε τα πρώτα συμπεράσματα από το μετάλλιο που απέκτησε, τον ώθησε να τα ανακοινώσει αμέσως, με μια σύντομη εργασία του στον επιστημονικό του κύκλο. Ανακαλύπτοντας από τα γράμματα του μεταλλίου την ταυτότητα της απεικονιζόμενης προσωπικότητας, έθιξε, με βάση τη λογική, την ενδεχόμενη ύπαρξη έξι ακόμα παρόμοιων μεταλλίων.
Όσο συνοπτική κι αν ήταν αυτή η αναφορά, σύντομα έκανε τον γύρο τού ιστορικού επιστημονικού κόσμου και όχι μόνο. Πέντε μόνο μέρες μετά την ανακοίνωση, ο καθηγητής δέχτηκε στο γραφείο του μια απρόσμενη επίσκεψη.
«Ο κύριος Ο’ Σάλιβαν;»
«Μάλιστα. Με ποια έχω την τιμή…»
«Λέγομαι Τερέζα Γκόρντον. Είχα χθες την τύχη να διαβάσω την αξιόλογη εργασία σας με θέμα τα μετάλλια της ”Ένδοξης Επανάστασης”. Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα. Πώς κατορθώσατε να συγκεντρώσετε τόσα στοιχεία γι’ αυτήν την άγνωστη πτυχή ενός τόσο σημαντικού ιστορικού γεγονότος;»
Η κυρία που συστήθηκε ως Τερέζα Γκόρντον δεν ήταν παραπάνω από τριάντα χρονών. Αν την έβλεπε κανείς, ίσως δε θα μπορούσε να τη συνδέσει με έναν άνθρωπο που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τέτοια θέματα. Από πάνω μέχρι κάτω το ντύσιμό της ήταν εξεζητημένο έως εκκεντρικό. Τα καφεκόκκινα μαλλιά της ήταν υπερβολικά κοντά, οι άσπρες μπότες της υπερβολικά ψηλές, φορούσε τρία σκουλαρίκια μόνο στο ένα αφτί και το άρωμά της είχε φτάσει στο γραφείο τού καθηγητή πριν ακόμα περάσει την είσοδο. Παρ’ όλ’ αυτά, ο καθηγητής την υποδέχτηκε όπως θα υποδεχόταν έναν συνάδελφο.
«Παρακαλώ, καθίστε. Είναι μεγάλη ιστορία, κυρία Γκόρντον».
«Δε θέλω να κάνω κατάχρηση του χρόνου σας. Μόνο να μου δώσετε μια ιδέα για τις πηγές σας. Δεν πιστεύω να είναι απόρρητες».
Η Γκόρντον έδειχνε να θέλει να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε και μάλιστα πολύ γρήγορα. Φαινόταν καλλιεργημένη και ο χαμηλός τόνος τής φωνής της ισορροπούσε το μάλλον επιθετικό ύφος της. Ο Ο’ Σάλιβαν άρχισε να λέει απρόθυμα:
«Πριν από έναν μήνα ταξίδεψα στην Ινδία μαζί με έναν συνάδελφο και φίλο μου. Πήγαμε στο Πανεπιστήμιο της Μουμπάι για να αναζητήσουμε τυχόν αδημοσίευτες εργασίες Ινδών ιστορικών, που αναφέρονταν σε γεγονότα τής περιόδου τού  μεσοπολέμου. Συμπτωματικά, εκείνες τις ημέρες γινόταν στο ξενοδοχείο μας μια δημοπρασία, στην οποία επέμενε να πάμε. Συμφώνησα περισσότερο από περιέργεια.
»Η επίσκεψη αποδείχτηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτός αγόρασε μερικά νομίσματα του δέκατου ένατου αιώνα για να πλουτίσει τη συλλογή του. Εγώ με τη νομισματολογία ασχολούμαι ερασιτεχνικά, αλλά δεν είμαι φανατικός συλλέκτης. Μ’ αυτήν όμως την ευκαιρία αγόρασα κι εγώ δυο τρία νομίσματα σε καλές τιμές, όπως με βεβαίωσε και ο φίλος μου.
