55


Ο Ισπανός μοναχός Βενέδικτος Ιερώνυμος Φειχόο ι Μοντενέγκρο ήταν παράλληλα και ένας σχολαστικός φιλόσοφος, που έζησε από το 1676 μέχρι το 1764. Προσπάθησε με την επιστήμη και την εμπορική σκέψη να αποτινάξει τις δεισιδαιμονίες και τη μυθολογία που είχαν περιβάλει το λαό.
Δώδεκα χρονών εντάχθηκε στο τάγμα των Βενεδικτίνων μοναχών. Σπούδασε Θεολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Οβιέδο. Το έργο του ήταν πολυμερές. Έγραψε από ιατρικά βιβλία μέχρι θεατρικά έργα.
Το λιγοσέλιδο βιβλίο που ξεφύλλιζε έκπληκτος ο Χουάν ήταν ένα από τα χειρόγραφά του.
«Δε είναι ακριβώς ημερολόγιο» σχολίασε ο καθηγητής, όταν τελείωσε το διάβασμα της πρώτης σελίδας ο Χουάν. «Όπως καταλαβαίνετε, εδώ έχει άλλου είδους πληροφορίες. Είναι περισσότερο υποκειμενικές εντυπώσεις ενός ναύτη, ανακατωμένες με αρκετή δεισιδαιμονία».
«Απίθανο!» αναφώνησε η Τζέιν. «Πώς είναι δυνατόν;! Τι σχέση μπορεί να έχει αυτός με την όλη ιστορία;»
«Όταν ο Φειζόο βρισκόταν στο μοναστήρι τής Σαλαμάνκα και είδε έναν νέο μοναχό, έμαθε απ’ αυτόν ότι βρισκόταν μέσα στο τελευταίο πλοίο που έφτασε στην Ισπανία με τον πλοίαρχο Ραφαέλ Μαχάδο. Άκουσε κατάπληκτος όλη την ιστορία τού ταξιδιού τους και συγκέντρωσε τις περιγραφές των πιο εντυπωσιακών γεγονότων σ’ αυτό το βιβλίο».
Ο Γκλέιντ σταμάτησε. Τώρα παρατηρούσε την έκπληξη του Χουάν, που φυλλομετρούσε τις κίτρινες σελίδες με τα καλλιγραφικά γράμματα. Περισσότερο όμως τις αντιδράσεις τής αυθόρμητης Τζέιν, που καθώς ήταν διαρκώς στη μεγαλύτερη υπερένταση, βρέθηκε απρόοπτα μπροστά σε κάτι τόσο ενδιαφέρον. Θεώρησε ότι έπρεπε να κλείσει εκείνη τη συνάντηση προτείνοντάς της έναν μέτριο σε μέγεθος, αρκετά όμως φουσκωμένο, λευκό φάκελο.
«Φρόντισα να φωτοτυπήσω τις σελίδες του. Όλα τα αντίγραφα βρίσκονται εδώ μέσα. Ορίστε. Λογάριαζα μ’ αυτήν την προσφορά να
μετριάσω την αρνητική σας διάθεση που θα προέκυπτε, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως περίμενα. Έστω. Θεωρώ ότι αξίζει να τις προσθέσετε στα ημερολόγιά σας».
«Ευχαριστούμε πολύ».
«Θα σας ξαναδώ σε έναν μήνα; Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα κατάλαβα ότι είναι περιττό να συντάσσω γραπτές συμφωνίες».
«Έχετέ μας εμπιστοσύνη κύριε Γκλέιντ. Σε έναν περίπου μήνα θα τα ξαναπούμε από κοντά».

Το επόμενο πρωί πετούσαν για το Λονδίνο ο Χουάν, η Τζέιν και ο καθηγητής Ο’ Σάλιβαν. Τα συναισθήματα που τους προκάλεσε αυτή η θριαμβευτική επιτυχία μπορεί να τα καταλάβει μόνο όποιος έχει πετύχει κάτι ανάλογο. Ο καθηγητής, που έσφιγγε στην αγκαλιά του τον πολύτιμο χαρτοφύλακα με τα τέσσερα μετάλλια  ―λίγο τον ένοιαζε που δεν ήταν τα πρωτότυπα―, τις φωτογραφίες των ημερολογίων και το μικρό φωτοτυπημένο βιβλίο που φρόντισε να εξασφαλίσει και γι’ αυτόν ο Γκλέιντ, ήταν κι αυτός πανευτυχής.