»Το καλύτερο όμως ήταν όταν το μάτι μου έπεσε σ’ αυτό το μετάλλιο, που παρόμοιό του δεν είχα ξαναδεί. Το όνομα του Γουλιέλμου Γ’ στη μια του όψη, μου τράβηξε την προσοχή. Το αγόρασα κυρίως από επιστημονικό ενδιαφέρον, γιατί ακόμα κι αν ήταν πλαστό θα ήταν χρήσιμο για μια παραπέρα μελέτη. Από την έρευνα που έκανα, κατέληξα στη θεωρία που διαβάσατε. Για τη γνησιότητά του, όμως, εξακολουθώ να αμφιβάλλω, παρόλο που η περιεκτικότητά του σε ασήμι απ’ όσο έμαθα αγγίζει το 90%».
«Τι είναι εκείνο που σας κάνει να νομίζετε ότι δεν είναι γνήσιο;»
«Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κανένα ιστορικό στοιχείο που να συνδέεται με την ύπαρξη κάποιου παρόμοιου μεταλλίου. Αν βρισκόταν ένα που να μοιάζει έστω και λίγο με αυτό ή μια σχετική αναφορά, τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά».
«Θα μπορούσα να του ρίξω μια ματιά; Να μορφώσω κι εγώ μια γνώμη;»
«Δυστυχώς δεν το έχω εδώ».
«Περίεργο. Θα περίμενα να το έχετε στον χώρο που εργάζεστε».
«Θα ήταν, βέβαια, λογικό. Η ειδικότητά μου όμως είναι διαφορετική. Όπως σας είχα πει, με τα νομίσματα ασχολούμαι τον ελεύθερο χρόνο μου και γι’ αυτόν τον λόγο τώρα βρίσκεται στη μικρή συλλογή μου».
«Κύριε καθηγητά, θα σας μιλήσω χωρίς περιστροφές. Ενδιαφέρομαι να αποκτήσω το συγκεκριμένο μετάλλιο».
Ο Ο’ Σάλιβαν δεν αιφνιδιάστηκε. Ήταν κάτι που είχε ξανακούσει, όχι μόνο γι’ αυτό το μετάλλιο, αλλά και για άλλα σπάνια νομίσματα, που κατά καιρούς είχαν περάσει από τα χέρια του.
«Δεν είστε η μόνη. Προηγήθηκαν και άλλοι συλλέκτες που με πίεσαν να το δώσω, μόλις έμαθαν την ύπαρξή του και την πιθανή ιστορία του. Λυπούμαι, αλλά πρέπει να το κρατήσω, γιατί θέλω να ζητήσω και τη γνώμη κάποιου πιο ειδικού από μένα γι’ αυτό».
«Θα επιμείνω κύριε καθηγητά. Μπορώ να σας προσφέρω περισσότερα από τον καθένα».
Ο καθηγητής παραξενεύτηκε ακούγοντας τη νεαρή κυρία που ισχυριζόταν ότι έχει τόσο μεγάλη οικονομική άνεση αλλά περισσότερο για το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειχνε. Ρώτησε με περιέργεια:
«Μπορώ να μάθω τι είναι εκείνο που σας κάνει να το θέλετε τόσο πολύ;»
«Κόπηκε για έναν πρόγονό μου. Θεωρώ ότι κατά κάποιο τρόπο μού ανήκει».
«Είπατε πρόγονό σας; Απ’ ό,τι γνωρίζω, κανένα γενεαλογικό δέντρο των Αθανάτων δε φτάνει μέχρι σήμερα».
Ο Ο’ Σάλιβαν γνώριζε ασφαλώς κάθε λεπτομέρεια των γενεαλογικών δέντρων των Επτά Αθανάτων. Χειρίστηκε έτσι το θέμα για να δει κατά πόσο αυτό το γνώριζε η Γκόρντον και αν θα επιμείνει ύστερα από αυτήν την παραπλανητική πληροφορία. Ήταν παράλληλα ένας ελιγμός για να κλείσει εκείνη τη συζήτηση.
«Εδώ κάνετε λάθος. Αν τα μελετήσετε πιο προσεκτικά, θα δείτε ότι έχω δίκιο».
«Εν πάση περιπτώσει, αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να το δώσω σε κανένα. Στο μέλλον, όταν θα συγκεντρώσω περισσότερα στοιχεία, ίσως τα πράγματα να είναι διαφορετικά».