Στο Χίθροου ο Χουάν και η Τζέιν ανανέωσαν το ραντεβού τους με τον Ο’ Σάλιβαν, ο οποίος τους ευχαρίστησε για μια ακόμα φορά και τους θύμισε ότι τους περιμένει “το συντομότερο δυνατό ”.

Ο Ο’ Σάλιβαν έφυγε σε δύο ώρες για το Δουβλίνο. Έφτασε κουρασμένος στο σπίτι του. Κοιμήθηκε λίγο. Η διαφορά τής ώρας τον είχε καταβάλει. Ένας ακόμα λόγος που δεν μπορούσε να ησυχάσει ήταν εκείνη η εκκρεμότητα που είχε με την Γκόρντον. Έλπιζε να είχε πάψει να ενδιαφέρεται και να μη θυμόταν το ραντεβού.
Πήγε στο γραφείο του κατά τις έντεκα το πρωί. Μόλις τον είδε η γραμματέας του, ζήτησε άδεια για μία εβδομάδα, που ο καθηγητής τής την έδωσε πρόθυμα. Του είπε ότι από τότε που έφυγε για την Αμερική είχε υποφέρει από τους πολλούς περίεργους και ενοχλητικούς επισκέπτες, ιδίως τις πρώτες δέκα μέρες. Ευτυχώς τα πράγματα τώρα είχαν ηρεμήσει. Μόνο που τις δύο τελευταίες μέρες, εκείνη η Γκόρντον ήρθε τέσσερις φορές και είχε γίνει φορτική. Το απόγευμα σίγουρα θα ξαναερχόταν. Ήταν επομένως μια αναπόφευκτη συνάντηση.

«Κύριε Ο’ Σάλιβαν, όπως σας είχα υποσχεθεί, βρίσκομαι ξανά μπροστά σας».
«Θυμάμαι κυρία Γκόρντον» απάντησε ο καθηγητής ενοχλημένος, δείχνοντας το άδειο κάθισμα. Δεν είναι μικρό πράγμα να βρεθεί ξαφνικά κανείς στην πεζή πραγματικότητα, ύστερα από τον έβδομο ουρανό.
«Λοιπόν; Ποια είναι τα συμπεράσματά σας;»
«Δυστυχώς συνέβη αυτό που υποψιαζόμουν. Ο εμπειρογνώμονας αμφιβάλλει πολύ για τη γνησιότητά του. Κρίνει ότι αυτό δε θα μπορούσε να χαραχτεί τόσο συμμετρικά με την τότε τεχνολογία».
«Κι έτσι να έχει το πράγμα, εγώ εξακολουθώ να ενδιαφέρομαι γι’ αυτό!» Οπωσδήποτε το λέει για να με ξεφορτωθεί.
«Δε θα μπορούσα ποτέ να σας πουλήσω κάτι που δεν είναι γνήσιο!»
«Αγαπητέ μου, να έχετε τη συνείδησή σας ήσυχη. Μιλήσατε καθαρά για τις επιφυλάξεις σας. Εξάλλου, δε θα μου το πουλήσετε ως ένα συλλεκτικό αντικείμενο! Είμαι πρόθυμη να το αγοράσω δίνοντάς σας όσα έξοδα έχετε κάνει μέχρι σήμερα γι’ αυτό. Όσα δώσατε στη δημοπρασία, στον εμπειρογνώμονα, στις μετακινήσεις σας και οτιδήποτε σχετικό. Αν στη συνέχεια αντιληφθώ εγώ τη γνησιότητά του, σας υπόσχομαι να σας αποζημιώσω πλουσιοπάροχα!»
«Θα ήθελα να το σκεφτώ για μερικές μέρες ακόμα».
«Παρεμπιπτόντως, το έχετε εδώ;»
«Ναι, αλλά αυτό δεν επηρεάζει την απόφασή μου».
Η Γκόρντον έβγαλε από την τσάντα της τέσσερις δεσμίδες με χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ.
«Αν μου το δώσετε τώρα, υπόσχομαι ότι δε θα σας ξαναενοχλήσω!»
Ο Ο’ Σάλιβαν έμεινε σκεφτικός. Ήταν μια ευκαιρία για να απαλλαγεί μια για πάντα από την ενοχλητική κυρία. Στο κάτω κάτω, όχι μόνο έβγαζε με το παραπάνω όλα του τα έξοδα, αλλά υπήρχε και η δυνατότητα κατασκευής ενός νέου αντιγράφου, καθώς το πρωτότυπο το είχε ο φίλος του. Σταματώντας στην τελευταία του σκέψη, είπε στην Γκόρντον διπλωματικά.
«Έστω. Αλλά θα σας παρακαλέσω, αν διαπιστώσετε τη γνησιότητά του, να μη με ενημερώσετε. Θα με στενοχωρούσε αφάνταστα αν μάθαινα ότι είχα έναν τέτοιο θησαυρό και τον έδωσα».
«Μην ανησυχείτε. Έχετε τον λόγο μου».
Η Γκόρντον δεν αντιλήφθηκε το ειρωνικό περιεχόμενο των τελευταίων λέξεων του καθηγητή, γιατί αυτός μιλούσε με ύφος συντετριμμένο. Αισθάνθηκε ότι στα χέρια της κρατούσε έναν πραγματικό θησαυρό. Δεν πίστευε ότι η αξία του περιοριζόταν μόνο στο μέταλλο και την ιστορία που απεικόνιζε.
Μόλις έκλεισε την πόρτα τού γραφείου, ο Ο’ Σάλιβαν επικοινώνησε με τον Γκλέιντ και του διηγήθηκε με λίγα λόγια την εξέλιξη της συναλλαγής του με την Γκόρντον. Ο Αμερικανός καθηγητής τον διαβεβαίωσε είπε ότι είναι “το μόνο εύκολο” να έχει σε δύο εβδομάδες στα χέρια του ένα παρόμοιο μετάλλιο. Αυτό καθησύχασε περισσότερο τον Ο’ Σάλιβαν, που περίμενε πια να συμπληρώσει τη σειρά του με τα υπόλοιπα τρία μετάλλια, που θα του έφερνε αυτό το “τόσο συμπαθητικό νεαρό ζευγάρι”.

Οι μέρες που μεσολάβησαν μέχρι να χαραχτούν οι επόμενες δύο τριάδες, ήταν ατέλειωτες για όλους, καθώς ο καθένας είχε τον δικό του λόγο να αδημονεί. Οι δύο καθηγητές για να συμπληρώσουν τις σειρές τους, η Τζέιν που ήθελε να δει πόσο ο Γκλέιντ είχε αποδεχτεί αυτόν τον συμβιβασμό, κάτι που βέβαια δεν πολυπίστευε και ο Χουάν που όσο κι αν δεν το έδειχνε, είχε κουραστεί απ’ όλη αυτήν την περιπέτεια και ήθελε να επιτέλους να ξεκινήσει ένα καινούργιο  κεφάλαιο στη ζωή του.
Γι’ αυτό και δοκίμασε τη μεγαλύτερη έκπληξη όταν την είδε ένα μεσημέρι να έρχεται κρατώντας τρεις ομοιόμορφες νομισματοθήκες, διπλάσιες σε μέγεθος από τις προηγούμενες, με μία τριάδα μεταλλίων στην καθεμιά. Τη μία με τα πρωτότυπα, αγνώριστα σχεδόν ύστερα από τον προσεκτικό καθαρισμό τους, και τις άλλες με τα αντίγραφα, και να του λέει:
«Εγώ είμαι έτοιμη!»
«Τι εννοείς έτοιμη;»
«Δε βλέπεις τι κρατώ στα χέρια μου;»
«Είναι αυτά που φαντάζομαι;»
«Ακριβώς!»
«Εμένα μου είπε ότι θα είναι έτοιμα την επόμενη εβδομάδα».
«Σου είπε γιατί του είπα να σου πει!»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Ήθελα να σου κάνω μια ευχάριστη έκπληξη!»
«Είναι πραγματικά και με κεφαλαία γράμματα! Το μόνο που μένει λοιπόν, είναι να ετοιμάσουμε τις βαλίτσες μας».
«Τη βαλίτσα σου. Γιατί η δική μου είναι έτοιμη!»