«Δε θα σας πιέσω περισσότερο αυτήν τη στιγμή. Θα σας ξαναενοχλήσω ακριβώς σε έναν μήνα. Φροντίστε μέχρι τότε να μην το δώσετε πουθενά. Αν στο μεταξύ αλλάξετε γνώμη, ενημερώστε πρώτα εμένα. Να θυμάστε όλα όσα σας είπα. Ορίστε η κάρτα μου. Προσέξτε να μην τη χάσετε».
«Μείνετε ήσυχη κυρία Γκόρντον».
Ο Ο’ Σάλιβαν μπήκε σε σκέψεις. Η κυρία Γκόρντον φαινόταν ενημερωμένη και αρκετά αξιόπιστη. Στο μεταξύ, τα τηλεφωνήματα που γίνονταν στο γραφείο του και σχετίζονταν με τη δημοσίευσή του, πύκνωσαν περισσότερο. Το ίδιο και οι επισκέψεις. Άρχισε να κουράζεται με την όλη ιστορία και σχεδόν μετάνιωσε που βιάστηκε να γνωστοποιήσει τα συμπεράσματά του.
Δύο μέρες μετά την επίσκεψη της υποτιθέμενης απογόνου τού Κάβεντις, σηκώθηκε και εγκατέλειψε πρωί πρωί το Δουβλίνο. Στη γραμματέα του άφησε μήνυμα ότι θα λείψει, άγνωστο για πόσο, μέχρι να ξαναβρεί την ηρεμία του. Θα τηλεφωνούσε για να ενημερώνεται για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά που είχαν σχέση με την υπόθεση του μεταλλίου.


Το Πρίνστον είναι ένα από τα πιο γνωστά πανεπιστήμια όχι μόνο της Αμερικής, αλλά και όλου τού κόσμου. Οι προδιαγραφές του είναι εξαιρετικά υψηλού επιπέδου. Καταλαμβάνει μια έκταση είκοσι πέντε χιλιάδων περίπου στρεμμάτων, στο κέντρο τής μικρής ομώνυμης πόλης τού Νιου Τζέρσεϊ. Σήμερα σπουδάζουν εκεί γύρω στους εφτά χιλιάδες φοιτητές και εργάζονται περισσότερα από χίλια εκατό άτομα ως διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αϊνστάιν, τα τελευταία χρόνια της καριέρας του, δίδαξε σ’ αυτό το πανεπιστήμιο.

Ο καθηγητής Μπιλ Γκλέιντ δίδασκε Ρωμαϊκή Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, μέχρι πριν από δύο χρόνια. Σήμερα περιορίζεται σε ερευνητικό έργο, συνδέοντας τα καινούργια δεδομένα που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη με την Ιστορία. Έγραψε και γράφει βιβλία, ιστορικά και λογοτεχνικά, που οι πωλήσεις τους έχουν αυξήσει κατά πολύ την περιουσία του. Ο ίδιος αφιέρωσε μεγάλο μέρος τής ζωής του ταξιδεύοντας σε όλες τις χώρες που απλωνόταν η πάλαι ποτέ κραταιά Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τη νότια Αγγλία μέχρι τη Μέση Ανατολή.
Σ’ ένα από τα πρώτα πολυήμερα ταξίδια του, περπατώντας σκυφτός ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας Καρχηδόνας, σχεδόν σκόνταψε πάνω στον Ο’ Σάλιβαν. Οι δύο επιστήμονες γνωρίστηκαν και από τότε συνδέθηκαν με στενή φιλία. Ο Ο’ Σάλιβαν τον είχε επισκεφθεί στο Πρίνστον δύο φορές, αλλά από την τελευταία πέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια. Δεν έπαψαν ωστόσο να επικοινωνούν ο ένας με τον άλλο, έστω και αραιά, από το τηλέφωνο ή το διαδίκτυο.

Μην αντέχοντας όλη αυτήν την ασφυκτική πίεση που δεχόταν τις τελευταίες ημέρες, ο Ο’ Σάλιβαν αποφάσισε να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν για  να ξαναβρεί την ηρεμία που επιθυμούσε. Καθώς έψαχνε στον χάρτη για να βρει το μέρος τού κόσμου που θα αποτελούσε γι’ αυτόν το πιο ήσυχο καταφύγιο, θυμήθηκε τον Αμερικανό συνάδελφό του, παρόλο που είχε να τον δει τόσο καιρό. Αν και για μια στιγμή δίστασε, τον πήρε στο τηλέφωνο.