«Κι αυτή;!»
«Κι αυτή. Κάνε, λοιπόν, γρήγορα!»
«Σ’ αγαπώ πολύ. Δε θα αργήσω. Με την ευκαιρία πού έχεις τα εισιτήρια;»
«Μη με κοροϊδεύεις, Χουάν! Ξέρεις ότι δε θα μπορούσα να φτάσω μέχρι εκεί!»
«Πάλι καλά!»
«Μια και τα ανέφερες, πρώτα θα πάμε στο Δουβλίνο;»
«Εννοείται. Πρέπει ο Ο’ Σάλιβαν να δει και τα πρωτότυπα για  να έχει την ικανοποίηση της τελειότητας των αντιγράφων. Αλήθεια, δεν τα είδα. Πώς έγιναν;»
«Ορίστε! Η πιστότητά τους έπαιξε από την αρχή μεγάλο ρόλο στην ψυχολογία τού Γκλέιντ για τον συμβιβασμό του. Ασφαλώς του έδωσε την αίσθηση ότι κρατούσε την πρωτότυπη σειρά. Τελικά, δεν είχε και άδικο ο Αμερικανός. Όλα είναι μια ιδέα».
«Επιχείρημα που κατέληξε να το πληρώσει ο ίδιος…»
«Αν κι εδώ που τα λέμε θα το πλήρωνε πολύ ακριβότερα αν κατόρθωνε να πείσει εμάς!»
«Σίγουρα. Πήγαινε τώρα να ετοιμαστείς. Εγώ θα πάω για να κλείσω δύο θέσεις με μια πρωινή πτήση. Πρώτα όμως θα πάρω ένα τηλέφωνο στο Τρίνιτι Κόλετζ για  να πω στον καθηγητή να μας περιμένει».
«Εντάξει Τζέιν. Και πάλι σ’ ευχαριστώ για την έκπληξη! Και κάτι που ήθελα να σχολιάσω: Πολύ καλή η ιδέα σου να παραγγείλεις νομισματοθήκες που να χωρούν και τα εφτά μετάλλια η καθεμιά. Όλοι θα μείνουν ικανοποιημένοι».


Ο καθηγητής Ο’ Σάλιβαν για μια ακόμα φορά θαύμασε τα αντίγραφα των μεταλλίων. Τόσο για την ομοιότητά τους με τα πρωτότυπα, όσο και για την ιστορία που διάβαζε στις όψεις τους. Τα άγγιξε ελαφρά και είπε:
«Ώστε πραγματικά τα είχατε βρει όλα! Ο Μπιλ είπε ότι δε θα το πίστευε παρά μόνο αν τα έβλεπε με τα μάτια του!»
«Θα σας παρακαλέσουμε όμως να μην ενημερώσετε σχετικά τον κύριο Γκλέιντ. Θέλουμε να του κάνουμε εμείς την ευχάριστη έκπληξη!»
«Αν και δεν ξέρω πόσο θα εκπλαγεί, καθώς σας περιμένει αυτές τις μέρες, σας το υπόσχομαι. Ξέρω ότι θα είναι γι’ αυτόν μια μεγάλη στιγμή. Όπως είναι τώρα για μένα».
«Το βλέπουμε κύριε Ο’ Σάλιβαν».
«Η μόνη σκιά στην όλη ιστορία, που θα φύγει όμως σύντομα, είναι ότι προς το παρόν μού λείπει το αντίγραφο του Κάβεντις. Τελικά το έδωσα σε μια κυρία, απόγονό του, όπως έλεγε. Ο φίλος μου, βέβαια, υποσχέθηκε ότι θα μου στείλει ένα πανομοιότυπο, με την πρώτη ευκαιρία!»
Ο Χουάν και η Τζέιν, παρόλο που ο καθηγητής είχε αναφέρει στο παρελθόν κάποιους ενοχλητικούς επισκέπτες, εξαιτίας των οποίων έφυγε από την Ιρλανδία, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την έκπληξή τους.