«Πόσο χαίρομαι που σ’ ακούω Τζον! Πώς και με θυμήθηκες; Πάνω από έναν μήνα έχω να σ’ ακούσω!»
«Κι εγώ σ’ αποθύμησα Μπιλ! Έχω αρκετές μέρες ελεύθερο χρόνο κι έλεγα να έρθω για να τα πούμε από κοντά. Χρειάζομαι χαλάρωση ύστερα από τόση ένταση και κούραση που είχα τον τελευταίο καιρό».
«Αυτή κι αν είναι έκπληξη! Θα χαρώ πολύ να σε δω! Για πότε λες;»
«Πολύ σύντομα. Ίσως “πετάξω” και αύριο αν βρω θέση. Αυτό που θα ήθελα να κάνεις για μένα είναι να μου βρεις ένα καλό ξενοδοχείο στο Πρίνστον».
«Αυτό αποκλείεται! Ύστερα από τόσα χρόνια που έχουμε να ιδωθούμε; Θα μείνεις μαζί μου!»
«Μα, δε γίνεται. Δεν μπορώ να αναστατώσω εσένα και την οικογένειά σου για τόσες μέρες».
«Α! Το ξέχασα! Μένεις ακόμα μ’ εκείνες τις παλιές εικόνες! Από τότε άλλαξαν πολλά πράγματα, φίλε μου. Εγώ σου τα λέω από το τηλέφωνο, αλλά εσύ αν δεν τα δεις, δεν μπορείς να καταλάβεις! Τώρα οι γιοι μου μεγάλωσαν. Είναι είκοσι έξι και είκοσι τεσσάρων χρονών και, όπως σου είχα πει, σπούδασαν και οι δύο μηχανολόγοι μηχανικοί. Πριν από μερικούς μήνες έφυγαν από ’δώ και εργάζονται στη Νέα Υόρκη. Η γυναίκα μου ―ξέρεις τώρα τις μανάδες― τους πήρε από πίσω. Τον περισσότερο καιρό είναι κοντά τους για  να τους βοηθάει στο νοικοκυριό. Έτσι μ’ άφησαν μόνο κι έρημο με τη δουλειά μου. Το σπουδαιότερο, όμως, δε θυμάμαι να σου το έχω πει».
«Ποιο δηλαδή;»
«Εγώ έχω καιρό που έφυγα από το Πρίνστον».
«Αλήθεια;! Πού μένεις;»
«Πριν από χρόνια είχα αγοράσει ένα κτήμα κοντά σ’ ένα μεγάλο φυσικό πάρκο, πενήντα χιλιόμετρα μακριά από το πανεπιστήμιο. Αποφάσισα να χτίσω εκεί ένα σπίτι για να βρίσκομαι κοντά στην πανέμορφη λίμνη του. Ξέρεις πόσο μ’ αρέσει και το ψάρεμα. Τώρα που θα έρθεις, θα πηγαίνουμε μαζί τα απογεύματα».
Όλα αυτά ακούγονταν πολύ όμορφα στον Ο’ Σάλιβαν. Μέσα του όμως αισθανόταν ότι θα γινόταν βάρος. Πριν συνεχίσει ο Γκλέιντ, πρόλαβε να πει.
«Εγώ, Μπιλ, έχω τις συνήθειές μου, για να μην πω τις παραξενιές μου. Θα αισθάνομαι πολύ άβολα μέσα στα πόδια σου».
«Ανοησίες! Το λες γιατί δεν έχεις δει το καινούργιο σπίτι μου! Στην πραγματικότητα είναι τρία ανεξάρτητα σπίτια, το ένα κοντά στο άλλο. Το προτίμησα έτσι, γιατί καθώς τα παιδιά είχαν μεγαλώσει, ήθελε το καθένα την ανεξαρτησία του. Τότε βέβαια δε φανταζόμουν πώς θα έφευγαν τόσο μακριά, ή τουλάχιστο έτσι ήθελα να πιστεύω. Τώρα έμειναν σχεδόν άδεια, καθώς τα περισσότερα πράγματα τα πήραν μαζί τους. Θα μείνεις λοιπόν σ’ ένα απ’ αυτά. Όποτε έχεις διάθεση θα έρχεσαι στο δικό μου, ακριβώς δίπλα, και θα τα λέμε».
«Ας είναι, Μπιλ. Πάντως, δε θέλω να σου προκαλέσω την παραμικρή ενόχληση».