«Μα καλά! Πόσο ενοχλητική έγινε εκείνη η δήθεν απόγονος; Πόσο πειστική; Και πόσα σας έδωσε;»
«Εγώ της είπα ότι αμφιβάλλω πολύ για τη γνησιότητά του. Σχεδόν ομολόγησα ότι είναι αντίγραφο. Εκείνη δε με πίστεψε. Ξαφνικά έβγαλε από την τσάντα της είκοσι χιλιάδες ευρώ! Παρόλο που είχα πια την εναλλακτική λύση, δίστασα για μια στιγμή, περισσότερο γιατί δε θα μπορούσα να περιμένω πάλι τόσο καιρό. Βλέποντας όμως ξαφνικά τόσα χρήματα για ένα απλό ασημένιο αντίγραφο, δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Ήταν μια καλή ευκαιρία για να απαλλαγώ οριστικά από αυτήν. Στο τέλος μάλιστα, αισθάνομαι ένοχος που το λέω, υποκρίθηκα ότι υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα γνησιότητας».
«Ελπίζουμε να μη σας ξαναενοχλήσει».
«Κι εγώ. Αν και δεν ξέρω τι πρόκειται να συμβεί ύστερα από την έκδοση της εργασίας που ετοιμάζω».
«Δε φαντάζομαι να βάλετε πάλι φωτογραφίες των μεταλλίων» είπε ο Χουάν.
«Μην ανησυχείτε. Θα αναφέρομαι μόνο σε ιστορικά ντοκουμέντα. Το πολύ πολύ να χτυπήσει κάποιος την πόρτα σας και να ζητήσει να τα δει από κοντά!»
«Αυτό δεν πρόκειται να το κάνετε!» διαμαρτυρήθηκε η Τζέιν. Η φωνή της έκρυβε έναν πανικό.
«Ασφαλώς όχι! Αστειευόμουν. Δε θα τολμούσα να σας υποβάλω σε νέες δοκιμασίες. Αρκετά ταλαιπωρηθήκατε».
«Κι εμείς ελπίζουμε αυτά να είναι τα τελευταία ταξίδια μας. Για την υπόθεση των μεταλλίων, εννοείται».
«Πάντως, όποτε έρθετε στη χώρα μου για τουρισμό, εγώ θα σας περιμένω, έστω και για μια καλημέρα!»
«Να είστε σίγουρος κύριε καθηγητά. Χαρήκαμε πολύ που σας γνωρίσαμε».
Το πρώτο μέρος του ταξιδιού τους, η παράδοση των μεταλλίων στον Ο’ Σάλιβαν, είχε ολοκληρωθεί. Αν και ήταν το ευκολότερο, ένιωσαν μια βαθιά ανακούφιση.

Ο Γκλέιντ μόλις είχε μπει στο σπίτι του, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Από την άλλη μεριά τού Ατλαντικού τηλεφωνούσε ο Χουάν και του έλεγε ότι το μόνο που απέμενε ήταν να βγάλουν τα αεροπορικά εισιτήρια για την Αμερική. Ο Γκλέιντ τον βεβαίωσε ότι θα βρίσκεται όλο το εικοσιτετράωρο στο σπίτι του, μέχρι να χτυπήσουν την πόρτα του.
Έκλεισε το τηλέφωνο ικανοποιημένος, σχεδόν χαρούμενος. Σύντομα θα κρατούσε στα χέρια του και θα πρόσθετε στη συλλογή του τον θησαυρό που λαχταρούσε, έστω και σε αντίγραφα.

Η πτήση τους από το Δουβλίνο για τη Νέα Υόρκη ήταν για το επόμενο πρωί, στις έντεκα και μισή. Το απόγευμα αποφάσισαν να περπατήσουν στην ιρλανδική πρωτεύουσα και να θυμηθούν την πόλη που είχαν γνωρίσει πριν από λίγες εβδομάδες.
Ένας ιστορικός στόλος από πιστά αντίγραφα μεσαιωνικών πλοίων ήταν αραγμένος στην όχθη τού ποταμού Λίφεϊ. Τους θύμισε τις καραβέλες τού 1691 που είχε στείλει ο Κάρολος Β’ με τους τολμηρούς πλοίαρχους για να κάνουν τον γύρο τού κόσμου. Η Τζέιν και ο Χουάν ένιωσαν ιδιαίτερα συγκινημένοι όταν πάτησαν το πόδι τους στο κατάστρωμα του μεγαλύτερου ιστιοφόρου.
Κουράστηκαν πολύ γρήγορα. Η ένταση που είχαν δοκιμάσει όλη την ημέρα, τους οδήγησε στο δωμάτιό τους τρεις ώρες νωρίτερα απ’ όσο προγραμμάτιζαν.


Ο Γκλέιντ τους υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα, ίσως περισσότερη απ’ όσο θα ήθελε να δείξει. Εξάλλου και η Τζέιν είχε συγχωρήσει στον καθηγητή εκείνη την υπεροψία, πολύ περισσότερο καθώς είχαν κατορθώσει να του αποσπάσουν το τελευταίο μετάλλιο. Ίσως ακόμα να ένιωθε και κάποιον οίκτο.
«Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω».
«Κι εμείς κύριε καθηγητά. Ελπίζουμε να μείνετε και πάλι ευχαριστημένος».
«Είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Είχατε καλό ταξίδι;»
«Όσο καλό και άνετο αν είναι, ένα τόσο πολύωρο ταξίδι, όπως ξέρετε, είναι κουραστικό. Η διαφορά ώρας μάς έχει αποσυντονίσει κι όσο σκεφτόμαστε ότι πρέπει να το ξανακάνουμε σχεδόν αμέσως, κουραζόμαστε και μόνο με τη σκέψη».
Λίγη ώρα αργότερα, αφού εξέτασε τα νέα μετάλλια, πρόσθεσε ικανοποιημένος στην κασετίνα τα προηγούμενα τέσσερα και κοίταζε την πλήρη σειρά με θαυμασμό. Στράφηκε προς το νεαρό ζευγάρι και πρότεινε:
«Σκέφτηκα ότι θα μπορούσατε να περάσετε εδώ μερικές μέρες. Θα χαρώ να σας φιλοξενήσω στο διπλανό σπίτι, εκεί όπου έμεινε και ο Ο’ Σάλιβαν. Τώρα είναι ακατοίκητο και δεν πρόκειται να σας ενοχλήσει κανένας. Θα είναι μια ευκαιρία για σας να κάνετε ολιγοήμερες διακοπές».
«Θα το θέλαμε πολύ» απάντησε η Τζέιν, «αλλά οι δικοί μας αδημονούν να μας ξαναδούν κοντά τους. Ύστερα απ’ όλες αυτές τις περιπέτειες που είχαμε, κάθε ώρα που λείπουμε γι’ αυτούς φαίνεται αιώνας».
«Πάντως σας ευχαριστούμε πολύ» συμπλήρωσε ο Χουάν.
«Δεν πρέπει να καθυστερήσουμε, καθώς έχουμε κλείσει την πτήση τής επιστροφής μας για αύριο και χρειάζεται να βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη το πρωί».
«Μπορώ να σας διευκολύνω εγώ» πρότεινε ο Γκλέιντ. «Έχω μια δουλειά στη Νέα Υόρκη. Είναι ευκαιρία να την τακτοποιήσω σήμερα. Μπορώ να σας πάω μέχρι την περιοχή του αεροδρόμιου, όπου θα βρείτε και ξενοδοχείο».
«Αν δε σας βγάζουμε από το πρόγραμμά σας, εντάξει».

Στο Χίθροου έφτασαν μετά τα μεσάνυχτα. Όσο κι αν ήθελαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, οι αλλεπάλληλες αλλαγές τής ώρας τούς είχαν ταλαιπωρήσει αφάνταστα. Αναγκάστηκαν να διανυκτερεύσουν κοντά στο αεροδρόμιο και να αναχωρήσουν για την Ισπανία την επόμενη μέρα.
Το μεσημέρι βρίσκονταν στο σπίτι τους. Χτύπησαν την πόρτα τού Ρομπέρτο μόνο για να πουν ότι έφτασαν καλά. Η Εβίτα ωστόσο επέμενε να περάσουν για φαγητό, μια κι εκείνη την ώρα βρίσκονταν στο τραπέζι. Δεν της χάλασαν το χατίρι, καθώς όλες αυτές τις μέρες είχαν στερηθεί τη σπιτική κουζίνα. Μόλις μπήκαν στο διαμέρισμά τους μόνο ξεντύθηκαν κι έπεσαν στο κρεβάτι, όπου κοιμήθηκαν μέχρι το επόμενο πρωί.